Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ(12)


Συνέχεια από: Τετάρτη, 14 Ιανουαρίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ

ΤΟΥ ENRICO BERTI.
                                        Κεφάλαιο ΙΙ.
Η αντίφαση απολυτοποιημένη, δηλαδή η αδύναμη διαλεκτική στον Ηράκλειτο και στους Επιγόνους του.                                 

Αυτή η ταύτιση του Είναι και του μη-Είναι δημιούργησε πράγματι μεγάλη απορία στον Αριστοτέλη και χάριν αυτής παρά τους κάποιους δισταγμούς του, τελικώς θεώρησε τον Ηράκλειτο έναν αρνητή, παρότι αθέλητο, της αρχής τής μη-αντιφάσεως και τον ανακήρυξε τον αρχηγό μιας σειράς αρνητών αυτής της αρχής, εμμέσων ή αμέσων, η οποία ξεκινά από τους “φυσικούς” τής πολλαπλότητος (Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας, Δημόκριτος), πάει σε έναν σοφιστή του βεληνεκούς του Πρωταγόρα, και σε “μερικούς” άλλους ανώνυμους, πολύ πιθανόν εριστικούς σοφιστές, τους οποίους αναφέρει και αντικρούει σε εκείνην την διάσημη υπεράσπιση τής αρχής τής μη-αντιφάσεως που είναι το IV βιβλίο της Μεταφυσικής.  

Η πραγματική ή φαινομενική ύπαρξη αυτής της γραμμής μάς υποχρεώνει να μιλήσουμε με την παρούσα ευκαιρία, όχι επειδή αυτή αποτελεί μια αληθινή μορφή διαλεκτικής, αλλά επειδή αποτελεί μια άρνηση, αληθινή ή υποθετική, τής αρχής τής μή-αντιφάσεως, δηλαδή μιας αντιλήψεως τής αντιφάσεως σαν πραγματικής, η οποία οδηγεί όμως όπως θα δούμε στην ίδια την άρνηση τής διαλεκτικής, δηλαδή σε μία διαλεκτική εντελώς αδύναμη, η οποία δεν είναι πλέον αληθινή διαλεκτική. Το βασικό κείμενο που θα ακολουθήσουμε είναι ακριβώς το IV βιβλίο της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, συνδυαζόμενο εδώ κι εκεί με το παράλληλο XI βιβλίο, του οποίου όμως η μαρτυρία δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς καθοριστική λόγω της αμφιβόλου αυθεντικότητός του.

Στην Μεταφυσική IV ο Ηράκλειτος αναφέρεται για πρώτη φορά αμέσως μετά την παρουσίαση τής αρχής της μη-αντιφάσεως, όταν ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι αυτή είναι η πιο σίγουρη αρχή από όλες, διότι είναι αδύνατον σε οποιονδήποτε να πιστέψει πως ένα πράγμα είναι και δεν είναι αυτό το ίδιο, όπως σύμφωνα με μερικούς είχε πεί ο Ηράκλειτος (καθάπερ τινὲς οἴονται λέγειν ῾Ηράκλειτον). Ας σημειώσουμε και την έκφραση αμφιβολίας με την οποία αποδίδει τον λόγο στον Ηράκλειτο, αφήνοντας την ευθύνη σε άλλους. Και πράγματι η αμφιβολία επιβάλλεται στον Αριστοτέλη από την ίδια την αρχή της μη-αντιφάσεως, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον σε έναν να σκεφτεί, στον ίδιο χρόνο και από την ίδια οπτική γωνία, δύο αντίθετες προτάσεις, και επομένως αυτό ήταν αδύνατον και για τον Ηράκλειτο. Και όμως παρ' όλα αυτά στο έργο τού τελευταίου, το οποίο είχε διαβάσει με σιγουριά ο Αριστοτέλης διότι κάπου ασκεί κριτική στην έλλειψη σημείων στίξης (Ρητορική ΙΙΙ 5, 1407 b 11), υπήρχαν μάλλον φράσεις που οδηγούσαν στην σκέψη πως ο Ηράκλειτος πράγματι έλεγε πως ένα πράγμα είναι και δεν είναι αυτό το ίδιο. Και συμπληρώνει: «πραγματικά δεν είναι αναγκαίο ένας να συμφωνεί αληθινά με όλα όσα λέει», και στην Μεταφυσική ΧΙ, 5 1062 α 35, μας λέει ότι ο Ηράκλειτος δέχτηκε αυτή την θεωρία χωρίς να την κατανοήσει, χωρίς να την πολυεξετάσει «οὐ συνιεῖς έαυτοΰ», επομένως η άρνηση της αρχής της μη-αντιφάσεως από τον Ηράκλειτο παρουσιάζεται σαν αθέλητη!

Δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε όμως το ίδιο και για εκείνους τους "μερικούς" οι οποίοι τού την αποδίδουν, οι οποίοι λίγο μετά αναφέρονται εκ νέου από τον Αριστοτέλη με τον ακόλουθο τρόπο: "υπάρχουν όμως μερικοί που, όπως είπαμε, όχι μόνο οι ίδιοι λένε ότι ενδεχόμενο είναι το αυτό να είναι και να μην είναι, αλλά και ότι ενδεχόμενο είναι να σκέπτεται κάποιος έτσι"(Μεταφ. 1006 α 2). Αυτοί λοιπόν όχι μόνον αποδίδουν στον Ηράκλειτο την άρνηση τής αρχής της μη-αντιφάσεως, αλλά και την ιδιοποιούνται, θελημένα και συνειδητά. Ο Αριστοτέλης δεν μας λέει ποιοι είναι, αλλά πιθανόν να μιλά για τους ίδιους όταν δηλώνει, στην συνέχεια, ότι «εμείς όμως έχουμε παραδεχθεί ότι είναι αδύνατον κάτι να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα, και δείξαμε ότι αυτή η αρχή είναι η βεβαιότατη από όλες. Είναι γνωστό δε ότι μερικοί ζητούν να αποδείξουν και αυτή την πρόταση, και το κάνουν αυτό από απαιδευσία· γιατί είναι απαιδευσία να μην ξέρει κανείς για ποιες προτάσεις πρέπει να ζητά απόδειξη και για ποιες όχι, γιατί είναι αδύνατον να υπάρχει γενικά απόδειξη για όλα. Γιατί σε μία τέτοια περίπτωση, θα προχωρούσαμε σε μία άπειρη ανάδρομη αποδεικτική πορεία, έτσι που και πάλι να μην υπάρχει απόδειξη» (Μεταφ. 1006 α 5-6), ή αναφέρεται σε εκείνη την άκρατη (αχαλίνωτη) λογοκοπία η οποία απαγορεύει και εμποδίζει με την διάνοιά μας να καθορίσουμε κάτι (Μεταφ. 1009 α 4-5), ή κάνει λόγο για την ακρότατη δοξασία αυτών που ισχυρίζονται ότι είναι οπαδοί του Ηράκλειτου «η των φασκόντων ηρακλειτίζειν» (Μεταφ. 1010 α 10-11).

Δίπλα όμως σε αυτούς που δεν κατονομάζει, τοποθετεί ανάμεσα στους αρνητές της αρχής τής μη-αντιφάσεως και πολλούς και των περί φύσεως, φυσικούς, τους οποίους ταυτίζει στην συνέχεια με τον Αναξαγόρα και τον Δημόκριτο, ξανά με τον Δημόκριτο και κατόπιν με τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο (Μεταφ. 1099 α 27-28, b 11, 1009 b 15, 1009 b 16-22)...

Η διαφορά σε σχέση με τους πρώτους είναι ότι αυτοί οι τελευταίοι αγκάλιασαν αυτόν τον λόγο εξ' αιτίας δυσκολιών που συνάντησαν, "εκ του απορήσαι", ενώ εκείνοι συζητούν λόγου χάριν, "αργολογώντας". Γι' αυτό εάν οι μεν είναι φυσικοί, δηλαδή αυθεντικοί φιλόσοφοι, οι άλλοι είναι σοφιστές, εριστικοί. Είναι όμως διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να συζητηθεί η άρνηση της αρχής τής μη-αντιφάσεως με τις δύο ομάδες τών αρνητών της. Με τους φυσικούς πρέπει να προσπαθήσουμε την πειθώ, με τους σοφιστές πρέπει να προστρέξουμε στην δύναμη. Η άγνοια των πρώτων διορθώνεται εύκολα, διότι στην συζήτηση μαζί τους δεν έχουμε να κάνουμε με άδειες κουβέντες, αλλά με αληθινούς συλλογισμούς. Η άγνοια των άλλων όμως δεν διορθώνεται παρά μόνο με την ανασκευή και την κατάρριψη των λόγων τους, ακόμη και με την χρήση τής φωνής και των δυνατών εκφράσεων.

Τέλος ο Αριστοτέλης δηλώνει πως από την ίδια πεποίθηση, δηλαδή από τον Ηράκλειτο πάντοτε, προέρχεται και η θεωρία του Πρωταγόρα, εκείνη σύμφωνα με την οποία όλες οι γνώμες "τα δοκούντα", και όλα τα φαινόμενα, είναι αληθινά. Σε άλλο σημείο κάνει λόγο για τους υποστηρικτές τής θεωρίας του Πρωταγόρα "τοις τον Πρωταγόρου λέγουσι λόγον", οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να δεχθούν ότι όλων των πραγμάτων ένα συγκεκριμένο κατηγορούμενο μπορούμε τόσο να το δεχθούμε όσο και να το αρνηθούμε "εί κατά παντός τι καταφήσαι ή αποφήσαι ενδέχεται" (Μεταφ. 1007 b 21-23). Ίσως πρόκειται για τον ίδιο τον Πρωταγόρα, δεδομένης της αρχαίας συνήθειας να αναφέρονται οι μαθητές στην θέση του Δασκάλου της σχολής, ή πρόκειται για ελάχιστους σοφιστές οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται με τους μαθητές του Ηράκλειτου.

Έχουμε λοιπόν τέσσερις θέσεις, εκείνη του Ηράκλειτου, ο οποίος αρνείται την αρχή τής μη-αντιφάσεως αλλά χωρίς να έχει αυτή την πρόθεση, εκείνη των σοφιστών οι οποίοι δηλώνουν μαθητές του, οι οποίοι την αρνούνται θελημένα, δηλαδή για την ηδονή τής συζητήσεως, εκείνη "πολλών φυσικών" (Εμπεδοκλή, Αναξαγόρα, Δημόκριτο) οι οποίοι την αρνούνται λόγω πραγματικών δυσκολιών που συναντούν και διαθέτουν αληθινούς συλλογισμούς και τέλος εκείνη του Πρωταγόρα η οποία προέρχεται και αυτή από τον Ηράκλειτο.

Θα τις εξετάσουμε μία προς μία, ακολουθώντας την χρονική τάξη με την οποία αναπτύχθηκαν, τοποθετώντας δηλαδή στην τελευταία θέση εκείνους τους ανώνυμους σοφιστές τους οποίους φαίνεται να χειρίζεται σαν συγχρόνους του!

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: