Συνέχεια από 17. Φεβρουαρίου 2025
Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας στ
Του Friedrich Schelling
Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997
Εἶναι εὔκολο νὰ δοῦμε ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἀντίστασης τοῦ πόθου, ἡ ὁποία ἀντίσταση εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν τέλεια γέννηση, ὁ δεσμὸς τῶν δυνάμεων δὲν λύε-ται παρὰ στὸ μάκρος μιᾶς βαθμηδὸν ἐπισυμβαίνουσας ἐκδίπλωσης· καὶ σὲ κάθε βαθμίδα τοῦ χωρισμοῦ τῶν δυνάμεων προκύπτει ἀπὸ τὴ φύση μιὰ νέα ὀντότητα, ποὺ ἡ ψυχή της πρέπει νὰ εἶναι τόσο τελειότερη, ὅσο πιὸ διακεκριμένο φέρει αὐτὸ ποὺ στὰ ἄλλα εἶναι ἀκόμη ἀδιάκριτο. Νὰ δείξη πὼς κάθε καινούργια πρόοδος [Prozess] φέρνει κοντύτερα στὴν οὐσία τῆς φύσης, ὥσπου στὴν ἀνώτατη διάκριση τῶν δυνάμεων νὰ προβάλη τὸ ἐσώτατο κέντρο της, εἶναι τὸ ἔργο μιᾶς ὁλοκληρωμέ-νης φιλοσοφίας τῆς φύσεως. Γιὰ τὸν ἐδῶ στόχο μας οὐσιῶδες εἶναι μόνο ὅ,τι ἀκολουθεῖ. Κάθε ὀντότητα ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μὲ τὸν τρόπο ποὺ περιγράψαμε προκύπτουν στὴ φύση, ἔχει μέσα της μιὰ διπλῆ ἀρχὴ [Prinzip], ποὺ ὅμως στὸ βάθος εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, θεωρημένη ὑπὸ τὶς δύο δυνατὲς ὄψεις της. Ἡ πρώτη ἀρχὴ εἶναι αὐτὴ μέσῳ τῆς ὁποίας τὰ ὄντα χωρίζονται ἀπὸ τὸν θεό, ἢ ἀλλιῶς, αὐτὴ μέσῳ τῆς ὁποίας εἶναι ἁπλῶς μέσα στὸ θεμέλιο· καθὼς ὅμως ὑπάρχει μιὰ πρωταρχικὴ ἑνότητα ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὸ ποὺ εἶναι μέσα στὸ θεμέλιο κι αὐτὸ ποὺ προτυπώνεται στὴ νόηση, καὶ ἡ διαδικασία τῆς δημιουργίας ἔγκειται ἁπλῶς σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ μετατόπιση [Transmutation] ἢ μεταμόρφωση [Verklärung] τῆς ἀφετηριακὰ σκοτεινῆς ἀρχῆς μέσα στὸ φῶς (διότι ἡ νόηση ἢ τὸ μέσα στὴ φύση τεθειμένο φῶς ζητοῦν στὸ βυθό πραγματικὰ μόνο τὸ συγγενικό τους, στραμμένο πρὸς αὐτὰ* φῶς), γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀπὸ τὴ φύση της σκοτεινὴ ἀρχὴ αὐτὴ ποὺ μεταμορφώνεται σὲ φῶς, καὶ οἱ δυὸ ἀρχὲς μαζὶ εἶναι, ὡς ἕνα βαθμό βέβαια, μέσα στὴν κάθε φυσικὴ ὀντότητα, ἕνα πρᾶγμα. Ἡ ἀρχή, καθόσον κατάγεται ἀπὸ τὸ θεμέλιο καὶ εἶναι σκοτεινή, εἶναι τὸ ἴδιον θέλημα [Eigenwille] τοῦ δημιουργήματος, τὸ ὁποῖο ὅμως, στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν ἔχει ἀρθῆ στὴν τέλεια ἑνότητα μὲ τὸ φῶς (ὡς ἀρχὴ τῆς νοήσεως) εἶναι ἁπλὸ πάθος ἢ ἐπιθυμία [Begierde], δηλ. βούληση τυ-φλή. Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἴδιον θέλημα ἀντιτάσσεται ἡ νόηση ὡς καθολική βούληση ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ ὑπο-τάσσει εἰς ἑαυτὴν ὡς ἐργαλεῖο της. Ὅταν ὅμως τελικὰ μέσῳ προϊούσης μεταβολῆς [Umwandlung] καὶ διακρίσεως ὅλων τῶν δυνάμεων, τὸ ἐσώτερο καὶ βαθύ-τερο σημεῖο τῆς ἀρχικῆς σκοτίας [Dunkelheit] ἑνὸς ὄντος μεταμορφώνεται ἐντελῶς σὲ φῶς, τότε αὐτοῦ τοῦ ὄντος ἀκριβῶς ἡ βούληση, στὸ βαθμὸ ποὺ εἶναι μερικό, εἶναι βέβαια μιὰ μερικὴ βούληση [Partikularwille], καθ' ἑαυτὴν ὅμως, ἢ ὡς τὸ κέντρο ὅλων τῶν ἄλλων μερικῶν βουλήσεων, εἶναι ἕνα μὲ τὴν πρωταρχική βούληση, ἢ τὴ νόηση, εἰς τρόπον ὥστε ἀπὸ τὶς δύο συμπήγνυται τώρα ἕνα ἑνιαῖο ὅλον. Αὐτὴ ἡ ἀνύψωση [Erhebung] τοῦ βαθύτερου κέντρου στὸ φῶς, δὲν συμβαίνει σὲ κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ ὁρατὰ σὲ μᾶς δημιουργήματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ δύναμη τῆς σκοτεινῆς ἀρχῆς καὶ συγχρόνως ὅλη ἡ δύναμη τοῦ φωτός. Ὑπάρχουν μέσα του ἡ βαθύτερη ἄβυσσος καὶ ὁ ὕψιστος οὐρανός, καὶ τὰ δύο δηλαδὴ κέντρα. Ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ κρυμμένος στὸν αἰώνιο πόθο σπόρος τοῦ θεοῦ, ποὺ ἀκόμη ὑπάρχει μόνον ἐντὸς τοῦ θεμελίου· τὸ κλεισμένο στὰ βάθη ζωογόνο βλέμμα ποὺ εἶδε ὁ θεός, ὅταν συνέλαβε τὸ βούλημα νὰ πλάση τὴ φύση. Μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ μόνο ἀγάπησε ὁ θεὸς τὸν κόσμο· καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν εἰκόνα τοῦ θεοῦ διεῖδε στὸ κέντρο ὁ πόθος, ὅταν ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ φῶς. Ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ θεμέλιο (ὑπάρ χει ὡς κτίσμα), φέρει μέσα του μιὰ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸν θεὸ ἀρχή· ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀρχή – χωρὶς νὰ πάψη νὰ εἶναι σκοτεινὴ σ' ὅ,τι ὀφείλει στὴν καταγωγή της ἀπὸ τὸ θεμέλιο – μεταμορφώνεται σὲ φῶς, ἀνθίζει μέσα του συγχρόνως κάτι ἀνώτερο, τὸ πνεῦμα. Διότι τὸ αἰώνιο πνεῦμα ἐκφέρει βέβαια μέσα στὴ φύση τὴν ἑνότητα, ἤτοι τὸν λόγο. Ὁ προφορικὸς (πραγματικός) λόγος βρίσκεται ὅμως μόνο στὴν ἑνότητα φωτὸς καὶ σκότους (φωνηέντων καὶ συμφώνων). Ὥστε ἂν καὶ ὑπάρχουν βέβαια σὲ ὅλα τὰ πράγματα οἱ δύο ἀρχές, ἐντούτοις δὲν συντονίζονται τέλεια, ἐξαιτίας τῆς ἐλαττωματικότητας αὐτοῦ ποὺ ἀντλήθηκε ἀπὸ τὸν βυθό. Καὶ ἄρα στὸν ἄνθρωπο πρωτο (364)εκφέρεται πλήρως ὁ λόγος ποὺ σ᾽ ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα ὑπάρχει ἀκόμα ἐμποδισμένος καὶ ἀτελής. ᾿Αλλὰ στὸν προφορικό λόγο ἀποκαλύπτεται τὸ πνεῦμα, δηλαδὴ ὁ θεός, ὡς ἐνεργείᾳ [actu] ὑπάρχων. Ἡ ψυχή, τώρα, ὡς ζῶσα ἑνότητα των δύο ἀρχῶν, εἶναι πνεῦμα· καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι ἐν θεῷ. Ἂν ὅμως ἦταν στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἑνότητα · τῶν δύο τόσο ἀξεδιάλυτη ὅσο στὸν θεό, δὲν θὰ ὑπῆρχε διάκριση, δηλαδὴ ὁ θεὸς ὡς πνεῦμα δὲν θὰ εἶχε ἀπο-καλυφθῆ. Ἡ ἴδια ἑνότητα ποὺ στὸν θεὸ εἶναι ἀδιαίρετη, πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι διαιρετὴ στὸν ἄνθρωπο – καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ κακοῦ.
Λέμε ρητῶς: ἡ δυνατότητα τοῦ κακοῦ, καὶ ζητοῦμε καταρχὰς νὰ καταστήσουμε κατανοητὸ μόνο τὸ διακριτὸν τῶν ἀρχῶν. Ἡ πραγματικότητα τοῦ κακοῦ εἶναι ἀντικείμενο μιᾶς ἄλλης ἐντελῶς ἔρευνας. Ἡ ἀνασυρμένη ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς φύσεως ἀρχή, μέσῳ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος χωρίζεται ἀπὸ τὸν θεό, συνιστᾶ τὴν ἑαυτό-τητά του [Selbstheit], ἡ ὁποία ὅμως μέσῳ τῆς ἑνότη-τὰς της μὲ τὴν ἰδεατὴ ἀρχή, γίνεται πνεῦμα. Ἡ ἑαυτότης ὡς τοιαύτη εἶναι πνεῦμα, ἤ, ἀλλιῶς, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνεῦμα ὡς ἕνα ὂν μὲ ἑαυτό, ὂν μερικό (χωρισμένο ἀπὸ τὸν θεό)· ἡ σύμπλεξη ὅλων αὐτῶν συνιστᾶ τὴν προ-σωπικότητα. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἑαυτότητα εἶναι πνεῦμα, γι' αὐτὸ αἴρεται συγχρόνως ἀπὸ τὸ κτιστὸ [Kreatürliches] πρὸς τὸ ὑπεράνω τοῦ κτιστοῦ, εἶναι βούληση ποὺ βλέ-πει τὸν ἑαυτό της μέσα στὴν τέλεια ἐλευθερία, καὶ δὲν εἶναι πλέον ἐργαλεῖο τῆς καθολικῆς βούλησης ποὺ δρᾶ δημιουργικὰ μέσα στὴ φύση, παρὰ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε φύση. Τὸ πνεῦμα εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ φῶς, ὅπως καὶ στὴ φύση αἴρεται πάνω ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς σκοτεινῆς ἀρχῆς. Ἐπειδὴ τώρα εἶναι πνεῦμα ἡ ἑαυτότητα, γι' αὐτὸ ἐπίσης εἶναι ἐλεύθερη καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἀρχές. Ἡ βούληση ποὺ προκύπτει ὅμως, τὸ ἴδιον θέλημα, εἶναι πνεῦμα, – καὶ κατὰ συνέπειαν ἐλεύθερη ἢ πάνω ἀπὸ τὴ φύση, – μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ μεταλλάσ σεται σὲ πρωταρχική βούληση (φῶς), οὕτως ὥστε ἀκριβῶς μένει (ὡς ἀτομικὴ βούληση) ἀκόμα στὸ θεμέλιο (διότι πάντοτε πρέπει νὰ ὑπάρχη θεμέλιο) – ὅπως στὰ διαφανή σώματα ἡ ὕλη ποὺ ἔχει ὑψωθῆ ὡς τὴν ἑνότητα μὲ τὸ φῶς δὲν παύει γιὰ τοῦτο να 'ναι ὕλη (σκοτεινὴ ἀρχή) – ἀλλὰ ἁπλῶς ὡς φορέας καὶ φύλακας τῆς ἀνώτερης ἀρχῆς τοῦ φωτός.
