απόσπασμα ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ
Εκτός της νόθου ταπεινώσεως – «τούτο δεν είναι δι’ εμέ» –, εκτός της αδικαιολογήτου απογνώσεως, ήτις γεννάται εκ της ακηδίας και της ηδυπαθείας, φραγμός προς την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός αποβαίνει εισέτι και η τολμηρά έφεσις «όπως ίδωμεν τον Θεόν», και περιπτυχθώμεν Αυτόν δια της σκέψεως ημών, ως να ηθέλομεν να διεισδύσωμεν μετά δυνάμεως εις τα μυστήρια και εις τα έγκατα του Θείου Είναι και να δεσπόσωμεν Αυτού δια του νοός, ως να επρόκειτο περί αντικειμένου της γνώσεως ημών. Είναι δύσκολον να εύρωμεν λέξεις προς χαρακτηρισμόν της πνευματικής ουσίας αυτής της υπερηφάνου αξιώσεως του νοός ημών, αλλ’ είναι σπουδαίον δι’ ημάς να γνωρίσωμεν ότι εις παρομοίας περιπτώσεις συναντώμεν ουχί «φωτεινήν νεφέλην», αλλά γνόφον και σκότος, αποκρύπτοντα τον Θεόν.
Όταν προσηλούμεν τους οφθαλμούς του νοός ημών απ’ ευθείας εις τον Ήλιον του Προαιωνίου Είναι, όπως ίδωμεν Αυτόν καθώς εστι, τότε οι οφθαλμοί ημών καταφλέγονται και αποτυφλούνται υπό του απροσίτου και εκτυφλωτικού Φωτός της Θεότητος, καθ’ όν τρόπον αποτυφλούνται και καταφλέγονται οι φυσικοί ημών οφθαλμοί, όταν γυμνοί, υπό ουδενός προστατευόμενοι, στρέφωνται κατ’ ευθείαν προς τον ήλιον. … «ιστάμενα κύκλω του Θρόνου του Υψίστου τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσί πτέρυξι κατακαλύπτοντα τα πρόσωπα αυτών».
Και γνωριζόμενος και ορώμενος ο Θεός αναλλοιώτως διαμένει υπέρ πάσαν γνώσιν και όρασιν. Η απεριόριστος αύτη υπερβατικότης του Θεού εν τη «μυστική» γλώσση της θεολογίας καλείται «γνόφος». Η Καινή Διαθήκη ουδαμού χρησιμοποιεί δια τον Θεόν την λέξιν «γνόφος». Λέγει εις ημάς ότι «Ο Θεός Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία». Περί της υπερβατικότητος Αυτού και συνεπώς της τελείας «αορασίας», της τελείας «αγνωσίας» Αυτού η Καινή Διαθήκη λέγει τα εξής: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» … Ότε ανεφάνησαν οι φιλόσοφοι και οι αιρετικοί, οι υποστηρίζοντες την δυνατότητα πλήρους γνώσεως του Θεού, τότε οι Άγιοι Πατέρες, δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν επέστρεψαν εις Παλαιοδιαθηκικάς εικόνας και γλώσσαν:
Ούτω δια να πλήξουν ισχυρότερον την συνείδησιν των ασόφων σοφών, οι Πατέρες προσέφυγον εις την έννοιαν του «γνόφου», δια του οποίου ο Σοφός Νομοθέτης Μωϋσής συνεκράτει τον λαόν αυτού, εισέτι άπειρον της Θεογνωσίας, από της ασυνέτου εξάρσεως της ιδέας του «κατανοήσαι» τον Θεόν· και δια να μη παρεκκλίνουν από της Καινοδιαθηκικής Αποκαλύψεως, οι Πατέρες ωνόμασαν τον γνόφον τούτον «υπέρφωτον».
Η αληθής οδός προς θεωρίαν του Θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου. Όλη η σκέψις ημών, όλη η δύναμις της επιθυμίας ημών, οφείλουν να κατευθύνωνται μόνον προς το «τηρήσαι την εντολήν του Θεού άσπιλον και ανεπίληπτον» (Α’ Τιμ. στ΄ 14}. Τότε το Θείον Φως, καθώς έδειξεν η πείρα των αιώνων, «πολυμερώς και πολυτρόπως» επισκέπτεται τον άνθρωπον. Και ουδείς δύναται να είπη ποτέ περί των ορίων της ευδοκίας του Θεού προς ημάς, διότι αύτη κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου. Οσονδήποτε και εάν τείνει ο άνθρωπος προς τον Θεόν, οσονδήποτε και εάν φλέγηται υπό της αγάπης προς Αυτόν, και πάλιν αι εκχύσεις του Φωτός θα παραμείνουν πέραν παντός ορίου και αριθμού, διότι δεν υπάρχει τέλος εις αυτάς, και όταν εισέτι το φως υπερβαίνη τας δυνάμεις της φύσεως ημών να υπομείνη την λάμψιν αυτού. Και ο μοναδικός δυνατός λόγος, η μοναδική επικύρωσις, ως προς πάντα ταύτα είναι ότι «ο Θεός Φως εστι, και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία», και ότι «Αυτός οικεί εν απροσίτω Φωτί» και εμφανίζεται πάντοτε εν τω φωτί και ως φως.
«Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»;
Και εδόθη εις εμέ η απάντησις:
Προσεύχου, ως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όστις επί έτη εβόα, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος», και εισηκούσθη.
Προσεύχου δια των λόγων της εκκλησιαστικής ωδής, «Λαμψάτω, ώ Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον», και ενδυναμού εν τη πίστει, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται περί αδυνάτων πραγμάτων.
Εν συνεχεία ο ανήρ εκείνος ως να απέκλειε την δυνατότητα ότι τοιαύτη προσευχή θα παραμείνη άνευ της άνωθεν απαντήσεως, κατέκλεισε τον λόγον αυτού ως εξής:
«Όταν γνωρίση η ψυχή σου τούτο το φως, τότε, όταν συμβή να στερήται τούτου, θα φλέγηται δι’ αυτό και μιμούμενος τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον θα ζητής αυτό και θα κράζης προς αυτό:
Ελθέ, το φως το αληθινόν.
Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος.
Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις.
Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις.
Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις.
Ελθέ, Πανάγια Βασιλεύ.
Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν,
και μείνον αδιαστάτως εν ημίν,
και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν
εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
3 σχόλια:
Λέει ο Γ.Σωφρόνιος ότι ψάχνουμε τον Θεό: "..δια της σκέψεως ημών..δια του νοός, ως να επρόκειτο περί αντικειμένου της γνώσεως ημών.Είναι δύσκολον να εύρωμεν λέξεις προς χαρακτηρισμόν της πνευματικής ουσίας αυτής της υπερηφάνου αξιώσεως του νοός ημών.."
Αυτή είναι η στοχαστική θεολογία της Δύσης.Ο Θεός ένα ακόμα "γνωστικό αντικείμενο" έστω και το ανώτερο στην πυραμίδα του Είναι.Η θεολογία μια ακόμα επιστήμη. Γι αυτό ακούμε να λένε "διαφωνώ με κάποιες απόψεις ενός θεολόγου, αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω την θεολογική του ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ".. Δηλαδή αναφέρονται σε αυτά τα θέματα σαν να πρόκειται για επαγγελματική επιστημονική κατάρτιση, για απόκτηση εξειδικευμένων γνώσεων.
Η αληθινή θεολογία είναι αποκάλυψη. Οι θεόπτες ήταν είτε πλήρως αγράμματοι [Προφήτες, Απόστολοι (ψαράδες), Μ.Αντώνιος (έμαθε εξ΄ακοής την Αγία Γραφή),και σύγχρονοι όπως ο Άγιος Πορφύριος κ.α.] είτε (πολύ) μορφωμένοι(Απ. Παύλος, Πατέρες και Διδάσκαλοι της εκκλησίας). Σε κάθε περίπτωση όμως η θεολογία τους ήταν αποτέλεσμα αποκάλυψης και νοητής θεωρίας (δια του Νοός, της πνευματικής ουσίας με έδρα την καρδιά και όχι δια της πεπερασμένης και υποκειμενικής λογικής της διάνοιας, και οι σπουδές (π.χ. της ελληνικής φιλοσοφίας, ρητορικής, νομικής κτλ.. κάποιων μεγάλων Πατέρων) έγιναν το εργαλείο και μέσο ώστε να πάρει η Άνωθεν αποκάλυψη μορφή, να γίνει απόδοση του ακατάληπτου πνευματικού πλούτου, στα πλαίσια της κατανόησης σε κεκαθαρμένο Νου και όχι σε οποιονδήποτε.
Η Αλήθεια του Θεού είναι το "Μάννα το κεκρυμμένο". Δεν δίνεται "στους κύνες" ούτε "στους χοίρους". Το είπε ο Ίδιος ο Κύριος όταν τον ρώτησαν γιατί μιλά με παραβολές."Σε εσάς δόθηκε να γνωρίσετε, στους έξω δεν δόθηκε να γνωρίσουν"..
Το δρόμο της ανθρώπινης λογικής ακολουθούν όλες οι αιρέσεις. "Τυφλός οδηγεί τυφλό".. Sola scrirtura (της προτεσταντικής λογικής), μόνο η Γραφή (θεωρώντας ότι παραμένουν στην ακρίβεια), ενώ παραμένουν στο γράμμα το οποίο ερμηνεύουν με την διάνοια, καθένας με τον δικό του τρόπο. Με αποτέλεσμα το χάος εκατοντάδων αιρέσεων και σεκτών.
Όλα αυτά (έμμεσα) γεννήματα της παπικής αίρεσης του Πάπα και του αλάθητου. Πολύ σωστά έχει γραφτεί ότι ο Εωσφόρος, μετά τον ένα (αλάθητο) Πάπα, γέμισε τον κόσμο με πολλούς άλλους "Πάπες". Μεγάλη πανουργία.
Η δυνατότητά του στηρίζεται φυσικά στα ανθρώπινα πάθη, και την έλλειψη μετάνοιας και κάθαρσης. Οι Πατέρες τόνισαν πόσο επικίνδυνο είναι το "θεολογείν" από ανθρώπους ακατάλληλους.Το ζητούμενο λοιπόν είναι η κάθαρση και ο φωτισμός, είναι η αγιότητα.
Ο ανθρώπινος νους (με την έννοια της διάνοιας), δελεάζεται πάντα και νιώθει πνευματική ηδονή από τα νέα νοήματα. Τρέφεται από αυτά, είναι το φυσικό του αντικείμενο (όλα τα νοητά), όπως είναι για το σώμα τα αισθητά (που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις).
Το θέμα είναι ότι αν δεν υπάρξει η διαδικασία της κάθαρσης και του φωτισμού, αν οι λογισμοί και τα πάθη ζουν και ενεργούν στην καρδιά, αν είμαστε εμπαθείς, μπορεί να γίνουμε διανοούμενοι, φιλόσοφοι κτλ.. αλλά δεν θα γίνουμε άγιοι. Και ο Κύριος μας είπε ότι μόνο "οι καθαροί την καρδίαν τον Θεόν όψονται" και "Άγιοι γίνεσθε γιατί Εγώ είμαι Άγιος".
Ευχαριστούμε φίλε. Ο Κύριος μαζί μας.Θεμελιώδης σύνθεση. Θά τήν συμπεριλάβουμε στήν ανάρτηση. Χρόνια Πολλά καί Καλή Παναγιά.
Χρόνια πολλά, ο Κύριος και η Παναγία μας, να μας φυλάξουν όλους και να μας σώσουν.
Δημοσίευση σχολίου