Συνέχεια από: Δευτέρα, 20 Απριλίου 2015
Το μέτρο στην κριτική του Καντ
Του Gerhard Krüger
ΙΙΙ. Η εφαρμογή του μέτρου( περί οντολογίας)
Όσο αποκρουστικό και να φαίνεται για την μοντέρνα «κριτική» σκέψη: η υπερβατική αναγωγή τού Καντ δικαιολογεί τις αυθόρμητες έννοιες στηριζόμενη στο δεδομένο τής πρόκλησης κάποιας αίσθησης «δια μέσου της σχέσης των εννοιών αυτών προς κάτι εντελώς τυχαίο, δηλαδή μια πιθανή εμπειρία» (Α737). Μια πιθανή εμπειρία όμως, δεν είναι μια μοναδική, πραγματική εμπειρία, όπως εκείνη για παράδειγμα που δικαιολογεί την έννοια «πέτρα». Είναι όμως μια πιθανή εμπειρία, δηλαδή η δυνατότητα ακριβώς τέτοιων μοναδικών, πραγματικών εμπειριών, δυνατότητα αυτού του πραγματικού ως τέτοιου. Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο είναι «κάτι το τυχαίο». Ο όρος «δυνατότητα» έχει διπλή σημασία έτσι όπως τον χρησιμοποιεί ο Καντ: μπορεί απλώς να σημαίνει την «εσωτερική» δυνατότητα, δηλαδή την ουσία ενός πράγματος, αλλά και «εξωτερική» δυνατότητα, η οποία προκύπτει από την συνάφεια των συνθηκών που πραγματώνουν το πράγμα. Και η «δυνατότητα της εμπειρίας» στον Καντ, πρέπει να κατανοηθεί έτσι, ώστε στο υπερβατικό θεμέλιο να εννοούνται και τα δυο: η ουσιώδης μορφή της εμπειρίας, με την επισήμανση πως είναι «δυνατή» μόνο ως μορφή της ύλης. Γιατί αν η καθαρή λογική και η καθαρή θεωρία, δηλαδή η μορφή της εμπειρίας, έχουν ανάγκη την αναγωγή, τότε δεν είναι αρκετή για την «δυνατότητα» της εμπειρίας, από την οποία προκύπτει αυτή η αναγωγή, μόνη η εσωτερική δυνατότητα. Το αποφασιστικό είναι το εξωτερικό, όχι το ένα ή το άλλο συναίσθημα, αλλά το δεδομένο του εξωτερικού συναισθήματος: το ότι δηλαδή αυτά τα συναισθήματα λαμβάνουν χώρα, το ότι δηλαδή υφίσταται μια αλληλεπίδραση μεταξύ ημών και του πράγματος. Με αυτό ειπώθηκε πως τα εν λόγω πράγματα έχουν τον τρόπο ύπαρξης των φαινομένων. Η αναγωγή των κατηγοριών λαμβάνει χώρα δια της φανέρωσης τού «γεγονότος πως έγιναν αισθητηριακές», και με τον τρόπο αυτό αποκτούν «νόημα» ή «σημασία», δηλαδή «σχέση προς το αντικείμενο» (Α239ff). Εδώ δεν αρκεί η καθαρή θεωρία-αυτό θα σήμαινε «κατασκευή» των κατηγοριών και αυτό θα ήταν μαθηματικά. Πρέπει να έχουμε την εμπειρική θεωρία. «Η δική μας (η ανθρώπινη) αισθητηριακή και εμπειρική θεωρία, είναι η μοναδική που μπορεί να τους δώσει νόημα και σημασία» (Β149). Η έννοια της ουσίας θα ήταν άχρηστη, «εάν η εμπειρική θεωρία δεν μου έδινε την περίπτωση προς εφαρμογή της» (στο ίδιο σημείο). «Με τόν τρόπο αυτό, δεν μπορεί κανείς να προσλάβει από κάπου αλλού μια θεώρηση για την έννοια, που να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, παρά από την εμπειρία. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να προσλάβει την θεώρηση a priori από τον εαυτό του, και δεν μπορεί να μετέχει προ της εμπειρίας στην εμπειρική συνείδηση. Την κωνική μορφή μπορεί κανείς να κατασκευάσει χωρίς εμπειρική βοήθεια, στηριζόμενος μόνο στην θεώρηση της έννοιας. Το χρώμα όμως του κώνου πρέπει να είναι από μια άλλη, προηγούμενη εμπειρία, δεδομένο. Την έννοιας μιας αιτίας δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να παραστήσω αλλιώς, παρά βάσει ενός παραδείγματος, το οποίο μου προσφέρει την εμπειρία, κτλ.» (Α715). Το να παρασταθεί μια a priori έννοια της αιτίας με ένα παράδειγμα, σημαίνει φυσικά κάτι διαφορετικό από την παράσταση της εμπειρικής έννοιας του χρώματος. Δεν σημαίνει: αναφορά σε ένα συγκεκριμένο, τυχαίο περιεχόμενο μιας εμπειρικής ακολουθίας, αλλά αναφορά στο ότι τέτοιες συγκεκριμένες, τυχαίες ακολουθίες πρέπει να μας προκαλούν τυχαία συναισθήματα, εάν θα πρέπει να έχει «νόημα» το να τους «προδιαγράψουμε» την έννοια της αιτιότητας. Η δυνατότητα αυτής τής «προδιαγραφής» βασίζεται στο γεγονός ότι τα πράγματα, που μας προκαλούν αισθητηριακές αποκρίσεις καθ’ εαυτά, δηλαδή ως εμφανιζόμενα, γίνονται διαθέσιμα στην αισθητηριακή μας θεώρηση, προσαρμόζονται δηλαδή στην «εσωτερική» μας δυνατότητα να έχουμε εμπειρία., Ως πράγματα που μας δίνονται, ως αναπαριστόμενα πράγματα, προσαρμόζονται στην μορφή τής θεώρησης μας. Με τον τρόπο αυτό προσαρμόζονται στην μορφή τής σκέψης μας, καθώς η θεώρηση και η σκέψη, μέσα στην ουσία της εμπειρίας, δηλαδή στην ουσία του ανθρώπου που έχει την εμπειρία, είναι ενωμένες με την αναγκαιότητα. Η δυνατότητα γνώσης ενός αντικειμένου a priori, θα ήταν ανεξήγητη, εάν «το αντικείμενο (ως αντικείμενο των αισθήσεων) δεν προσανατολιζόταν προς την κατασκευή τής δυνατότητάς μας προς θεώρηση», και εάν δεν ήταν «ένα και το αυτό» το να μιλούμε περί «αντικειμένων» και «εμπειρίας» (BXVII). Η «υπερβατική αναγωγή» λαμβάνει χώρα στην απόδειξη, πως μεταξύ τού καθαρού λόγου, της καθαρής θεωρίας και της εμπειρικής θεωρίας, υφίσταται αυτή η ουσιώδης, αναγκαία συσχέτιση, δια της οποίας οι «αυτό-επινοημένες» έννοιες, παρά τον αυθόρμητο χαρακτήρα τους, αποκτούν σημασία, δηλαδή σχέση προς τα αντικείμενα που επιδρούν στα αισθητήρια. Στο σημείο αυτό δέν θα ασχοληθούμε λεπτομερέστερα με την ερμηνεία αυτής της απόδειξης, όπου θα έπρεπε να παρουσιάσουμε κυρίως την σημασία της δύναμης της φαντασίας και την σημασία του χρόνου. Για το περί μέτρου ερώτημα, μόνο αυτό είναι σημαντικό: το ότι η «υπερβατική αναγωγή», με την έννοια της περί τής δυνατότητας τής εμπειρίας, επικαλείται το γεγονός της αλληλεπίδρασης μεταξύ αντικειμένου και του αισθητηριακού χαρακτήρα του.
Το δεδομένο αυτό, το βάσανο του νεοκαντιανισμού, είναι και για τον Καντ δύσκολο να το συλλάβει: η κριτική δεν είναι σε θέση να χαρακτηρίσει με σαφήνεια τις διαπιστώσεις που κάνει. Όχι όμως επειδή η κριτική είναι αδικαιολόγητη. Από μόνη της η διαπίστωση αυτή είναι αψεγάδιαστη. Αν όμως στην περίπτωση τής «αλληλεπίδρασης» έχουμε να κάνουμε με την αυθόρμητη κατηγορία, , τότε η «υπερβατική αναγωγή» κινείται κυκλικά. Στην περίπτωση όμως του αισθητηριακού χαρακτήρα, έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη δυνατότητα, που έχει κάποιο σκοπό. Και όσον αφορά στα πράγματα που ερεθίζουν τα αισθητήρια, δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα από μηχανικής άποψης κατανοητό «εμπόρευμα», αλλά πρωτίστως, πως αυτά τα πράγματα προσαρμόζονται στον «σκοπό» της αναπαράστασης.
Συνεχίζεται
ΣΧΟΛΙΟ: Η φιλοσοφία γεννήθηκε στό θεμέλιο τής πτώσεως, τό οποίο καταργήθηκε μέ τήν αναλογία τού Αυγουστίνου καί τού Ακινάτη καί έφτασε στό σημείο, διά τής αντικαταστάσεως τής ουσίας μέ τό ΕΓΩ, νά κατασκευάσει μέ τόν Κάντ καί τό θεμέλιο τής φαντασίας μιά νέα "προσωκρατική" φιλοσοφία.
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: Η φιλοσοφία γεννήθηκε στό θεμέλιο τής πτώσεως, τό οποίο καταργήθηκε μέ τήν αναλογία τού Αυγουστίνου καί τού Ακινάτη καί έφτασε στό σημείο, διά τής αντικαταστάσεως τής ουσίας μέ τό ΕΓΩ, νά κατασκευάσει μέ τόν Κάντ καί τό θεμέλιο τής φαντασίας μιά νέα "προσωκρατική" φιλοσοφία.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου