Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

Ουσιοκρατία ή περσοναλισμός;

Ουσιοκρατία ή περσοναλισμός;

Διαβάσαμε πρόσφατα ένα άρθρο (https://orthodoxostypos.gr) και θεωρήσαμε πρόσφορο να αναφερθούμε και πάλι στο θεολογικό αυτό δίλημμα που απασχολεί διαχρονικά τους ενασχολουμένους με τις δογματικές διαφορές και αποκλίσεις μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών. Η Εκκλησία μας βέβαια διαφυλάττει την αρχαία αποστολική παράδοση και ακρίβεια της πίστεως μέσα από τα πατερικά και λειτουργικά της κείμενα, τα οποία οδηγούν αλάθευτα στην ερμηνεία των δογματικών όρων που καθορίσθηκαν από τις Οικουμενικές και άλλες Συνόδους με παγκόσμιο κύρος και αποδοχή.

Η ερώτηση που τίθεται στον τίτλο δεν είναι μια άμεση απορία ούτε τέθηκε ποτέ έτσι, ωστόσο κρύβει ουσιαστικές αποκλίσεις ανάμεσα στον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας των δογμάτων της Εκκλησίας από τις ποικίλες χριστιανικές παραδόσεις. Και το δόγμα καθρεπτίζεται στη ζωή των πιστών και των εκκλησιών – ομολογιών με τρόπο απτό και συγκεκριμένο. Η ορθή απάντηση θα λέγαμε εκ μιας πρώτης προσέγγισης έχει αποφατικό χαρακτήρα: ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε τα δύο μαζί ούτε και χώρια. Αν όμως καλούμασταν να απαντήσουμε δια της καταφατικής οδού υποχρεωτικά με την επιλογή μιας απάντησης, τότε θα προκρίναμε σαφώς τον ορθόδοξο περσοναλισμό από τη δυτικοχριστιανική (κατά βάση ρωμαιοκαθολική) ουσιοκρατία.

Το άρθρο – αφορμή του δικού μας πέφτει, κατά τη γνώμη μας, σε ένα επαναλαμβανόμενο πια λάθος: προσπαθώντας να διορθώσει τον προβληματικό περσοναλισμό ενίων ορθοδόξων θεολόγων της γενιάς μας (κυρίως των Ζηζιούλα και Γιανναρά) διολισθαίνει σε ένα είδος ουσιοκρατίας που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί σε βάρος του ορθώς νοουμένου ορθοδόξου περσοναλισμού και όχι των κακεκτύπων του, των προερχομένων κυρίως εξαιτίας του αταίριαστου παντρέματός του με τον φιλοσοφικό υπαρξισμό.

Η απάντηση δόθηκε ξεκάθαρα από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: “«Ου γαρ εκ της ουσίας ο ων, αλλ' εκ του όντος η ουσία. αυτός γαρ ο ων όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι» (Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, επιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1962, σ. 666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3 PG 36, 625C).

Σε ένα μικρούλη άρθρο δεν χωράνε αυτά τα τεράστια θέματα και οι απύθμενες αναλύσεις τους. Μπορούμε όμως απλά να δούμε το θέμα μέσα από την ίδια την πραγματικότητα: αυτό που κυρίως υπάρχει – υφίσταται είναι το συγκεκριμένο και όχι το αφηρημένο. Ο Γιάννης, ο Κώστας, η Ελισάβετ και όχι μια γενική και αόριστη ανθρώπινη φύση ή έννοια άνθρωπος. Έτσι περίπου ισχύει και για τον Θεό: δεν είναι μια αφηρημένη ή απρόσωπη ή υπερπροσωπική ουσία που μερίζεται σε τρεις υποστάσεις - πρόσωπα, αλλά ο Πατήρ που γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα. Τριάς εν Μονάδι και Μονάς εν Τριάδι. Αυτά τα ολίγα και, αν χρειαστεί, επανερχόμεθα…

Κ. Νούσης
Λάρισα, 26/9/2025

Η ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΣΤΟΝ ΜΩΥΣΗ. ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΩΝ; ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ; ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΙ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ; ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ;

 Άγιος Γρηγόριος: «Πώς είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στην Αγία Τριάδα Μοναρχία και Πατρότης;!» Και απαντά, “Λόγος ΚΘ, 2, 8”: «Ημείς όμως τιμώμεν την μοναρχίαν, και μάλιστα την μοναρχίαν η οποία δεν περιορίζεται εις ένα πρόσωπον, αλλά μοναρχίαν την οποίαν πραγματοποιεί η ισοτιμία της φύσεως, η σύμπνοια της γνώμης, η ταυτότης της κινήσεως και η συμφωνία με το ένα πρόσωπον, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται εις την κτιστήν φύσιν, δια τούτο μονάς απ’ αρχής, εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη».

“Λόγος ΚΘ, 16, 9”: «Η ονομασία Πατήρ δεν είναι χαρακτηρισμός ούτε της ουσίας, ούτε της ενεργείας, αλλά σημαίνει την σχέσιν του Πατρός προς τον Υιόν ή του Υιού προς τον Πατέρα. Όπως δηλ. εις ημάς τους ανθρώπους αι ονομασίαι αύται φανερώνουν την γνησιότητα και την ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος και γεννηθέντος».

Άγιος Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται το γραφέν υπό Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που είναι άξιος να την κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στην Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από την Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία. Μετά όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρη­της Θεογονίας αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερού­σιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυ­τών, ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιω­νίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννή­σεως.»

Περί θείων ενεργειών - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς


2. «Η θεολογία λοιπόν άλλα μεν παραδίδει υπό μορφή ενώσεων, άλλα δε υπό μορφή διακρίσεων· και δεν είναι θεμιτό ούτε τα ενωμένα να διαιρούμε ούτε τα διακεκρι­μένα να συγχέουμε». Αυτός δε που τοποθετεί ταύτα εναντίον αλλήλων και επιχειρεί να τα αναίρεσει δι’ αλλήλων, και στους μεν ευσεβώς φρονούντες και λέγοντες ότι ο Θεός είναι ένας αντιθέτει την πολυτροπωτάτη διάκρισιν αυτού, στους δε προβάλλοντες τις διακρίσεις του Θε­ού αντεπιφέρει το ενιαίο και αδιαίρετο του Θεού, έτσι δε νομίζοντας ότι τους ελέγχει ως πολυθέους, αυτός ας γνωρίζει ότι χρησιμοποιεί τους λόγους του πνεύματος εναντίον του πνεύματος, όπως οι Έλληνες την κτίσιν κατά του κτίσαντος, και ότι αυτός είναι μάλλον ο διακρινόμενος δι’ αγνωσίαν κατά τον απόστολον του Θεού, ο οποίος ούτε εσκέφθη ποτέ ότι οι αφαι­ρέσεις δεν εναντιούνται προς τις θέσεις. Διότι ο Θεός είναι και ών και μη ών, πανταχού και πουθενά, πολυώνυ­μος και ακατονόμαστος, αεικίνητος και ακίνητος, και απλώς τα πάντα και τίποτε από τα πάντα· διότι τα φαινό­μενα να αντιτίθενται προς άλληλα και κατά φύσιν απέχοντα πολύ απ' αλλήλων και απαρνούμενα κάθε συνδυα­σμό επί του Θεού συμφιλιώνονται και συνδυάζονται και συναληθεύουν πλήρως μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν το θείον είναι και έν και μη έν, αμφότερα ευσεβώς και έκαστον τούτων κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους.

3. Πράγματι ο Θεός είναι μη έν και κατά υπεροχήν, καθ' όσον είναι υπεράνω του ενός και ορίζει αυτό τούτο το έν. Είναι δε επίσης μη έν και ως διαιρούμενον, καθ’ ό­σον o ένας Θεός διαιρείται σε τρεις τέλειες υποστάσεις· διότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι δια­κεκριμένα πρόσωπα της μιας θεότητος, χωρίς έτσι να εισάγεται καμμία αντιστροφή ή κάποια κοινότης[Ή ΚΑΠΟΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ]. Είναι δε πάλιν εκτός τούτου και κάτι το διακεκριμένο η κατά τα ανθρώπινα πλήρης και αναλλοίωτος ύπαρξις του Ιη­σού. Αυτός δηλαδή ο ένας Θεός, ο προσκυνούμενος σε τρεις υποστάσεις και μία ουσία αμερώς και αμερίστως, διαιρείται σε διαφόρους ενέργειες. Κατά τον θειο Μάξιμο «ο Θεός λέγεται ότι πληθύνεται διά του καθ' έκα­στον προς παραγωγήν των όντων βουλήματος πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους». Και κατά τον απόστολον, «σε άλλον μεν δίδεται διά του πνεύματος λό­γος σοφίας, σε άλλον δε κατά το ίδιον πνεύμα λόγος γνώσεως, σε άλλον δε πίστις, σε άλλον δέ κατά το ίδιον πνεύμα χαρίσματα ιαμάτων». Επομένως κατά τον μέγαν Διονύσιον, εάν «θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, δηλαδή ενέργεια, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει εαυτήν υπερηνωμένως, ενωμένες μεν είναι κατά την θεία διάκρισιν οι άσχετες μεταδόσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», «διακρίνονται δε και κατά την αγαθοπρεπή ταύτη πρόοδον τα ιδιώματα της ανθρωπικής θεουργίας του Ιησού∙ διότι σε αυτά κατά κανένα τρόπον δεν μετέχει ο Πατήρ και το Πνεύμα, εκτός μόνον της ευδοκίας και φιλανθρωπίας και όλων όσα έπραξε ως Θεός». Εάν λοιπόν «εμείς σπεύδουμε και να ενώνουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγο, όπως τα ίδια τα θεία ενώνονται και διακρίνονται», πρέπει να ομολογούμε ότι άλλο είναι ουσία επί του Θεού, άλλο δε υπόστασις δηλαδή πρόσωπον, μολονό­τι είναι ένας Θεός προσκυνούμενος σε μίαν ουσία και τρεις υποστάσεις· και άλλο μεν ουσία, άλλο δε πρόοδος δηλαδή ενέργεια ή θέλημα επί Θεού, μολονότι ένας Θεός είναι, ενεργής και θελητικός. Αλλά όπως ο λέγων αυτόν θελητικόν δηλώνει ότι έχει θέλημα, έτσι και ο αποκαλέσας αυτόν ενεργή υποδηλώνει ότι έχει ενέργειαν. Όποιος δε ισχυρίζεται ότι ο ενεργής είναι άμοιρος ενεργείας, είναι φανερό ότι θεωρεί αυτόν ανενέργητον, αποδίδοντας σε αυτόν το ενεργές ως γυμνόν ήχον λόγου∙ διότι, λέγει, «δεν είναι δυνατόν να ενεργεί χωρίς φυσική ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ουσία και φύσιν».

4. Όπως λοιπόν, ακούοντες τον Υιόν να λέγει «εγώ και ο Πατήρ είμεθα έν», δεν συγχέουμεν τις υποστάσεις, αλλά αναγόμεθα στο ενιαίο της ουσίας και στο ανεκφοίτητο του Υιού από τούς πατρικούς εκείνους κόλπους (διότι ως έν πράγμα αναγνωρίζουμε την προαιώνιο ουσία και την αγίαν και προσκυνητή από όλα τα κτίσματα Τριάδα, και μονάς μεν είναι αδιαίρετος κατά την ουσία ο Θεός, τριάς δε κατά τις υποστάσεις), έτσι και όταν λέγουμε ότι εν είναι η ουσία και η ενέργεια του Θεού, δεν αναιρούμε την θεία πρόοδο, ούτε παραγνωρίζουμεν την (θεία) ενεργητική φύσιν σε ενέργειαν, ούτε αναλύουμε αυτές σε αλλήλες. Αν πράγματι και επί της απλής και ασωμάτου φύσεως η ουσία και ενέργεια επιδέχονται την ιδίαν λογική, αλλά η καθεμία έχει ακινήτους τις καταλλήλους σε αυτή ιδιότητες, μένει η μεν μία ουσία η δε άλλη ενέργεια. Και με τον πατέρα ο υιός επιδέχεται τον ίδιον λόγον, επειδή πάσα γέννησις καθιστά τον γεννώμενον όμοιο με τον γεννώντα, μένει όμως υιός ο υιός, μή μεταποιούμενος σε πατέρα διά την ομοιότητα και την ταυτότητα τού κατά φύσιν λόγου. Όμως δεν πρέπει να δεχθεί κανείς εδώ τον λόγον ως όρον, αλλά απλώς υπό την έννοια των ονομάτων∙ διότι το θείον κατ’ ουσία είναι αόριστον. Επειδή δε ενίοτε η ουσία και η ενέργεια διαφέρουν μεταξύ τους, διά τούτο πάλιν δεν επιδέχονται τον ίδιον λόγον∙ και από αυτό δεν παραβλέπεται η απλότης του Θεού, όπως λέγει πάλι αλλού ο μέγας Βασί­λειος. Και ο σοφός δε στα θεία Κύριλλος λέγει σα­φώς ότι «της μεν θείας ουσίας ίδιον είναι να γεννά, της δε ενεργείας να ποιεί, φύσις δε και ενέργεια δεν είναι το ίδιον».

Δεν υπάρχουν σχόλια: