«Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου, καί παθῶν μή καθαρεύουσα, μάτην ἐπαγάλλῃ τῇ ἀτροφίαˑ εἰ μή γάρ ἀφορμή σοι γένηται πρός διόρθωσιν, ὡς ψευδής μισεῖσαι παρά Θεοῦ, καί τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦσαι, τοῖς μηδέποτε σιτουμένοιςˑ μή οὖν ἁμαρτάνουσα, τήν νηστείαν ἀχρειώσῃς, ἀλλ’ ἀκίνητος, πρός ὁρμάς ἀτόπους μένε, δοκοῦσα παρεστάναι ἐσταυρωμένῳ τῷ Σωτῆρι, μᾶλλον δέ συσταυροῦσθαι, τῷ διά σέ σταυρωθέντι, ἐκβοῶσα πρός αὐτόνˑ Μνήσθητί μοι Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου» (Απόστιχα Αίνων Τετάρτης Τυρινής).
(Ψυχή μου, αν νηστεύεις από φαγητά αλλά δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη σου, μάταια χαίρεσαι για την αφαγία σου αυτή. Διότι αν η νηστεία δεν σου γίνεται αφορμή για να διορθώνεσαι, μισείσαι από τον Θεό ως ψεύτης και μοιάζεις με τους κάκιστους δαίμονες που δεν τρώνε ποτέ τίποτε. Μην εξαχρειώσεις και αχρηστεύσεις λοιπόν τη νηστεία σου αμαρτάνοντας, αλλά μένε ακίνητος προς τις άτοπες αμαρτωλές ορμές, με τη σκέψη ότι παρίστασαι μπροστά στον Εσταυρωμένο Σωτήρα Χριστό, ή μάλλον ότι είσαι συσταυρωμένος μ’ Αυτόν που σταυρώθηκε για χάρη σου, και φώναζέ Του δυνατά: Θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη Βασιλεία σου).
Από τους πιο δυνατούς εισαγωγικούς ύμνους του Τριωδίου το απόστιχο αυτό των Αίνων, το οποίο τονίζει με μοναδικό και εποπτικό τρόπο την έννοια της νηστείας – το πιο καθοριστικό στοιχείο της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Διότι Σαρακοστή κατεξοχήν σημαίνει νηστεία, συνεπώς ο προσδιορισμός του περιεχομένου της αποτελεί μόνιμη έγνοια της Εκκλησίας απαρχής μέχρι σήμερα και μέχρι της συντελείας των αιώνων.
Εξαρχής λοιπόν ο υμνογράφος ως στόμα της Εκκλησίας κάνει τη διάκριση μεταξύ της νηστείας ως αποχής μόνο υλικής τροφής, (νηστεία: νη εσθίω, δεν τρώω), και της νηστείας με το αληθές βάθος της, της αποχής από τα ψεκτά πάθη του ανθρώπου. «Μη χαίρεσαι που δεν τρως» μας λέει, γιατί αν μένεις μόνο στην εξωτερική αυτή νηστεία δεν απέχεις και πολύ από τους δαίμονες που δεν τρώνε ποτέ τίποτε! Κι ακόμη: ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του από σένα, γιατί σε θεωρεί ψεύτη και υποκριτή – ό,τι συνέβη και με τον Φαρισαίο της γνωστής παραβολής του Κυρίου, ο οποίος όχι μόνο νήστευε αλλά και προσευχόταν και έκανε ελεημοσύνες και όχι μόνο δεν δικαιώθηκε αλλά και καταδικάστηκε!
Ποια η αιτία της καταδίκης αυτής; Η απουσία στην πραγματικότητα αληθινής πίστεως στον Θεό. Αυτός που νηστεύει μ’ έναν εξωτερικό τρόπο, μένοντας μόνο στα υλικά πράγματα, δεν έχει αίσθηση της ζωντανής παρουσίας του Θεού, ο Οποίος επικεντρώνει την προσοχή Του στο βάθος και την καρδιά του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργήματός Του. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» ακούγεται ο αιώνιος λόγος του Θεού απαρχής μέχρι της συντελείας των αιώνων. Η καρδιά του ανθρώπου, ο εσωτερικός κόσμος του, «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» κατά τον απόστολο αποτελεί το ζητούμενο από τον Κύριο, γιατί εκεί κερδίζεται ή χάνεται η Βασιλεία του Θεού. Τι να την κάνει τη νηστεία μας ο Θεός, όταν η καρδιά μας είναι γεμάτη από ακαθαρσίες λόγω των παθών μας, από κακίες και βλασφημίες και πονηρίες και όλων των ειδών τους εγωισμούς; «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» αποκαλύπτει ο Ιησούς Χριστός, «γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό». Δεν είναι το φαγητό ή το πιοτό, αν φάμε και πιούμε ή όχι, που μας φέρνει παραστάτες του Θεού. «Βρώμα υμάς ου παρίστησι τω Θεώ» (απόστολος Παύλος). Κι επίσης: «Η Βασιλεία του Θεού ουκ έστιν βρώσις και πόσις». Ήδη από τα βάθη της Παλαιάς Διαθήκης ο Κύριος βοά διά του προφήτου Του: «έλεος θέλω και ου θυσίαν, γνώσιν Θεού και ουχ ολοκαυτώματα» (αγάπη θέλω και να με γνωρίσετε και όχι θυσίες και προσφορά υλικών αγαθών). Η ζωή του ανθρώπου σύμφωνα με τη ζωή του Θεού που είναι αγάπη αποτελεί την προοπτική της ιουδαιοχριστιανικής παραδόσεως και όχι μία ζωή με υλικές θυσίες που προσιδίαζαν και προσιδιάζουν στις ειδωλολατρικές θρησκείες.
Κι έρχεται ο υμνογράφος και μας προσανατολίζει στην αληθινή έννοια της νηστείας. Νηστεία αληθινή είναι όταν ο άνθρωπος απέχει από ό,τι συνιστά κακία και βρόμικο πάθος – «να καθαρεύει από τα πάθη του». Όπως το τραγουδάει η Εκκλησία μας σε άλλο σημείο της, βασισμένη στον Μέγα Βασίλειο: «αληθινή νηστεία είναι να διαγράφεις από τη ζωή σου κάθε κακία, να εγκρατεύεσαι στα λόγια σου, να μην οργίζεσαι και να μη θυμώνεις, να μην είσαι έκδοτος σε κάθε αμαρτωλή επιθυμία σου και στην πλεονεξία σου. Αυτή είναι η αληθινή νηστεία που είναι ευάρεστη στον Θεό».
Οπότε, δεν χρειαζόμαστε τη σωματική και τροφική νηστεία; Ασφαλώς τη χρειαζόμαστε, όταν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η εντολή της νηστείας ήταν η πρώτη που έδωσε Κύριος ο Θεός απαρχής της δημιουργίας, (:«από όλα του Παραδείσου να φάτε εκτός του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού»), και ότι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός νήστεψε στον κόσμο τούτο ημέρας τεσσαράκοντα, τονίζοντας την αξία της στην πνευματική ζωή. Κι αυτό γιατί αποτελεί ένα σπουδαίο και ισχυρότατο όπλο που μας βοηθάει στην πνευματική διάσταση της νηστείας ως έχοντες σώμα και ψυχή. Λοιπόν, η τροφική σωματική νηστεία είναι απαραίτητη για να γίνεται «αφορμή προς διόρθωσή μας» κατά τον υμνογράφο μας, προς περαιτέρω άνοδό μας δηλαδή στη σχέση μας με τον Χριστό. Διότι χωρίς αυτήν το σώμα μας άγεται και φέρεται από τα πάθη του – άνθρωπος που δεν μπορεί να νηστέψει, (κι όχι για λόγους αδυναμίας και ασθενείας), αδυνατεί να περιορίσει τις αμαρτίες του. Αν δεν μπορώ να εγκρατευτώ στο κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να εγκρατευτώ στα ισχυρότερα σαρκικά πάθη, της πορνείας και της μοιχείας και της λαγνείας; Η κοιλιοδουλεία είναι η απόδειξη ότι δουλεύω και στα άλλα παρόμοια πάθη. Εδώ ο μέγας απόστολος Παύλος σημείωνε ότι «υποπιάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ», του θέτω περιορισμούς δηλαδή για να είναι υπηρέτης μου στη διακονία του Ευαγγελίου του Θεού, κι εμείς θα είμαστε υπεράνω και του αποστόλου; Εργαλείο λοιπόν η σωματική νηστεία, (και ποσοτικά και ποιοτικά ασφαλώς), για την πνευματική μας προκοπή, γι’ αυτό και την αχρηστεύουμε και την εξαχρειώνουμε όταν μένουμε μόνο στη σωματικότητά της συνεχίζοντας να αμαρτάνουμε.
Και μας δίνει στη συνέχεια ο σπουδαίος υμνογράφος τη βάση πάνω στην οποία «πατάει» ο χριστιανός και για την τήρηση της αληθινής νηστείας και για την όλη πορεία του στον κόσμο τούτο. Ποια είναι αυτή η βάση; Ό,τι αποκαλύπτει για την προσωπική του ζωή ο απόστολος Παύλος, το κατεξοχήν πρότυπο για κάθε χριστιανό. «Χριστώ συνεσταύρωμαι» έλεγε ο απόστολος, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Αυτό δεν είναι ένας αληθινός χριστιανός; Μία συνέχεια του Χριστού, ένα «μίμημα Χριστού» κατά Ιωάννη της Κλίμακος. Λοιπόν ως μέλος Εκείνου και προέκτασή Του, με επίγνωση ότι ο Χριστός ζει μέσα στην ύπαρξή του «αχωρίστως και αδιαιρέτως, ζει ταυτοχρόνως και την προϋπόθεση της χαρισματικής αυτής καταστάσεως: τη συσταύρωση μ’ Εκείνον. Γι’ αυτό και ο υμνογράφος τονίζει: να νιώθεις ότι παρίστασαι ενώπιον του Σταυρού του Κυρίου, καλύτερα: να νιώθεις συσταυρωμένος μαζί Του – η ενεργοποίηση του μυστηρίου του βαπτίσματος εν Εκκλησία.
Από την άποψη αυτήν λοιπόν, η νηστεία δεν είναι θέμα επιλογής για τον πιστό. Αποτελεί «δομικό» στοιχείο της αυτοσυνειδησίας του ως χριστιανού, δεν μπορεί να μη νηστεύει, σωματικά και πνευματικά, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν τίθεται θέμα επιλογής για παράδειγμα αν ο πιστός θα συγχωρεί τους συνανθρώπους του ή όχι - συνιστά οφειλή του για κάθε άνθρωπο. Κι αν νιώθει αδύναμος για τα πνευματικά αυτά που συνυπάρχουν με τα σωματικά – και ποιος δεν νιώθει αδύναμος; - τότε ας κραυγάζει με τον άγιο ευγνώμονα ληστή: «Μνήσθητί μοι, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Γιατί «χωρίς του Κυρίου ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν».
ΑΚΤΙΝΕΣ: Νηστεύεις; Αλλά και ο… διάβολος!
ΤΗΝ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΛΑΒΕ ΤΑ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ. ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΣΑΝ ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΤΟΥ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΔΙΑΚΡΙΘΕΙ ΠΛΗΡΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΧΛΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΩΣΕ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΖΟΥΣΕ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΜΑΣ, ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΟΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. «Ανθρωπός τις εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε» (Ματθ. ΚΑ΄ 33).
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΚΑΘΙΣΤΑ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ ΟΥΤΕ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΣΩΜΑ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΛΕΣΕ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΙΠΝΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΗΓΑΝ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΞΕΚΙΝΑ Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ, ΟΥΤΕ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ. ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑ, ΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ.
Ανώνυμος είπε...Ιούδα 11 – 25
Ἀγαπητοί, οὐαὶ τοῖς ἀσεβέσιν, ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο. Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται. προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ Ἀδὰμ Ἐνὼχ λέγων· ἰδοὺ ἦλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ, ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ᾿ αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς. Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν. Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ῥημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβιῶν. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες. Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ προσευχόμενοι, ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον. καὶ οὓς μὲν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι, οὓς δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα. Τῷ δὲ δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους καὶ στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει, μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Λκ 23:1 – 31, 33, 44 – 56
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγαγον τὸν Ἰησοῦν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον. ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις. ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ. οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε. Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι, καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις. ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον. ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ. εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ. ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς. Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ. ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ. παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω. ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα. ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν· ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν. πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν. οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω. οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν, ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε τῷ θελήματι αὐτῶν.

Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ. ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν, αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν. στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν. ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν. τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς· ὅτι εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται; Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτόν. Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος, καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον· καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν. ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν. καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον. εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος — οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν — ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος· καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευή, σάββατον ἐπέφωσκε. Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ, ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν
4 σχόλια:
Ιούδα 11 – 25
Ἀγαπητοί, οὐαὶ τοῖς ἀσεβέσιν, ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο. Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται. προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ Ἀδὰμ Ἐνὼχ λέγων· ἰδοὺ ἦλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ, ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς ἀσεβεῖς αὐτῶν περὶ πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ᾿ αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς. Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν. Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ῥημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβιῶν. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες. Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ προσευχόμενοι, ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον. καὶ οὓς μὲν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι, οὓς δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα. Τῷ δὲ δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους καὶ στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει, μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Λκ 23:1 – 31, 33, 44 – 56
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγαγον τὸν Ἰησοῦν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον. ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις. ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ. οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε. Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι, καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις. ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον. ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ. εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ. ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ. ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς. Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ. ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ. παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω. ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα. ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν· ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν. πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν. οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω. οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν, ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε τῷ θελήματι αὐτῶν.
Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ. ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν, αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν. στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν. ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν. τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς· ὅτι εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται; Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτόν. Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος, καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον· καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν. ἰδὼν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν. καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον. εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος — οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν — ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος· καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευή, σάββατον ἐπέφωσκε. Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ, ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.
Αμέθυστε, είσαι καταπληκτικός. Πολύ βαθύ σχόλιο, διαφωτιστικό.
Δημοσίευση σχολίου