Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (19)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ 

Ἡ ἀντίληψη τοῦ πάθους ὡς ὑποταγῆς τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως, ὡς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραμείνη στὴν «κατὰ φύσιν» αὐθεντική του πραγματικότητα, φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται σὲ ἕνα καθολικώτερο ὁρισμὸ τοῦ πάθους, ὅπως τὸν διατυπώνει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία τῆς ὑπάρξεως: τὸ πάθος ὡς φορὰ ἀπὸ τὴν «ἔκπτωση» στὴν αὐθεντικὴ ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα. [ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΟΠΟΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ;. ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΩΝ ΚΑΚΟΣ; ΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΟΥΣΙΟ; ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ;ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΟΝΟΜΑΣΕ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΨΥΧΗ; Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ; Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ Ή Η ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ; ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΠΗΛΑΙΟ; ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΤΕΙΛΕΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ; ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΑΘΑΙΝΩ ΤΑ ΘΕΙΑ; ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΑΘΟΣ; ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΚΑΘΙΣΤΑ ΣΚΟΤΟΣ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΜΩΡΙΑ!!!] Στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία ὁ Κ. Δ. Γεωργούλης ἐπεχείρησε μιὰν ἀντιπαραβολὴ τῆς πορείας τοῦ πάθους στὴ φιλοσοφία τοῦ Heidegger καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος14. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀντίληψη τοῦ Heidegger γιὰ τὴν «ἔκπτωση» (Verfallen) τῆς ὑπάρξεως15. Ἡ ὕπαρξη «ἐκπίπτει» ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι καθεαυτήν, στὴ μηδαμινότητα καὶ ἀσημαντότητα τῆς καθημερινότητος, στὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀπρόσωπου κοινωνικοῦ συνόλου. Εἶναι ἡ ἐμπλοκὴ στὴ μέριμνα (Sorge) ποὺ ἀφομοιώνει τὴν ὕπαρξη στὸ ὑπερπροσωπικό σύνολο, ποὺ τὴν μεταβάλλει σὲ οὐδέτερο ἄτομο (man, on). Γιὰ νὰ ἀποκατασταθῆ στὴν αὐθεντική της κατάσταση πρέπει ἡ ὕπαρξη νὰ ἀρνηθῆ τὴ συνολικότητα, νὰ ἀποβάλη τὴ μέριμνα, νὰ κατανοήση τὸν προορισμὸ τοῦ θανάτου. Προϋπόθεση αὐτῆς τῆς πορείας εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ἀνεστιότητος καὶ τῆς ἀποξενώσεως, ἡ κατάσταση τῆς ἀγωνίας τῆς ὑπάρξεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λύνεται ἀπὸ κάθε δεσμὸ μὲ ὁποιοδήποτε πράγμα κατανοώντας τὸν ἐκ-στατικό χαρακτήρα τῆς ὑπάρξεώς του ὡς πρόσκαιρης φανερώσεως τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι μέσα στὸν χρόνο17.[ΤΟΣΟ ΑΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑ; ΤΟΣΟ ΤΥΦΛΟΣ; ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΑ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΕΙΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ; ΒΑΡΕΙΑ Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΤΡΕΜΠΕΛΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟ, ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ;]

᾿Αντίστοιχα ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναφέρεται σὲ μιὰ συνείδηση τῆς πτώσεως ποὺ εἶναι πάθος καθολικὸ τῆς ὑπάρξεως, πένθος καὶ δίψα καὶ ὀδύνη γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ «κατὰ φύσιν» προορισμοῦ. Τὸ «κατὰ Θεὸν πένθος» τῆς Κλίμακος δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὶς τύψεις τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως γιὰ τὴν παράβαση νομικῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ εἶναι μιὰ αἴσθηση ἀπώλειας, ἕνα ὀδυνηρὸ βίωμα πάθους καὶ ἐκπτώσεως. [ΤΟΣΟ ΑΓΕΥΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗΣ; ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΠ' ΕΜΕ ΧΕΙΡ ΚΥΡΙΟΥ, ΙΕΖ. 37, 1-14) ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΖΩΗ, ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ;]

«Κατὰ Θεὸν πένθος ἐστι,
σκυθρωπότης ψυχῆς,
ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις,
ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα,
καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχίᾳ ἐμπόνως καταδιώκουσα,
καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὀλολύζουσα».18

Εἶναι ἡ «μακαρία μανία» ποὺ κατέχει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ὁποία «οὐ πίπτει, οὐδὲ στήκει τοῦ θέειν, οὐδὲ τὸν τρωθέντα λοιπὸν ἠρεμεῖν ἐᾷ»19· ἡ μανία τῆς ἀγάπης ποὺ ἀναφέρεται στὴν προσωπική πληρότητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἔκπτωτο ἄνθρωπο στὶς αὐθεντικές δυνατότητες τοῦ προσώπου.[ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ; ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ ΠΟΥΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΛΕΚΤΟΥΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ;]

«Πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ; οὐ γὰρ φέρω λοιπὸν τοῦ πόθου τὴν ἐνέργειαν, ἀλλὰ ζητῶ ὅπερ ἀθάνατον κάλλος πρὸ τῆς πηλοῦ μοι δέδωκας».20[ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΧΑΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ]

Συνέπεια τοῦ κυριαρχικοῦ αὐτοῦ πάθους γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ «κατὰ φύσιν» ἀθάνατο κάλλος τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἡ ἀσκητικὴ πορεία ποὺ διαγράφεται στὴν Κλίμακα καὶ ἀναφέρεται στὴν «ἀποταγὴ τοῦ βίου» καὶ στὴν «κατὰ Θεὸν ξενιτεία» καὶ στὴ «μνήμη τοῦ θανάτου». Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὶς φάσεις αὐτῆς τῆς ἀσκητικῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ καὶ στὴν πορεία ποὺ διαγράφει ὁ Heidegger γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν «αὐθεντική» ὑπαρκτικότητα. Ὁ χριστιανικὸς ἀναχωρητισμὸς εἶναι μιὰ ἔξοδος ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ ἀλλοτριωμένου κοινωνικοῦ συνόλου, μιὰ ἀναζήτηση τῶν δυνατοτήτων τοῦ προσώπου στὴν πραγματοποίηση τῆς ἀποκλειστικῆς ἐρωτικῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό.[ΞΕΧΑΣΕΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΣΕΛΙΔΑ ΚΑΥΜΕΝΕ ΚΑΙ ΜΠΕΡΔΕΨΕΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΛΕΚΤΟΥΣ]

«Ὁ ἐν ἀληθείᾳ τὸν Κύριον ἀγαπήσας·
ὁ ἐν ἀληθείᾳ τῆς μελλούσης βασιλείας ἐπιζητήσας τυχεῖν,
οὐκέτι ἀγαπήσει,
οὐκέτι φροντίσει ἢ μεριμνήσει,
οὐ χρημάτων, οὐ κτημάτων, οὐ γονέων,
οὐ δόξης βίου, οὐ φίλων, οὐκ ἀδελφῶν, οὐδενὸς ἐπιγείου τὸ παράπαν.
᾿Αλλὰ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν σχέσιν,
πᾶσαν τὴν περὶ τούτων φροντίδα ἐκτιναξάμενος καὶ μισήσας,
γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος καὶ ἄοκνος Χριστῷ ἀκολουθεῖ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀεὶ βλέπων κατὰ τὸν εἰπόντα ἅγιον ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου».21

Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν περισπάσεων ποὺ ἀλλοτριώνουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ τὴν ἀπροσωποποιοῦν μέσα στὶς οὐδέτερες σχέσεις τῆς βιοτικῆς μέριμνας, ἡ ἀποταγὴ τοῦ βίου, συνοδεύεται ὑπὸ «βίας ἀληθῶς καὶ ἀπαύστων ὀδυνῶν».

«Μόχθος γὰρ ὄντως, μόχθος καὶ πολλὴ καὶ ἀφόρητος ἡ πικρία...
ἄχρις οὗ τὸ φιλήδονον ἡμῶν ἦθος καὶ ἡ ἀνάλγητος καρδία
εἰς φιλοθεΐαν καὶ ἁγνισμὸν
διὰ πένθους ἐναργοῦς κατασταθῶσι».22
Κατάληξη τῆς ἐξόδου εἶναι ἡ «ξενιτεία» (καὶ ἐδῶ μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε ὅ,τι ὁ Heidegger ὀνομάζει die Unheimlichkeit des Daseins, das Un-zuhause), ἡ ὁποία γιὰ τὴν Κλίμακα εἶναι
«κατάλειψις ἀνεπίστροφος
πάντων τῶν ἐν τῇ πατρίδι
πρὸς τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπὸν ἀντιπραττόντων ἡμῖν»24.

Καὶ τοῦτο γιατὶ

«ὡς ἀμήχανον
ἑνὶ μὲν ὀφθαλμῷ εἰς τὸν οὐρανόν,
ἑνὶ εἰς τὴν γῆν νεύειν,
οὕτως ἀδύνατον μὴ κινδυνεῦσαι κατὰ ψυχήν,
τὸν μὴ τελείως πάντων τῶν οἰκείων καὶ ἀνοικείων
ἑαυτὸν τῷ λογισμῷ καὶ τῷ σώματι ξενιτεύσαντα»25.

Ἡ ξενιτεία δὲν σημαίνει μόνο τὴ σωματικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν προκλήσεων τῆς ἀπρσωποποιημένης φύσεως, ἀλλὰ σημαίνει καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν λογισμῶν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς βιοτικῆς μέριμνας – μιὰν οὐσιαστικὴ ἀνεστιότητα ποὺ δημιουργεῖ τὶς δυνατότητες γιὰ τὴν πληρέστερη προσωπική σχέση.[ΟΛΟΣ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ. ΑΛΛΑΞΑΜΕ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΑΛΗΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!!!]

Καρπὸς τῆς ξενιτείας εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ ἐδῶ δὲν περιορίζεται στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς χρονικῆς περατότητος τῆς ὑπάρξεως, ἀλλὰ εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐγρήγορση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εὐθύνης γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπινου προορισμοῦ. (Θὰ μποροῦσε νὰ παραλληλιστῆ μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Heidegger ovoμάζει Freiheit zum Tode, der Tod als die eigenste Möglichkrit des Daseins es Selbst zu sein26. [«Ελευθερία προς τον θάνατο, ο θάνατος ως η πιο αυθεντική δυνατότητα του Dasein να είναι ο εαυτός του».](ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ ΑΠΟ ΚΛΕΠΤΑΠΟΔΟΧΟ ΚΑΥΜΕΝΕ)
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου
«παρὰ μὲν τοῖς ἐν μέσῳ (τοῦ κόσμου),
γεννᾷ πόνους, καὶ ἀδολεσχίας, μᾶλλον δὲ ἀθυμίας·
παρὰ δὲ τοῖς ἐκτὸς θορύβων,
φροντίδων ἀπόθεσιν, καὶ εὐχὴν διηνεκή, καὶ νοὸς φυλακήν»27.
«Τοῦτο (δὲ) ἀληθὲς τεκμήριον
τῶν ἐν αἰσθήσει καρδίας μνημονευόντων τοῦ θανάτου,
ἡ πρὸς πᾶσαν τὴν κτίσιν ἑκούσιος ἀπροσπάθεια
καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος παντελὴς ἐγκατάλειψις»28.

Τὸ «ἴδιον θέλημα» – ἔκφραση καθιερωμένη στὴν ἀσκητικὴ φιλολογία – εἶναι τὸ θέλημα τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀπροσωποποιημένο θέλημα τῆς φύσεως ποὺ δεσμεύει τὶς δυνατότητες τοῦ προσώπου. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ βιωματικὴ ἀναφορὰ στὴν ἐπερχόμενη ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ἔκπτωτης φύσεως, τῆς εἰσόδου στὸν χῶρο μιᾶς ἀπόλυτης προσωπικῆς σχέσεως, ποὺ συνεπάγεται τὴν ἔκπτωση τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως, τὴν τέλεια ὑποταγὴ τοῦ ἀτομικοῦ θελήματος τῆς φύσεως.[ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ; ΣΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΜΠΟΡΟ ΛΕΥΚΗΣ ΣΑΡΚΟΣ, ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ;]

Ὁ παραλληλισμός τοῦ πάθους τῆς ὑπάρξεως, ὅπως τὸ ὁρίζει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία, μὲ τὶς ἀντίστοιχες διατυπώσεις τῆς Κλίμακος ποὺ ἀναφέρονται στὸ πένθος τῆς ἀσκητικῆς μετάνοιας, ἐξαντλεῖται, ὁπωσδήποτε, στὸν χῶρο τῆς ἀναζητήσεως μιᾶς αὐθεντικῆς ὑπαρκτικῆς πραγματικότητος χωρὶς νὰ καταλήγη σὲ ἕνα κοινὸ προσδιορισμὸ τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴ φιλοσοφία τῆς ὑπάρξεως τὸ κυριαρχικὸ ὑπαρκτικό πάθος τῆς αὐτογνωσίας συγκεφαλαιώνεται σὲ ἕνα ἐρώτημα ἀναπάντητο. «Ο ὁρισμὸς τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ποτὲ μιὰ ἀπάντηση, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ ἐρώτημα»29. Ἡ συνειδητὴ ἀποδοχὴ τοῦ ἀναπάντητου αὐτοῦ ἐρωτήματος εἶναι ἕνα ἀδιέξοδο πάθος, ἀλλὰ καὶ μιὰ ἀκραία ἀνάληψη εὐθύνης ἀπέναντι σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι o ἄνθρωπος καὶ ἡ βίωση αὐτῆς τῆς εὐθύνης μπορεῖ νὰ ὁριστῆ ὡς αὐθεντικὴ ὑπαρκτικότητα30.[Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ. ΕΤΣΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ ΚΑΙ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝΕ ΠΟΛΛΕΣ, ΥΠΑΡΚΤΙΚΕΣ, ΝΕΑΝΙΚΕΣ]

Μπροστὰ στὴ συνειδητὴ εὐθύνη τῆς ἀδιέξοδης αὐτῆς ἐγρηγόρσεως ἡ χριστιανική Θεολογία πρέπει νὰ σταθῆ μὲ σεβασμό. Τὸ πάθος τῆς ὑπάρξεως γιὰ τὴ βίωση τῆς αὐθεντικότητός της εἶναι μιὰ ἐναργέστατη ὑπόμνηση τῆς προπτωτικῆς ἀκεραιότητος, μιὰ νοσταλγία τῆς προσωπικῆς ἀποκαταστάσεως τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ζῇ ὡς γεγονὸς μετέχοντας στὴν καινὴ φύση τοῦ Χριστοῦ. [Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΟΛΑ]Ωστόσο, ἡ ὁδὸς γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκατάσταση εἶναι πάντοτε μιὰ ὁδὸς πάθους καὶ πένθους. Εἶναι ἡ ὀδύνη ποὺ συνοδεύει τὴν αἴσθηση τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ «προτέρου κάλλους». Εξόριστος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν φυσικό του προορισμό κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀγωνία – συνειδητὴ ἢ ἀνεπίγνωστη – μιᾶς καθολικῆς ὑπαρκτικῆς φορᾶς γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς χαμένης πληρότητος. Τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη του εἶναι οἱ λαθεμένες παραλλαγές τοῦ ἑνὸς καὶ κυριαρχικοῦ πάθους, θυελλώδεις ὁρμὲς γιὰ μιὰν ἀπόλυτη προσωπικὴ πληρότητα ποὺ ἐξαντλοῦνται στὰ ὅρια τῶν ἀπολυτοποιημένων ἐπιθυμιῶν τῆς φύσεως31.[ΝΕΝΙΚΗΚΑ ΣΕ ΤΡΕΜΠΕΛΑ. ΕΙΜΑΙ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΟΣ]

Σημειώσεις

14. Βλ. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικὸν Ηλίου, τόμος «ΕΛΛΑΣ», σελ. 702 κ.ε.
15. Βλ. HEIDEGGER, Sein und Zeit, σελ. 175 κ.ε.
16. Sein und Zeit, σελ. 121, 126 κ.ε.
17. Sein und Zeit, σελ. 184 κ.ε. Über den Humanismus, σελ. 16.
18. Ζ΄ α΄ 62. [«Το πένθος κατά Θεόν είναι μια σκυθρωπή διάθεση της ψυχής, μια κατάσταση καρδιάς γεμάτης πόνο, που ζητά μανιωδώς αυτό που επιθυμεί και, όταν δεν το πετυχαίνει, το κυνηγά με κόπο και οδύνη, και οδύρεται πίσω από αυτό με μεγάλο πόνο».]
19. Λ΄ α΄ 167.[«Η μακαρία μανία δεν σταματά, ούτε παραμένει ακίνητη από το να τρέχει, ούτε αφήνει αυτόν που τραυματίστηκε να ησυχάσει πλέον».]
20. ΚΘ' ιε΄ 166. [«Πότε θα έρθω και θα εμφανιστώ ενώπιον του προσώπου του Θεού; Διότι δεν αντέχω πλέον την ενέργεια του πόθου, αλλά ζητώ εκείνο το αθάνατο κάλλος που μου έδωσες πριν από τον πηλό».]
21. Β΄ α΄ 20.
22. Α΄ ιστ΄ - ιζ΄ 16.
23. Sein und Zeit, σελ. 189.
24. Γ΄ α΄ 23. [«Οριστική εγκατάλειψη όλων όσων στην πατρίδα αντιτίθενται στον σκοπό της ευσέβειας μας».]
25. Γ΄ λβ΄ 26. [«Όπως είναι αδύνατο να στρέφει κανείς το ένα μάτι στον ουρανό και το άλλο στη γη, έτσι είναι αδύνατο να μη διακινδυνεύει στην ψυχή του, αυτός που δεν έχει αποξενωθεί τελείως με τη σκέψη και το σώμα του από όλα τα οικεία και μη οικεία πράγματα».]
26. Sein und Zeit, σελ. 246 - 266. [Ο θάνατος, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, είναι μια δυνατότητα που ανήκει αποκλειστικά στο Dasein και του δίνει τη δυνατότητα να υπάρξει με αυθεντικότητα, επειδή το Dasein αναγνωρίζει τον αναπόφευκτο χαρακτήρα του θανάτου και της περατότητάς του.]
27. ΣΤ΄ στ΄ 59. [«Η μνήμη του θανάτου, για όσους βρίσκονται μέσα στον κόσμο, γεννά κόπους, αδολεσχίες και, κυρίως, αθυμία· ενώ για εκείνους που είναι μακριά από θορύβους και φροντίδες, φέρνει την απαλλαγή από τις έγνοιες, συνεχή προσευχή και φύλαξη του νου.»]
28. ΣΤ΄ η΄ 60.
29. HEIDEGGER, Einführung in die Metaphysik, Tübingen 1958 σελ. 109.
30. Diese fragende Auseinandersetzung bringt den Menschen erst auf solches Seiendes zurück, das er selbst ist und zu sein hat. HEIDEGGER, Einführung in die Metaphysik, σελ. 110. [«Αυτή η ερευνητική αντιπαράθεση φέρνει τον άνθρωπο πίσω σε εκείνο το ον, που είναι ο ίδιος και που οφείλει να είναι.» (Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική)]
31. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ συγγραφέας τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων (5ος αἰώνας) : «Ὁ ἀκόλαστος, εἰ καὶ ἐστέρηται τἀγαθοῦ κατὰ τὴν ἄλογον ἐπιθυμίαν, ἐν τούτῳ μὲν οὔτε ἐστὶν, οὔτε ὄντως ἐπιθυμεῖ, μετέχει δ᾽ ὅμως τἀγαθοῦ κατ᾿ αὐτὸ τὸ τῆς ἑνώσεως καὶ φιλίας ἀμυδρὸν ἀπήχημα... Καὶ αὐτὸς ὁ τῆς χειρίστης ζωῆς ἐφιέμενος, ὡς ὅλως ζωῆς ἐφιέμενος, καὶ τῆς ἀρίστης αὐτῷ δοκούσης, κατ᾿ αὐτῷ τὸ ἐφίεσθαι, καὶ ζωῆς ἐφίεσθαι, καὶ πρὸς ἀρίστην ζωὴν ἀποσκοπεῖν, μετέχει τἀγαθοῦ» (Περὶ θείων ὀνομάτων IV, Migne P.G. 3, 720 BC). Υπάρχει στοὺς «᾿Αδελφούς Καραμάζοφ» τοῦ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ μιὰ μοναδική σκηνή : Ο στάρετς Ζωσιμᾶς, ὁ ἁγιασμένος ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου, πέφτει στὰ γόνατα – ανεξήγητα γιὰ τοὺς πολλοὺς – καὶ προσκυνάει ὡς τὴ γῆ τὸν Ντιμίτρι Καραμάζοφ, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐνσαρκώνει τὰ πιὸ ἀκραῖα, τὰ πιὸ φιλήδονα πάθη. Στὸ πρόσωπο τοῦ Καραμάζοφ προσκυνάει ὁ Ζωσιμᾶς τὴν ὀδύνη τοῦ πάθους, τὴ μαρτυρικὴ δίψα του πληρώματος τῆς ζωῆς.

 Γιατί ο Θεός έγινε Άνθρωπος; (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)

  

"Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος"
«᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια»1. 

Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε. 
Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
῾Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή Του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία Του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή Του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία Του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή Του.
Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία. 
Προγνωρίσθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ πρὶν ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ φύση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ φάνηκε ὅτι ἔγινε ἀργότερα γιὰ μᾶς κατ᾿ οἰκονομία. ῎Επρεπε δηλαδὴ ἀληθινὰ ὁ φυσικὸς δημιουργὸς τῆς οὐσίας τῶν ὄντων νὰ γίνει αὐτουργὸς καὶ τῆς κατὰ χάρη θέωσης τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ὁ δωρητὴς τοῦ εἶναι νὰ φανεῖ δωρεοδότης καὶ τῆς μακαριότητας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν γνωρίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιο ἄλλο τί εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία, εἶναι εὔλογο ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα πρόγνωσης κανενὸς ἀπὸ ὅσα θὰ γίνουν, πλὴν μόνο ὁ Θεὸς ὁ πάνω ἀπὸ τὰ ὄντα, ποὺ καὶ τὸν ἑαυτό Του γνωρίζει τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα δημιούργησε καὶ πρὶν ἀκόμα γίνουν εἶχε ἀπὸ πρὶν τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής τους κι ἔμελλε κατὰ χάρη νὰ φιλοδωρήσει τὰ ὄντα μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων, τί εἶναι στὴν οὐσία τους, καὶ νὰ φανερώσει τοὺς λόγους ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πρίν.
Τὸ νὰ λένε μερικοὶ ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε προγνωσθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ ἐκείνους, στοὺς ὁποίους φανερώθηκε ὕστερα τοὺς τελευταίους καιρούς, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ τὸν προεγνωσμένο Χριστό, αὐτὸν τὸ λόγο σὰν ἐντελῶς ἄσχετο μὲ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάνει συναΐδια μὲ τὸν Θεὸ τὴν οὐσία τῶν λογικῶν ὄντων, τὸν ἀπορρίπτουμεΓιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βρίσκονται μὲ τὸ Χριστό, ἔτσι ὅπως αὐτὸς εἶναι, καὶ πάλι νὰ λείψουν τελείως κάποτε ἀπὸ αὐτόν, ἂν βέβαια εἶναι φυσικὸ νὰ γίνει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἀποπεράτωση τῶν αἰώνων καὶ ἡ στάση ὅσων κινοῦνται, μέσα στὴν ὁποία κανένα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ ὄντα δὲ θὰ ὑπόκειται σὲ μεταβολή. ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς κάλεσε τὸν Χριστὸ ἄμωμο καὶ ἄσπιλο, ἐπειδὴ εἶναι κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ φύση του τελείως ξένος ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν εἶχε μῶμο κακίας οὔτε τὸ σῶμα του σπίλο τῆς ἁμαρτίας.
῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ.Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992)

Δεν υπάρχουν σχόλια: