Του Βασίλη Βιλιάρδου
Στην ερώτηση σχετικά με το εάν αξίζει η Ελλάδα τη διαγραφή του χρέους της, σε συνδυασμό με την παροχή βοήθειας από την ΕΕ, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς με μία άλλη: το άξιζε η Γερμανία το 1953, αν και είχε καταστρέψει την Ευρώπη;
Εικόνα: Jeffrey Sachs
«Θα είναι οι δυσαρεστημένοι λαοί της Ευρώπης πρόθυμοι, θα αποδεχθεί μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων να οργανώσει με τέτοιον τρόπο τη ζωή της, ώστε να θέτει ένα μεγάλο μέρος του καθημερινού της εισοδήματος στη διάθεση του κράτους; Για την εξυπηρέτηση των χρεών του δηλαδή, όταν κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται υποχρεωτικά στην αίσθηση του δικαίου και του καθήκοντος της;
Με λίγα λόγια, εγώ δεν πιστεύω πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί για παραπάνω από μερικά χρόνια, στην καλύτερη των περιπτώσεων – επειδή είναι εντελώς αντίθετο με την ανθρώπινη φύση, καθώς επίσης με το πνεύμα της εποχής” (Keynes, μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο).
Άρθρο
Η διεθνής κοινή γνώμη είναι αναμφίβολα υπέρ της Ελλάδας σήμερα, θεωρώντας ότι έχει υποστεί μία τρομακτική οικονομική εγχείρηση, η οποία δεν πέτυχε – με αποτέλεσμα ο ασθενής να κινδυνεύει να πεθάνει. Ταυτόχρονα, είναι εναντίον της Γερμανίας, κατηγορώντας την εύλογα ως μοναδική υπεύθυνη για την επιβολή της εγχείρησης – καθώς επίσης για τα φάρμακα που δόθηκαν καταναγκαστικά στον ασθενή, τα οποία αποδείχθηκαν δηλητηριώδη.Φαίνεται λοιπόν πως η μάχη του Δαβίδ, στο πρόσωπο της πρόσφατα εκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης, με το Γολιάθ της Ευρώπης, με τη Γερμανία, κλίνει υπέρ της Ελλάδας – στο πλευρό της οποίας έχουν τοποθετηθεί τόσο οι μεγάλες δυνάμεις, όπως οι Η.Π.Α. και η Ρωσία, όσο και μία σειρά παγκοσμίου φήμης οικονομολόγων, όπως ο επικριτής του ΔΝΤ κ. J. Stieglitz (άρθρο).
Μεταξύ όλων αυτών συμπεριλαμβάνεται και ο Jeffrey Sachs, γνωστός ως «ο δόκτορας του σοκ» – επειδή στην ηλικία των τριάντα ετών, επέβαλλε μία «θεραπεία σοκ» στη Βολιβία, η οποία περιγράφεται ως εξής:
«Στη Βολιβία είχε εφαρμοσθεί η θεραπεία-σοκ του Pinochet χωρίς έναν Pinochet, ο οποίος ήταν ο δικτάτορας που επέβαλλε κάτι ανάλογο στη Χιλή. Πολύ περισσότερο, από μία κεντροαριστερή κυβέρνηση για πρώτη φορά στην ιστορία. Όπως δήλωσε με θαυμασμό ένας βολιβιανός τραπεζίτης, όσο έκανε ο Pinochet με τις ξιφολόγχες, τα κατάφερε ο πρόεδρος της χώρας του με τη βοήθεια του Sachs, στο πλαίσιο ενός «δημοκρατικού» συστήματος διακυβέρνησης..
Ο Αμερικανός απέδειξε πως η νεοφιλελεύθερη σταυροφορία μπορεί να προωθείται με ωμά, αυταρχικά μέσα και, παρ’ όλα αυτά, να εξυμνείται ως δημοκρατική – επειδή έχουν προηγηθεί εκλογές, ανεξαρτήτως του πόσο παραβιάζονται στη συνέχεια οι πολιτικές ελευθερίες ή αγνοείται η εκπεφρασμένη δημοκρατική βούληση του λαού.
Υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση της Βολιβίας αποτέλεσε το πρότυπο για ένα νέο, περισσότερο εξωραϊσμένο είδος αυταρχισμού, για ένα πολιτικό πραξικόπημα που το πραγματοποιούν πολιτικοί και οικονομολόγοι με κοστούμια και όχι αξιωματικοί με στρατιωτικές στολές - όλα αυτά δε, στη φανταχτερή συσκευασία ενός δημοκρατικού καθεστώτος».
Διαγραφή χρέους ή παγκόσμια έκρηξη
Με τον παραπάνω τίτλο ο κ. Sachs, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε για το ΔΝΤ και τη σχολή του Σικάγο σε πολλές άλλες χώρες, εφαρμόζοντας τη «θεραπεία του σοκ», συνέταξε ένα άρθρο, ισχυριζόμενος πως η αποπομπή της Ελλάδας από τη Ευρωζώνη θα ήταν ένα μοιραίο λάθος - ενώ απλά και μόνο οι αναφορές σε κάτι τέτοιο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μαζικές εκροές κεφαλαίων, εντείνοντας σε μεγάλο βαθμό την κρίση.Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα εξωτερικά δάνεια της (να εξυπηρετήσει εννοεί πιθανότατα, αφού καμία χώρα στον πλανήτη δεν εξοφλεί χρέη της), χωρίς οδυνηρά επακόλουθα για το λαό της – τα οποία ευρίσκονται εκτός των πλαισίων της ανοχής μίας δημοκρατικής κοινωνίας. Επομένως, απαιτείται η διαγραφή των χρεών της, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η έξοδος της από την κρίση.
Περαιτέρω έχει την άποψη ότι, η ελληνική κρίση χρέους αποπροσανατολίζει την Ευρώπη από τα βασικά της προβλήματα. Ειδικότερα, γράφει πως η εκλογική νίκη της αριστεράς, τοποθέτησε το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ξανά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής – επειδή η νέα κυβέρνηση απαιτεί την επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές της. Αν και ορισμένοι πολιτικοί της Ευρώπης λοιπόν έχουν την άποψη ότι, η Ελλάδα θα πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ, εάν πιστεύει ότι αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της, μία τέτοια αντιμετώπιση θα ήταν εντελώς λανθασμένη, καθώς επίσης εξαιρετικά επικίνδυνη.
Η ελληνική οικονομία αποτελεί βέβαια μόλις το 2% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της Ευρωζώνης, από 3% περίπου πριν από την κρίση (γράφημα). Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα έπρεπε να πιέζει κανείς την Ελλάδα – πόσο μάλλον να την αποπέμψει. Αντίθετα, σημαίνει πως θα έπρεπε να επιλυθεί ριζικά και εξ ολοκλήρου η κρίση χρέους – πολύ περισσότερο, με τις προϋποθέσεις που θέτει η Ελλάδα.
.
.
Συνεχίζοντας, ο σημαντικότερος παράγοντας για τη διατήρηση μίας νομισματικής ένωσης είναι η μη δημιουργία αμφιβολιών, σχετικά με τη βιωσιμότητα και το μέλλον της – αφού κάτι τέτοιο θα μπορούσε να την καταστρέψει εντελώς.
Ήδη το ευρώ υποχωρεί άτακτα, επειδή έχει «μολυνθεί» από τις αμφιβολίες – σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότεροι αναρωτιούνται εάν θα μείνει ή θα φύγει η Ελλάδα, εάν η Πορτογαλία θα είναι το επόμενο θύμα, εάν η Ιταλία θα επιδιώξει την επιστροφή στη λιρέτα, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει με τον ανταγωνισμό της Γερμανίας, πως θα ενεργήσει το «Εθνικό Μέτωπο» της Γαλλίας όταν ανέλθει στην εξουσία κοκ.
Εάν όμως όλες οι παραπάνω χώρες αποχωρήσουν, γιατί δεν θα ακολουθούσε η Ισπανία η Ιρλανδία ή ποιός ξέρει ποιά άλλη χώρα, οδηγώντας την Ευρωζώνη στην ανεξέλεγκτη διάλυση της και τον πλανήτη σε μία άνευ προηγουμένου καταστροφή, αφού το ευρώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα;
Τέτοιου είδους ερωτήματα και αμφιβολίες οδηγούν προφανώς στη μαζική φυγή κεφαλαίων, ενώ επιδεινώνουν μία ήδη υφιστάμενη κρίση. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, το καταστροφικό πρόγραμμα που της επιβλήθηκε από την Τρόικα προκάλεσε την εύλογη εκροή καταθέσεων, δημιουργώντας προβλήματα ρευστότητας στις τράπεζες – με αποτέλεσμα να «μολυνθεί» η πραγματική οικονομία, καθώς επίσης να καταρρεύσει το ΑΕΠ, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα έσοδα του δημοσίου.
Η προσπάθεια δε να εξισορροπηθούν, με την επιβολή υψηλών φόρων, έδωσε τη χαριστική βολή στην οικονομία της χώρας – ενώ ο συνδυασμός της εσωτερικής υποτίμησης που συνόδευε τα μέτρα, λόγω της οποίας περιορίσθηκαν απότομα οι μισθοί (γράφημα), με την κλιμάκωση των χρεοκοπιών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την ανεργία, προκάλεσε στην Ελλάδα τεράστιες καταστροφές.
.
.
Ολοκληρώνοντας, ο καθένας που γνωρίζει απλή αριθμητική (συχνά φαίνεται πως ελάχιστοι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν αυτήν την «ικανότητα»), μπορεί να καταλάβει ότι, η Ελλάδα δεν έχει καμία δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών της, τα οποία φτάνουν στο 175% του ΑΕΠ – τουλάχιστον όχι χωρίς να υποφέρει ο λαός της. Στα πλαίσια αυτά, η νίκη της αριστεράς δεν αποτελεί κάποια ανωμαλία – αλλά ήταν μάλλον νομοτελειακή, με βάση τα μαρτύρια που επιβλήθηκαν στη χώρα, χωρίς να έχουν το παραμικρό αποτέλεσμα.
.
Στα πλαίσια αυτά, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν οι Γερμανοί άξιζαν τότε τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση - όπου όμως η ερώτηση θα ήταν λανθασμένη, επειδή η νεαρή γερμανική Δημοκρατία χρειαζόταν βοήθεια, ενώ η οικονομία της χώρας απαιτούσε την επανεκκίνηση της. Επομένως, ήταν απαραίτητη τόσο η διαγραφή, όσο και το Marshall Plan, χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε συμβεί το γερμανικό θαύμα.
Ως εκ τούτου, η ερώτηση σχετικά με το εάν αξίζει ή εάν δικαιούται η Ελλάδα μία διαγραφή του χρέους της, η οποία όμως δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, εάν δεν συνοδεύεται με ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας της, είναι λανθασμένη – όπως και η αντίστοιχη για τη Γερμανία το 1953.
Με απλά λόγια, το θέμα δεν είναι εάν το αξίζει ή όχι η Ελλάδα, αλλά εάν το χρειάζεται – καθώς επίσης εάν η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης μπορούν να το προσφέρουν, χωρίς να καταστραφούν οι ίδιες.
Εδώ οι απόψεις συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό – επειδή η Ελλάδα το έχει απόλυτη ανάγκη, ενώ τόσο η Γερμανία, όσο και η Ευρωζώνη μπορούν πολύ εύκολα να συνδράμουν οικονομικά στην επίλυση του προβλήματος. Πόσο μάλλον όταν τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας θα κόστιζε τεράστια ποσά σε όλους, απείρως υψηλότερα από τις σημερινές ανάγκες της χώρας μας.
.
Πριν από όλα όμως, θα πρέπει να σταματήσει η κοινωνική κατάρρευση – η οδύνη, η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση, στην οποία έχει οδηγηθεί η πλειοψηφία του πληθυσμού, χάνοντας κάθε ελπίδα για το μέλλον της. Όσον αφορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα ΜΜΕ, καθώς επίσης όλους όσους επηρεάζουν την ελληνική κοινή γνώμη, δεν θα πρέπει να έχουν στόχο την πρόβλεψη μελλοντικών δεινών της χώρας – αλλά την ενίσχυση των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης, αφού αυτή επιλέχθηκε από την πλειοψηφία των Πολιτών για να φέρει εις πέρας τη συγκεκριμένη αποστολή της.
.
Εν τούτοις, η κυβέρνηση θα πρέπει να προσέξει πάρα πολύ, για να μην καταλήξει η Ελλάδα ανόητο θύμα της διαμάχης που ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη – η οποία θα έχει πάρα πολλά στάδια, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Οφείλει να γνωρίζει λοιπόν ότι, τα αντικρουόμενα συμφέροντα είναι αυτά που δίνουν το ρυθμό – σε καμία περίπτωση η ίδια, όσο και αν θέλει να το πιστεύει.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία είναι μία αρκετά εκδικητική χώρα, η οποία ξέρει να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί – ενώ αποτελεί έναν πολύ πιο σημαντικό σύμμαχο για τις Η.Π.Α. στην Ευρώπη, από ότι η Ελλάδα.
Ήδη το ευρώ υποχωρεί άτακτα, επειδή έχει «μολυνθεί» από τις αμφιβολίες – σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότεροι αναρωτιούνται εάν θα μείνει ή θα φύγει η Ελλάδα, εάν η Πορτογαλία θα είναι το επόμενο θύμα, εάν η Ιταλία θα επιδιώξει την επιστροφή στη λιρέτα, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει με τον ανταγωνισμό της Γερμανίας, πως θα ενεργήσει το «Εθνικό Μέτωπο» της Γαλλίας όταν ανέλθει στην εξουσία κοκ.
Εάν όμως όλες οι παραπάνω χώρες αποχωρήσουν, γιατί δεν θα ακολουθούσε η Ισπανία η Ιρλανδία ή ποιός ξέρει ποιά άλλη χώρα, οδηγώντας την Ευρωζώνη στην ανεξέλεγκτη διάλυση της και τον πλανήτη σε μία άνευ προηγουμένου καταστροφή, αφού το ευρώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα;
Τέτοιου είδους ερωτήματα και αμφιβολίες οδηγούν προφανώς στη μαζική φυγή κεφαλαίων, ενώ επιδεινώνουν μία ήδη υφιστάμενη κρίση. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, το καταστροφικό πρόγραμμα που της επιβλήθηκε από την Τρόικα προκάλεσε την εύλογη εκροή καταθέσεων, δημιουργώντας προβλήματα ρευστότητας στις τράπεζες – με αποτέλεσμα να «μολυνθεί» η πραγματική οικονομία, καθώς επίσης να καταρρεύσει το ΑΕΠ, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα έσοδα του δημοσίου.
Η προσπάθεια δε να εξισορροπηθούν, με την επιβολή υψηλών φόρων, έδωσε τη χαριστική βολή στην οικονομία της χώρας – ενώ ο συνδυασμός της εσωτερικής υποτίμησης που συνόδευε τα μέτρα, λόγω της οποίας περιορίσθηκαν απότομα οι μισθοί (γράφημα), με την κλιμάκωση των χρεοκοπιών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την ανεργία, προκάλεσε στην Ελλάδα τεράστιες καταστροφές.
.
.
Ολοκληρώνοντας, ο καθένας που γνωρίζει απλή αριθμητική (συχνά φαίνεται πως ελάχιστοι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν αυτήν την «ικανότητα»), μπορεί να καταλάβει ότι, η Ελλάδα δεν έχει καμία δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών της, τα οποία φτάνουν στο 175% του ΑΕΠ – τουλάχιστον όχι χωρίς να υποφέρει ο λαός της. Στα πλαίσια αυτά, η νίκη της αριστεράς δεν αποτελεί κάποια ανωμαλία – αλλά ήταν μάλλον νομοτελειακή, με βάση τα μαρτύρια που επιβλήθηκαν στη χώρα, χωρίς να έχουν το παραμικρό αποτέλεσμα.
.
Αξίζει τη διαγραφή χρέους η Ελλάδα;
Κυρίως οι Γερμανοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει τα χρέη της – παρά το ότι θα έπρεπε να έχουν διδαχθεί από την ιστορία τους. Από το ότι δηλαδή οι συμμαχικές δυνάμεις διέγραψαν το μεγαλύτερο μέρος των χρεών τους το 1953, αμείβοντας τους επί πλέον με ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης της χώρας τους (Marshall Plan).Στα πλαίσια αυτά, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν οι Γερμανοί άξιζαν τότε τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση - όπου όμως η ερώτηση θα ήταν λανθασμένη, επειδή η νεαρή γερμανική Δημοκρατία χρειαζόταν βοήθεια, ενώ η οικονομία της χώρας απαιτούσε την επανεκκίνηση της. Επομένως, ήταν απαραίτητη τόσο η διαγραφή, όσο και το Marshall Plan, χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε συμβεί το γερμανικό θαύμα.
Ως εκ τούτου, η ερώτηση σχετικά με το εάν αξίζει ή εάν δικαιούται η Ελλάδα μία διαγραφή του χρέους της, η οποία όμως δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, εάν δεν συνοδεύεται με ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας της, είναι λανθασμένη – όπως και η αντίστοιχη για τη Γερμανία το 1953.
Με απλά λόγια, το θέμα δεν είναι εάν το αξίζει ή όχι η Ελλάδα, αλλά εάν το χρειάζεται – καθώς επίσης εάν η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης μπορούν να το προσφέρουν, χωρίς να καταστραφούν οι ίδιες.
Εδώ οι απόψεις συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό – επειδή η Ελλάδα το έχει απόλυτη ανάγκη, ενώ τόσο η Γερμανία, όσο και η Ευρωζώνη μπορούν πολύ εύκολα να συνδράμουν οικονομικά στην επίλυση του προβλήματος. Πόσο μάλλον όταν τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας θα κόστιζε τεράστια ποσά σε όλους, απείρως υψηλότερα από τις σημερινές ανάγκες της χώρας μας.
.
Επίλογος
Η διαγραφή του χρέους δεν φτάνει για να λυθεί το ελληνικό πρόβλημα. Η πραγματική λύση του απαιτεί τη σκληρή εργασία όλων των Ελλήνων, κυρίως των νέων, οι οποίοι θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να ιδρύσουν δυναμικές επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό – χρηματοδοτούμενοι φυσικά από αναπτυξιακά εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, καθώς επίσης εκμεταλλευόμενοι τόσο τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όσο και το υψηλής ποιότητας εργατικό δυναμικό της.Πριν από όλα όμως, θα πρέπει να σταματήσει η κοινωνική κατάρρευση – η οδύνη, η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση, στην οποία έχει οδηγηθεί η πλειοψηφία του πληθυσμού, χάνοντας κάθε ελπίδα για το μέλλον της. Όσον αφορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα ΜΜΕ, καθώς επίσης όλους όσους επηρεάζουν την ελληνική κοινή γνώμη, δεν θα πρέπει να έχουν στόχο την πρόβλεψη μελλοντικών δεινών της χώρας – αλλά την ενίσχυση των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης, αφού αυτή επιλέχθηκε από την πλειοψηφία των Πολιτών για να φέρει εις πέρας τη συγκεκριμένη αποστολή της.
.
Υστερόγραφο: Είναι πλέον προφανές πως οι Η.Π.Α. ενισχύουν την Ελλάδα (άρθρο), γεγονός που αποτελεί τη μοναδική ρεαλιστική ελπίδα της χώρας μας, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της – ενώ δεν φαίνεται να έχει συμβεί τυχαία, να μην είναι δηλαδή κάτι προσχεδιασμένο. Η αιτία είναι φυσικά η Γερμανία, η οποία προσπαθεί να ανεξαρτητοποιηθεί από την υπερδύναμη – ενδεχομένως συνεργαζόμενη μυστικά με τη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία είναι μία αρκετά εκδικητική χώρα, η οποία ξέρει να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί – ενώ αποτελεί έναν πολύ πιο σημαντικό σύμμαχο για τις Η.Π.Α. στην Ευρώπη, από ότι η Ελλάδα.
1 σχόλιο:
Πολύ καλή ανάλυση.
Δημοσίευση σχολίου