Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Isaiah Berlin - O Giambattista Vico και η πολιτισμική ιστορία (2)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

O Giambattista Vico και η πολιτισμική ιστορία

I

Η ίδια η ιδέα της κουλτούρας του αλληλοσυσχετισμού διαφορετικών δραστηριοτήτων από την πλευρά των μελών μιας δεδομένης κοινότητας- των δεσμών που υπάρχουν ανάμεσα σε νoμικά συστήματα, θρησκείες, τέχνες, επιστήμες, έθιμα και, κυρίως, γλώσσες, καθώς και σε μύθους, θρύλους, τελετουργικές μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με ευπροσδιόριστους τρόπους ζωής οι οποίοι στηρίζονται σε διαφορετικά ιδεώδη και αξίες – ολόκληρη αυτή η ιδέα, στην πλήρως συνειδητή, συγκεκριμένη μορφή της, δεν είναι πολύ παλαιά. Οφείλει πολλά στο αυξημένο ενδιαφέρον, κατά τη διάρκεια της ιταλικής Αναγέννησης, για τον κλασικό κόσμο της Ελλάδας και της Ρώμης, όταν οι πρόδηλες και έντονες διαφορές ανάμεσα στις δικές τους κοινωνίες και στις κοινωνίες της κλασικής εποχής έστρεψαν την προσοχή των λογίων και όσων επηρεάζονταν από αυτούς στην πιθανότητα ύπαρξης περισσότερων του ενός γνήσιων ανθρώπινων πολιτισμών. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι η ιδέα της αναστήλωσης, η επιθυμία να αναβιώσουν τα μεγαλεία της Ελλάδας και της Ρώμης μετά τη σκοτεινή νύχτα του Μεσαίωνα, να αναδιοργανωθεί η ζωή με βάση τις έγκυρες αρχές που υποτίθεται ότι δέσποζαν στον κλασικό πολιτισμό, παραμερίστηκε βαθμηδόν, καθώς η γνώση για το παρελθόν αυξανόταν, από το ακριβώς αντίθετό της, την κατανόηση των ασυμφιλίωτων διαφορών νοοτροπίας και συμπεριφοράς -κανόνων και αρχών- ανάμεσα στις αρχαίες και στις νεότερες κοινωνίες. 

Αρκετοί ιστορικοί συγγραφείς στη Γαλλία του 16ου αιώνα, o Vignier, o La Popelinière, o Le Caron, ο Bodin, υποστήριζαν ότι η μελέτη της Αρχαιότητας -έθιμα, μύθοι, θρησκευτικά τελετουργικά, γλώσσες, καθώς και επιγραφές, νομίσματα, έργα τέχνης και, βέβαια, λογοτεχνικά μνημεία- παρείχε τα τεκμήρια βάσει των οποίων ήταν εφικτή η ανασύνθεση ατόφιων πολιτισμών. Παρά ταύτα, η άποψη σύμφωνα με την οποία οι εκάστοτε ανώτεροι πολιτισμοί ήταν ισάριθμοι κλάδοι του ίδιου μεγάλου δέντρου του Διαφωτισμού ότι η ανθρώπινη πρόοδος αποτελούσε ενιαία προοδευτική κίνηση, διακοπτόμενη από περιόδους οπισθοδρόμησης και κατάπτωσης, αλλά ποτέ εκμηδενισμένη, διαρκώς ανανεούμενη, η οποία πλησίαζε όλο και περισσότερο στην τελική νίκη του Λόγου - εξακολουθούσε να δεσπόζει στη Δυτική σκέψη. Ιστορικοί και νομομαθείς, κυρίως προτεστάντες, οι οποίοι τόνιζαν τις σχεδόν αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, στους Ρωμαίους και στους Φράγκους, εξακολουθούσαν να αμφισβητούν αυτή την υπόθεση. Το μακρινό και το εξωτικό άρχισαν να μελετώνται σοβαρά και απροκατάληπτα. Οι διαφορές Ανατολής και Δύσης, για παράδειγμα, ή Ευρώπης και Αμερικής, είχαν καταγραφεί, όμως ελάχιστα γίνονταν προκειμένου να προκύψουν πραγματικές ιστορίες ή αναλύσεις αυτών των ανόμοιων κοινωνιών, οι οποίες γοήτευαν λογίους και ταξιδιώτες επειδή ήταν τόσο διαφορετικές από τις δικές τους. 

Σημαντική πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση σημειώθηκε από τους πρώτους αντιπάλους των παρισινών μανδαρίνων του 18ου αιώνα, οι οποίοι επέκριναν όσους θεωρούσαν ότι το παρελθόν θα έπρεπε να κριθεί από το κατά πόσον η θεωρία και η πρακτική του πλησίαζε στο γούστο της δικής μας πεφωτισμένης εποχής. Έτσι ανακαλύπτουμε βρετανούς και σουηδούς λογίους, στα πρώτα χρόνια του αιώνα, οι οποίοι άρχισαν να ερευνούν τους θρύλους, τα έπη, την πρώιμη ποίηση από ιστορική άποψη, ως μέσα αυτοέκφρασης ορισμένων λαών. Τέτοιοι κριτικοί διατείνονταν ότι τα ομηρικά έπη, τα άσματα των Νιμπελούνγκεν, οι νορβηγικές σάγκα όφειλαν τη δύναμη και την ομορφιά τους στα παράδοξα χαρακτηριστικά των κοινωνιών από τις οποίες, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, γεννήθηκαν. Ο επίσκοπος Lowth, καθηγητής εβραϊκών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, χαρακτήριζε την Παλαιά Διαθήκη ως εθνικό έπος των κατοίκων της αρχαίας Ιουδαίας, το οποίο δεν θα έπρεπε να αξιολογείται σύμφωνα με τα κριτήρια που αντλούμε από τη μελέτη του Σοφοκλή ή του Βιργιλίου, του Ρακίνα ή του Boileau.
 
Ο πιο γνωστός συνήγορος αυτής της προσέγγισης είναι ο γερμανός ποιητής και κριτικός, Johann Gottfried Herder, o οποίος εξυμνούσε τη μοναδικότητα των εθνικών πολιτισμών, πρωτίστως την ασυμμετρία τους, τις διαφορές στα κριτήρια με τα οποία θα γίνονταν κατανοητοί και θα κρίνονταν. Σε όλη τη ζωή του ήταν συνεπαρμένος απ' όλες τις φάσεις των πολιτισμών, παρελθόντος και παρόντος, ευρωπαϊκών και ασιατικών, σχετικά με τους οποίους προσκόμιζε αρκετά πειστικά και συγκεκριμένα τεκμήρια, το πρόσφατο τότε ενδιαφέρον για τις ανατολικές σπουδές και για τις γλώσσες της Ινδίας και της Περσίας. Αυτό, εν συνεχεία, εμψύχωσε τη γερμανική ιστορική επιστήμη του δικαίου, που στρεφόταν κατά των αξιώσεων για αιώνια ορθολογικότητα, κατά της διεκδίκησης οικουμενικής εγκυρότητας, είτε του Ρωμαϊκού Δικαίου, είτε του Ναπολεόντειου Κώδικα, είτε όσων αρχών διακηρύχτηκαν από τους ιδεολόγους της Γαλλικής Επανάστασης και τους συμμάχους τους σε άλλες χώρες. Κατά καιρούς, η αντίθεση στην αυθεντία του μοναδικού αμετάβλητου φυσικού νόμου, όπως διατυπωνόταν είτε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είτε από τα γαλλικά lumières [τον γαλλικό Διαφωτισμό], έτεινε να πάρει άκρως αντιδραστικές μορφές, οι οποίες δικαιολογούσαν την καταπίεση, την αυθαίρετη εξουσία, τις κάθε λογής ανισότητες και αδικίες. Παρά ταύτα, η άλλη όψη αυτού του νομίσματος ήταν η έμφαση που δόθηκε στην αστείρευτη ποικιλία των ανθρώπινων θεσμών και στις διαφορές νοοτροπίας και εμπειριών που τους χαρακτήριζαν και τους διαχώριζαν, και πρωτίστως στο γεγονός ότι ήταν αδύνατον να αναχθούν σε ενιαίο υπόδειγμα, ή έστω σε παρεκκλίσεις από ένα τέτοιο υπόδειγμα συστηματικού είδους.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η ιστορία των ιδεών προσφέρει ελάχιστα παραδείγματα τόσο συνταρακτικών αλλαγών νοοτροπίας όπως η γένεση της νέας πίστης όχι τόσο στο αναπόφευκτο, όσο στην αξία και στη σημασία, του ιδιότυπου και του μοναδικού, της ποικιλίας ως τέτοιας και στην αντίστοιχη πεποίθηση ότι υπάρχει κάτι τυραννικό και βαθιά απωθητικό στην ομοιομορφία· ότι ενώ η ποικιλία αποτελεί έκφραση ζωτικότητας, το αντίθετο αποτελεί σύμπτωμα καταθλιπτικής και θανάσιμης μονοτονίας. Πράγματι, αυτή η ιδέα, αυτό το συναίσθημα, που φαίνεται τόσο φυσικό σ' εμάς σήμερα, δεν συμβιβάζεται με μιαν άποψη του κόσμου, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια είναι παντού μία, ενώ το ψεύδος πολλαπλό· ότι η ιδεώδης κατάσταση είναι ολοκληρωτική αρμονία, ενώ οι φανερά ασυμβίβαστες διαφορές νοοτροπίας ή γνώμης είναι σύμπτωμα ατέλειας – έλλειψη συνοχής που οφείλεται σε πλάνη ή άγνοια, σε αδυναμία ή διαστροφή. Ωστόσο, αυτό το είδος λατρείας της ενότητας είναι η βάση του πλατωνισμού και μεγάλου μέρους του μετέπειτα στοχασμού τόσο στον ιουδαϊσμό και στον χριστιανισμό όσο και στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό, που επηρεάστηκαν βαθύτατα από τη θριαμβευτική πρόοδο των φυσικών επιστημών. Ακόμη και ο Leibniz, ο οποίος πίστευε στην πληθυντικότητα, στην αξία της μεγαλύτερης δυνατης ποικιλίας των ειδών, υπέθετε ότι αυτά θα πρέπει να εναρμονίζονται αμοιβαία· αλλά και ο Περικλής, ο οποίος στον Επιτάφιό του, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, εκδηλώνει τη δυσμένεια του για την άκαμπτη πειθαρχία του στρατιωτικοποιημένου κράτους της Σπάρτης εν συγκρίσει προς τη χαλαρή δομή του αθηναϊκού βίου, επιθυμούσε μιαν αρμονική πόλη, τα μέλη της οποίας έθεταν ευσυνείδητα τον εαυτό τους στην υπηρεσία της διατήρησης και της ισχυροποίησής της. Ο Αριστοτέλης παραδεχόταν ότι ορισμένες διαφορές στη νοοτροπία και στον χαρακτήρα ήταν αναπόφευκτες, αλλά δεν τις εξυμνούσε ως αρετή, απλώς τις αναγνώριζε ως μέρος της αμετάβλητης ανθρώπινης φύσης. Όσον αφορά τον υπέρμαχο της ποικιλομορφίας κατά τον 18ο αιώνα, τον Herder, ο οποίος πίστευε βαθιά ότι ο κάθε πολιτισμός έχει να προσφέρει τη δική του αναντικατάστατη συμβολή στην πρόοδο της ανθρωπότητας, πίστευε το ίδιο βαθιά ότι δεν χρειάζεται -κατ' ουσίαν, δεν θα έπρεπε- να υφίστανται συγκρούσεις ανάμεσα σ' αυτές τις ανόμοιες συμβολές, ότι σκοπός τους είναι να εμπλουτίσουν την οικουμενική αρμονία ανάμεσα σε έθνη και θεσμούς, χάριν της οποίας δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι από τον Θεό ή τη φύση. Κανένα δόγμα που έχει ως πυρήνα του κάποια μονιστική σύλληψη της αλήθειας, του καλού και του ωραίου, ἡ κάποια τελολογία σύμφωνα με την οποία το καθετί συνεργεί για την τελική αρμονική λύση -για κάποια τελική τάξη μέσα στην οποία όλες οι φαινομενικές συγχύσεις και ατέλειες της ζωής στον κόσμο θα εξαλειφθούν-, κανένα τέτοιο δόγμα δεν αναγνωρίζει την ποικιλομορφία ως ανεξάρτητη αξία που επιδιώκεται ως αυτοσκοπός· γιατί η ποικιλομορφία συνεπάγεται το ενδεχόμενο σύγκρουσης αξιών, κάποιαν απαραμείωτη αντίθεση ανάμεσα στα ιδεώδη ή, βέβαια, στους άμεσους σκοπούς των πλήρως συνειδητών και εξίσου ενάρετων ανθρώπων. 

Μολαταύτα αυτή η λατρεία της αστείρευτης ποικιλομορφίας βρισκόταν στο επίκεντρο του ρομαντικού κινήματος, τόσο στις τέχνες όσο και στη φιλοσοφία. Αυτό νομίζω ότι οδήγησε κατά κάποιον τρόπον στο να εξανεμιστεί η ιδέα της αντικειμενικής αλήθειας, τουλάχιστον όσον αφορά την κανονιστική σφαίρα, Όπως κι αν είχαν τα πράγματα στις φυσικές επιστήμες, στην ηθική, την πολιτική, την αισθητική, αυτό που ενδιέφερε ήταν η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια κατά την επιδίωξη των ενδογενών σκοπών· αυτό ίσχυε εξίσου για άτομα και σύνολα - κράτη, έθνη, κινήματα. Είναι προφανέστερο στην αισθητική του ρομαντισμού, όπου η ιδέα των αιώνιων προτύπων, το πλατωνικό όραμα του ιδεατού κάλλους, το οποίο ο καλλιτέχνης θέλει να εκφράσει, έστω ατελώς, σε ζωγραφικές απεικονίσεις ή με ήχους, αντικαθίσταται από την πίστη στην πνευματική ελευθερία, στην ατομική δημιουργικότητα. Ο ζωγράφος, ο ποιητής και ο συνθέτης δεν εκθέτουν κάποιο αντικαθρέφτισμα της φύσης, έστω εξιδανικευμένο, αλλά επινοούν· δεν μιμούνται (κατά το δόγμα της μίμησης), αλλά δημιουργούν όχι απλώς τα μέσα αλλά και τους σκοπούς που επιδιώκουν· αυτοί οι σκοποί αντιπροσωπεύουν την αυτοέκφραση του μοναδικού, εσωτερικού οράματος του καλλιτέχνη, που η παραγνώρισή του κατ' επιταγήν κάποιας «εξωτερικής» φωνής -εκκλησία, κράτος, κοινή γνώμη, οικογένεια, φίλοι, ρυθμιστές του γούστου- είναι μια πράξη προδοσίας αυτού που δικαιώνει την ύπαρξη όσων είναι υπό οποιαδήποτε έννοια δημιουργικοί.
 
Αυτή η βουλησιαρχία και ο υποκειμενισμός, που ο πιο φλογερός προφήτης του, ο Johann Gottlieb Fichte, είναι ο πραγματικός πατέρας του ρομαντισμού, καταλήγει στο τέλος σε αναρχία και ανορθολογισμό, σε βυρωνική αυτοδιέγερση, στη λατρεία του ζοφερού αποβλήτου, του καταχθόνιου και γοητευτικού, του εχθρού της κατεστημένης κοινωνίας, του σατανικού ήρωα Κάιν, Μάνφρεντ, Γκιαούρ, Μέλμοθ, οι οποίοι αποκτούν την υπερήφανη ανεξαρτησία τους χωρίς να λάβουν υπόψη πόση ανθρώπινη ευτυχία ή πόσες ανθρώπινες ζωές θα κοστίσει. Στην περίπτωση των εθνών, η απόρριψη της ιδέας των οικουμενικά έγκυρων αξιών έτεινε κατά καιρούς να ενθαρρύνει τον εθνικισμό και τον επιθετικό σωβινισμό, την εξύμνηση του ασυμβίβαστου ατόμου ή τον συλλογικό εγωισμό. Στις ακραίες μορφές της έλαβε εγκληματικές και παθολογικές μορφές και απέληξε στην άρνηση του λογικού και κάθε αίσθησης πραγματικότητας, συχνά με τερατώδεις ηθικές και πολιτικές συνέπειες. 

Παρά ταύτα, στην πρωιμότερη φάση του το ίδιο κίνημα συνέβαλε τα μέγιστα στη γένεση της ιστορικής κατανόησης, χάρη στην οποία η ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού δεν εκλαμβανόταν ως ενιαία ευθύγραμμη κίνηση, που άλλοτε ακμάζει, άλλοτε παρακμάζει, ούτε ως διαλεκτική κίνηση συγκρουόμενων αντιθέτων, τα οποία πάντοτε διαλύονται σε μιαν ανώτερη σύνθεση, αλλά ως αναγνώριση του γεγονότος ότι οι πολιτισμοί είναι πολλοί και ποικίλοι· κάθε πολιτισμός ενσωματώνει κλίμακες αξιών που διαφέρουν από τις κλίμακες άλλων και μερί κές φορές είναι ασυμβίβαστες με αυτές· όμως, οι πολιτισμοί είναι δυνατόν να κατανοηθούν, δηλαδή να μελετηθούν από παρατηρητές προικισμένους με οξυδέρκεια και συναισθηματικά συνταυτιστική ιστορική ενόραση, ως τρόποι ζωής που επιδιώκουν άνθρωποι και είναι καθ' όλα ανθρώπινοι. Αναμφισβήτητος υπέρμαχος αυτής της άποψης ήταν ο Herder· όμως, καθώς φαίνεται, αυτός που πρώτος της έδωσε σάρκα και οστά ήταν ο Walter Scott. Τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα του Scott για πρώτη φορά παρουσίαζαν άτομα, τάξεις και κοινωνικά συνολα, ανάγλυφα, ως σαφώς κατανοητούς χαρακτήρες, και όχι ως μορφές επί σκηνής, όπως οι διδιάστατοι, γενικευμένοι τύποι του Λίβιου ή του Τάκιτου, καθώς και του Gibbon και του Hume. Οι χαρακτήρες του Scott είναι, κατά κανόνα, άνδρες και γυναίκες, των οποίων η νοοτροπία, τα συναισθήματα και τα κίνητρα είναι κατανοητά στον αναγνώστη· ο Scott είναι οι πρώτος συγγραφέας που υλοποίησε ότι πρέσβευε ο Herder: την έκφραση ενός κόσμου που ο αναγνώστης κατανοεί ότι είναι εξίσου άρτιος με τον δικό του, εξίσου πραγματικός και εντούτοις καταφανώς διαφορετικός· όμως, δεν είναι τόσο απόμακρος ώστε να μην κατανοείται όπως κατανοούμε σύγχρονους κόσμους των οποίων τα γνωρίσματα και η ζωή διαφέρουν ριζικά από τα δικά μας. Η επήρεια του Scott στην ιστοριογραφία δεν μελετήθηκε επαρκώς. Η θεώρηση του παρελθόντος μέσα από τα μάτια εκείνων που το έζησαν εκ των έσω, και όχι απλώς ως αλληλουχία μακρινών γεγονότων και μορφών σε μια πομπή που περιγράφεται από εξωτερική σκοπιά, ως υλικό για αφηγηματική ή στατιστική χρήση -η ικανότητα που απαιτείται για να ευοδωθεί αυτό το είδος κατανόησης, έστω και με κάποια αξιοσημείωτη προσπάθεια-, είναι κάτι που σπανίως συναντάται πριν από τη νεότερη εποχή σε ιστορικούς που μέριμνά τους ήταν η αλήθεια.

Ο Herder μπορεί να ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε τη φύση αυτού του είδους φαντασιακής ενόρασης, όμως αυτός που πρώτος συνέβαλε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο σ' αυτήν τη δυνατότητα και παρείχε παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μια τέτοια μέθοδος, ήταν ο Ιταλός λόγιος Giambattista Vico, στις αρχές του 18ου αιώνα. Το κύριο έργο του Vίcο παρέμεινε άγνωστο, αν εξαιρέσουμε ελάχιστους Ιταλούς και Γάλλους στους οποίους, χρόνια αργότερα, τον έκαναν γνωστό οι Ιταλοί, μέχρις ότου, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Jules Michelet τον ανακάλυψε, συγκλονίστηκε και εκθείασε τα επιτεύγματά του σε όλη την Ευρώπη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: