Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (76)

 Συνέχεια από: Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Giovanni Reale

ΠΛΑΤΩΝ

ΧΙΙ

ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ
ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ


Δυαλιστική αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής
Ισότητα άνδρα και γυναίκας και η αρετή ως τάξη μέσα στην αταξία

Οι αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ο Σωκράτης είχε υιοθετήσει μια θέση που θα μπορούσαμε να την πούμε ενδιάμεση: με τη γυμνή λογική την παρουσίαζε σαν ένα πορεύεσθαι προς το απόλυτο μηδέν, και επομένως την παρίστανε σαν έναν ύπνο χωρίς τέλος, που δεν ταράζεται ούτε από όνειρα· αλλά με την πίστη την παρουσίαζε σαν μετάβαση σε μια καλύτερη ζωή, στην συντροφιά των Μακαρίων (Απολογία του Σωκράτη, 41 A-C.). Όμως στον Σωκράτη έλειπαν τα οντολογικά εργαλεία που ήταν αναγκαία για να αποκτήσει αυτή η πεποίθηση κύρος στο επίπεδο του καθαρά θεωρητικού συλλογισμού.

Ο Πλάτων, αντίθετα, ακριβώς με τα αποτελέσματα που κατέκτησε μέσω του «δεύτερου πλου», κατείχε εκείνα τα μεταφυσικά εργαλεία που ήταν απαραίτητα για να προχωρήσει σε μια απόδειξη της αθανασίας της ψυχής σε επίπεδο λόγου.

Οι αποδείξεις υπέρ της αθανασίας της ψυχής που προτείνονται στον Φαίδωνα θεμελιώνονται στη θεωρία των Ιδεών. Ιδιαίτερα η τελευταία και πιο εκτενής παρουσιάζεται ως συνέπεια των αποτελεσμάτων που κατακτήθηκαν με το «δεύτερο πλου», δηλαδή με την ανακάλυψη των Ιδεών ως «αληθινών αιτίων» των πραγμάτων.

Ο Πλάτων αποδίδει μεγάλη σημασία σε αυτή την απόδειξη, η οποία μπορεί να συνοψιστεί με τον εξής τρόπο:

Αφού καθοριστεί ότι οι Ιδέες είναι η «αληθινή αιτία» των πραγμάτων, ο Πλάτων διευκρινίζει ένα ουσιώδες τους γνώρισμα: οι αντίθετες Ιδέες δεν μπορούν να συνδυαστούν και να συνυπάρξουν, είτε στην καθαρότητά τους —καθώς αλληλοαποκλείονται δομικά— είτε ακόμη και στην παρουσία τους μεσω της συμμετοχή τους στα αισθητά πράγματα. Κατά συνέπεια, όταν μια ορισμένη Ιδέα εισέρχεται σε κάτι (σε ένα πράγμα), κατ’ ανάγκην η αντίθετη Ιδέα που υπήρχε σε αυτό δεν μπορεί να παραμείνει, αλλά της παραχωρεί τη θέση και εξαφανίζεται. Έτσι, όχι μόνο η Ιδέα του μεγάλου και η Ιδέα του μικρού δεν μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους και αλληλοαποκλείονται καθαυτές, αλλά και μέσα στα αισθητά πράγματα: με την εμφάνιση της μιας εξαφανίζεται η άλλη, και ποτέ κάτι δεν μπορεί να είναι συγχρόνως μεγάλο και μικρό υπό την ίδια έννοια. Το ίδιο ισχύει όχι μόνο για τις καθαυτές αντίθετες Ιδέες, αλλά και για εκείνες που έχουν ουσιωδώς αντίθετα γνωρίσματα. Η Ιδέα της φωτιάς δεν θα δεχθεί ποτέ την Ιδέα του ψύχους, και η Ιδέα του χιονιού δεν θα δεχθεί ποτέ την Ιδέα της ζέστης, ούτε καθαυτές ούτε στη φανέρωσή τους μέσα στα αισθητά πράγματα: με τον ερχομό της ζέστης το χιόνι λιώνει, και με τον ερχομό του ψύχους η φωτιά παύει να καίει.

Εφαρμόζουμε τώρα στην ψυχή ειδικά ό,τι καθορίστηκε γενικά. Η ψυχή έχει ως ουσιώδες γνώρισμά της την Ιδέα της ζωής (ας θυμηθούμε ότι στην ελληνική γλώσσα η λέξη ψυχή είναι μάλιστα συνώνυμη της ζωής). Και επειδή ο θάνατος είναι το αντίθετο της ζωής, σύμφωνα με την αρχή που τέθηκε, η ψυχή, καθόσον έχει ως ουσιώδες γνώρισμα αυτό της ζωής, δεν θα μπορέσει ποτέ να δεχθεί μέσα της τον θάνατο. Επομένως, η ψυχή δεν μπορεί δομικά να δεχθεί μέσα της τον θάνατο, και συνεπώς είναι αθάνατη και άφθαρτη. Όταν στον άνθρωπο επέλθει ο θάνατος, συμβαίνει το εξής: εκείνο που σε αυτόν είναι φθαρτό, δηλαδή το σώμα, δέχεται τον θάνατο· ενώ εκείνο που σε αυτόν δεν είναι φθαρτό, δηλαδή η ψυχή, λόγω της ίδιας της φύσης της αποσύρεται από τον θάνατο και φεύγει. «Νεκρή ψυχή» είναι, από οντολογική άποψη, μια πραγματική παραδοξότητα, διότι η ψυχή είναι εκ φύσεως εκείνο που είναι και δίνει ζωή, και συνεπώς δεν μπορεί παρά να είναι άφθαρτη και αθάνατη (Φαίδων, 102 A-106 B.).

Στην Πολιτεία ο Πλάτων παρουσιάζει μια θέση υπό ορισμένες όψεις ακόμη πιο ισχυρή. Τα κακά του σώματος, όταν φτάσουν σε ένα ορισμένο επίπεδο, το κάνουν να πεθάνει. Όμως η ψυχή δεν προσβάλλεται, δεν φθείρεται και δεν καταστρέφεται από κανένα από τα κακά του σώματος, όσο μεγάλα κι αν είναι. Από την άλλη, η ψυχή, που μπορεί να προσβληθεί από τα δικά της μεγάλα κακά, δηλαδή από τα πάθη, και κυρίως από την αδικία, δεν μπορεί να καταστραφεί ούτε και από αυτά τα κακά της, όσο μεγάλα κι αν είναι. Ορίστε λοιπόν τα συμπεράσματα που βγάζει ο Πλάτων:

«Όταν κάτι δεν πεθαίνει εξαιτίας κανενός κακού, ούτε του δικού του ούτε άλλου, είναι φανερό ότι κατ’ ανάγκην υπάρχει πάντοτε· και αν υπάρχει πάντοτε, είναι αθάνατο.» (Πολιτεία, X 610 E-611 A)

Στον Φαίδρο (με επανάληψη και στους Νόμους) ο Πλάτων προσεγγίζει το πρόβλημα από μιαν ακόμη διαφορετική σκοπιά, εστιάζοντας στην έννοια της κίνησης (που άλλωστε συνδέεται στενά με την έννοια της ζωής). Η ψυχή παρουσιάζεται ως αρχή της κίνησης, η οποία κινεί τον εαυτό της και τα άλλα πράγματα. Τώρα, εφόσον καθετί που δημιουργείται γεννιέται από μια αρχή, αυτή, ακριβώς ως αρχή, πρέπει να είναι όχι μόνο αγέννητη αλλά και άφθαρτη. Διότι, αν αφανιζόταν η αρχή, όχι μόνο δεν θα υπήρχε τίποτα άλλο απ’ όπου αυτή θα μπορούσε να γεννηθεί, αλλά ούτε και τίποτα απολύτως, καθώς όλα τα πράγματα που δημιουργούνται γεννιούνται από μια αρχή. Και ιδού η αποφασιστική κατάληξη του πλατωνικού συλλογισμού:

«Αφού αποδείχτηκε ότι είναι αθάνατο εκείνο που κινείται από μόνο του, κανείς δεν θα ντραπεί να πει ότι αυτή ακριβώς είναι η ουσία και ο ορισμός της ψυχής. Διότι κάθε σώμα που το κινούν απ’ έξω είναι άψυχο· ενώ εκείνο που κινείται από μέσα του και από τον εαυτό του είναι έμψυχο, γιατί η φύση της ψυχής είναι ακριβώς αυτή. Αλλά αν είναι έτσι, δηλαδή αν εκείνο που κινείται από μόνο του δεν μπορεί να είναι άλλο από την ψυχή, τότε, κατ’ ανάγκην, η ψυχή θα είναι αγέννητη και επίσης αθάνατη.» (Φαίδρος, 245 E) : 
[Πρέπει, όμως πρώτα να ιδούμε τη φύση της ψυχής, της θεϊκής και της ανθρώπινης, τα πάθη και τα ενεργήματά της για να γνωρίσωμε την αλήθεια.
Και η αρχή της απόδειξης είναι η ακόλουθη· κάθε ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί εκείνο που πάντα κινείται είναι αθάνατο· ενώ εκείνο που κινεί κάποιο άλλο και κινείται από κάποιο άλλο, μια που έχει τέλος στην κίνησή του, έχει τέλος και στη ζωή του. Μόνον λοιπόν εκείνο που κινείται μοναχό του, επειδή δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ και να κινήται, αλλά αυτό είναι η πηγή και η αρχή και για την κίνηση των άλλων όσα κινούνται. Η αρχή όμως είναι αγέννητη· γιατί από την αρχή είναι ανάγκη να γίνεται κάθε τι που γίνεται, αυτή όμως να μη γίνεται από κανένα, γιατί αν η αρχή εγίνονταν από κάτι, δεν θα ήτανε πια αρχή. Επειδή όμως η αρχή είναι αγέννητη είναι ανάγκη να είναι και άφθαρτη. Γιατί βέβαια αν χαθή η αρχή, τότε ούτε αυτή η ίδια θα γίνη ποτέ από κάτι, ούτε τίποτε άλλο απ' εκείνη, αν πρέπη δα όλα να γίνωνται από την αρχή. Έτσι λοιπόν η αρχή της κίνησης είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του. Κι αυτό ούτε μπορεί να χαθή, ούτε μπορεί να γίνη, αλλιώς όλος ο ουρανός και όλο το γίγνεσθαι θα γίνονταν ένας σωρός και θα έστεκαν ακίνητα και δεν θα είχαν πούθε να ξανακινηθούν και να ξαναγίνουν. Αφού λοιπόν εδείχθηκε πως εκείνο που κινεί τον εαυτό του είναι αθάνατο, δεν θα ντραπή κανείς να λέη πως αυτή είναι η ουσία κι αυτός ο λόγος της ψυχής. Γιατί κάθε σώμα που παίρνει την κίνηση απ' έξω είναι άψυχο, ενώ εκείνο που την έχει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι έμψυχο· γιατί αυτή δα είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως τούτο είναι έτσι, δηλαδή αν εκείνο που κινεί τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψυχή, τότε είναι ανάγκη η ψυχή να είναι κάτι αγέννητο και αθάνατο.]

Κατά τη γνώμη μου, η πιο ουσιώδης απόδειξη είναι, υπό ορισμένες όψεις, η δεύτερη που παρουσιάζεται στον Φαίδωνα, και την κράτησα τελευταία γιατί, κατά κάποιον τρόπο, δεν στερείται μιας ιδιαίτερης πειστικής δύναμης.

Ο άνθρωπος γνωρίζει πράγματα που είναι πάντοτε ταυτόσημα με τον εαυτό τους και που μένουν πάντα στις ίδιες συνθήκες, αμετάβλητα και άφθαρτα, όπως οι Ιδέες του καλού, του ωραίου και πολλές άλλες παρόμοιες. Πρόκειται για πραγματικότητες που ο άνθρωπος συλλαμβάνει μόνο με τον νου και όχι με τις αισθήσεις, δηλαδή με το σώμα. Αλλά, για να μπορέσει να συλλάβει εκείνες τις πραγματικότητες, ο νους του ανθρώπου, δηλαδή η ψυχή του, πρέπει να έχει χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα τα ίδια τα όντα, που διαφέρουν από τα αισθητά. Αυτή ακριβώς η ικανότητα γνώσης υπεραισθητών πραγματικοτήτων συνεπάγεται αναγκαστικά ότι η ψυχή έχει ανάλογα γνωρίσματα με εκείνες. Και επειδή εκείνες οι πραγματικότητες είναι άφθαρτες, είναι εύλογο να σκεφτούμε ότι τέτοια είναι και η ψυχή του ανθρώπου, που φέρει μέσα της την ικανότητα να τις συλλαμβάνει. (Φαίδωνας, 78 B-80 B.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: