Συνέχεια από: Τρίτη, 24 Μαρτίου 2015
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ: Ernst Bloch.
Στο όνομα της Ιουδαιο-Χριστιανικής παραδόσεως, ο Μπλόχ εξαπολύει ένα ανάθεμα στον αρχαίο παγανισμό. Αλλά αμέσως τοποθετεί την Π.Δ στο σύνολό της κάτω απο την ένδοξη βασιλεία του Εωσφόρου. Ο οποίος χρησιμοποίησε την πονηριά τού Θεού τού φθόνου, του φαρμακερού σκορπιού, αληθινού Σατανά, δηλαδή αντιπάλου του ανθρώπου,καί άξιου συγγενούς όχι μόνον του Δία, αλλά και του Βάαλ και του Μολώχ. Το κάνει για να δοξάσει έναν Χριστό που δέν είναι Υιός του Θεού, αλλά Υιός του ανθρώπου, στον οποίο ξαναζεί το φίδι της Γενέσεως και ο οποίος κηρύττει την επανάσταση ενάντια στην κυριαρχία του Δημιουργού. Νέος προμηθεύς, ούτε μεσάζων, ούτε λυτρωτής, αλλά «Νικητής και Εκδικητής», σπόρος του παρακλήτου ο οποίος έρχεται, άγγελος του πληρώματος του Αγίου Πνεύματος.
Αμέθυστος.
Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ (26)-ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
του HENRI DE LYBACΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ: Ernst Bloch.
Στο όνομα της Ιουδαιο-Χριστιανικής παραδόσεως, ο Μπλόχ εξαπολύει ένα ανάθεμα στον αρχαίο παγανισμό. Αλλά αμέσως τοποθετεί την Π.Δ στο σύνολό της κάτω απο την ένδοξη βασιλεία του Εωσφόρου. Ο οποίος χρησιμοποίησε την πονηριά τού Θεού τού φθόνου, του φαρμακερού σκορπιού, αληθινού Σατανά, δηλαδή αντιπάλου του ανθρώπου,καί άξιου συγγενούς όχι μόνον του Δία, αλλά και του Βάαλ και του Μολώχ. Το κάνει για να δοξάσει έναν Χριστό που δέν είναι Υιός του Θεού, αλλά Υιός του ανθρώπου, στον οποίο ξαναζεί το φίδι της Γενέσεως και ο οποίος κηρύττει την επανάσταση ενάντια στην κυριαρχία του Δημιουργού. Νέος προμηθεύς, ούτε μεσάζων, ούτε λυτρωτής, αλλά «Νικητής και Εκδικητής», σπόρος του παρακλήτου ο οποίος έρχεται, άγγελος του πληρώματος του Αγίου Πνεύματος.
Η Εκκλησία την επαύριο αποκατέστησε το είδωλο το οποίο είχε γκρεμίσει. Κάτι που υπήρξε ευθύνη κυρίως του Παύλου, ο οποίος αντικαθιστά στον εσχατολογικό τίτλο τού Υιού τού ανθρώπου, εκείνον ενός Χριστού Κυρίου ο οποίος αποκτά την Βασιλεία μέσω της θυσίας, κατ’εικόνα τού «Πάσχοντος δούλου».
Έτσι ο άνθρωπος καταδικάστηκε ξανά στην «πετροποίηση». Και όμως, συγκεντρώνοντας την κληρονομιά των κατασκευαστών της Βαβέλ, του Ιακώβ, του Ιώβ και των Προφητών, ένας αιρετικός Χριστιανισμός, ο μόνος αληθινός, δέν έπαψε να επαναστατεί: και στον Θεό ο οποίος επαναλαμβάνει πώς Όλα είναι καλά, πολύ καλά, καλά λίαν, κάτω απο την κυριαρχία του, αντιτίθεται ο άνθρωπος ο οποίος λέει: «Ιδού που Εγώ κάνω όλα τα πράγματα νέα», ενώνοντας τις δυνάμεις της Γνώσης και της Αποκαλύψεως και σχηματίζει απο τους Οφίτες μέχρι τον Μάρξ, μία αδιάσπαστη αλυσσίδα.
Έτσι ο άνθρωπος καταδικάστηκε ξανά στην «πετροποίηση». Και όμως, συγκεντρώνοντας την κληρονομιά των κατασκευαστών της Βαβέλ, του Ιακώβ, του Ιώβ και των Προφητών, ένας αιρετικός Χριστιανισμός, ο μόνος αληθινός, δέν έπαψε να επαναστατεί: και στον Θεό ο οποίος επαναλαμβάνει πώς Όλα είναι καλά, πολύ καλά, καλά λίαν, κάτω απο την κυριαρχία του, αντιτίθεται ο άνθρωπος ο οποίος λέει: «Ιδού που Εγώ κάνω όλα τα πράγματα νέα», ενώνοντας τις δυνάμεις της Γνώσης και της Αποκαλύψεως και σχηματίζει απο τους Οφίτες μέχρι τον Μάρξ, μία αδιάσπαστη αλυσσίδα.
Αυτής της αλυσσίδας, ο Ιωακείμ ντα Φιόρε είναι ίσως το κύριο δαχτυλίδι: διότι ξεκινώντας απο αυτόν, η επίκληση στο πνεύμα της απελευθερώσεως θα απλωθεί προοδευτικά παντού. «Με μία κορυφαία επαναστατική αίρεση διέλυσε τον αρχαίο Αιώνα της κυριαρχίας του Πατρός, με τον Αιώνα που έρχεται τού διαφωτισμού τού λόγου, που είναι ενάντιος και στο κράτος όπως και στην Εκκλησία.
Αυτό έχει πρόθεση να πραγματοποιήσει ο μαρξισμός. Παρ’όλα αυτά όμως, σ’αυτό το τελευταίο δαχτυλίδι της αλυσσίδας λείπει ένα πράγμα ακόμη, το ίδιο που έλειπε ήδη στον Φωϋερμπαχ. Ο οποίος δέν είχε καταλάβει πώς αναδεικνύοντας τον ανθρωπισμό σαν μία απλή αντεστραμμένη θεολογία, δέν είναι δυνατόν να φτάσουμε παρά μόνον σε αληθινές μετριότητες, διότι χάνεται το κέντρισμα της υπερβατικότητος. Θα έπρεπε να αποδεσμευθεί λοιπόν, ο πυρήνας που δρά στην καρδιά κάθε θρησκείας, δηλαδή το ιδεώδες του αθρώπου που ακόμη αγνοεί τον εαυτό του, που δέν πραγματοποίησε ακόμη την πληρότητα του, η οποία φυσικώς πως λαμβάνει μία μυθική υπόσταση στην πίστη του. (ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ).
Και ο Μάρξ, σταματώντας στην κοινωνική απελευθέρωση, δέν κατόρθωσε να προσφέρει πάνω απ’όλα, την ανεξαρτησία στον νέο άνθρωπο, στην σωτηρία, στην δύναμη της αγάπης και του Φωτός. Βοήθησε να κατέλθει στην γή ένας ουρανός που δέν είναι τίποτε περισσότερο απο μία ευδαιμονική οργάνωση, ξεχνώντας την μουσική που πρέπει να αντηχήσει και να εξαπλωθεί απο τον καλολαδωμένο μηχανισμό της Οικονομίας και της κοινωνικής ζωής.
Τέλος πάντων, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος γνώρισαν αληθινά την ανθρώπινη ψυχή, την απεριόριστη κίνησή της πρός την υπερβατικότητα. Κατόρθωσαν μόνον μία λαϊκή εκκοσμίκευση τής θρησκείας, χωρίς να συλλέξουν την κληρονομιά της. Παρέμενε να ανακαλυφθεί ο αθεϊσμός μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμό, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πούμε στ’αλήθεια: «Μόνον ένας άθεος μπορεί να είναι Χριστιανός, μόνον ένας Χριστιανός μπορεί να είναι ένας καλός άθεος». Η ελπίδα που μας προσφέρει ο Μπλόχ είναι μιάς υπέρβασης στον χρόνο, ένα ενυπάρχον ξεπέρασμα, που ψάχνει την ανακάλυψη, και της οποίας το διπλό μοντέλλο αναγνωρίζεται στον Μωυσή της Εξόδου και στον Προμηθέα της Ελληνικής Τραγωδίας, σύμβολα και οι δύο του Εωσφόρου. Η ελπίδα συνεπιφέρει επιπλέον την ανάγκη της επιβιώσεως στην μετεμψύχωση, και όχι μόνον επειδή επιμηκύνεται κάθε ατομική συνείδηση-καθότι δέν γνωρίζουμε αυτόν που κοιμάται στο σκοτεινό δωμάτιο της στιγμής που βιώθηκε και έτσι δέν διαθέτουμε κανένα κριτήριο για να αναγνωρίσουμε την ψυχή μας σε κάτι πιό αρχαίο-αλλά επειδή τίποτε δέν πάει χαμένο στο μεγάλο σύστημα του ανθρωπίνου πνεύματος που ξεδιπλώνει. Υπάρχει ένας σπόρος της ψυχής που δέν πρέπει να παρασυρθεί στην άβυσσο του αιωνίου θανάτου.[Αυτό τό έργο πραγματοποίησε ο Κύριος. Σχίζοντας τό παραπέτασμα τού θανάτου εισχώρησε στό βάθος τής αβύσσου αφήνοντας δέ τήν άγκυρά του δέν αφήνει τίς ψυχές νά χαθούν στήν άβυσσο, ούτε στήν αιώνια καί μάταιη περιστροφή τής Μετεμψυχώσεως. Γι' αυτό υπάρχει η επίκκληση τής εκκλησίας: άβυσσος άβυσσον επικαλείται.] Το τελευταίο πνεύμα, εκείνος ο Θεός που είναι το βάθος μας, που εμψυχώνει την εωσφορική μας ουσία, φανερώνει σαν μία ιδιότητα ηρωϊσμού, θελήσεως για δημιουργία, για γνώση για μία ομοίωση με τον Θεό, αυτή την ιδιοφυϊα του παρακλήτου του εσωτερικού κόσμου και της οικείας κοινότητος και θα πραγματοποιηθεί εν τέλει πέραν του εκμηδενισμού ετούτου εδώ του διεστραμμένου κόσμου.
Ο Μπλόχ τιναξε στον αέρα τα εμπόδια που η μαρξιστική Ορθοδοξία, μετά τον Ένγκελς, είχε υψώσει ενάντια στις δυνάμεις του φανταστικού. Αλλά πώς θα μπορέσουμε ποτέ μας να συμφωνήσουμε, παρά μόνον με μία απέραντη ειρωνεία πώς, χρησιμοποιώντας για τους σκοπούς του την Ιουδαιο-Χριστιανική Βίβλο, σύμφωνα με τις διαθέσεις του, απεδείχθη ένας ερμηνευτής μεγάλου βάθους ή πώς το πέτυχε προσλαμβάνοντας την δογματική του Ομοούσιου . Για να θεμελιώσει τον αθεισμό του, επανέφερε σε μία σταθερότητα, ενάντια σε μία άπιστη Εκκλησία, την σκέψη αυτού που η ίδια επικαλείται σαν του θεμελιωτού της; Πώς να του αποδώσουμε την πατρότητα των Θεολογιών της ελπίδας, παρά μόνον ενός τύπου, αμφισβητήσιμου επι πλέον, αυτών των θεολογιών;
Ο Μπλόχ θα ήθελε να μας διδάξει να ελπίζουμε! Θα ήθελε να μας διδάξει μία αυθεντική ελπίδα, θεμελιωμένη και συγκεκριμένη, έχοντας μία φιλοσοφική διάσταση. Απορρίπτει κάθε «πέραν» το οποίο θα ήταν ακόμη ο αντικατοπτρισμός, η αντίστροφη εικόνα του Γίγνεσθαι. Μία απόρριψη δικαιολογημένη εκτός των άλλων. Αλλά μόλις αρχίζει να εξηγείται, δέν μπορεί να ξεφύγει απο τίποτε και απλώς επαναβεβαιώνει αυτό που ήθελε να αποφύγει. Διότι επανέφερε το όνειρο και πίστεψε μ’αυτό πώς η ελπίδα του ξεφεύγει απο τον μυθολογικό εξωτισμό που είναι κατάληλος μόνον για την ικανοποίηση προκαταλήψεων. Η διάκριση που κάνει ανάμεσα σε νυχτερινό όνειρο και σε ξύπνιο όνειρο, νομίζει πώς είναι αρκετή, αποφεύγοντας τον Φρόϋντ, να θεμελιώσει αυτή την αληθινή ελπίδα. Αλλά εάν πράγματι αυτή επιτρέπει την αντίθεση στην καθυστέρηση και την στασιμότητα τής αναμνήσεως δηλαδή στην δουλεία στο παρελθόν, μία «προκαταβολική συνείδηση», δηλαδή ένα άνοιγμα στο μέλλον, αυτό το μέλλον το ελπιζόμενο, αυτό το όχι ακόμη, είναι στ’αλήθεια άλλο, έτερο; Δυστυχώς προβάλλεται πάντοτε απέναντι, στην προμετωπίδα, στον τοίχο ενός Γίγνεσθαι. Είναι η ανάπτυξη της συλλογικής προόδου, πραγματοποιημένης απο τον άνθρωπο μέσω του χώρου και του χρόνου, τον οποίο πρέπει να εξασφαλίσει με την επιμήκυνση της ιστορίας. Μας λέει πώς μεταμορφώνοντας αυτόν τον κόσμο πρέπει να φτάσουμε στην πατρίδα της ταυτότητος. Και έτσι στην «Αρχή της Ελπίδος» μας μιλά για μία κατασκευή, για μία οικοδομή της ελπίδος.
Και όμως, ακριβώς αυτός ο προμηθεικός χαρακτήρας, τον ξαναρίχνει στο επίπεδο που νόμιζε πώς είχε υπερβεί. Και έτσι εκκοσμικεύοντας την θρησκεία για να την θέσει στην υπηρεσία του, ο Μπλόχ την ευνουχίζει και την καθιστά άγονη, χάνοντας μ’αυτόν τον τρόπο την υπηρεσία και το όφελος που ήθελε να αποκτήσει. Στο τέλος ενός διαλόγου πάνω στην Ελπίδα, που είχε δεχθεί να προσπαθήσει με τον Μπλόχ, και ακούγοντας απο το ίδιο του το στόμα την άρνησί του κάθε χάρης και κάθε έννοιας που προέκυπτε, ο Gabriel Marcel δέν κατόρθωσε παρά να αποδοκιμάσει, με μία έκφραση πόνου, αυτή την ισοπέδωση.
Αυτό έχει πρόθεση να πραγματοποιήσει ο μαρξισμός. Παρ’όλα αυτά όμως, σ’αυτό το τελευταίο δαχτυλίδι της αλυσσίδας λείπει ένα πράγμα ακόμη, το ίδιο που έλειπε ήδη στον Φωϋερμπαχ. Ο οποίος δέν είχε καταλάβει πώς αναδεικνύοντας τον ανθρωπισμό σαν μία απλή αντεστραμμένη θεολογία, δέν είναι δυνατόν να φτάσουμε παρά μόνον σε αληθινές μετριότητες, διότι χάνεται το κέντρισμα της υπερβατικότητος. Θα έπρεπε να αποδεσμευθεί λοιπόν, ο πυρήνας που δρά στην καρδιά κάθε θρησκείας, δηλαδή το ιδεώδες του αθρώπου που ακόμη αγνοεί τον εαυτό του, που δέν πραγματοποίησε ακόμη την πληρότητα του, η οποία φυσικώς πως λαμβάνει μία μυθική υπόσταση στην πίστη του. (ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ).
Και ο Μάρξ, σταματώντας στην κοινωνική απελευθέρωση, δέν κατόρθωσε να προσφέρει πάνω απ’όλα, την ανεξαρτησία στον νέο άνθρωπο, στην σωτηρία, στην δύναμη της αγάπης και του Φωτός. Βοήθησε να κατέλθει στην γή ένας ουρανός που δέν είναι τίποτε περισσότερο απο μία ευδαιμονική οργάνωση, ξεχνώντας την μουσική που πρέπει να αντηχήσει και να εξαπλωθεί απο τον καλολαδωμένο μηχανισμό της Οικονομίας και της κοινωνικής ζωής.
Τέλος πάντων, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος γνώρισαν αληθινά την ανθρώπινη ψυχή, την απεριόριστη κίνησή της πρός την υπερβατικότητα. Κατόρθωσαν μόνον μία λαϊκή εκκοσμίκευση τής θρησκείας, χωρίς να συλλέξουν την κληρονομιά της. Παρέμενε να ανακαλυφθεί ο αθεϊσμός μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμό, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πούμε στ’αλήθεια: «Μόνον ένας άθεος μπορεί να είναι Χριστιανός, μόνον ένας Χριστιανός μπορεί να είναι ένας καλός άθεος». Η ελπίδα που μας προσφέρει ο Μπλόχ είναι μιάς υπέρβασης στον χρόνο, ένα ενυπάρχον ξεπέρασμα, που ψάχνει την ανακάλυψη, και της οποίας το διπλό μοντέλλο αναγνωρίζεται στον Μωυσή της Εξόδου και στον Προμηθέα της Ελληνικής Τραγωδίας, σύμβολα και οι δύο του Εωσφόρου. Η ελπίδα συνεπιφέρει επιπλέον την ανάγκη της επιβιώσεως στην μετεμψύχωση, και όχι μόνον επειδή επιμηκύνεται κάθε ατομική συνείδηση-καθότι δέν γνωρίζουμε αυτόν που κοιμάται στο σκοτεινό δωμάτιο της στιγμής που βιώθηκε και έτσι δέν διαθέτουμε κανένα κριτήριο για να αναγνωρίσουμε την ψυχή μας σε κάτι πιό αρχαίο-αλλά επειδή τίποτε δέν πάει χαμένο στο μεγάλο σύστημα του ανθρωπίνου πνεύματος που ξεδιπλώνει. Υπάρχει ένας σπόρος της ψυχής που δέν πρέπει να παρασυρθεί στην άβυσσο του αιωνίου θανάτου.[Αυτό τό έργο πραγματοποίησε ο Κύριος. Σχίζοντας τό παραπέτασμα τού θανάτου εισχώρησε στό βάθος τής αβύσσου αφήνοντας δέ τήν άγκυρά του δέν αφήνει τίς ψυχές νά χαθούν στήν άβυσσο, ούτε στήν αιώνια καί μάταιη περιστροφή τής Μετεμψυχώσεως. Γι' αυτό υπάρχει η επίκκληση τής εκκλησίας: άβυσσος άβυσσον επικαλείται.] Το τελευταίο πνεύμα, εκείνος ο Θεός που είναι το βάθος μας, που εμψυχώνει την εωσφορική μας ουσία, φανερώνει σαν μία ιδιότητα ηρωϊσμού, θελήσεως για δημιουργία, για γνώση για μία ομοίωση με τον Θεό, αυτή την ιδιοφυϊα του παρακλήτου του εσωτερικού κόσμου και της οικείας κοινότητος και θα πραγματοποιηθεί εν τέλει πέραν του εκμηδενισμού ετούτου εδώ του διεστραμμένου κόσμου.
Ο Μπλόχ τιναξε στον αέρα τα εμπόδια που η μαρξιστική Ορθοδοξία, μετά τον Ένγκελς, είχε υψώσει ενάντια στις δυνάμεις του φανταστικού. Αλλά πώς θα μπορέσουμε ποτέ μας να συμφωνήσουμε, παρά μόνον με μία απέραντη ειρωνεία πώς, χρησιμοποιώντας για τους σκοπούς του την Ιουδαιο-Χριστιανική Βίβλο, σύμφωνα με τις διαθέσεις του, απεδείχθη ένας ερμηνευτής μεγάλου βάθους ή πώς το πέτυχε προσλαμβάνοντας την δογματική του Ομοούσιου . Για να θεμελιώσει τον αθεισμό του, επανέφερε σε μία σταθερότητα, ενάντια σε μία άπιστη Εκκλησία, την σκέψη αυτού που η ίδια επικαλείται σαν του θεμελιωτού της; Πώς να του αποδώσουμε την πατρότητα των Θεολογιών της ελπίδας, παρά μόνον ενός τύπου, αμφισβητήσιμου επι πλέον, αυτών των θεολογιών;
Ο Μπλόχ θα ήθελε να μας διδάξει να ελπίζουμε! Θα ήθελε να μας διδάξει μία αυθεντική ελπίδα, θεμελιωμένη και συγκεκριμένη, έχοντας μία φιλοσοφική διάσταση. Απορρίπτει κάθε «πέραν» το οποίο θα ήταν ακόμη ο αντικατοπτρισμός, η αντίστροφη εικόνα του Γίγνεσθαι. Μία απόρριψη δικαιολογημένη εκτός των άλλων. Αλλά μόλις αρχίζει να εξηγείται, δέν μπορεί να ξεφύγει απο τίποτε και απλώς επαναβεβαιώνει αυτό που ήθελε να αποφύγει. Διότι επανέφερε το όνειρο και πίστεψε μ’αυτό πώς η ελπίδα του ξεφεύγει απο τον μυθολογικό εξωτισμό που είναι κατάληλος μόνον για την ικανοποίηση προκαταλήψεων. Η διάκριση που κάνει ανάμεσα σε νυχτερινό όνειρο και σε ξύπνιο όνειρο, νομίζει πώς είναι αρκετή, αποφεύγοντας τον Φρόϋντ, να θεμελιώσει αυτή την αληθινή ελπίδα. Αλλά εάν πράγματι αυτή επιτρέπει την αντίθεση στην καθυστέρηση και την στασιμότητα τής αναμνήσεως δηλαδή στην δουλεία στο παρελθόν, μία «προκαταβολική συνείδηση», δηλαδή ένα άνοιγμα στο μέλλον, αυτό το μέλλον το ελπιζόμενο, αυτό το όχι ακόμη, είναι στ’αλήθεια άλλο, έτερο; Δυστυχώς προβάλλεται πάντοτε απέναντι, στην προμετωπίδα, στον τοίχο ενός Γίγνεσθαι. Είναι η ανάπτυξη της συλλογικής προόδου, πραγματοποιημένης απο τον άνθρωπο μέσω του χώρου και του χρόνου, τον οποίο πρέπει να εξασφαλίσει με την επιμήκυνση της ιστορίας. Μας λέει πώς μεταμορφώνοντας αυτόν τον κόσμο πρέπει να φτάσουμε στην πατρίδα της ταυτότητος. Και έτσι στην «Αρχή της Ελπίδος» μας μιλά για μία κατασκευή, για μία οικοδομή της ελπίδος.
Και όμως, ακριβώς αυτός ο προμηθεικός χαρακτήρας, τον ξαναρίχνει στο επίπεδο που νόμιζε πώς είχε υπερβεί. Και έτσι εκκοσμικεύοντας την θρησκεία για να την θέσει στην υπηρεσία του, ο Μπλόχ την ευνουχίζει και την καθιστά άγονη, χάνοντας μ’αυτόν τον τρόπο την υπηρεσία και το όφελος που ήθελε να αποκτήσει. Στο τέλος ενός διαλόγου πάνω στην Ελπίδα, που είχε δεχθεί να προσπαθήσει με τον Μπλόχ, και ακούγοντας απο το ίδιο του το στόμα την άρνησί του κάθε χάρης και κάθε έννοιας που προέκυπτε, ο Gabriel Marcel δέν κατόρθωσε παρά να αποδοκιμάσει, με μία έκφραση πόνου, αυτή την ισοπέδωση.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου