Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (77)

Συνέχεια από: Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Giovanni Reale

ΠΛΑΤΩΝ

ΧΙΙ

ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ
ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ


Δυαλιστική αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής
Ισότητα άνδρα και γυναίκας και η αρετή ως τάξη μέσα στην αταξία

Η δομή της ψυχής και η μεταφορά του πτερωτού άρματος με την οποία ο Πλάτων εκφράζει τη φύση της 

ΣΤΟΝ ΦΑΙΔΡΟ ο Πλάτων είπε ξεκάθαρα ότι η εξήγηση της Ιδέας της ψυχής «θα ήταν έργο μιας θεϊκής παρουσίασης, με κάθε έννοια, και εκτεταμένης· αλλά το να πει κανείς σε τι μοιάζει, είναι μια ανθρώπινη παρουσίαση και μάλλον σύντομη. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο» (Φαίδρος, 246 A). [Αρχαίο κείμενο: περὶ δὲ τῆς ἰδέας αὐτῆς ὧδε λεκτέον. οἷον μέν ἐστι, πάντῃ πάντως θείας εἶναι καὶ μακρᾶς διηγήσεως, ᾧ δὲ ἔοικεν, ἀνθρωπίνης τε καὶ ἐλάττονος. Μετάφραση Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος: για τη μορφή της (ψυχής) όμως πρέπει να ειπούμε τ' ακόλουθα: Τι λογής βέβαια είναι, αυτό για να φανή θέλει δίχως άλλο θεϊκή και μακρόλογη περιγραφή· με τι πράγμα όμως μοιάζει, αυτό για να φανή αρκεί περιγραφή ανθρώπινη και πιο σύντομη.]

Συνήθως θεωρείται ότι η Πολιτεία παρουσιάζει την πιο λεπτομερή εξήγηση για τη δομή της ψυχής, και σ’ αυτήν παραπέμπουν συχνά για να κατανοηθούν όσα λέει ο Πλάτων στον Φαίδρο. Όμως, και στην Πολιτεία ο Πλάτων προχωρά με παρόμοιο τρόπο, και παρουσιάζει την τριμερὴ διάκριση της ψυχής —για την οποία θα μιλήσουμε αμέσως— με τον ίδιο συνοπτικό τρόπο, και το δηλώνει καθαρά:

«Γλαύκων, να λάβεις υπόψη ότι, κατά τη γνώμη μου, με τη μέθοδο που τώρα χρησιμοποιούμε στη συλλογιστική, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συλλάβουμε με ακρίβεια το αντικείμενο της έρευνας. Ο δρόμος που θα έπρεπε να μας οδηγήσει σ’ αυτό θα ήταν πολύ μακρύτερος και απαιτητικότερος. Ίσως να κατορθώσουμε να το συλλάβουμε μόνο ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις παραδοχές που δεχόμαστε» (Πολιτεία, IV 435 C-D). [Αρχαίο κείμενο: ὦ Γλαύκων, ὡς ἡ ἐμὴ δόξα, ἀκριβῶς μὲν τοῦτο ἐκ τοιούτων μεθόδων, οἵαις νῦν ἐν τοῖς λόγοις χρώμεθα, οὐ μή ποτε λάβωμεν —ἄλλη γὰρ μακροτέρα καὶ πλείων ὁδὸς ἡ ἐπὶ τοῦτο ἄγουσα— ἴσως μέντοι τῶν γε προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων ἀξίως.]

Μάλιστα, στο δέκατο βιβλίο λέει ακόμη περισσότερα, δηλαδή ότι για να παρουσιαστεί η ψυχή στην ουσία της, θα έπρεπε να εξεταστεί ελεύθερη από το σώμα, ενώ στο έργο μέχρι τότε είχε παρουσιαστεί μόνο στις μορφές που προσλαμβάνει σε σύνδεση με το σώμα:

«Μόνον τότε [δηλ. θεωρημένη καθ’ εαυτήν και ελεύθερη από τους δεσμούς της με το σώμα] θα μπορούσε κανείς τελικά να δει την ουσία της, αν είναι πολύμορφη ή απλή, και τι είναι και ποια γνωρίσματα διαθέτει. Διότι, κατά τη γνώμη μου, ως τώρα περιοριστήκαμε να κάνουμε μια κατάλληλη εξέταση των καταστάσεων και των μορφών που η ψυχή προσλαμβάνει μέσα στην ανθρώπινη ζωή» (Πολιτεία, X 612 A.). [Αρχαίο κείμενο: καὶ τότ᾽ ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής, εἴτε ὅπῃ ἔχει καὶ ὅπως· νῦν δὲ τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ πάθη τε καὶ εἴδη, ὡς ἐγᾦμαι, ἐπιεικῶς αὐτῆς διεληλύθαμεν. Μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη: Και τότε θα ήταν δυνατόν να ιδεί κανείς την αληθινή της φύση, είτε είναι πολυειδής ή μονοειδής, είτε οποιαδήποτε άλλη είναι η ουσία και η σύνθεσή της· για την ώρα μού φαίνεται ότι αρκετά καλά έχομε εκθέσει τα πάθη και τις μορφές της κατά τον ανθρώπινο βίο της.]

Μόνο στον Τίμαιο ο Πλάτων ακολουθεί έναν πολύ μακρύτερο δρόμο και παρουσιάζει οντολογικές εμβαθύνσεις (αναλύσεις) ιδιαίτερα προχωρημένες και αποκαλυπτικές. Επειδή πρόκειται για θεματική που θεωρείται από όλους εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, θα ακολουθήσουμε τόσο τον «σύντομο» όσο και τον «μακρύ» δρόμο, προσπαθώντας να συλλάβουμε τα διασταυρούμενα μηνύματα με τα οποία ο Πλάτων τους συνδέει και τους τρόπους με τους οποίους αλληλοεξηγούνται.

Με μια προσεκτική ψυχολογική ανάλυση των ανθρώπινων πράξεων ο Πλάτων διαπιστώνει ότι αυτές δεν μπορούν όλες να προέρχονται από την ίδια δύναμη της ψυχής, αλλά από τρεις διακριτές δυνάμεις:

«Με ένα μέρος της ψυχής μας μαθαίνουμε, με ένα άλλο θυμώνουμε, και με ένα άλλο ακόμη επιθυμούμε τις απολαύσεις της τροφής, του έρωτα και άλλες» (Πολιτεία, IV 436 A). [Αρχαίο κείμενο: μανθάνομεν μὲν ἑτέρῳ, θυμούμεθα δὲ ἄλλῳ τῶν ἐν ἡμῖν, ἐπιθυμοῦμεν δ᾽ αὖ τρίτῳ τινὶ τῶν περὶ τὴν τροφήν τε καὶ γέννησιν ἡδονῶν καὶ ὅσα τούτων. Μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη: άλλη είναι η δύναμη της ψυχής, που μ᾽ αυτή μαθαίνομε, άλλη που μ᾽ εκείνη θυμώνομε, άλλη που γεννά μέσα μας την επιθυμία της τροφής, τις γενετήσιες ηδονές και όλα.]

Η βασική αρχή στην οποία στηρίζεται ο Πλάτων για να θεμελιώσει αυτήν την τριπλή διάκριση είναι η αρχή της μη-αντίφασης, σε μία από τις πρώτες διατυπώσεις της: αν δεν παραδεχόταν κανείς διαφορετικά μέρη της ψυχής, θα έπρεπε να παραδεχθεί ότι η ίδια δύναμη μπορεί ταυτόχρονα να επιτελεί αντίθετα πράγματα στο ίδιο μέρος και από την ίδια άποψη (Πολιτεία, IV 436 E-437 A. Μετάφραση: πως είναι ποτέ δυνατόν το ίδιο πράγμα την ίδια ώρα και με το ίδιο μέρος του εαυτού του και ως προς το ίδιο αντικείμενο να κάνει ή να πάσχει τα αντίθετα). Οι αντίθετες ορμές/παρορμήσεις που δρουν μέσα μας δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο με διαφορετικές δυνάμεις που αντιστοιχούν σε αυτές.

Να πώς συνοψίζει ο ίδιος ο Πλάτων αυτή τη διδασκαλία:

– Όπως η πόλη είναι χωρισμένη σε τρία μέρη, έτσι και η ψυχή κάθε ατόμου είναι τριμερής. Αν λάβουμε αυτό υπόψη, νομίζω ότι μπορούμε να προσκομίσουμε μια δεύτερη απόδειξη.
– Ποια;
Αυτή: αφού τρία είναι τα μέρη της ψυχής, τρεις μου φαίνεται ότι είναι και οι ηδονές, μία για κάθε μέρος, και εξίσου οι επιθυμίες και τα είδη διακυβέρνησης.
– Τι εννοείς;
Με το ένα μέρος ο άνθρωπος μαθαίνει, με το άλλο θυμώνει· στο τρίτο μέρος, όμως, εξαιτίας της ποικιλομορφίας του, δεν κατορθώσαμε να δώσουμε ένα ίδιον και συγκεκριμένο όνομα, αλλά το υποδείξαμε με βάση το στοιχείο που φαινόταν σε αυτό πιο έντονο και κυρίαρχο. Γι’ αυτό το ονομάσαμε επιθυμητικό, λόγω της ακατάσχετης δίψας του για φαγητό, για ποτό, για έρωτα και για όλες τις άλλες ηδονές που συνδέονται με αυτά. Επιπλέον, το ονομάσαμε και “φιλοχρήματο”, επειδή ακριβώς το χρήμα είναι εκείνο που επιτρέπει να ικανοποιούνται κάθε είδους τέτοιες επιθυμίες.
– Και καλά κάναμε.
Αν, λοιπόν, αποδίδαμε ειδικά στην επιθυμητική αυτή δύναμη την ηδονή και την αγάπη που της είναι χαρακτηριστική για το κέρδος, θα είχαμε ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τον συλλογισμό μας, ώστε να διαθέτουμε έναν σαφή όρο όταν μνημονεύουμε αυτό το μέρος της ψυχής. Επομένως, δεν σου φαίνεται ωραία ιδέα να την ονομάζουμε λάτρη του πλούτου και του χρήματος;
– Θα έλεγα ναι.
Και δεν θα λέγαμε ότι το θυμοειδές μέρος είναι πάντοτε προσηλωμένο να επιδιώκει την υπεροχή, τη νίκη και τη δόξα με όλη του τη δύναμη;
– Βεβαιότατα.
– Άρα, το όνομα «φιλόνεικο και φιλόδοξο» (λάτρης της νίκης και της δόξας) δεν του ταιριάζει;
– Ταιριάζει άριστα.
– Από την άλλη, όλοι γνωρίζουν ότι η ψυχή με την οποία μαθαίνουμε είναι πάντοτε προσηλωμένη στη γνώση της αλήθειας και της ουσίας της, και, σε σχέση με τα άλλα μέρη, η σπουδή της για πλούτο και φήμη είναι ελάχιστη.
– Αναμφίβολα.
Τότε, αν την ονομάζαμε «φίλη της μάθησης» και «φιλόσοφο», δεν θα της δίναμε το σωστό όνομα;
– Βέβαια!
Και δεν συμβαίνει μήπως ώστε στην ψυχή κάποιων ανθρώπων να κυριαρχεί ένα μέρος και σε άλλων ένα άλλο;
– Συμβαίνει.
Θα πούμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν τρία είδη ανθρώπου: ο φιλόσοφος που αγαπά τη γνώση, ο φιλόνεικος που αγαπά τη νίκη, και ο φιλοχρήματος που αγαπά το κέρδος;
– Είναι προφανές.
Και θα θέσουμε επίσης τρία είδη ηδονών που βρίσκονται στη βάση καθενός από αυτούς τους τρεις τύπους ανθρώπων;
– Απολύτως.
Μπορείς εύκολα να φανταστείς ότι, αν ρωτούσες καθέναν από αυτούς ποια είναι η καλύτερη ζωή, ο καθένας θα επαινούσε πρώτα απ’ όλα τη δική του. Δεν νομίζεις, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος που ποθεί το χρήμα, επειδή κρίνει τα πάντα με το μέτρο του χρήματος, θα υποτιμούσε εντελώς τη γεύση της τιμής ή της γνώσης, στον βαθμό που δεν αποδίδουν κέρδος;
– Αληθές.
Και ο φιλόδοξος; Δεν θα θεωρούσε, άραγε, την ηδονή που προέρχεται από τον πλούτο ως χυδαία, και εξίσου δεν θα έκρινε την απόλαυση της γνώσης ως αστήρικτη και καπνώδη (ασήμαντη), εφόσον δεν του φέρνει δόξα;
– Έτσι είναι.
Και κατόπιν, πώς νομίζουμε ότι θα κρίνει ο φιλόσοφος τις άλλες ηδονές, αν τις συγκρίνει με τη γνώση της αλήθειας και της φύσης της και με τη διάθεση να περνά τον χρόνο του σε αυτές τις σπουδές; Δεν θα τις θεωρήσει χιλιόμετρα μακριά από την αληθινή ηδονή; Και καθώς δεν θα αισθάνεται έλξη για καμία άλλη ηδονή που δεν είναι αναγκαία, δεν θα ονομάσει τις επιθυμίες του πραγματικά αναγκαίες;
Αυτή τη διατύπωση πρέπει να την έχει καλά καθαρή (Πολιτεία, IX 580 D-581 E).

Και να η θαυμαστή μεταφορά με την οποία ο Πλάτων παρουσίασε αυτή τη διδασκαλία του στον Φαίδρο. Η ψυχή μπορεί να παρασταθεί ως άρμα φτερωτό, το οποίο σέρνουν δύο άλογα και κατευθύνει ένας ηνίοχος. Τα δύο άλογα συμβολίζουν τις άλογες δυνάμεις του θυμοειδούς και του επιθυμητικού, ο ηνίοχος τη δύναμη του λογιστικού.

Το πρώτο άλογο, σύμβολο της θυμοειδούς δύναμης, είναι καλό και
“βρίσκεται στην καλύτερη θέση, με ωραία συμμετρική μορφή, καλοσεμένο, με τον αυχένα ψηλά, τη μύτη γρυπή, λευκό στην όψη και με μαύρα μάτια· φιλότιμο με σωφροσύνη και μετριοφροσύνη και φίλος της ορθής γνώμης· δεν χρειάζεται μαστίγιο, αλλά καθοδηγείται μόνο με το σήμα και με τον λόγο”
(Φαίδρος, 253 D-E).

Το άλλο άλογο, σύμβολο της επιθυμητικής δύναμης,
“είναι αντίθετα στραβό, παχύ, κακοσχηματισμένο, με σκληρό αυχένα και χοντρό λαιμό, με πλακουτσωτή μύτη, με μαύρο τρίχωμα, με γκριζογάλανα μάτια, γεμάτα αίμα, φίλος της αυθάδειας και της απάτης (της ακολασίας και της αλαζονείας φίλος), τριχωτό γύρω από τα αυτιά, κουφό· δύσκολα υπακούει και μόνο στο μαστίγιο γεμάτο κεντριά και στα σπιρούνια”.
(Φαίδρος, 253 E).

Η δυναμική αυτών των δυνάμεων περιγράφεται από τον Πλάτωνα με λαμπρότητα, σε μία από τις σελίδες που προαναγγέλλουν τις βαθύτερες ψυχολογικές έρευνες.

Όμως εδώ μας ενδιαφέρει να εμβαθύνουμε στο ζήτημα της δομής της ψυχής. Συχνά έχει θεωρηθεί ότι οι τρεις μορφές της ψυχής είναι μορφές της αθάνατης ψυχής· όμως, στον Τίμαιο ο Πλάτων λέει ξεκάθαρα ότι το θυμοειδές και το επιθυμητικό είναι μορφές ψυχής συνδεδεμένες με το σωματικό, που ο Δημιουργός ανέθεσε να παραχθούν από τους κατώτερους θεούς.

Και ήδη στο χωρίο της Πολιτείας που διαβάσαμε, ο Πλάτων δηλώνει ότι μίλησε για τις μορφές που η ψυχή προσλαμβάνει στη ζωή του ανθρώπου μέσα στο σώμα.

Διαβάζοντας προσεκτικά τον Φαίδρο, κανείς διαπιστώνει ότι ο Πλάτων παρουσιάζει τη μεταφορά της ψυχής ως φτερωτού άρματος με δύο τρόπους και σε δύο στιγμές: μία για να παραστήσει την ψυχή στον Υπερουράνιο κόσμο και μία για να παραστήσει την ψυχή στον παρόντα κόσμο. Στον Υπερουράνιο κόσμο η μεταφορά του φτερωτού άρματος παριστάνει ακόμη και την ψυχή των θεών, με τη διαφορά ότι οι ηνίοχοι και τα άλογα των ψυχών των θεών είναι όλα καλά και προερχόμενα από το αγαθό (κι από καλή γενιά), ενώ εκείνα των άλλων ψυχών είναι μικτά:

«Καταρχάς, σε εμάς ο ηνίοχος οδηγεί ένα άρμα με δύο άλογα· και, ακόμη, από τα δύο άλογα, το ένα είναι όμορφο και καλό και προέρχεται από όμορφα και καλά· το άλλο, αντίθετα, προέρχεται από αντίθετα και είναι αντίθετο. Δύσκολο και κοπιαστικό, κατ’ ανάγκην, για μας είναι το να οδηγήσουμε το άρμα» (Φαίδρος, 246 B).

Δεν υπάρχουν σχόλια: