Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (13)

Συνέχεια από: Πέμπτη, 26 Μαρτίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ

ΤΟΥ ENRICO BERTI.
                                        Κεφάλαιο ΙΙ.
Η αντίφαση απολυτοποιημένη, δηλαδή η αδύναμη διαλεκτική στον Ηράκλειτο και στους Επιγόνους του.                                 


Όπως είδαμε, ο Αριστοτέλης αποδίδει στον Ηράκλειτο τον λόγο ότι το ίδιο πράγμα είναι και δεν είναι, κάτι το οποίο στην γλώσσα τού Αριστοτέλη σημαίνει ότι το ίδιο υποκείμενο κατέχει και δεν κατέχει μαζί το ίδιο κατηγόρημα, δηλαδή ότι ενός και τού ιδίου υποκειμένου μπορούμε να βεβαιώσουμε όσο και να αρνηθούμε το ίδιο κατηγόρημα (Μεταφ. 1062 α 32-34)! “τας αντικειμένας φάσεις δυνατόν είναι κατά των αυτών αληθεύεσθαι” (ή μπορούμε να κάνουμε σύγχρονα αντιθετικές βεβαιώσεις επάνω στο αυτό πράγμα). Ένας σύγχρονος ερμηνευτής ισχυρίσθηκε ότι η θέση του Ηράκλειτου γίνεται αντιφατική μόνον εάν την μεταφράσουμε στην γλώσσα τού Αριστοτέλη, δηλαδή στην κατηγορηματική κρίση, ενώ ο Ηράκλειτος περιορίζεται να παραθέτει τούς αντίθετους όρους χωρίς να χρειάζεται το ρήμα, χωρίς να κάνει δηλαδή το ένα κατηγόρημα του άλλου. Αυτή μοιάζει να είναι πράγματι η περίπτωση μερικών αποσπασμάτων που συζητήσαμε ήδη, εκείνων δηλαδή στα οποία τά κατηγορήματα στέκουν δίπλα-δίπλα, όπως το όλον και το μέρος, αρμονικό-δυσαρμονικό, σύμφωνο-ασύμφωνο κ.τ.λ. Αλλά σε άλλα αποσπάσματα έχουμε αληθινές κατηγορηματικές κρίσεις, όπως όταν ο Ηράκλειτος λέει: “μία και αυτή είναι η οδός προς τα πάνω και η οδός προς τα κάτω” ή “η θάλασσα είναι το πιο καθαρό και το πιο βρώμικο νερό”. Εδώ η αντίφαση γεννιέται μόνον εάν παραβλέψουμε την διαφορετικότητα τής οπτικής γωνίας (την κατεύθυνση, τον τύπο του ζώου κ.τ.λ.). Είναι λοιπόν πιθανόν να έδινε την εντύπωση, ο Ηράκλειτος, ότι αντιφάσκει γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, για το γεγονός δηλαδή ότι δεν λάβαινε υπ' όψιν του, λόγω του αρχαϊκού χαρακτήρος της σκέψης του, εκείνες τις διακρίσεις (του χρόνου, της οπτικής γωνίας κ.τ.λ.) τις οποίες ο Αριστοτέλης θεωρεί ουσιώδεις στην διατύπωση της αρχής τής μη-αντιφάσεως, εκείνες δηλαδή τις διαβεβαιώσεις οι οποίες μπορούν να προστεθούν, προκειμένου να αποφευχθούν διαλεκτικής φύσεως δυσκολίες (προς τας λογικάς δυσχερείας) (Μεταφ. 1005 b 21-22). Πώς να μην σκεφτούμε λοιπόν πως οι δυσκολίες τής διαλεκτικής φύσεως, δηλαδή λογικής και εκφράσεως, εδημιουργούντο θεληματικά από τους σοφιστές, οι οποίοι δήλωναν μαθητές του Ηράκλειτου;
Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, μπορεί να είναι ο Ηράκλειτος αυτός που εννοείται στην δήλωση του Αριστοτέλη: “Έχει βέβαια παρουσιαστεί αυτή η δοξασία σε μερικούς φιλοσόφους, με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάζονται και άλλες παράδοξες δοξασίες. Όταν δηλαδή μερικοί δεν μπορούν να αναιρέσουν εριστικούς λόγους υποχωρώντας στα επιχειρήματα ή στα λεγόμενα, παραδέχονται ότι η συλλογιστική διαδικασία είναι αληθινή (ενδόντες τω λόγω σύμφασιν αληθές είναι το συλλογισθέν)” Μεταφ. 1012 α 17-20. Ενώ οι σοφιστές είναι αυτοί που επινόησαν τους εριστικούς λόγους και δηλώνουν ότι είναι μαθητές του, αποδίδοντάς του την αποδοχή της αντιφάσεως.
Μπορεί δε να είναι πάλι ο ίδιος ο Ηράκλειτος ανάμεσα σε όσους υποστηρίζουν πως τα ίδια πράγματα... συχνά, φαίνονται ταυτόχρονα σαν αντίθετα, και στους οποίους ο Αριστοτέλης απαντά ότι: “τα επιχειρήματά τους δεν αξίζουν εάν αναφερόμαστε στην ίδια αίσθηση ως προς την ίδια άποψη και κάτω από τους ίδιους όρους (τρόπους) και στον ίδιο χρόνο” (Μεταφ. 1011 α30-b1).
Από όλα αυτά τα χωρία συμπεραίνουμε ότι ο Ηράκλειτος θεωρήθηκε σαν αποδεχθείς την αντίφαση ακριβώς επειδή δεν διέκρινε επαρκώς την οπτική γωνία, την σχέση, την στιγμή κατά την οποία τα κατηγορούμενα ανήκουν στα υποκείμενα, επειδή συνέλαβε αυτή την ιδιότητα, αυτή την ιδιοποίηση, δηλαδή το “Είναι”, σαν ενός μοναδικού τύπου, δηλαδή σαν μονοσήμαντο. Πρόκειται δηλαδή για το ίδιο λάθος στο οποίο υπέπεσε ο Παρμενίδης και με αυτόν όλοι οι Ελεάτες για την μονοσημαντότητα του Είναι. Αλλά ο Αριστοτέλης αποδίδει στον Ηράκλειτο και μία περαιτέρω θεωρία, όταν γράφει: “φαίνεται ακόμη ότι ο λόγος του Ηράκλειτου που λέει ότι όλα είναι και δεν είναι, όλα τα κάνει αληθινά (Μεταφ. 1012 α24-26) δηλαδή όλες οι προτάσεις που αφορούν το ίδιο υποκείμενο, τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές. Από εδώ προέρχεται εξάλλου και η διάσημη φράση του Πρωταγόρα, σύμφωνα με την οποία όλες οι γνώμες είναι αληθινές. Για τον Αριστοτέλη όμως, αυτή η δοξασία, λόγω του περιεχομένου της, μεταμορφώνεται στην αντίθεσή της. Και πράγματι κάπου αλλού, με σαφέστατη αναφορά στον Ηράκλειτο γράφει: “αυτοί, επειδή έβλεπαν όλη τή φύση να είναι σε κίνηση, και ότι καμία αληθινή απόφανση δεν μπορούσε να σταθεί πάνω στην μεταβαλλόμενη φύση, σκέφτηκαν πως δεν είναι δυνατόν να βρεθεί κάποια αλήθεια σχετικά με αυτό που από κάθε άποψη αλλάζει” (Μεταφ. 1010 α7-9). Από αυτή την δοξασία προήλθε και εκείνη του Κρατύλου, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε ούτε να ομιλούμε, και πως αρκούσε να κινήσουμε το δάχτυλο. Μια καθαρή απόδειξη ότι η άρνηση της αρχής τής μη-αντιφάσεως οδηγούσε στην καταστροφή τής ίδιας τής δυνατότητος ομιλίας.
Καταλήγοντας λοιπόν, ο Ηράκλειτος, σύμφωνα με την μαρτυρία του Αριστοτέλη, είχε δηλώσει μαζί ότι όλα είναι αλήθεια και όλα είναι ψευδή, ενώ μερικοί από τους μαθητές του (Πρωταγόρας) είχαν προσλάβει μόνον το πρώτο μέρος της δηλώσεως αυτής, ενώ άλλοι (ελάσσονες σοφιστές) μόνον το δεύτερο. Η απάντηση του Αριστοτέλη είναι διάσημη: «Για να αντιμετωπίσει κάποιος όλες αυτές τις δοξασίες πρέπει να ζητά από τον αντίπαλο να μην παραδεχθεί ότι κάτι είναι ή δεν είναι, αλλά να παρουσιάζει λεκτική εκφώνηση με κάποια σημασία, ώστε η διαλεκτική συζήτηση να ξεκινά από έναν ορισμό, βάζοντας σαν βασική αρχή τί σημαίνει το ψεύδος ή η αλήθεια. Αν βεβαίως είναι ψεύδος εξάπαντος η δήλωση χωρίς διάκριση και η αφαίρεση τής αλήθειας, τότε είναι αδύνατον κάθε πρόταση να είναι ψεύτικη» (Μεταφ. 1012 b5-10). Και συνεχίζει επιπλέον: «Συμβαίνει σε όλες αυτές τις δοξασίες το πολυθρύλητο άτοπο, να αναιρούν δηλαδή τον εαυτό τους. Γιατί όποιος ισχυρίζεται ότι όλα είναι αληθινά, ομολογεί αληθινό και τον ενάντιο λόγο προς τον λόγο που ο εαυτός του ισχυρίζεται, έτσι ώστε ο λόγος του να μην είναι αληθινός (όπως ισχυρίζεται και ο αντίπαλός του). Και εκείνος ο οποίος ισχυρίζεται ότι όλα είναι ψεύδος, διαψεύδει φυσικά ο ίδιος τον λόγο του (τον εαυτό του)» (Μεταφ. 1012 b13-18).
Όπως βλέπουμε λοιπόν, ο Αριστοτέλης ανασκευάζοντας τόν Ηράκλειτο, ανασκευάζει όλους εκείνους οι οποίοι αρνούνται την αρχή της μη-αντιφάσεως με τα λόγια, για την αγάπη τής συζητήσεως, όλους όσοι είναι σοφιστές ή εριστικοί.
Ας σημειώσουμε όμως πριν προχωρήσουμε σε αυτούς τους ελάσσονες σοφιστές, ότι βεβαιώσεις τύπου «όλα τα πράγματα είναι αληθή» και «όλα τα πράγματα είναι ψευδή» ανήκουν σε εκείνες που λέγονται με μία μοναδική σημασία για όλα τα πράγματα (τα μοναχώς λεγόμενα και κατά πάντων), ακριβώς όπως η θέση «όλα είναι ακίνητα» ή ότι «όλα κινούνται», που κατατάσσει και γειτνιάζει τον Ηράκλειτο δίπλα στον Παρμενίδη, λόγω της κοινής αποδοχής της μονοσημαντότητος (μοναχώς).


Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: