Συνέχεια από: Tετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025
ΤΟ "ΚΑΚΟ ΣΤΟΝ ΘΕΟ"
Του Antonio Stevenazzi.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ(συνέχεια)

Σ'αυτό το σημείο ο Ρικέρ αναρωτιέται: Δεδομένου αυτού του πράγματος, παρά την αναπόφευκτη πολαριτά (πολικότητα), τί πράγμα μάς καλεί να σκεφθούμε η φιλοσοφία και η Θεολογία, σαν κοινή ρίζα τής αμαρτίας και τού πόνου, τού κακού;" Δηλαδή τί πράγμα, στο φαινόμενο τού πραγματοποιημένου κακού και σ'εκείνο που υφιστάμεθα παθητικά, μας κατευθύνει πρός ένα κοινό αινιγματικό βάθος: πάνω απ'όλα το γεγονός ότι αυτές οι δύο πλευρές είναι ενδογενώς συνενωμένες: όχι μόνον επειδή σε κάθε κακό που πραγματοποιούμε ακολουθεί μία δυστυχία φυσική και ηθική (μία σωματική τιμωρία, στέρηση της ελευθερίας, τύψεις), αλλά επίσης και ιδιαιτέρως διότι στην σχεσιακή-διαλογική του δομή το διαπραχθέν κακό απο τον ένα βρίσκει την επανάληψη του στο κακό που υποφέρει ένας άλλος!
Αλλά η απελπισμένη δυστυχία και η σφαγή των αθώων δέν είναι παρά το επιφαινόμενο μίας βαθύτερης διαστάσεως τού υπερβολικού πόνου, εκείνου δηλαδή που ονομάζεται "μάταιη δυστυχία", ή παράλογη! Εκείνη η οποία δέν οδηγεί στην θεραπεία αλλά στον θάνατο, η οποία δέν είναι χρήσιμη σε τίποτε διότι σπάει τα κόκκαλα χωρίς να δυναμώνει την ψυχή και η οποία εφόσον δέν μπορεί ούτε να προσληφθεί ούτε να προσφερθεί, δέν πονάει επί πλέον στ'αληθινά: Ο πόνος γίνεται μάταιος λόγω της υπερβολής του!
Βεβαίως μία μεγάλη σειρά ηθικολόγων και πνευματικών συγγραφέων εξήγησαν τον πόνο σύμφωνα με την κατηγορία τής δοκιμασίας ή με εκείνη του εξαγνισμού και της λύτρωσης, και αυτό δέν είναι λιγότερο αληθινό. Αλλά εξίσου αληθινές ηχούν και οι λέξεις τού X.Tilliette για το κακό, όταν λέει: "Αλλά ο απαράδεκτος πόνος, ο ωμός πόνος, χωρίς φώς και χωρίς βλέμμα δέν διαθέτει καμμία λαβή για μία κάποια μετάλλαξη. Και εάν η ανθρώπινη τερατωδία είναι τόσο αποκρουστική μέχρι τού σημείου να συνδέσει την καταγωγή του απο την απο δώ μεριά τής ελεύθερης βουλήσεως, τότε η μάταιη δυστυχία παραπέμπει σ'έναν σκληρό ή ανώμαλο Θεό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, ο πόνος των αθώων-των μωρών-είναι πράγματι το απόλυτο κακό και το μυστήριο, μάλλον ευλογημένο, της δυστυχίας του πόνου, είναι εδώ συνδυασμένο με το μυστήριο τής αδικίας".
Η φαινομενολογία του κακού πολλαπλασιάζει τις ερωτήσεις χωρίς απάντηση. Στην τάξη τού στοχασμού, το κακό αντιπροσωπεύει την απορία τών αποριών και επί πλέον εάν μπορούσε να συλληφθεί απο την νόηση, δέν θα ήταν πλέον αντιφατικό και θα προσλάμβανε κάποιες σημασίες. Αλλά είναι πλήρως αναρχικό και ανυπότακτο στις γενικές λύσεις και οι Θεοδικείες και οι ανθρωποδικίες οι οποίες προσπαθούν να το συμπεριλάβουν στο καθολικό, στο καθόλου, δέν κατορθώνουν να συλλάβουν παρά το φάντασμά του!
Έτσι λοιπόν η σκοτεινή πλευρά τού κακού, ενωμένη με την αδιανόητη υπερβολή τού πόνου στον κόσμο σε σχέση με το γενικώς κατανοητό, αποτελεί τελικώς εκείνο το "σκιώδες βάθος", το οποίο δέν απομυθοποιήθηκε ποτέ εντελώς, και το οποίο καθιστά το κακό ένα μοναδικό αίνιγμα! Όχι μόνον ώς πρός την ουσία του, αλλά μαζί και πιό ριζικά ώς πρός την καταγωγή του!
Και όμως το ερώτημα περί του κακού δέν έπαψε ποτέ να ταράζει την καρδιά τού ανθρώπου και ο άνθρωπος απο πάντα προσπάθησε να το απαντήσει! Δέν είναι πρόθεσή μας να παρουσιάσουμε μία τυπολογία των διαφόρων προσπαθειών τις οποίες επεξεργάστηκαν οι άνθρωποι αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του κακού. Θα χρειαζόταν να διασχίσουμε όλη την ιστορία της σκέψης! Ίσως όμως πρέπει να τονίσουμε ότι τελευταίως η ίδια η σκέψη έφτασε να ομολογήσει την αδυναμία της μπρός σ'αυτό το πρόβλημα και να συνειδητοποιήσει την αποτυχία της!
Τελείωσε η εποχή των μεγάλων ορθολογιστικών Θεοδικιών (Λάϊμπνιτς) όπου ο Θεός ήταν αθώος διότι είχε δημιουργήσει τον καλύτερο απο τους δυνατούς κόσμους και το κακό εξηγείτο σαν ατέλεια κάθε δημιουργημένου όντος και επανασυντίθετο σε μία συμπαντική ορθολογιστική αρμονία. Η εκείνη του μοντέρνου ορθολογισμού (Χέγκελ) ο οποίος είδε το κακό σαν το διαλεκτικό αρνητικό απαραίτητο στην περιπέτεια του Θετικού. Μετά τον Κάντ και το δόγμα του περί ριζικού κακού και τον τρόμο χωρίς όνομα τού περασμένου αιώνος είναι πλέον δύσκολο να πιστέψουμε στην αισιοδοξία τους. Δέν πείθουν ούτε οι προσπάθειες του άθεου μηδενισμού, ο οποίος απορρίπτοντας τις παραδοσιακές λύσεις έφτασε να καταργήσει τους παραδοσιακούς όρους του προβλήματος, δηλαδή τον Θεό και το κακό, αρνούμενος πρώτα απ'όλα τον Θεό, στο όνομα του ασυμβίβαστου του Θεού με την ύπαρξη του κακού, και καταλήγοντας στην συνέχεια να αρνηθεί την ίδια την πραγματικότητα του κακού, διότι του λείπει ένας απόλυτος ορίζοντας νοήματος στο όνομα του οποίου θα μπορούσε να καταγγείλλει την έλλειψη νοήματος!
Το κακό, αυτή η πολύμορφη πραγματικότητα η οποία συχνά κρύβεται μέσα στον άνθρωπο και μερικές φορές τον υποδουλώνει, δέν μειώνεται ούτε γίνεται μπανάλ. Οι ρίζες τού κακού εισέρχονται στο πιό βαθύ μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και ρίχνουν την σκιά τους στο πιό μυστικό άδυτο των σχέσεων ανάμεσα στον άνθρωπο και το υπερβατικό. Έτσι η ριζικότης τού κακού στην μή-σημασία του δέν μπορεί παρά να παραπέμψει στην καταγωγή τής σημασίας και του νοήματος, δηλαδή στον Θεό. Το θέμα του Θεού λοιπόν και το θέμα του κακού σχηματίζουν μία αχώριστη δυάδα. Αλλά πώς να την σκεφτούμε; Αυτό είναι το αληθινό πρόβλημα. Διότι η σκέψη μπορεί κάθε στιγμή να αποτύχει!
Ακριβώς απο την προσπάθεια να σκεφτούμε "μαζί" αυτό το διώνυμο γεννήθηκε ο ανήσυχος στοχασμός τού Pareyson. Ένας στοχασμός που αποκορυφώνεται στο "κακό στον Θεό", όπου προσπαθεί να δείξει πώς ακριβώς διακρίνοντας στον Θεό την δυνατότητα τού κακού και αποκλείοντάς την απο πάντα και για πάντα, είναι δυνατόν να κατανοηθεί η αμετάκλητη, αιώνια, πρωτογενής θετικότης που είναι ο Χριστιανικός Θεός, καθότι επιλογή, δηλαδή αρχική απόφαση, απόλυτη, να είναι αγαθός, η ήττα του κακού, η νίκη στο μηδέν, και η επιβεβαίωση του Είναι.
Συνεχίζεται
"Αν ρωτήσουμε περεταίρω για τη διαφορά μεταξύ των θεωρητικών στοιχείων που προέρχονται από τον Böhme και από τον Oetinger, ισχύει γενικά (έστω και αν ο Oetinger δρα κυρίως ως εξηγητής και υπερασπιστής του Böhme εναντίον της διανοητικής φιλοσοφίας), πως η γενική ιδέα μιας αιώνιας αυτογέννησης του Θεού, και με τον τρόπο αυτό μιας «φύσης» μέσα στο Θεό, από την οποία είναι δυνατή η δημιουργία όντων ανεξάρτητων από τον Θεό, πηγάζει από τον Böhme. Επίσης η ιδέα περί του αδιαμφισβήτητου χαρακτήρα του Θεού, ακόμα και από την «φωνασκούσα» αιωνιότητα, είναι επί της αρχής μη δυνάμενο να εξερευνηθεί «απόν θεμέλιο» (Ungrund). O Oetinger από την άλλη, από όλο αυτό το θεωρητικό οικοδόμημα, ξεχώρισε την ιδέα της ζωτικότητας, το ότι αυτή δεν διαλύεται μέσα στο Θεό και το ότι αυτή μπορεί να διαχωριστεί από τον άνθρωπο, και την ανέπτυξε φιλοσοφικά πολύ πιο εκλεπτυσμένα και σαφέστερα ως προς τις εννοιολογικές της συνέπειες. Έχει επίσης χαρακτηρίσει την πτώση του ανθρώπου στο κακό -πιο αυστηρά από τον Böhme- μόνο ως έργο της ελεύθερης βούλησης του, και υπερασπίστηκε εκτεταμένα και επανειλημμένως την θεωρία του πνευματικού κακού, για το οποίο είναι υπεύθυνος μόνο ο άνθρωπος, ενάντια στην ξεπερασμένη φιλοσοφική θεωρία τής στερήσεως".
"Πρώτον, το κακό δεν πρέπει να θεωρείται στέρηση ή έλλειψη κυριαρχίας της λογικής επί των ορμών των αισθήσεων, αλλά μια θετική αντιστροφή της λογικής μέσα στον εαυτό της, έτσι ώστε το κακό δεν εμφανίζεται πια ώς ένα έλλειμμα πνεύματος, αλλά ως ένα μέγιστο του πνεύματος-απλώς με την καταστροφική του δύναμη. Δεύτερον: η θεωρητική συνάφεια επίδρασης μεταξύ του ανώτερου και του υποκείμενου (υποταγμένου) σε αυτό (για παράδειγμα, το φως και ο φορέας του). Πρέπει δηλαδή να γίνει διάκριση, εάν το υποκείμενο βρίσκεται απλώς μέσα, ή μήπως έχει μέσα του το υπερκείμενο, έτσι ώστε το ανώτερο να μην το φωτίζει απλώς απ’ έξω (όπως στην περίπτωση της απλής παρουσίας μέσα), αλλά να μπορεί να αναδυθεί (το ανώτερο) μέσα σε αυτό (το υποκείμενο) και με τον τρόπο αυτό σε όλη την υποκείμενη σφαίρα. Ο Baader εκφράζει την τελευταία αυτή περίπτωση ως εξής: το υποκείμενο (das Untergeordnete, και το κατονομάζει τώρα: das Subjekt) καθιστά τον εαυτό του μέσο (Mitte, Medium) ή κέντρο του ανώτερου, ενώ η απόκλιση από τον κεντρικό τόπο, δηλαδή η άρνηση της υποχρέωσης οι δυνάμεις του (κατώτερου) να βρίσκονται στο κέντρο, είναι το βήμα που οδηγεί στο κακό. Τρίτον: από εδώ προκύπτει μια ιδιαίτερη έννοια της ενότητας ως της αλληλοδιείσδυσης (Wechseldurchdringung) μεταξύ, επι της αρχής, ανεξάρτητων, καθώς το καθένα μπορεί με τον τρόπο του να γίνει το κέντρο του άλλου και με τον τρόπο αυτό αναδύεται μια κοινή παραγωγικότητα, η οποία εξαφανίζεται, μόλις οι συμμετέχοντες αποστραφούν ο ένας τον άλλο (δηλαδή ‘φαντάζονται’ εσφαλμένα)."
Αʹ Ιω 2:18 – 29, 3:1 – 8
Ἀδελφοί, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν. ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν· ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν. καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα. οὐκ ἔγραψα ὑμῖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ὅτι οἴδατε αὐτήν, καὶ ὅτι πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστι. τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν. πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει. Ὑμεῖς οὖν ὃ ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἐν ὑμῖν μενέτω. ἐὰν ἐν ὑμῖν μείνῃ ὃ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἠκούσατε, καὶ ὑμεῖς ἐν τῷ υἱῷ καὶ ἐν τῷ πατρὶ μενεῖτε. καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν αὐτὸς ἐπηγγείλατο ἡμῖν, τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περὶ τῶν πλανώντων ὑμᾶς. καὶ ὑμεῖς, τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβατε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καὶ οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὡς τὸ αὐτὸ χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περὶ πάντων, καὶ ἀληθές ἐστι καὶ οὐκ ἔστι ψεῦδος, καὶ καθὼς ἐδίδαξεν ὑμᾶς μενεῖτε ἐν αὐτῷ. Καὶ νῦν, τεκνία, μένετε ἐν αὐτῷ, ἵνα ὅταν φανερωθῇ ἔχωμεν παρρησίαν καὶ μὴ αἰσχυνθῶμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ. ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστι, γινώσκετε ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται. Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν. διὰ τοῦτο ὁ κόσμος οὐ γινώσκει ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν. Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι. καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι. Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία. καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι. πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν. Τεκνία, μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς· ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην δίκαιός ἐστι, καθὼς ἐκεῖνος δίκαιός ἐστιν· ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει. εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
Μκ 11:1 – 11
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγγιζεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπατε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀφῆκαν αὐτούς. καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτῷ. πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα.
1 σχόλιο:
Αʹ Ιω 2:18 – 29, 3:1 – 8
Ἀδελφοί, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν. ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν· ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν. καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα. οὐκ ἔγραψα ὑμῖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ὅτι οἴδατε αὐτήν, καὶ ὅτι πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστι. τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν. πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει. Ὑμεῖς οὖν ὃ ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἐν ὑμῖν μενέτω. ἐὰν ἐν ὑμῖν μείνῃ ὃ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἠκούσατε, καὶ ὑμεῖς ἐν τῷ υἱῷ καὶ ἐν τῷ πατρὶ μενεῖτε. καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν αὐτὸς ἐπηγγείλατο ἡμῖν, τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περὶ τῶν πλανώντων ὑμᾶς. καὶ ὑμεῖς, τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβατε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καὶ οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὡς τὸ αὐτὸ χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περὶ πάντων, καὶ ἀληθές ἐστι καὶ οὐκ ἔστι ψεῦδος, καὶ καθὼς ἐδίδαξεν ὑμᾶς μενεῖτε ἐν αὐτῷ. Καὶ νῦν, τεκνία, μένετε ἐν αὐτῷ, ἵνα ὅταν φανερωθῇ ἔχωμεν παρρησίαν καὶ μὴ αἰσχυνθῶμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ. ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστι, γινώσκετε ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται. Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν. διὰ τοῦτο ὁ κόσμος οὐ γινώσκει ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν. Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι. καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι. Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία. καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι. πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν. Τεκνία, μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς· ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην δίκαιός ἐστι, καθὼς ἐκεῖνος δίκαιός ἐστιν· ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει. εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
Μκ 11:1 – 11
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγγιζεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπατε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀφῆκαν αὐτούς. καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτῷ. πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα.
Δημοσίευση σχολίου