Ἡ ἑαυτότητα ὅμως χάρη στὸ ὅτι κατέχει τὸ πνεῦμα (τὸ ὁποῖο ἄρχει φωτὸς καὶ σκότους) – ὅταν ἀκριβῶς δὲν εἶναι τὸ πνεῦμα (365) τῆς αἰώνιας ἀγάπης – μπο-ρεῖ νὰ χωριστῆ ἀπὸ τὸ φῶς, μ᾿ ἄλλα λόγια τὸ ἴδιον θέ-λημα μπορεῖ νὰ τείνη νὰ εἶναι καὶ ὡς μερικὴ βούληση αὐτὸ ποὺ μόνο στὴν ταυτότητα μὲ τὴν καθολικὴ βού-ληση εἶναι, νὰ τείνη νὰ εἶναι καὶ στὴν περιφέρεια ἐπίσης, ὡς κτίσμα δηλαδή, (γιατὶ ἡ βούληση τῶν κτισμάτων εἶναι ἀκριβῶς ἐκτὸς βυθοῦ· ἀλλὰ εἶναι τότε ἁπλῆ μερικὴ βούληση, δέσμια καὶ ὄχι ἐλεύθερη), αὐτὸ ποὺ εἶναι μόνο ὅσο μένει στὸ κέντρο (ὅπως ἡ βούληση ποὺ τελεῖ ἐν ἡσυχίᾳ μέσα στὸν σιωπηλό βυθὸ τῆς φύ-σης εἶναι καθολικὴ βούληση ἀκριβῶς ἐπειδὴ μένει στὸν βυθό). Ἔτσι λοιπὸν προκύπτει στὴ βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἕνας χωρισμὸς τῆς ἑαυτότητας ποὺ ἔχει γίνει πνευματική, (ἀφοῦ τὸ πνεῦμα στέκει ὑπεράνω τοῦ φωτός), ἀπὸ τὸ φῶς, μία λύσις δηλαδὴ τῶν εἰς τὸν θεὸ ἀξεδιάλυτων ἀρχῶν. Ὅταν ἀντιθέτως τὸ ἴδιον θέλημα τοῦ ἀνθρώπου παραμένει ὡς κεντρικὴ βούληση στοὺς κόλ-πους τοῦ θεμελίου, οὕτως ὥστε νὰ διατηρῆται ὁ θεῖος συσχετισμὸς τῶν ἀρχῶν (ὅπου ἀκριβῶς ἡ στὸ κέντρο τῆς φύσεως βούληση δὲν αἴρεται ποτὲ ὑπεράνω τοῦ φω-τός, ἀλλὰ μένει ὑπ᾿ αὐτὸ ὡς βάσις του στοὺς κόλπους τοῦ θεμελίου), καὶ ὅταν ἀντὶ γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς διχόνοιας (τοῦ νείκους) ποὺ θέλει νὰ χωρίση τὴν ἰδία ἀρχὴ ἀπὸ τὴν καθολική, ἐπικρατῆ μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τότε εἶναι θεία ἡ βούληση καὶ σὲ θεία τάξη. – Ὅτι ὅμως ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἔπαρση [Erhebung] τοῦ ἰδίου θελήματος εἶναι τὸ κακό, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἑπό-μενα. Ἡ βούληση, ἐξερχόμενη ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικότητά [Übernatürlichkeit] της γιὰ νὰ γίνη ὡς καθολική βούληση συγχρόνως μερικὴ καὶ κτιστή [kreatürlich] τείνει νὰ ἀντιστρέψη τὸν συσχετισμὸ τῶν ἀρχῶν, νὰ ὑψώση τὸν βυθὸ πάνω ἀπὸ τὴν αἰτία [Ursache], νὰ χρησιμοποιήση τὸ πνεῦμα, ποὺ τῆς ἐδόθηκε μόνο γιὰ τὸ κέντρο, ἔξω ἀπὸ αὐτό, καὶ ἐνάντια στὴ δημιουργία. Συνέπεια ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ σύγχυση καὶ μέσα στὴ βούληση καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Πρέπει νὰ δοῦμε τὴ βούληση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἕνα δεσμὸ ζωντανῶν δυνάμεων· ὅσο παραμένει στὴν ἑνότητά της μὲ τὴν καθολική βούληση διατηροῦνται καὶ οἱ δυνάμεις αὐτὲς σὲ θεῖο μέτρο καὶ ἰσορροπία. Μόλις ὅμως ξεφύγη τὸ ἴδιον θέλημα ἀπὸ τὸ κέντρο ὡς θέση του, ἀμέσως ὑποχωρεῖ καὶ ὁ δεσμὸς τῶν δυνάμεων· ἀντ᾿ αὐτοῦ κυριαρχεῖ μιὰ ἁπλῆ μερικὴ βούληση, ποὺ δὲν μπορεῖ πλέον, ὅπως ἡ πρωταρχική, νὰ ἑνώση ὑπ᾿ αὐτὴν τὶς δυνάμεις, καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἀναγκασμένη γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο νὰ προσπαθῆ νὰ σχηματίση ἢ νὰ συνθέση ἀπὸ τὶς ἀλληλοσυγκρουόμενες δυ νάμεις, ἀπὸ τὸν στασιασμένο στρατὸ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ὀρέξεων [Lüste], (γιατὶ ἡ κάθε (366) δύναμη εἶναι κι ἀπὸ ἕνα πάθος [Sucht] καὶ μιὰ ὄρεξη [Lust]), μιὰ ἰδιαίτερη καὶ ξέχωρη ζωή, πρᾶγμα ποὺ εἶναι δυνατὸ μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ ἀκόμα καὶ στὸ κακὸ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη πάντοτε ὁ πρῶτος δεσμὸς τῶν δυνάμεων, τὸ θεμέλιο τῆς φύσης. Καθὼς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ζωὴ ἄλλη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν πρωταρ-χικό συσχετισμό, προκύπτει βέβαια μιὰ ἰδιαίτερη ζωή, ψεύτικη ὅμως, μιὰ ζωὴ ἀπάτης, ἕνα γέννημα τῆς ἀνησυχίας καὶ τῆς διαστροφῆς [Verderbnis]. Τὴν πιὸ ἐπιτυχημένη εἰκόνα της μᾶς τὴν παρέχει ἡ ἀρρώστια ποὺ ὡς ἡ μέσῳ τῆς κατάχρησης τῆς ἐλευθερίας ἀταξία ποὺ ἔρχεται στὴ φύση εἶναι ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ κακοῦ ἢ τῆς ἁμαρτίας. Γενικὴ ἀσθένεια δὲν ὑπάρχει ποτὲ ἂν οἱ κρυμμένες δυνάμεις τοῦ βυθοῦ δὲν ἀποσυνδεθοῦν· προ-κύπτει μόνο ὅταν ἡ εὐερέθιστη ἀρχή, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ βασιλεύη στὴ σιωπὴ τοῦ βάθους ὡς ὁ ἐσώτατος δεσμὸς τῶν δυνάμεων, ἐνεργοποιῆται ἡ ἴδια, ὅταν ὁ ἐξημμένος *᾿Αρχαῖος* ἐγκαταλείπη τὴν ἥσυχη κατοικία του στὸ κέντρο καὶ βαίνη πρὸς τὴν περιφέρεια. Ὅπως ἀντιθέτως κάθε πρωτογενής [ursprünglich] θεραπεία ἔγκει-ται στὴν ἀποκατάσταση τοῦ συσχετισμοῦ περιφέρειας καὶ κέντρου, καὶ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια στὴν ὑγεία μπορεῖ νὰ γίνη πραγματικὰ μόνο μὲ μιὰ ἀντίθετη κίνηση, μὲ τὴν ἐπανένταξη τῆς χωρισμένης καὶ μεμο-νωμένης ζωῆς στὴν ἐσώτερη ριπὴ φωτὸς τοῦ ὄντος, μὲ τὴν ὁποία ἐπανένταξη θὰ προκύψη ἐκ νέου χωρισμός [Scheidung]. ᾿Ακόμα καὶ ἡ συγκεκριμένη ἀρρώστια μό-νο ἔτσι γεννιέται, ὅταν αὐτὸ ποὺ ἡ ἐλευθερία ἢ ἡ ζωή τοῦ δόθηκε μόνο γιὰ νὰ μείνη μέσα στὸ ὅλον τείνει νὰ αὐτονομηθῆ. Ἡ ἀρρώστια δὲν εἶναι βέβαια ἕνα ὄν, παρὰ μόνο ἕνα εἴδωλο ζωῆς, ἕνα μετεωρικό φαινόμενο – μιὰ ταλάντευση ἀνάμεσα σὲ εἶναι καὶ μὴ εἶναι – δὲν παύει ὅμως νὰ φανερώνεται στὸ αἴσθημα ὡς κάτι πολὺ πραγματικό· ἔτσι καὶ τὸ κακό.
Αὐτὴν τὴν μόνη ὀρθὴ ἔννοια τοῦ κακοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ κακὸ ἔγκειται σὲ μιὰ θετικὴ διαστροφή [Verkehrtheit] ἢ ἀντιστροφὴ [Umkehrung] τῶν ἀρχῶν, τελευταῖα τὴν ἐξῆρε καὶ τὴν διεσάφησε μέσω βαθυστόχαστων φυσικῶν ἀναλογιῶν, καὶ συγκεκριμένα μέσῳ τῆς ἀναλογίας μὲ τὴν ἀρρώστια, ὅλως ἰδιαιτέρως, ὁ Φράντς Μπάαντερ. 12 (367) Κάθε ἄλλη ἐξήγηση τοῦ κακοῦ ἀφήνει τὴν ἠθικὴ συνείδηση καὶ τὴ νόηση ἐξίσου ἀνικανοποίητες. Τέτοιες ἐξηγήσεις ἑδράζονται συνολικά στὴ διαγραφὴ τοῦ κακοῦ ὡς ἐνεργητικῆς ἀντιθέσεως καὶ τὴν ἀναγωγή του στὸ λεγόμενο malum metaphysicum, ἢ στὴν ἀρνητικὴ ἔννοια τῆς ἀτέλειας τῆς δημιουργίας. Ἦταν ἀδύνατο, λέει ὁ Λάιμπνιτς, νὰ κοινωνήση ὁ θεὸς στὸν ἄνθρωπο κάθε τελειότητα χωρὶς νὰ τὸν κάνη θεό: τὸ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὴ δημιουργία ἐνγένει· ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ὑπάρξουν διαφορετικές βαθμίδες τελειότητας καὶ κάθε μορφῆς περιορισμοί της. Αν ρωτᾶ κανεὶς ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ κακό, ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἀπὸ τὴν ἰδεατὴ φύση τῆς δημιουργίας στὸν βαθμὸ ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς αἰώνιες ἀλήθειες ποὺ περιέχονται στὴ θεία νόηση, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ βούληση τοῦ θεοῦ. Τὸ βασίλειο τῶν αἰώνιων ἀληθειῶν εἶναι ἡ ἰδεατολογικὴ αἰτία τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ καλοῦ, καὶ πρέπει νὰ τεθῆ στὴ θέση τῆς (368) ὕλης τῶν ἀρχαίων. 13 Ὑπάρχουν ἐξάλλου, λέει σὲ ἄλλο σημεῖο, δύο ἀρχές, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο μέσα στὸν θεό: εἶναι ἡ νόηση καὶ ἡ βούληση. Ἡ νόηση παρέχει τὴν ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ δὲν γίνεται γιὰ τοῦτο καὶ ἡ ἴδια κακή, γιατὶ παριστὰ τὶς φύσεις ἔτσι ὅπως εἶναι σύμφωνα μὲ τὶς αἰώνιες ἀλήθειες· φέρει μέσα της τὸν λόγο [Grund] ποὺ ἐπιτρέπει τὸ κακό, ἡ βούληση ὅμως τείνει μόνο πρὸς τὸ καλό. 14 Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ δυνατότητα τοῦ κακοῦ δὲν τὴν ἔπλασε ὁ θεός, γιατὶ ἡ νόηση δὲν εἶναι ἡ εἰδικὴ αἰτία της. 15 Ἡ διάκριση αὐτὴ τῆς νόησης καὶ τῆς βού-λησης ὡς δύο ἀρχῶν μέσα στὸν θεό, μὲ τὴν ὁποία ἡ πρώτη δυνατότητα τοῦ κακοῦ γίνεται ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴ θεία βούληση, μπορεῖ νὰ ἁρμόζη στὴ βαθύτητα τῆς σκέψεως αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μπορεῖ ἀκόμα ἡ παράσταση τῆς νόησης (τῆς θείας σοφίας) ὡς πράγματος ὅπου ὁ ἴδιος ὁ θεὸς εἶναι παθητικὸς μᾶλλον παρὰ ἐνεργητικός, νὰ ὑπαινίσσεται κάτι βαθύτερο, ἐντούτοις τὸ κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ προκύψη ἀπὸ μιὰ τέτοια, μόνο ἶδεατή, ἀρχή [Grund], καταντᾶ πάλι κάτι ἁπλῶς παθητικό, περιορισμός, ἐλάττωμα, στέρηση, ἔννοιες ποὺ βρίσκονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν πραγματικὴ φύση του. Γιατὶ ἤδη ἡ ἁπλῆ σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τὸ τελειότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ὁρατὰ δημιουργήματα, εἶναι ὁ μόνος ἱκανὸς γιὰ τὸ κακό, δείχνει ὅτι ἡ αἰτία [Grund] του δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ κάποιο ἐλάττωμα, ἢ σὲ κάποια στέρηση. Ὁ διάβολος, σύμφωνα μὲ τὴν χριστιανικὴ ἄποψη, δὲν ἦταν τὸ πιὸ περιορισμένο δημιούργημα, παρὰ μᾶλλον τὸ πιὸ ἀπεριόριστο. 16 Ἡ ἀτέλεια, στὴν (369) γενική μεταφυσική της ἔννοια, δὲν εἶναι ὁ συνήθης χαρακτῆρας τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο συχνὰ παρουσιάζεται ἑνωμένο μὲ μιὰ ὑπεροχὴ [Vertrefflichkeit] τῶν με-μονωμένων δυνάμεων, ποὺ μόνο πολύ σπανιότερα συνο-δεύει τὸ καλό. Ἡ αἰτία [Grund] τοῦ κακοῦ πρέπει λοιπὸν νὰ βρίσκεται ὄχι μόνο σὲ κάτι ἐν γένει θετικό, παρὰ μᾶλλον στὸ ὕψιστο θετικὸ ποὺ περιέχει ἡ φύση, ὅπως πράγματι συμβαίνει κατὰ τὴν ἀντίληψή μας, ἀφοῦ κατ᾿ αὐτὴν βρίσκεται στὸ ἀποκεκαλυμμένο κέντρο, ἤτοι τὴν πρωταρ-χικὴ βούληση τοῦ πρώτου θεμελίου [Grund]. Ο Λάιμπνιτς προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ κάνη κατανοητὸ πῶς ἀπὸ ἕνα ἐλάττωμα θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθῆ τὸ κακό. Ἡ βούληση λέει, τείνει πρὸς τὸ καλὸ γενικὰ καὶ πρέ-πει νὰ ζητῆ τὴν τελειότητα, ποὺ τὸ ὕψιστο μέτρο της βρίσκεται στὸν θεό· ὅταν ὅμως παραμένη ἐμπλεγμένη στὶς φιληδονίες τῶν αἰσθήσεων ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀνώτερων ἀγαθῶν, ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἔλλειψη σταθερότητας στὶς ἐπιδιώξεις της εἶναι ἡ στέρηση στὴν ὁποία ἔγκειται τὸ κακό. Τὸ κακὸ ἔχει ἀνάγκη μιᾶς ξεχωριστῆς ἀρχῆς, ἔτσι πιστεύει, τόσο λίγο ὅσο καὶ τὸ ψῦχος ἢ τὸ σκοτάδι. Ὅ,τι θετικὸ ὑπάρχει στὸ κακὸ ὑπάρχει μόνο κατὰ συμ-βεβηκός, ὅπως στὸ ψύχος ἡ δύναμη καὶ οἱ συνέπειες ποὺ προκαλεῖ· τὸ νερὸ παγώνοντας σπάζει τὸ σκληρότερο δοχεῖο ποὺ τὸ περιεῖχε, καὶ ἐντούτοις στὴν πραγματι κότητα τὸ ψύχος ἔγκειται σὲ μιὰ ἐλάττωση τῆς κινήσεως. 17 Ἐπειδὴ ὅμως ἡ στέρηση καθ' ἑαυτὴν δὲν εἶναι τίποτε καὶ χρειάζεται, γιὰ νὰ γίνη ὁρατή, κάτι θετικό, στὸ ὁποῖο νὰ ἐμφανιστῆ, προκύπτει ἡ δυσκολία τῆς ἐξηγήσεως αὐτοῦ τοῦ θετικοῦ, τὸ ὁποῖο πάντως πρέπει νὰ θεωρηθὴ ὑπάρχον μέσα στὸ κακό. Καθώς τοῦτο μπορεῖ ὁ Λάιμπνιτς νὰ τὸ συναγάγη μόνο ἀπὸ τὸν θεό, βρίσκε ται ἀναγκασμένος νὰ καταστήση τὸν θεὸ αἰτία τῆς ὑλικῆς πλευρᾶς τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀποδώση μόνο τὴν τυπική πλευρά της στὸν περιορισμένο χαρακτῆρα τῆς δημιουργίας. Ἐπιχειρεῖ νὰ ἐξηγήση αὐτὴ τὴ σχέση μέσῳ τοῦ νόμου τῆς φυσικῆς ἀδράνειας τῆς ὕλης, ποὺ ἀνεκάλυψε ὁ Νεύτων. Αὐτὴ θὰ ἦταν, ὅπως λέει, ἡ πληρέστερη ἐξει- κόνιση ἑνὸς πρωταρχικοῦ (προηγούμενου κάθε πράξεως) περιορισμοῦ τῆς δημιουργίας. "Αν δύο σώματα μὲ ἄνιση μάζα κινοῦνται ἀπὸ τὴν ἴδια δύναμη σὲ ἄνισες ταχύτητες, (370) ἡ αἰτία τῆς βραδύτητας τοῦ ἑνὸς δὲν εἶναι στὴ δύναμη, ἀλλὰ στὴν ἔμφυτη καὶ ἰδιάζουσα στὴν ὕλη ἀδρανειακή τάση, δηλαδὴ στὸν ἐσωτερικὸ περιορισμὸ ἢ τὴν ἀτέλεια τῆς ὕλης. 18 Ἐπ᾿ αὐτοῦ ὅμως πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ ἀδράνεια δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ἡ ἴδια ἁπλῆ στέρηση, παρὰ εἶναι κάτι θετικό, καὶ δὴ ἔκφραση τῆς ἐσώτερης ἑαυτότητας τοῦ σώματος, ἡ δύναμη μέσῳ τῆς ὁποίας τὸ σῶμα τείνει νὰ ἐπιβεβαιωθῆ στὴν αὐτοτέλειά του [Selbständigkeit]. Δὲν ἀρνούμαστε ὅτι ἡ με ταφυσική περατότητα [Endlichkeit] θὰ μποροῦσε νὰ ἐννοηθῆ κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο· ἀρνούμαστε ὅμως ὅτι ἡ περατότητα ἀπὸ μόνη της εἶναι τὸ κακό. 19
Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας στ
Είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς ότι στην αντίσταση της λαχτάρας, η οποία είναι απαραίτητη για την τέλεια γέννηση, ο πιο εσωτερικός δεσμός των δυνάμεων λύεται μόνο με μια σταδιακή ανάπτυξη, και σε κάθε βαθμό διαχωρισμού των δυνάμεων, ένα νέο ον προκύπτει από τη φύση, του οποίου η ψυχή πρέπει να είναι τόσο πιο τέλεια, όσο περισσότερο περιέχει διαχωρισμένο αυτό που στους άλλους παραμένει αδιαχώριστο. Να δείξει κανείς πώς κάθε επόμενη διαδικασία πλησιάζει στην ουσία της φύσης, μέχρι την ανώτατη διάκριση των δυνάμεων, όπου το πιο εσωτερικό κέντρο αναδύεται, είναι το καθήκον μιας πλήρους φιλοσοφίας της φύσης. Για τον παρόντα σκοπό, μόνο τα ακόλουθα είναι ουσιώδη. Κάθε ένα από τα όντα που προκύπτουν στη φύση με τον αναφερόμενο τρόπο έχει μια διπλή αρχή μέσα του, η οποία όμως στην ουσία είναι μία και η ίδια, εξεταζόμενη από τις δύο πιθανές πλευρές. Η πρώτη αρχή είναι αυτή μέσω της οποίας διαχωρίζονται από τον Θεό, ή μέσω της οποίας βρίσκονται στην απλή βάση· αλλά επειδή μεταξύ αυτού που βρίσκεται στη βάση και αυτού που προϋπάρχει στη νόηση υπάρχει μια αρχική ενότητα, και η διαδικασία της δημιουργίας έχει ως στόχο μια εσωτερική μεταμόρφωση ή μεταστοίχειωση της αρχικά σκοτεινής αρχής στο φως (επειδή η νόηση ή το φως που τοποθετήθηκε στη φύση στην πραγματικότητα αναζητά μόνο το φως που είναι συγγενικό με αυτό, το φως που στρέφεται προς αυτό): έτσι η σκοτεινή αρχή από τη φύση της είναι ακριβώς αυτή που ταυτόχρονα μεταστοιχειώνεται σε φως, και και οι δύο[458] είναι, αν και μόνο σε έναν συγκεκριμένο βαθμό, ένα σε κάθε φυσικό ον. Η αρχή, καθώς προέρχεται από τη βάση και είναι σκοτεινή, είναι η αυτοβουλία της δημιουργίας, η οποία όμως, καθώς δεν έχει ακόμη ανυψωθεί στην τέλεια ενότητα με το φως (ως αρχή της νόησης) (δεν το καταλαβαίνει), είναι απλή επιθυμία ή πόθος, δηλαδή τυφλή βούληση. Σε αυτήν την αυτοβουλία της δημιουργίας αντιτίθεται η νόηση ως καθολική βούληση, που χρησιμοποιεί την πρώτη και την υποτάσσει ως απλό εργαλείο. Όταν όμως τελικά μέσω της προοδευτικής μεταμόρφωσης και διάκρισης όλων των δυνάμεων το πιο εσωτερικό και βαθύτερο σημείο της αρχικής σκοτεινότητας σε ένα ον μεταστοιχειώνεται πλήρως σε φως, τότε η βούληση αυτού του όντος, αν και ως μεμονωμένο ον, είναι επίσης μια μερική βούληση, αλλά από μόνη της, ή ως το κέντρο όλων των άλλων μερικών βουλημάτων, είναι ενωμένη με την αρχική βούληση ή τη νόηση, έτσι ώστε από τις δύο τώρα να προκύπτει ένα ενιαίο σύνολο. Αυτή η ανύψωση του βαθύτερου κέντρου στο φως δεν συμβαίνει σε κανένα από τα ορατά σε μας πλάσματα εκτός από τον άνθρωπο. Στον άνθρωπο βρίσκεται ολόκληρη η δύναμη της σκοτεινής αρχής και ταυτόχρονα σε αυτόν ολόκληρη η δύναμη του φωτός. Σε αυτόν βρίσκεται η βαθύτερη άβυσσος και ο υψηλότερος ουρανός, ή και τα δύο κέντρα. Η βούληση του ανθρώπου είναι ο κρυμμένος στην αιώνια λαχτάρα μικρόβιος του Θεού που υπάρχει μόνο στη βάση· η θεία ματιά της ζωής που είναι κλεισμένη στα βάθη, την οποία ο Θεός είδε όταν αποφάσισε τη βούληση για τη φύση. Μόνο σε αυτόν (στον άνθρωπο) ο Θεός αγάπησε τον κόσμο· και ακριβώς αυτή η εικόνα του Θεού πιάστηκε από τη λαχτάρα στο κέντρο, όταν βρέθηκε σε αντίθεση με το φως. Ο άνθρωπος, επειδή προέρχεται από τη βάση (είναι δημιούργημα), έχει μέσα του μια αρχή που είναι σχετικά ανεξάρτητη από τον Θεό· αλλά επειδή αυτή η αρχή – χωρίς να παύει να είναι σκοτεινή από τη βάση – μεταστοιχειώνεται σε φως, ταυτόχρονα αναδύεται μέσα του κάτι ανώτερο, το πνεύμα. Επειδή το αιώνιο πνεύμα εκφράζει την ενότητα ή το λόγο στη φύση. Ο εκφρασμένος (πραγματικός) λόγος όμως υπάρχει μόνο στην ενότητα του φωτός και του σκοταδιού (φωνήεν και σύμφωνο). Τώρα, αν και οι δύο αρχές υπάρχουν σε όλα τα πράγματα, χωρίς πλήρη αρμονία λόγω της ελλειμματικότητας αυτού που ανυψώθηκε από τη βάση. Μόνο στον άνθρωπο λοιπόν εκφράζεται πλήρως ο λόγος που σε όλα τα άλλα πράγματα παραμένει[459] ανασταλμένος και ελλιπής. Αλλά με τον εκφρασμένο λόγο αποκαλύπτεται το πνεύμα, δηλαδή ο Θεός ως ενεργειακά υπάρχων. Επειδή η ψυχή είναι ζωντανή ταυτότητα και των δύο αρχών, είναι πνεύμα· και το πνεύμα είναι στον Θεό. Αν η ταυτότητα των δύο αρχών στο πνεύμα του ανθρώπου ήταν τόσο άρρηκτη όσο στον Θεό, τότε δεν θα υπήρχε καμία διαφορά, δηλαδή ο Θεός ως πνεύμα δεν θα αποκαλυπτόταν. Εκείνη η ενότητα που στον Θεό είναι άρρηκτη, πρέπει στον άνθρωπο να είναι διαιρετή, – και αυτή είναι η δυνατότητα του καλού και του κακού.Λέμε ρητά: η δυνατότητα του κακού, και προσπαθούμε αρχικά να κατανοήσουμε μόνο τη διαιρετότητα των αρχών. Η πραγματικότητα του κακού είναι αντικείμενο μιας εντελώς διαφορετικής έρευνας. Η αρχή που ανυψώθηκε από τη βάση της φύσης, μέσω της οποίας ο άνθρωπος διαχωρίζεται από τον Θεό, είναι η εγωτικότητα μέσα του, η οποία όμως μέσω της ενότητάς της με την ιδεατή αρχή γίνεται πνεύμα. Η εγωτικότητα ως τέτοια είναι πνεύμα, ή ο άνθρωπος είναι πνεύμα ως ένα εγωτικό, ξεχωριστό (από τον Θεό διαχωρισμένο) ον, η οποία σύνδεση ακριβώς αποτελεί την προσωπικότητα. Επειδή όμως η εγωτικότητα είναι πνεύμα, είναι ταυτόχρονα ανυψωμένη από το δημιουργημένο στο υπερδημιουργημένο, είναι βούληση που βλέπει τον εαυτό της στην απόλυτη ελευθερία, δεν είναι πλέον εργαλείο της καθολικής βούλησης που δημιουργεί στη φύση, αλλά είναι πάνω και έξω από όλη τη φύση. Το πνεύμα είναι πάνω από το φως, όπως ανυψώνεται στη φύση πάνω από την ενότητα του φωτός και της σκοτεινής αρχής. Επειδή είναι πνεύμα, η εγωτικότητα είναι ελεύθερη και από τις δύο αρχές. Τώρα όμως αυτή ή η αυτοβουλία είναι πνεύμα, και κατά συνέπεια ελεύθερη ή πάνω από τη φύση, μόνο επειδή έχει μετατραπεί πραγματικά στην αρχική βούληση (το φως), έτσι ώστε αν και (ως αυτοβουλία) παραμένει στη βάση (επειδή πρέπει πάντα να υπάρχει μια βάση) – όπως στο διάφανο σώμα η ύλη που ανυψώθηκε στην ταυτότητα με το φως δεν παύει να είναι ύλη (σκοτεινή αρχή) – αλλά μόνο ως φορέας και σαν δοχείο της ανώτερης αρχής του φωτός. Επειδή όμως έχει το πνεύμα (επειδή αυτό κυριαρχεί πάνω από το φως και το σκοτάδι) – αν δηλαδή δεν είναι το πνεύμα της αιώνιας αγάπης[460] – η εγωτικότητα μπορεί να διαχωριστεί από το φως, ή η αυτοβουλία μπορεί να επιδιώκει να είναι αυτό που είναι μόνο στην ταυτότητα με την καθολική βούληση, ως μερική βούληση, να είναι αυτό που είναι, καθώς παραμένει στο κέντρο (όπως η ήρεμη βούληση στη σιγανή βάση της φύσης είναι επίσης καθολική βούληση, επειδή παραμένει στη βάση), και στην περιφέρεια ή ως δημιούργημα (επειδή η βούληση των δημιουργημάτων είναι βέβαια έξω από τη βάση· αλλά τότε είναι επίσης απλή μερική βούληση, όχι ελεύθερη, αλλά δεσμευμένη). Έτσι λοιπόν στη βούληση του ανθρώπου δημιουργείται μια διάσπαση της πνευματικά γενομένης εγωτικότητας (επειδή το πνεύμα είναι πάνω από το φως) από το φως, δηλαδή μια διάλυση των αρχών που στον Θεό είναι άλυτες. Αν αντιθέτως η αυτοβουλία του ανθρώπου ως κεντρική βούληση παραμένει στη βάση, έτσι ώστε να διατηρείται η θεία σχέση των αρχών (όπως δηλαδή η βούληση στο κέντρο της φύσης δεν ανυψώνεται ποτέ πάνω από το φως, αλλά παραμένει κάτω από αυτό ως βάση στη βάση), και αν αντί για το πνεύμα της διχόνοιας, που θέλει να διαχωρίσει τη δική του αρχή από την καθολική, κυριαρχεί το πνεύμα της αγάπης, τότε η βούληση είναι με θεϊκό τρόπο και τάξη. – Ότι όμως ακριβώς αυτή η ανύψωση της αυτοβουλίας είναι το κακό, φαίνεται από τα ακόλουθα. Η βούληση που βγαίνει από την υπερφυσικότητά της για να γίνει ταυτόχρονα καθολική και μερική και δημιουργημένη, επιδιώκει να αντιστρέψει τη σχέση των αρχών, να ανυψώσει τη βάση πάνω από την αιτία, να χρησιμοποιήσει το πνεύμα, που το κρατάει μόνο για το κέντρο, έξω από αυτό και εναντίον της δημιουργίας, από το οποίο προκύπτει αναστάτωση μέσα και έξω από αυτό. Η βούληση του ανθρώπου πρέπει να θεωρείται ως ένας δεσμός ζωντανών δυνάμεων· όσο παραμένει η ίδια στην ενότητά της με την καθολική βούληση, τόσο και αυτές οι δυνάμεις υπάρχουν σε θεϊκή κλίμακα και ισορροπία. Μόλις όμως η αυτοβουλία απομακρυνθεί από το κέντρο ως τη θέση της, τότε και ο δεσμός των δυνάμεων απομακρύνεται· αντί για αυτόν κυριαρχεί μια απλή μερική βούληση, που δεν μπορεί πλέον να ενώσει τις δυνάμεις κάτω από αυτήν, όπως η αρχική, και που επομένως πρέπει να επιδιώκει, από τις απομακρυσμένες μεταξύ τους δυνάμεις, τον επαναστατημένο στρατό των επιθυμιών και των ηδονών (επειδή κάθε μεμονωμένη δύναμη είναι επίσης μια επιθυμία και μια ηδονή) να σχηματίσει ή να συνθέσει[461] μια δική της και ξεχωριστή ζωή, η οποία είναι δυνατή στο βαθμό που ακόμη και στο κακό ο πρώτος δεσμός των δυνάμεων, η βάση της φύσης, συνεχίζει να υπάρχει. Επειδή όμως δεν μπορεί να είναι πραγματική ζωή, καθώς μόνο στην αρχική σχέση θα μπορούσε να υπάρξει, τότε προκύπτει μια δική, αλλά ψευδής ζωή, μια ζωή του ψεύδους, ένα φυτό της αναστάτωσης και της φθοράς. Το πιο κατατοπιστικό παράδειγμα εδώ προσφέρει η ασθένεια, η οποία ως η διαταραχή που εισήχθη στη φύση μέσω της κατάχρησης της ελευθερίας είναι η πραγματική αντίθεση του κακού ή της αμαρτίας. Καθολική ασθένεια δεν υπάρχει ποτέ χωρίς να ανοίγουν οι κρυφές δυνάμεις της βάσης: προκύπτει όταν το ερεθιστικό αίτιο, που θα έπρεπε να κυριαρχεί στην ησυχία των βαθών ως ο πιο εσωτερικός δεσμός των δυνάμεων, ενεργοποιείται από μόνο του, ή όταν ο ερεθισμένος Αρχαίος εγκαταλείπει την ήρεμη κατοικία του στο κέντρο και πηγαίνει στην περιφέρεια. Όπως αντίθετα κάθε αρχική θεραπεία συνίσταται στην αποκατάσταση της σχέσης της περιφέρειας με το κέντρο, και η μετάβαση από την ασθένεια στην υγεία μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του αντίθετου, δηλαδή της επανένωσης της διαχωρισμένης και μεμονωμένης ζωής στην εσωτερική ματιά του όντος, από την οποία προκύπτει πάλι η διάκριση (κρίση). Επίσης, η μερική ασθένεια προκύπτει μόνο επειδή αυτό που έχει την ελευθερία ή τη ζωή του μόνο για να παραμείνει στο σύνολο, επιδιώκει να είναι για τον εαυτό του. Όπως η ασθένεια δεν είναι τίποτα ουσιαστικό και στην πραγματικότητα μόνο μια φανταστική εικόνα της ζωής και μια απλή μετεωρολογική εμφάνισή της – μια ταλάντευση μεταξύ του να είναι και του να μην είναι – παρόλα αυτά όμως εμφανίζεται στη συνείδηση ως κάτι πολύ πραγματικό, έτσι συμβαίνει και με το κακό.
Αυτή η μόνη σωστή έννοια του κακού, σύμφωνα με την οποία βασίζεται σε μια θετική διαστροφή ή αντιστροφή των αρχών, έχει επισημανθεί πρόσφατα ιδιαίτερα από τον Franz Baader και έχει επεξηγηθεί μέσω βαθυστόχαστων φυσικών αναλογιών, ιδιαίτερα αυτής της ασθένειας15. Όλες οι άλλες εξηγήσεις του[462] κακού αφήνουν τη νόηση και την ηθική συνείδηση εξίσου ανικανοποίητες. Βασίζονται στην ουσία όλες στην εξάλειψη του κακού ως θετικής αντίθεσης και στην αναγωγή του στο λεγόμενο malum metaphysicum ή στην αρνητική έννοια της ατέλειας της δημιουργίας. Ήταν αδύνατο, λέει ο Leibniz, ο Θεός να μεταδώσει στον άνθρωπο όλη την τελειότητα, χωρίς να τον κάνει τον ίδιο Θεό· το ίδιο ισχύει και για τα δημιουργημένα όντα γενικά· έπρεπε λοιπόν να υπάρξουν διάφοροι βαθμοί τελειότητας και όλα τα είδη περιορισμού της. Αν κάποιος ρωτήσει από πού προέρχεται το κακό, η απάντηση είναι: από την ιδεατή φύση της δημιουργίας, καθώς εξαρτάται από τις αιώνιες αλήθειες που περιέχονται στη θεϊκή νόηση, αλλά όχι από τη βούληση του Θεού. Η περιοχή των αιώνιων αληθειών είναι η ιδεατή αιτία του κακού και του καλού, και πρέπει[463] να τοποθετηθεί στη θέση της ύλης των αρχαίων16. Υπάρχουν, λέει σε ένα άλλο σημείο, σίγουρα δύο αρχές, αλλά και οι δύο στον Θεό, αυτές είναι η νόηση και η βούληση. Η νόηση δίνει την αρχή του κακού, αν και δεν γίνεται η ίδια κακή· επειδή παρουσιάζει τις φύσεις όπως είναι σύμφωνα με τις αιώνιες αλήθειες· περιέχει μέσα της τη βάση της παραδοχής του κακού, αλλά η βούληση στοχεύει μόνο στο καλό17. Αυτή η μοναδική δυνατότητα δεν την έκανε ο Θεός, επειδή η νόηση δεν είναι η δική της αιτία18. Αν αυτή η διάκριση της νόησης και της βούλησης ως δύο αρχών στον Θεό, μέσω της οποίας η πρώτη δυνατότητα του κακού γίνεται ανεξάρτητη από τη θεϊκή βούληση, είναι σύμφωνη με την ευφυή φύση αυτού του ανθρώπου, και αν επίσης η αναπαράσταση της νόησης (της θεϊκής σοφίας) ως κάτι στο οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται περισσότερο παθητικά παρά ενεργητικά, υποδηλώνει κάτι βαθύτερο, τότε το κακό, που μπορεί να προέρχεται από αυτήν την καθαρά ιδεατή βάση, καταλήγει πάλι σε κάτι καθαρά παθητικό, σε περιορισμό, έλλειψη, στέρηση, έννοιες που αντιτίθενται πλήρως στην πραγματική φύση του κακού. Επειδή ακόμη και η απλή σκέψη ότι ο άνθρωπος, το πιο τέλειο από όλα τα ορατά πλάσματα, είναι ο μόνος ικανός για το κακό, δείχνει ότι η βάση του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βρίσκεται σε έλλειψη ή στέρηση. Ο διάβολος σύμφωνα με τη χριστιανική άποψη δεν ήταν το πιο περιορισμένο πλάσμα, αλλά αντίθετα το πιο απεριόριστο19. Οι ατέλειες στη γενική μεταφυσική[464] έννοια δεν είναι ο συνηθισμένος χαρακτήρας του κακού, καθώς συχνά συνδυάζεται με μια αριστεία των μεμονωμένων δυνάμεων, που συνοδεύει πολύ πιο σπάνια το καλό. Η βάση του κακού πρέπει λοιπόν να μην βρίσκεται μόνο σε κάτι θετικό γενικά, αλλά μάλλον στο υψηλότερο θετικό που περιέχει η φύση, όπως σύμφωνα με την άποψή μας είναι πράγματι η περίπτωση, καθώς βρίσκεται στο φανερωμένο κέντρο ή την αρχική βούληση της πρώτης βάσης. Ο Leibniz προσπαθεί με κάθε τρόπο να κατανοήσει πώς από μια φυσική έλλειψη μπορεί να προκύψει το κακό. Η βούληση, λέει, στοχεύει στο καλό γενικά και πρέπει να επιδιώκει την τελειότητα, το υψηλότερο μέτρο της οποίας βρίσκεται στον Θεό· αν όμως παραμένει στις ηδονές των αισθήσεων με απώλεια υψηλότερων αγαθών, τότε αυτή η έλλειψη της περαιτέρω προσπάθειας είναι η στέρηση, στην οποία συνίσταται το κακό. Αλλιώς, θεωρεί ότι το κακό δεν χρειάζεται μια ειδική αρχή περισσότερο από ότι η κρύα ή το σκοτάδι. Αυτό που στο κακό είναι θετικό, έρχεται μόνο συνοδευτικά σε αυτό, όπως η δύναμη και η αποτελεσματικότητα στην κρύα· το νερό που παγώνει σπάει το πιο ισχυρό κλειστό δοχείο και όμως η κρύα συνίσταται στην πραγματικότητα σε μια μείωση της κίνησης20. Επειδή όμως η στέρηση από μόνη της δεν είναι τίποτα, και για να γίνει αισθητή, χρειάζεται κάτι θετικό, πάνω στο οποίο εμφανίζεται, τότε προκύπτει η δυσκολία να εξηγηθεί το θετικό, που πρέπει ωστόσο να υποτεθεί στο κακό. Επειδή ο Leibniz μπορεί να το εξηγήσει μόνο από τον Θεό, βλέπει τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει τον Θεό αιτία του υλικού της αμαρτίας, και να αποδώσει μόνο το τυπικό της στον αρχικό περιορισμό της δημιουργίας. Προσπαθεί να εξηγήσει αυτή τη σχέση μέσω της έννοιας της φυσικής αδράνειας της ύλης που βρήκε ο Kepler. Αυτή είναι, λέει, η τέλεια εικόνα ενός αρχικού (που προηγείται κάθε δράσης) περιορισμού της δημιουργίας. Αν μέσω της ίδιας ώθησης δύο διαφορετικά σώματα με άνιση μάζα κινούνται με άνισες ταχύτητες, τότε η βάση της αργής κίνησης του ενός δεν βρίσκεται στην ώθηση, αλλά στην εγγενή και ιδιαίτερη τάση της ύλης προς την αδράνεια, δηλαδή στον εσωτερικό περιορισμό ή την ατέλεια της ύλης21. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η αδράνεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια απλή στέρηση, αλλά είναι σίγουρα κάτι θετικό, δηλαδή έκφραση της εσωτερικής εγωτικότητας του σώματος, της δύναμης μέσω της οποίας επιδιώκει να διατηρήσει την αυτονομία του. Δεν αρνούμαστε ότι με αυτόν τον τρόπο η μεταφυσική πεπερασμένη φύση μπορεί να γίνει κατανοητή· αλλά αρνούμαστε ότι η πεπερασμένη φύση από μόνη της είναι το κακό22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου