Συνέχεια από: 3ο κεφάλαιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
§ 10. Η ομοσπονδιακή ενότητα
Η ενότητα του κατατεμαχισμένου χριστιανικού κόσμου γίνεται στην εποχή μας το κεντρικό θέμα της θεολογίας και του εκκλησιαστικού βίου.Η προσπάθεια για προσέγγιση, διάλογο, αλληλοκατανόηση και συνεργασία των διηρημένων εκκλησιών και ομολογιών παίρνει συγκεκριμένη μορφή στα πλαίσια της λεγόμενης οικουμενικής κίνησης. Είναι όμως αδύνατο να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε σωστά το φαινόμενο αυτό της οικουμενικής κίνησης, αν δεν επισημάνουμε, έστω και επιγραμματικά, τις ιστορικές του ρίζες και αφετηρίες που βρίσκονται οπωσδήποτε στον προηγούμενο αιώνα.
Ο 19ος αιώνας αντιπροσωπεύει μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για τον ιστορικό βίο της δυτικής χριστιανοσύνης. Για τη σύνολη ζωή της Ευρώπης είναι εποχή ακραίου ορθολογισμού: αιτιοκρατικού θετικισμού στις επιστήμες και κοινωνικής χρησιμοθηρίας στο χώρο των αστικο - ταξικών ανταγωνισμών. Παράλληλα (και σε οργανική ίσως συνάρτηση) είναι και ο αιώνας του εθνικισμού, των φυλετικών αυτονομήσεων και της σκληρυμένης πόλωσης ατόμου και ομάδας (individual and collective) στα όρια της καπιταλιστικής οικονομίας.
Στις χριστιανικές εκκλησίες το πνεύμα του αιώνα εισβάλλει με τη μορφή μιας «φιλελεύθερης θεολογίας» που φθάνει ως την άμβλυνση ή την απώλεια και των τυπικών γνωρισμάτων της χριστιανικής πίστης σε τριαδικό Θεό και σε Θεό Λόγο σαρκωθέντα και αναστάντα. Ακολουθεί αναπόφευκτα η συντηρητική αντίδραση που είναι ουσιαστικά συμβιβαστική, σκοπεύει στο συγκερασμό των λογικοκρατικών απαιτήσεων της εποχής με την πιστότητα στο δόγμα και με το πνεύμα του πιετισμού. Αλλά οι θεολογικές αντιδικίες αφήνουν όλο και περισσότερο αδιάφορο το λαό: «οι μορφωμένοι θέλγονται από τη σκέψη του Feuerbach, του Schopenhauer, του Strauss, του Renan, στρέφονται σε ένα είδος επιστημονικού υλισμού, ενώ ο μεγάλος πληθυσμός των πόλεων απορροφάται από τα εργατικά κινήματα και πέφτει στην απιστία. Η Εκκλησία αποξενώνεται από το λαό, οι ναοί αδειάζουν, οι περισσότεροι διατηρούν επαφή με την εκκλησία μόνο για το βάπτισμα, το χρίσμα, το γάμο και την ταφή».
Παράλληλα (και σε οργανική ίσως συνάρτηση) καινούργιες φυγόκεντρες τάσεις ακραίου πιά κατατεμαχισμού του προτεσταντικού κόσμου οδηγούν στη δημιουργία ομάδων και κλάδων αποχρωματισμένων και από το στοιχειώδη ευαγγελικά γνωρίσματα της Εκκλησίας. Το πνεύμα του ορθολογιστικού υποκειμενισμού, αλλά και της «αποδοτικότητας» της οργανωμένης ομάδας – ένα περίεργα μίγμα λογικοκρατίας και πιετισμού – διαμορφώνει αυτές της καινούργιες «σέκτες». Αλλά και εδώ η συντηρητική αντίδραση που ακολουθεί και συγκεκριμενοποιείται στην ιδέα μιας «ευαγγελικής καθολικότητας», είναι ουσιαστικά συμβιβαστική, σκοπεύει σε ένα είδος ενότητας που αρκείται στην κοινή πίστη στο Χριστό της Γραφής, χωρίς περισσότερες απαιτήσεις συμφωνίας στην ερμηνεία της Γραφής και των αληθειών της.
Από τις συμβιβαστικές αυτές τάσεις (που παρακολουθούνται παράλληλα από πολύμορφες διασπαστικές κινήσεις στους κόλπους όλων των μεγάλων προτεσταντικών ομολογιών) θα προκύψουν οι πρώτες προσπάθειες για τη διοικητική ενοποίηση λουθηρανών και καλβινιστών στη Γερμανία, η πρώτη προσέγγιση των αγγλικανικών κλάδων με το Συνέδριο του Lambeth (1867) και αντίστοιχες ενθουσιαστικές προθέσεις στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες και στη Σκανδιναβία. Το εντυπωσιακώτερο αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση στον αγγλοσαξωνικό κόσμο δύο διεθνών κινήσεων χριστιανικής νεολαίας («Χριστιανική Αδελφότητα Νέων» - Y.M.C.A. - το 1844, και «Χριστιανική Ένωση Νεανίδων» – Υ.W.C.A. - το 1855) που απλώνονται προοδευτικά σε πολλές χώρες όλων των ηπείρων.
Οι προσπάθειες για την προσέγγιση, συνεργασία ή και διοικητική ενοποίηση των προτεσταντικών ομολογιών θα αναπτυχθούν με τρόπο εντυπωσιακό στον 20ο αιώνα, κάτω από την πίστη της ραγδαία αυξανόμενης θρησκευτικής αδιαφορίας των μαζών και των οργανωμένων αντιθρησκευτικών κινημάτων. Οι τοπικές προτεσταντικές εκκλησίες της Γερμαvίας (Landeskirchen) θα πετύχουν μια πρώτη, αν και χαλαρή μορφή ομοσπονδίας το 1922 (Deutscher evangelischer Kirchenbund) κaι μια πληρέστερη, διοικητική Ενοποίηση το 1933, με την ίδρυση της Deutsche evangelische Kirche. Ανάλογη ενοποίηση θα επιτευχθή στη Γαλλία το 1938 (Eglise réformée de France), στην Ελβετία το 1920, στην Ολλανδία το 1946 κ.λπ.
Η αντίστοιχη κίνηση στον αγγλοσαξωνικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Αμερική παίρνει μια ξεχωριστή, διεθνιστική ευρυτητα και αρχίζει να αποβλέπη στην προσέγγιση, συνεργασία και ένωση όλων των χριστιανικών εκκλησιών. Από την κίνηση αυτή προέκυψαν συγκεκριμένοι διεθνείς οργανισμοί, αποκλειστικά προτεσταντικοί στην αφετηρία τους, που διευρύνθηκαν προοδευτικά με τη συμμετοχή των Ορθοδόξων και αποτέλεσαν τή βάση για τη διαμόρφωση της λεγόμενης σήμερα οικουμενικής κινήσεως: το 1910 Ιδρύεται το Παγκόσμιο Συνέδριο για την Πίστη και τη Διοργάνωση (World Conference for Faith and Order) και το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο (The International Missionary Council). Ακολουθεί το 1914 ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος για Προαγωγή της Διεθνούς Φιλίας μέσω των Εκκλησιών (The World Alliance for Promoting International Friendship through the Churches), και το 1920, η Παγκόσμια Κίνηση Ζωής και Εργασίας (World Movement on Life and Work).
Το 1938, σε παγκόσμιο συνέδριο με συμμετοχή προτεσταντών και ορθοδόξων στην Utrecht της Ολλανδίας αποφασίζεται η συγχώνευση των δύο οργανώσεων «Πίστεως - Διοργανώσεως» και «Ζωής - Εργασίας» σε ενιαίο οργανισμό, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, οργανωτικό φορέα της οικουμενικής κινήσεως, στον οποίο θα αντιπροσωπεύονται όχι πια ιδιωτικές πρωτοβουλίες, αλλά επίσημα οι εκκλησίες και ομολογίες. Η ίδρυση αυτού του οργανισμού αναστέλλεται από την έκρηξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και πραγματοποιείται τελικά το 1948 με πρώτη Γενική Συνέλευση στο Αmsterdam. Η Συνέλευση συγκροτήθηκε από 351 αντιπροσώπους με 136 αναπληρωτές από 147 Εκκλησίες και ομολογίες από 4 κράτη. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αντιπροσωπεύθηκαν μόνο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την Εκκλησία της Κύπρου και την Εκκλησία της Ελλάδος. Αντιπροσωπεύθηκαν επίσης οι αντιχαλκηδόνιες ανατολικές Εκκλησίες, οι παλαιοκαθολικοί και οι αγγλικανοί.
Στο Καταστατικό που έγινε δεκτό από τη Συνέλευση του Αmsterdam, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ορίζεται ως «αδελφότητα Εκκλησιών που δέχονται τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα». Αυτή η βάση (Basis) - προϋπόθεση συμμετοχής συμπληρώθηκε δεκατρία χρόνια αργότερα, στη Γενική Συνέλευση του New Delhi (Iνδίες) το 1961, ως εξής: «Το Π.Σ.Ε. είναι μια αδελφότητα εκκλησιών που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και προσπαθούν να ανταποκριθούν από κοινού στην κοινή τους κλήση προς δόξαν του μόνου Θεού, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος».
34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, 35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· 36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· Άγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.
~ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς.
«Άλλο η συμφιλίωση των ανθρώπων, και άλλο η συμφιλίωση των θρησκειών. Ο Χριστιανισμός επιβάλλει ν’ αγαπάμε με όλη μας την καρδιά τους πάντες, όποια πίστη και αν έχουν..!
Συγχρόνως όμως μας διατάζει να κρατάμε αλώβητη την πίστη μας και τα δόγματά της. Σαν χριστιανοί πρέπει να ελεούμε όλο τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους! Ακόμη και τη ζωή μας να δώσουμε γι αυτούς.
Αλλά τις αλήθειες Του Χριστού δεν έχομε το δικαίωμα να τις θίξομε. Γιατί δεν είναι δικές μας. Η πίστη Του Χριστού δεν είναι ιδιοκτησία μας να την κάνομε ό,τι θέλομε! »
Πηγή: tideon.org
«Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν.» (Ματθ. 10, 34)
«Ο Χριστός φέρνει την ουράνια ειρήνη του σ’εκείνους που τον εμπιστεύονται.
Αλλά δεν ήλθε να φέρει ειρήνη μεταξύ των υιών τού φωτός και των υιών τού σκότους.
Μας λέει :
Δεν ήλθα να συμφιλιώσω
την Αλήθεια με το ψέμμα,
την Σοφία με την βλακεία,
το Καλό με το κακό,
το Δίκαιο με το άδικο,
την Ανθρωπιά με την κτηνωδία,
την Αγνότητα με την ασωτία,
τον Θεό με τον μαμωνά,
αλλά έφερα το ξίφος μου γιά να κόψω
το ένα από το άλλο.»
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς-«Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται», Εκδόσεις «Εν Πλώ»
ΑΠΟ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΣΕ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΟΛΗ Η ΣΩΤΗΡΙΑ.Τόσο στα προπαρασκευαστικά κινήματα των αρχών του αιώνα όσο και στη θεσμοποίηση της οικουμενικής κίνησης με το Π.Σ.Ε. αρνήθηκε συμμετοχή η ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ένα decretum της «Αγίας Έδρας» το 1927 απαγόρευε κάθε συμμετοχή των ρωμαιοκαθολικών στις οικουμενιστικές προσπάθειες και η εγκύκλιος Mortalium animos (1028) του πάπα Πίου ΧΙ διευκρίνιζε τους λόγους της απαγόρευσης: «Η ένωση των χριστιανών δεν μπορεί να επιτευχθή παρά μόνο με την επιστροφή των αποσχισθέντων στη μόνη αληθινή εκκλησία του Χριστού», που είναι η ρωμαιοκαθολική, «και όχι με παγχριστιανικά συνέδρια». Το Βατικανό περιορίστηκε στην αποστολή παρατηρητών στα παγχριστιανικά συνέδρια, όπως και στις συνελεύσεις του Π.Σ.Ε.
Ενδιαφέρον οπωσδήποτε «άνοιγμα» της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς την οικουμενική κίνηση θεωρήθηκε η ίδρυση ειδικής Γραμματείας στο Βατικανό για την προαγωγή της ενότητας μεταξύ των χριστιανών, το 1960. Αλλά η απόφαση για τον οίκουμενισμό (Decretum de Oecumenismo) της Δεύτερης Βατικανικής Συνόδου δεν άφησε περιθώρια για αισιόδοξες ερμηνείες αυτού του «ανοίγματος»: Η απόφαση αναγνωρίζει την επενέργεια της Χάρης του Αγίου Πνεύματος στην οικουμενική προσπάθεια για την αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών, αλλά την πραγμάτωση αυτής της ενότητας τη βλέπει μόνο σαν επιστροφή των «αποσχισθέντων αδελφών» (fratrum seiunctorum) στους κόλπους της Μιας Καθολικής Εκκλησίας που έχει ως κεφαλή τον διάδοχο του Πέτρου πάπα της Ρώμης. Το «άνοιγμα» των ρωμαιοκαθολικών εξαντλείται στη διαπίστωση πως «καθένας που πιστεύει στο Χριστό και έχει δεχθή το Βάπτισμα με σωστό τρόπο βρίσκεται οπωσδήποτε σε κάποιο είδος κοινωνίας, αν και όχι πλήρους, με την καθολική Εκκλησία» (Κεφ. 1. §3).
Βέβαια, παρά την επίσημη αδιαλλαξία, η Δεύτερη Βατικανή Σύνοδος εγκαινιάζει μια περίοδο συστηματικής και μεθοδευμένης ερωτοτροπίας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας με την οικουμενική κίνηση. Η αποστολή παρατηρητών τόσο στις ολομέλειες όσο και στις επιμέρους συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. επισημοποιείται και εξελίσσεται σε ένα είδος ανοιχτής, αν και πάντοτε ανεπίσημης συνεργασίας, κυρίως με τη θεσμοποίηση μικτών ομάδων εργασίας με συμμετοχή αντιπροσώπων του Π.Σ.Ε. και μελών της Γραμματείας του Βατικανού για την ενότητα των χριστιανών.
Αντίθετα προς τη ρωμαιοκαθολική τακτική, η στάση των Ορθοδόξων απέναντι στην οικουμενική κίνηση ήταν από την αρχή απερίφραστα θετική. Και χάρις ακριβώς στην πρόθυμη συμμετοχή των Ορθοδόξων οι διεθνιστικές προσπάθειες των προτεσταντών πήραν «οικουμενικό» χαρακτήρα. Διαφορετικά η όλη αυτή κίνηση θα έμενε εγκλωβισμένη στα πλαίσια ενός αδιέξοδου ενδοπροτεσταντικου διαλόγου, δίχως το κύρος και την αποτελεσματικότητα μιας «παγχριστιανικής» συνεργασίας.
Οι ιστορικοί σταθμοί της ορθόδοξης συμμετοχής στην οικουμενική κίνηση είναι γνωστοί και πολλαπλά σχολιασμένοι. Το 1902 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ απευθυνει εγκύκλιο προς τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, θέτοντας το πρόβλημα των μεταξύ τους σχέσεων, αλλά και «τῆς ἐξευρέσεως σημείων συναντήσεως καὶ ἐπαφῆς πρὸς τὰς ἄλλας Έκκλησίας… ἐπὶ τῷ παρασκευάσαι πεδίον όμαλῆς φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως και καθορίσαι ἐν κοινῇ ὁμοφωνίᾳ τῶν μελῶν τῆς καθόλου ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας τὰς βάσεις, τὰ μέτρα καὶ τὰ μέσα, τὰ ὡς ἄριστα κριθησόμενα».
Ακολουθεί το συνοδικό Διάγγελμα του οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το 1920, «πρὸς τὰς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας του Χριστού», «μὴ λογιζομένας ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἄλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ», τις ὁποῖες καλεῖ «μὴ ὑστερήσαι σήμερον θλιβερῶς τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν, αἴτινες τὸ πνεῦμα ακριβῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς διδασκαλίας ἐφαρμόζουσαι τοῦ Χριστοῦ, συνέπηξαν ήδη ἐπ' αἰσίοις τὴν Κοινωνίαν λεγομένην τῶν Ἐθνῶν πρὸς ὑπεράσπισιν τοῦ δικαίου καὶ καλλιέργειαν τῆς ἀγάπης καὶ συπνοίας μεταξύ τῶν ἐθνῶν».
Το Διάγγελμα προτείνει συγκεκριμένα «τὴν σύμπηξιν τὸ κατ' ἀρχὰς συναφείας καὶ κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν», με προσδιορισμένους στόχους: Την κατάπαυση του ομολογιακού προσηλυτισμού. Την παραδοχή ενιαίου ημερολογίου για τον ταυτόχρονο εορτασμό των μεγάλων χριστιανικών εορτών. Την ανταλλαγή εόρτιων γραμμάτων. Την επικοινωνία των θεολογικών Σχολών και την ανταλλαγή σπουδαστών της θεολογίας. Την οργάνωση παγχριστιανικών συνεδρίων. Την “απαθή και επί το ιστορικώτερον” εξέταση των δογματικών διαφορών. Τον αμοιβαίο σεβασμο των τοπικών ηθών και εθίμων. Το διακανονισμό του προβλήματος των μικτών γάμων. Την αλληλοενίσχυση των εκκλησιών σε φιλανθρωπικά και κοινωνικά έργα.
Θα ήταν δύσκολη και παρακινδυνοημένη η απόπειρα να διατυπωθή «παρεμπιπτόντως» (και όχι με ειδική συστηματική μελέτη) μια θεολογική κριτική αυτού του Διαγγέλματος. Και τούτο γιατί το Διάγγελμα έχει καταξιωθή από τον ομόφωνα ενθουσιασμό τόσο των ορθοδόξων του και των προτεσταντών μελετητών της Ιστορίας της οικουμενικής κινήσεως.
Θα μπορούσε ωστόσο να εκφρασθή μια καταρχήν και «προς μελέτην» επιφύλαξη: ότι σε φαινομενική τουλάχιστον αντίθεση τόσο προς την Εγκύκλιο του 1902 όσο και προς την σαφέστατη Εκκλησιολογική τοποθέτηση των ρωμαιοκαθολικών, το συνολικό Διάγγελμα του 1920 μοιάζει να υποκαθιστά ή να αποσιωπά την αλήθεια της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και του υπαρκτικού μυστηρίου της σωτηρίας, για χάρη της κοινωνιστικής και πιετιστικής αντίληψης ενός ιδεολογικού “χριστιανισμού”. Δύο κυρίως στοιχεία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν αυτό τον καταρχήν ισχυρισμό: Η υποτίμηση και σχετικοποίηση των δογματικών διαφορών (που εκφράζει οπωσδήποτε μια ακαδημαϊκή- ομολογιακή αντίληψη των δογμάτων) και το κίνητρο της ηθικής ωφελιμότητας και χρησιμότητας που προβάλλεται για να κατοχύρωση την ανάγκη της προσέγγισης των εκκλησιών.
Στο Διάγγελμα εκφράζεται η άποψη ότι ο δογματικές Διαφορές δεν αποκλείουν «την προσέγγισιν προς αλλήλας και κοινωνίαν των Εκκλησιών». Το μόνο που εμποδίζει αυτή την προσέγγιση είναι «αι από των παλαιών προλήψεων και έξεων ή και εξ αξιώσεων δυσχέρειαι, αι τοσάκις τέως το έργον της ενώσεως ματαιώσασαι». Και ως κίνητρα για την «ζωηροτέραν και ανύποπτον προς αλλήλας συνάφειαν των Εκκλησιών» προβάλλεται αποκλειστικά η χρησιμότητα και ωφελιμότητα αυτής της συνάφειας. Γιατί είναι πολλοί οι κίνδυνοι που απειλούν όχι κάποιες επιμέρους εκκλησίες, αλλά την ολότητα των εκκλησιών: «ο οσημέραι ευρυτέρας λαμβάνων διαστάσεις αλκοολισμός… η θριαμβεύουσα περιττή πολυτέλεια… η μόλις συγκαλυπτομένη φιληδονία και ηδυπάθεια… η ακολασταίνουσα ασχημοσύνη εν τη φιλολογία, τη ζωγραφική, τω θεάτρω ή και τη μουσική η θεοποίησις του πλούτου…».
Δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός της αλήθειας ότι ακόμα και η εξάλειψη όλων αυτών των κοινωνικών πληγών δεν σώζει τον άνθρωπο, και ότι μοναδική δυνατότητα σωτηρίας από το θανατο και την απόγνωση είναι το υπαρκτικό γεγονός της εκκλησιαστικής ενότητας, ο τριαδικός τρόπος της υπάρξεως, στα όρια ζωής του Ενός Σώματος της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας - έστω κι αν η ιστορική σάρκωση αυτής της αλήθειας βρίσκεται κρυμμένη σε κάποιες απόμερες γωνιές της πολυβασανισμένης Ανατολής.
Το συνοδικό Διάγγελμα του 1920 καθιερώνεται “ως ο καταστατικός χάρτης της συμμετοχής της Ορθοδοξίας εις την Οικουμενικήν κίνησιν”. Θα μπορούσε να ισχυρισθή κανείς και το αντίστροφο: Ότι το πνεύμα και η νοοτροπία του Διαγγέλματος διαμορφώνει και τη στάση των προτεσταντών απέναντι στους ορθοδόξους, επηρεάζοντας την όλη συγκρότηση και δομή του Π.Σ.Ε. Η οργανωτική διάρθρωση του Π.Σ.Ε. προϋποθέτει μια αντιμετώπιση των ορθοδόξων από τους προτεστάντες στο επίπεδο των εκκλησιολογικών και συτηριολογικών αντιλήψεων του Διαγγέλματος του 1920.
Από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής του το Π.Σ.Ε. δεν είναι χώρος συνάντησης ή διαλόγου παραδόσεων θεολογίας και πνευματικότητας (διαφοροποιημένων μέσα στο χρόνο τρόπων κατανοήσεως και βιώσεως της μυστηρίου της Εκκλησίας), με στόχο την επανεύρεση του υπαρκτικού γεγονότος της εκκλησιαστικής ενότητας, του γεγονότος της σωτηρίας που ευαγγελίζεται η Εκκλησία. Στο Π.Σ.Ε. δεν εκπροσωπούνται καταρχήν παραδόσεις, αλλά καταρχήν διοικήσεις θεσμοποιημένων εκκλησιαστικών οργανισμών, στα πλαίσια ενός τυπικά δυτικού οργανωτικού σχήματος, μιας “ομοσπονδίας” εκκλησιών. Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας του (πέρα από τις οποιεσδήποτε θεωρητικές διακηρύξεις) μεταθέτει τον οικουμενικό διάλογο από το επίπεδο των παραδόσεων στο επίπεδο της εκπροσώπησης αριθμητικών μονάδων εκκλησιών και ομολογιών - εκπροσώπησης που οργανωνεται στατιστικά, με βάση ποσοτικά-πληθυσμικά κριτήρια αριθμού ενοριών, άσχετα αν πρόκειται για ομολογιακές ομάδες αυθαίρετων θεολογικών επινοήσεων με ζωή λίγων δεκαετιών, ή για Πατριαρχεία με αποστολική ίδρυση και παράδοση αιώνων θεολογίας και αγιότητας. Και επειδή οι προτεσταντικές ομολογίες είναι ασύγκριτα πολυαριθμότερες από τις τοπικές-εθνικές ορθόδοξες Εκκλησίες η ζωή του Π.Σ.Ε., οι αποφάσεις και η μαρτυρία του στο σύγχρονο κόσμο, διαμορφώνονται αποκλειστικά από την ποσοτική υπεροχή των προτεσταντικών ψήφων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. (που αποτελεί το όργανο των ουσιωδών αποφάσεων) ένας και μόνο από τους δεκατρείς μετέχοντες προτεσταντικούς κλάδους (οι καλβινιστές) έχουν σαφή πλειοψηφία σε σχέση με το σύνολο των ορθοδόξων, όπως και μόνο οι μεθοδιστές έχουν συντριπτική πλειοψηφία σε σχέση και με τα τέσσερα μαζί τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της 'Ορθόδοξης' Ανατολής. Τόσο το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας όσο και το Πατριαρχείο Αντιοχείας έχουν στην Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. τον ίδιο αριθμό αντιπροσώπων με τον «Στρατό Σωτηρίας» (Salvation Army)... Για την αιτιολόγηση της αξιολογικής αυτής σύγκρισης από τον μη ενήμερο αναγνώστη, πρέπει να σημειωθή το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ότι οι αντιπρόσωποι του «Στρατού Σωτηρίας» (Salvation Army) δηλώνουν συνήθως αποχή από συζητήσεις σχετικές με το Ποτήριο της Ευχαριστίας, επειδή στις δικές τους συνάξεις το έχουν καταργήσει για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ... αντιαλκοολικοί. Τα Πατριαρχεία λοιπόν Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, φορείς και εκφραστές μιας Θεολογίας αιώνων αγιότητας και συγκλονιστικών επιτευγμάτων πολιτιστικού (τουλάχιστον) βίου, έχουν την ίδια ψήφο στην Κ.Ε. του Π.Σ.Ε. με τον αντι-αλκοολικό αντιπρόσωπο του «Στρατού Σωτηρίας».
Οπωσδήποτε, το συνοδικό Διάγγελμα του 1920 δεν ήταν η μοναδική «λήψη θέσεως» των Ορθοδόξων στο πρόβλημα της οικουμενικής κινήσεως. Υπάρχει και το γεγονός της αρχικής αρνήσεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, και των Εκκλησιών της Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας και Αλβανίας να συμμετάσχουν στην ίδρυση και λειτουργία του Π.Σ.Ε. Αντιπρόσωποι αυτών των Εκκλησιών συγκρότησαν συνέδριο στη Μόσχα (8 - 18 Ιουλίου 1948), με την ευκαιρία των 500 χρόνων από την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας, στο οποίο διακήρυξαν την αλήθεια της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας σε αντιδιαστολή τόσο προς την αλλοίωση αυτής της αλήθειας από τον παπισμό όσο και προς τις ενωτικές τάσεις της οικουμενικής κινήσεως, που αποβλέπει «εις την δημιουργίαν μιάς Εκκλησίας οικουμενικής, δυναμένης να ασκήση επιρροήν επί των διεθνών ζητημάτων... και εις την πραγματοποίησιν μιάς ενώσεως επί του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού τομέως»
Αλλά η σθεναρή αυτή στάση αλλοιώνεται προοδευτικά, και η μια μετά την άλλη όλες σχεδόν οι παραπάνω Εκκλησίες υποβάλλουν αιτήσεις εισδοχής και γίνονται δεκτές ως μέλη του Π.Σ.Ε. Στην Τρίτη Γενική Συνέλευση του New Delhi το 1961, το σύνολο περίπου των Ορθόδοξων Εκκλησιών μετέχουν ως εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε. Οι Εκκλησίες που είχαν υπογράψει την απόφαση του Συνεδρίου της Μόσχας το 1948 δεν θεώρησαν ποτέ αναγκαίο να δικαιολογήσουν με γραπτά κείμενα την αθέτηση εκείνης της απόφασης που τις δέσμευε ουσιαστικά.
Εκτός από το κείμενο της Μόσχας του 1948, οι ορθόδοξες επιφυλάξεις για τις κατά καιρούς αποφάσεις και θεολογικές διατυπώσεις των οικουμενικών συναντήσεων διαμορφώθηκαν και σε ιδιαίτερες δηλώσεις που κατέθεταν κάθε φορά οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι και που συνθέτουν μια οπωσδήποτε σαφή μαρτυρία και διευκρίνιση της πίστεως και αυτοσυνειδησίας των ανατολικών Εκκλησιών. Το σύνολο αυτών των κειμένων θα πρέπει να αποτελέση κάποτε αντικείμενο μιάς συστηματικής θεολογικής θεώρησης, χρήσιμης κυρίως για την Ιστορία, αφού είναι κείμενα που δεν κατόρθωσαν ποτέ να επηρεάσουν τη σύνολη πορεία και εξέλιξη του Π.Σ.Ε. ή τον εσωτερικό βίο των Ορθόδοξων Εκκλησιών.
Πραγματικά, για τον ιστορικό βίο των Ορθοδόξων, τόσο στο επίπεδο του λαϊκού πληρώματος όσο και της διοικητικής ιεραρχίας, οι συνέπειες από τη συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση ήταν μάλλον ασήμαντες. Η συμμετοχή ευνοήθηκε κυρίως από τους κύκλους της ακαδημαϊκής θεολογίας που ήταν περισσότερο ανοιχτοί σε μια ομολογιακή - ιδεολογική αντίληψη του χριστιανισμού, ή και από τους διοικητικούς παράγοντες στο ποσοστό που απέβλεπαν σε συγκεκριμένα ωφέλη πολιτικά, οικονομικά, διεθνών σχέσεων και προβολής. Υπήρξε οπωσδήποτε και ένας γενικώτερος επηρεασμός των θεολόγων, θετικός ή αντιθετικός: Μια διεύρυνση του προβληματισμού και μια γονιμώτατη πρόκληση της θεολογικής ευαισθησίας, όπως και φανατικές συντηρητικές αντιδράσεις που κατήγγειλαν τον «οικουμενισμό» ως προσπάθεια ομολογιακού συγκρητισμού και ως «παναίρεση». Αλλά το μεγάλο μέρος τόσο του λαϊκού πληρώματος όσο και του κλήρου των Ορθόδοξων Εκκλησιών έμεινε μάλλον αδιάφορο και άσχετο με την οικουμενική κίνηση.
᾿Αλλὰ ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση ἦταν ὁπωσδήποτε ἀφορμὴ καὶ γιὰ τὴν εὐρύτατη προβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης Εκκλησίας, Θεολογίας καὶ πνευματικότητας στὸ χῶρο τῆς Δύσης.[ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΝΩΤΙΚΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΖΑΝ ΣΑΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΗΡΑΝ ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΕΝΩΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΚΙΝΑΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΘΕΟΥ] Ὄντας ἀπαραίτητη ἡ παρουσία τῶν ᾿Ορθοδόξων γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ παγχριστιανικοῦ χαρακτήρα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ἔγινε καὶ ἀφορμὴ νὰ ἀνακαλύψουν οἱ δυτικοὶ χριστιανοὶ τὶς συμπτωματικά ἢ μεθοδευμένα λησμονημένες ἀποστολικὲς Ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς καὶ τὸν πλοῦτο; τῆς πνευματικῆς τους Παράδοσης.
Αὐτὴ ἡ ἀνακάλυψη πῆρε ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακές διαστάσεις μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μὲ τὴν οὐσιαστικὴ συμβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ρωσικῆς διασπορᾶς στὴ Δύση καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῶν θεολογικῶν ἀναστημάτων της. Έτσι, οἱ συγγραφὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων τῆς ᾿Ανατολῆς, ὁ μοναχισμὸς καὶ εἰδικώτερα ὁ ησυχασμός, οἱ Εἰκόνες, ἡ ὑμνολογία καὶ γενικώτερα ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγιναν ἀντικείμενα εἰδικῶν κέντρων ἔρευνας καὶ σπουδῆς, εἰδικῶν πανεπιστημιακῶν ἑδρῶν, εἰδικῶν περιοδικῶν καὶ πλήθους ἐκδόσεων, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρυτάτου λαϊκοῦ ἐνδιαφέροντος 144. Η ποιοτική καὶ θεολογική ἀποτίμηση αὐτῆς τῆς ἀνακάλυψης[ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΔΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ] καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος ποὺ τὴ συνόδευε θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐπίσης θέμα μιᾶς ξεχωριστῆς μελέτης. Αν καὶ ξεφεύγουν ἀπὸ τὴ δυνατότητα κάθε ἀντικειμενικῆς ἀποτίμησης οἱ οὐσιαστικώτερες πλευρὲς τῆς ὀρθόδοξης παρουσίας καὶ μαρτυρίας στὴ σύγχρονη Δύση, στὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς μοναστικῆς ἄσκησης.
Ωστόσο, παρὰ τοὺς θετικοὺς αὐτοὺς καρποὺς –τὴν προσέγγιση τῶν δυτικῶν ὁμολογιῶν καὶ τὴ συνειδητοποίηση τῆς πνευματικής τους ομοιογένειας, ὅπως καὶ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ πλούτου τῆς πνευματικῆς Παράδοσης τῶν ᾿Ορθοδόξων– μιὰ βαθύτατη κρίση προσανατολισμοῦ ἐμφανίστηκε πολύ νωρὶς στοὺς κόλπους τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης καὶ εἰδικώτερα τοῦ Π.Σ.Ε.(ματος) Ἡ κρίση παίρνει τὴ μορφὴ πραγματικοῦ ἀδιεξόδου κάθε φορὰ ποὺ τὸ Π.Σ.Ε. θὰ βρεθή μπροστὰ στὸ πρόβλημα τῆς ἐκκλησιολογικῆς του ταυτότητας ἢ στο πρόβλημα τῶν προοπτικῶν καὶ τελικῶν του στόχων. Οἱ βιβλικοὶ καὶ παραδοσιακοὶ ὁρισμοὶ τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐφαρμοσθοῦν στὴν περίπτωση τοῦ ὁμοσπονδιακοῦ αὐτοῦ ὀργανισμοῦ, οὔτε καὶ γίνονται ἀποδεκτοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη του. Ἔτσι ἡ ἐκκλησιολογική φύση τοῦ Π.Σ.Ε. μένει ἀπροσδιόριστη. Καὶ ἂν ὑπάρξη κάποια διατύπωση μὲ τέτοια εὐρύτητα ὥστε νὰ τὴ δεχθοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, τότε εἶναι σίγουρο πὼς κάθε ἐκκλησία-μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. τὴν ἑρμηνεύει μὲ τὸ δικό της τρόπο.
Αὐτὴ ἡ ἀνυπαρξία οὐσιαστικῆς ταυτότητας δημιουργεῖ ἀπεριόριστα περιθώρια σύγχυσης, διχογνωμιῶν καὶ αὐθαιρεσίας σὲ κάθε περίπτωση ἀπόφασης ποὺ κρίνει τὸν προσανατολισμὸ καὶ τοὺς βασικούς στόχους τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ μοναδική δυνατότητα γιὰ νὰ περισωθῆ ἡ ὕπαρξη τοῦ ὀργανισμοῦ, εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς δεδομένης γραφειοκρατικῆς δομής του ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἀναπλήρωση κάθε οὐσιαστικῆς προοπτικῆς μὲ τὴν ἀμεσότητα μιᾶς ὀρθολογικά προγραμματισμένης καὶ βραχυπρόθεσμης δραστηριότητας. ᾿Από πολύ νωρὶς ἔγινε δεκτὴ ἡ ἀρχή: Ἂν ἡ θεωρητική διατύπωση τῆς ταυτότητας τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι ἐφικτή, μπορεῖ ὡστόσο νὰ διαφανῆ ἔμπρακτα μέσα ἀπὸ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ δράση. «Lehre trennt, Dienst verbindet» (Η διδαχή χωρίζει, ἡ διακονία ενώνει)145, ἔλεγε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ συνθήματα τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης της, χαρακτηριστικὸ τῆς ἀφετηριακῆς ἀδυναμίας να συνδεθῆ ἡ θεολογία μὲ τὴν[ορθοδοξη] ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς σωτηρίας.
Η θεωρητική θεμελίωση μιᾶς οἰκουμενικής δραστηριότητας ἄσχετης μὲ τὴ θεολογία καὶ τὶς διαφωνίες ποὺ προκαλεῖ, ἄρχισε νὰ παίρνη συγκεκριμένη μορφὴ στὸ τέταρτο συνέδριο του τμήματος «Πίστη καὶ Διοργάνωση», στὸ Μontreal τὸ 1963, ὅπου πρωτοεμφανίστηκε ἡ πρόταση γιὰ μιὰ ἀλλαγὴ κατευθύνσεως στοὺς στόχους τοῦ οἰκουμενισμοῦ, γιὰ ἕνα πέρασμα «ἀπὸ τὴ θεολογια στὴν ἀνθρωπολογία», ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὴν ἀνθρωπότητα, ἢ ἀκόμη «ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο»146. Ἡ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὴν Uppsala τὸ 1968 υἱοθέτησε ἐπίσημα αὐτὴ τὴ στροφή, στὰ πλαίσια μιᾶς εὐρύτερης μεθοδολογίας μὲ κέντρο τὴ σπουδὴ τοῦ Humanum 147.
Βάση τῆς θεωρητικῆς θεμελίωσης ἦταν ἡ ὁπωσδήποτε κοινὴ ἀποδοχή, ἀπὸ ὅλες τὶς θεολογίες καὶ παραδόσεις, τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαντλείται στὴ δημιουργία ἑνὸς θεσμοῦ, ἀλλὰ ἀποκαλύπτει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σύνολη ανθρωπότητα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τη δημιουργία 148.[ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ]
Ωστόσο, ἡ κοινὴ αὐτὴ βάση ἄφηνε ἐντελῶς ἀπροσδιόριστο τὸ περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας τῆς σωτηρίας, ἢ μᾶλλον ξεχώριζε καὶ διαφοροποιοῦσε τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὸν καινούργιο «ἐν Χριστῷ» τρόπο ὑπάρξεως ποὺ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ κοινωνία. Ἔτσι, ή ἀνθρωπολογική στροφή, ἡ προσπάθεια να συμβάλουν οἱ χριστιανοί, πρὶν ἀπὸ κάθε τι ἄλλο (ἀνεξάρτητα καὶ ἀπὸ τὶς ἐσωτερικές τους διαιρέσεις) στη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων σήμερα, κατέληγε ἀναπόφευκτα στὴν τυπικά δυτική πόλωση ἀνάμεσα στὴν ἀντικειμενικὴ δράση καὶ τὴν ὑποκειμενικὴ εὐσέβεια. Δύο βασικές τάσεις ἄρχισαν νὰ κυριαρχοῦν στὸ Π.Σ.Ε. καὶ στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση γενικώτερα, προκαλώντας μιὰ ἐκπληκτικὴ πτώση τοῦ θεολογικοῦ ἐπιπέδου, κυριολεκτικὰ ἕνα θεολογικὸ ἀποχρωματισμὸ τοῦ οἰκουμενισμοῦ :
Ἡ πρώτη τάση εἶναι μιὰ ἰσχυρὴ πίεση πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς «πολιτικοποίησης», δηλαδή πρὸς τὴν κοινωνικοπολιτική στράτευση τῆς θεολογίας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν. Τὸ Π.Σ.Ε. μεταθέτει ὅλο καὶ περισσότερο τὴν προτεραιότητα τῶν ἐπιδιώξεών του στη λήψη θέσεως σὲ σύγχρονα κοινωνικὰ καὶ πολιτικά προβλήματα - προβλήματα ἐλευθεριῶν καὶ δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου, ἰσότητας τῶν φύλων, τοπικῶν πολέμων, πυρηνικῶν ἐξοπλισμῶν, ρατσισμού, κοινωνικής δικαιοσύνης 149. Γιὰ τοὺς θεολόγους ποὺ ἐκπροσωποῦν αὐτὴ τὴν τάση, ἡ κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα καὶ ἡ λήψη θέσεως στὰ σύγχρονα προβλήματα ἀποτελεῖ τὴν κατεξοχήν δυνατότητα ἐνεργητικής παρουσίας τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ ζωὴ τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, ἀνταπόκρισης τοῦ Εὐαγγελίου στὶς ἀνάγκες τῆς σύγχρονης ἐποχῆς 150, ἴσως καὶ τὴν τελευταία δυνατότητα νὰ περισωθῆ τὸ πνευματικὸ κύρος τῶν θεσμοποιημένων ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν καὶ τῆς ἐπαγγελματικῆς θεολογίας.[ ΠΟΛΛΟΙ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ ΛΙΓΟΙ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ.]
Καὶ εἶναι μᾶλλον ἀναπόφευκτη ἡ κοινωνικο-πολιτική δραστηριοποίηση τῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας καὶ τοῦ κηρύγματος έχει πάψει νὰ ἀντιπροσωπεύη τὴν ἐμπειρία τῆς σωτηρίας : μιὰ πραγματικὴ ἀπάντηση στὰ ὑπαρκτικά (καὶ ὄχι ἁπλῶς καιρικὰ καὶ συμπτωματικά) προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου 151. Ὅταν ἡ σωτηρία ταυτίζεται μὲ τὴν ἐξάλειψη τῶν κοινωνικῶν πληγῶν καὶ τὴ «βελτίωση» τῶν ἀτομικῶν χαρακτήρων καὶ τῶν ἀντικειμενικῶν καταστάσεων, καὶ ὅταν σήμερα ἡ οὐτοπικὴ αὐτὴ δεοντολογία καὶ συναισθηματικὴ ἔξαρση ξεπερνιέται ἀπὸ ἄλλες δραστηριοποιήσεις τοῦ ἀτόμου, ἀσύγκριτα ἀποτελεσματικώτερες, εἶναι ἀναπόφευκτο αὐτὲς οἱ ἀποτελεσματικώτερες δραστηριοποιήσεις να παρασύρουν στοὺς ὀρθολογικοὺς καὶ ἐφήμερους στόχους τους τόσο τὸ πλήρωμα ὅσο καὶ τὴν ἀπὸ αἰῶνες ἐκκοσμικευμένη θεολογία.
Εἶναι πραγματικά τραγικὴ ἡ ἀδυναμία τῶν «πρακτικῶν» θεολόγων τῆς Δύσης ἢ τοῦ λεγόμενου «τρίτου κόσμου» νὰ διαβλέψουν τὴ σύνδεση τῆς θεολογικῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς σωτηρίας. Συχνὰ δὲν διστάζουν νὰ ἐκδηλώνουν μιὰ ἀπροκάλυπτη περιφρόνηση γιὰ τὶς «θεωρητικές» καὶ «ἀφηρημένες», ὅπως τὶς ὀνομάζουν, θεολογικές διατυπώσεις – «τὶς διανοητικές διατυπώσεις τις διαμορφωμένες σὲ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ἡ δική μας»152 τέλεια ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία ποὺ αὐτὲς ἐνσαρκώνουν. ᾿Αλλὰ ὅταν ἡ θεολογικὴ ὀρολογία πάψει νὰ ἀντιπροσωπεύη τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, ὅταν ἔχει μεταβληθή σὲ λέξεις κενές καὶ νεκρές διανοητικές διατυπώσεις, τότε ὁπωσδήποτε ὁ μόνος δρόμος γιὰ νὰ περισωθοῦν οἱ κατεστημένοι ἐκκλησιαστικοὶ ὀργανισμοὶ καὶ ἡ ἐπαγγελματική θεολογία δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν πολιτικοκοινωνική δραστηριοποίηση.
Η δεύτερη τάση εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ συντηρητικοῦ πιετισμοῦ στὴν ἐξωστρέφεια τῆς πολιτικοποίησης. Η τάση αὐτὴ ἀρνεῖται τὴν ἀπολυτοποιημένη «οριζόντια διάσταση» τῆς πολιτικο-κοινωνικής δραστηριότητας, ἐπιμένοντας στην προτεραιότητα τῆς «κάθετης διάστασης» τοῦ χριστιανικού μηνύματος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑπακοή του στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὰ κριτήρια τῆς «κάθετης διάστασης», καταπιεστὲς καὶ καταπιεζόμενοι, ἀδικοῦντες καὶ ἀδικούμενοι εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλα ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς ὁποίους οἱ ἐκκλησίες ὀφείλουν να μεταφέρουν τὸν εὐαγγελικό νόμο ποὺ εἶναι ὁδὸς σωτηρίας. Μέσα σὲ ἕνα κόσμο ποὺ ἀπολυτοποιεῖ τὶς ὑλικὲς ἀξίες, ἀνεξάρτητα ἂν τὶς στερεῖται ἡ τὶς ἀπολαμβάνει, οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἐνσαρκώνουν μια ζωντανὴ ὑπενθύμιση τοῦ «κρυπτοῦ κόσμου τῆς καρδίας», όπου κρίνεται ἡ σωτηρία ἢ ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου.
Μέσα ἀπὸ τὶς δυὸ αὐτὲς τάσεις 153, τόσο τῆς στράτευσης τοῦ οἰκουμενικοῦ χριστιανισμοῦ στὰ πολιτικοκοινωνικά αἰτήματα τῶν καιρῶν μας ὅσο καὶ τῆς συνένωσης τῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴν εὐσεβιστική «ἀναγέννηση» τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, ἡ ἀλήθεια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μετασκευάζεται σὲ ἠθικὸ ἁπλῶς αἴτημα, μὲ κριτήρια ἀποτελεσματικότητας ἡ ὀρθολογικής συνέπειας. Ἔτσι ἡ ἀδιέξοδη κρίση τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, παρὰ τὶς κατὰ καιρούς ἐπικίνδυνες ὀξύνσεις, μετατίθεται σὲ ἕνα ἐπίπεδο ἐξισορρόπησης διαφοροποιημένων ἠθικῶν ἀντιλήψεων, ἀποκρύβοντας τὸν οὐσιαστικό της πυρήνα.
Γιατὶ στὴν πραγματικότητα εἶναι κρίση μιᾶς θεολογίας ποὺ αὐτοαλλοτριώνεται, ἀρνεῖται τὴν ταυτότητά της καὶ τὴν ἀφετηριακὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ὁποία ὁρίζεται: ᾿Αντὶ νὰ κρίνη τὸν κόσμο, ἀφήνει νὰ κρίνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀπὸ τὶς σκοπιμότητες, τὴ νοοτροπία καὶ τὰ κριτήρια τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης. Εἶναι κρίση μιᾶς θεολογίας αἰώνων ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴ ριζοσπαστική δυναμικὴ τοῦ κόκκου τοῦ σίτου καὶ τῆς ζύμης ποὺ μεταμορφώνει τὸ φύραμα τοῦ κόσμου ὄχι στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀντικειμενικῶν προσπαθειῶν καὶ τῶν ἠθικῶν βελτιώσεων, ἀλλὰ στὸ μυστικὸ κέντρο τῆς Ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.
Η μεταμόρφωση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας δὲν ἐξαντλεῖται οὔτε στὴν πολιτικοκοινωνική ἀλλαγὴ οὔτε στὴν ἠθικὴ βελτίωση, γιατὶ εἶναι μιὰ ὀντολογικὴ ἀλλοίωση, μιὰ δυναμικά συντελούμενη κρίση στὸ ἐπίπεδο τοῦ τρόπου τῆς υπάρξεως – τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ ἢ τοῦ προσωπικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, τοῦ ἐνδεχομένου τῆς ἀντικειμενοποίησης καὶ εἰδωλοποίησης τοῦ κόσμου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἢ τοῦ ἐνδεχομένου τῆς προσωπικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο στὶς διαστάσεις τῆς Βασιλείας, τῆς Ἐκκλησίας - εἰκόνας τοῦ Τριαδικοῦ Πρωτοτύπου.
῾Οπωσδήποτε, δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ ἀρνηθῆ κανεὶς ὅτι εἶναι μᾶλλον θετικὸ τὸ γεγονὸς τῆς εὐαισθησίας ποὺ ἐμφανίζει ὁ ὀργανισμὸς τοῦ Π.Σ.Ε. στὶς μεγάλες ἱστορικὲς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας : Τὴν πρόκληση τῆς πολιτικῆς σήμερα, μετὰ τὸν ἀφανισμὸ τῆς «πόλεως» καὶ τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ πολίτη σὲ ὀπαδὸ καὶ οὐδετεροποιημένο ἐξάρτημα ὁλοκληρωτικῶν μηχανισμῶν, ἢ τὴν πρόκληση τῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς ἀπειλῆς τοῦ βιολογικοῦ θανάτου ποὺ συνοδεύει τὸ βιασμὸ τῆς φύσης ἀπὸ τὴν τεχνοκρατία ἢ, ἀκόμα, τὴν πρόκληση τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας σὲ ἕνα κόσμο ποὺ ἔχει χάσει τὴν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου τῆς μητρότητας καὶ τοῦ παρθενικοῦ θείου ἔρωτα καὶ γι' αὐτὸ ἀντικειμενοποιεῖ τὴ γυναίκα, ὅπως ἀντικειμενοποιεῖ καὶ τὴ φύση σὲ ἀφορμὴ ἡδονῆς καὶ ἐκμετάλλευσης.
Βέβαια, ἡ εὐαισθησία στη σύλληψη τῶν προβλημάτων συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐκκοσμικευμένη καὶ ἠθικολογικὴ καὶ γι' αὐτὸ τελικὰ ἀφελὴ καὶ οὐτοπικὴ ἀντιμετώπισή τους μὲ τὰ κριτήρια τῆς «πολιτικῆς θεολογίας» ἢ τοῦ συντηρητικοῦ πιετισμοῦ. ᾿Αλλὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι κυριολεκτικὰ οὐσιαστικὴ καὶ προφητική. Αν ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθῆ σήμερα μὲ ἀναφορὰ στὶς μεγάλες ἱστορικὲς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας, ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της στὸ δυτικό ἀκαδημαϊσμὸ καὶ πιετισμὸ καὶ καταγγέλλοντας λόγο σωτηρίας – ὄχι παραινέσεις ἠθικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἁπλῶς «βελτίωσης» τῶν ἀτόμων, ἀλλὰ στάση ζωῆς καὶ τρόπο ὑπάρξεως στὶς καθολικές διαστάσεις τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, κηρύττοντας τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας ὡς τὴ μόνη λύση στὸ ἀδιέξοδο τοῦ πολιτισμοῦ τῆς κατανάλωσης τότε θὰ ἦταν πραγματικὰ οὐσιαστικὴ ἡ συμβολή της στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο καὶ ἡ ἐξέλιξη τῆς κρίσης τοῦ Π.Σ.Ε. θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ εἶναι πολύ διαφορετική. Ἡ εὐθύνη τῶν ᾿Ορθοδόξων γιὰ τὸ ἀδιέξοδο τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἐξαντλεῖται στὶς ἀφετηριακὲς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ συνοδικοῦ Διαγγέλματος τοῦ 1920 καὶ στὴν «ἄνευ όρων» συμμετοχὴ καὶ ἀναγνώριση τῆς ὁμοσπονδιακής θεσμοποίησης τοῦ οἰκουμενικοῦ κινήματος. Ἡ ἐξαιρετικὰ ἰσχνὴ καὶ ἀτελέσφορη ἐπίδραση τῆς παρουσίας τῶν ᾿Ορθοδόξων στη συνέχεια τῆς πορείας, στὶς ἀποφάσεις καὶ δραστηριότητες τοῦ οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου εἶναι εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς οὐσιώδεις παράγοντες τῆς κρίσης ποὺ τὸ μαστίζει.
§ 11. Κρίση καὶ δυνατότητες τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια της, εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὑπαρκτικὴ μεταμόρφωση τῆς τεμαχισμένης ἀπὸ τὴν πτώση ἀνθρωπότητας σὲ εἰκόνα τῆς τριαδικῆς κοινωνίας. Μὲ τὸ κριτήριο αὐτῆς τῆς ἀλήθειας οἱ σημερινές προσπάθειες γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ θεσμοποίηση αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν στὸν ὁμοσπονδιακὸ ὀργανισμὸ τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι μιὰ τραγικὴ ἀλλοτρίωση τοῦ γεγονότος τῆς ᾿Εκκλησίας, μιὰ ἀπεμπόληση τῆς ἐλπίδας τῶν ἀνθρώπων γιὰ σωτηρία καὶ ὑπαρκτική γνησιότητα – γιὰ τὸ «περισσὸν τῆς ζωῆς».Ωστόσο δὲν μπορεῖ νὰ λησμονῆ κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ τόσο ἀληθινὴ διαπίστωση εἶναι πολὺ δύσκολα προσιτή στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο ποὺ ἡ ζωή του βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις, ἡ ἄγνοια ἢ ἀδυναμία κατανόησης τῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ πνευματικοῦ καὶ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου στὸ ὁποῖο βρισκόμαστε οἱ σημερινοί ἄνθρωποι τῶν καταναλωτικών κοινωνιών, ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες ὁλόκληρους ἐκβαρβαρισμοῦ τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, μετασκευής της σὲ ἀφελὴ ἠθικολογία καὶ ἐπιφανειακή κοινωνικὴ ἀποτελεσματικότητα. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸ νὰ παραθεωρήση κανεὶς τὴν ἀκούσια ἴσως πνευματική μας ἀνωριμότητα καὶ ὑπανάπτυξη, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπαιτήση τὸν ὑπαρκτικὸ προβληματισμὸ ποὺ γέννησε τὴ Θεολογία, τὴν τέχνη, τὴ λατρεία καὶ τὴν ἄσκηση τῶν αἰώνων τῆς ἀδιαίρετης Έκκλησίας, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι θύματα μιᾶς μακραίωνης πνευματικῆς καθυστέρησης.
Μπορεῖ νὰ κρίνη κανεὶς αὐστηρὰ καὶ δίκαια τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση μὲ κριτήρια θεολογικὰ ἢ καὶ ἱστορικά. ᾿Αλλὰ ὅταν βρεθῇ σὲ ἄμεση προσωπικὴ σχέση μὲ τοὺς συγκεκριμένους ἀνθρώπους ποὺ εἰλικρινὰ πιστεύουν στοὺς στόχους της καὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς πραγματώσουν – ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων μέσα ἀπὸ τὴ μακραίωνη παράδοση τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ πουριτανισμοῦ καὶ θετικισμοῦ ἢ τῆς γερμανικῆς λογικοκρατίας καὶ τοῦ πιετισμοῦ, ποὺ πιστεύουν ὡστόσο εἰλικρινὰ στὸ Χριστό, μὲ τὸν ἔστω σφαλερὸ καὶ ἀτελέσφορο τρόπο ποὺ τοὺς μετάγγισε ἡ πνευματική τους καταγωγή – εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀπορρίψη κανεὶς ἢ νὰ καταδικάση τὴν εἰλικρίνεια καὶ τις θυσίες που συνεπάγονται οἱ προσπάθειές τους.
Ἐξ ἄλλου, ἂν ἡ ἀλήθεια τῆς ἐνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καταρχὴν ἕνα ὑπαρκτικό γεγονὸς δυναμικής μεταμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου, τότε δύσκολα μεταδίνεται καὶ γίνεται προσιτὴ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μὲ ἀναλυτικὲς ἐρμηνεῖες καὶ τὴν πειθώ τῆς διαλεκτικῆς στὰ πλαίσια θεσμοποιημένων «διαλόγων». Ο τεμαχισμός τῶν χριστιανῶν σὲ πλῆθος ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες δὲν εἶναι μιὰ θεωρητικὴ ἀσυμφωνία, ἀλλὰ πραγματική ἀμαρτία, ὑπαρκτικὴ ἀποτυχία καὶ ἔκπτωση ἀπὸ τὴ γνησιότητα τῆς ζωῆς – ἀπὸ τὴν ἐνοεἶδεια τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ κρίση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίζεται μὲ τὴν ἀντιπαράθεση μιᾶς δογματικῆς «ὀρθοδοξίας». Η ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξορκίζεται μὲ θεωρητικοὺς ἀφορισμούς.
Ἡ διαίρεση τῶν χριστιανῶν καὶ οἱ λαθεμένες ἀναζητήσεις τῆς ἑνότητας εἶναι ἡ κοινὴ «ταπείνωση τῆς φύσεώς μας» 154, εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς Ἐκκλησίας – σκάνδαλο γιὰ τὴ θρησκευτική συνείδηση καὶ μωρία γιὰ τὴν ὀρθολογική σκέψη 155. Καὶ ὁ σταυρὸς δὲν αἴρεται μὲ τὴ διαλεκτική, αἴρεται μόνο μὲ τὴν ἀνάσταση. ᾿Αλλὰ ἡ ἀνάσταση προϋποθέτει τὴν ἐλεύθερη ἀποδοχὴ τοῦ σταυροῦ, τὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου, κατὰ τὸ πρότυπο τῶν μαρτύρων καὶ ἀσκητῶν ποὺ «ἀνταναπληροῦν τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» ἀναλαμβάνοντας στὴν ἴδια τὴ σάρκα τους τὸ θάνατο καὶ τὸ πένθος τοῦ κόσμου καὶ ἀνασταίνοντας στὸ πρόσωπό τους τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς ὅλων μας.
Η δογματική «ὀρθοδοξία» μετέχει στὴν οἱκουμενική κίνηση καὶ στὸ Π.Σ.Ε. ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς σύστασής τους. Καὶ δὲν κατόρθωσε νὰ ἀποτρέψη τὴν κρίση καὶ τὸ ἀδιέξοδο αὐτῆς τῆς μεγάλης προσπάθειας γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν. Ὁ χαρακτήρας καὶ ἡ φυσιογνωμία, ἡ πορεία, οἱ ἀποφάσεις καὶ δραστηριότητες τοῦ οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου διαμορφώνονται ἐρήμην τῆς Παραδόσεως τῆς Μιᾶς ῾Αγίας Καθολικῆς καὶ ᾿Αποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς ἀποτυχίας εἶναι πολλοὶ καὶ ποικίλοι. ᾿Αλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς οὐσιώδεις λόγους πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀλλοτρίωση αὐτῆς τῆς Παράδοσης στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἐκπροσωποῦμε οἱ σημερινοὶ φορεῖς της.
Ὅσο κι ἂν μοιάζει παράδοξο μὲ τὰ κριτήρια τῆς σύγχρονης «ἀντικειμενικότητας», πρέπει ὡστόσο νὰ τονιστῆ: ὅτι ἡ προσωπική μαρτυρία βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ἀλλὰ καὶ τῆς ταπεινῆς μὲ συντριβὴ ἀποδοχῆς τοῦ σταυροῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν διαιρέσεων, θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ φανερώση δυναμικά τὴν παρουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς (καὶ ὄχι ἁπλῶς δογματικῆς) Ὀρθοδοξίας στὴν οἰκουμενική κίνηση. Ἡ ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς Μιᾶς ᾿Αγίας Ἐκκλησίας φανερώνεται καὶ βιώνεται στὴν «ἔνθεον ὁμοτροπίαν» τῆς λατρείας, στη συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῶν χαρισμάτων, στη σύνδεση τῆς Θεολογίας μὲ τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονός τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ στὴ μαρτυρία τῆς προσωπικῆς ἀνάληψης τοῦ σταυροῦ τῶν ποικιλότροπων διαιρέσεων τῶν χριστιανῶν.
Αὐτὰ τὰ κριτήρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ᾿Ορθοδοξίας, προτοῦ προβληθοῦν σὰν θεωρητικὲς καὶ ἀποδεδειγμένα ἀτελέσφορες θέσεις στὰ πλαίσια τοῦ παγχριστιανικοῦ διαλόγου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄσχετα μὲ τὸν τρόπο συμμετοχῆς στὴν προσπάθεια γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα. Ορθόδοξοι ἐκπρόσωποι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ Παράδοσης εἶναι ὅσοι προσέρχονται στὶς οἰκουμενικὲς συναντήσεις ὄχι σὰν μιὰ ἐπιμέρους ἐκκλησία, μὲ ἀποσπασματικές-ὁμολογιακὲς ἀπόψεις καὶ θέσεις, ἀλλὰ ὅσοι μαρτυροῦν καὶ βιώνουν τὴν κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὸ νεκρὸ φύραμα τοῦ κόσμου ζωντανή ζύμη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ καθολικότητας, καὶ ἀναλαμβάνουν τὶς ἰδεολογικὲς καὶ ὀργανωσιακὲς ἀντιθέσεις τῶν χριστιανῶν σὰν προσωπικό σταυρό μετοχῆς στὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας.
Μέσα ἀπὸ μιὰ τέτοια θεώρηση (παράδοξη καὶ ἀπροσδιόριστη, ἀλλὰ καὶ τόσο πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη ὅσο καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ἐρήμου που διαμόρφωσε τὸ ἦθος τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας), ἡ σύγχρονη κρίση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης δὲν περιορίζεται ἁπλῶς στὴν ἀδυναμία ή καθυστέρηση γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν. Εἶναι «κρίση» περισσότερο μὲ τὴ βιβλική σημασία τῆς λέξης : κρίνει, δηλαδή φανερώνει καὶ ἀποκαλύπτει τὴν προσέγγιση ἢ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ὑπαρκτικῆς μας ἀναγέννησης «ἐν τῷ Χριστῷ». Καὶ αὐτὴ ἡ κρίση-φανέρωση εἶναι ἴσως ἡ πιὸ σημαντική δυνατότητα ποὺ ἀντιπροσωπεύει σήμερα ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση.
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, εἶπε Πέτρος πρὸς τὸν λαόν· μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας, ὅπως ἂν ἔλθωσι καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου καὶ ἀποστείλῃ τὸν προκεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν Ἰησοῦν, ὃν δεῖ οὐρανὸν μὲν δέξασθαι ἄχρι χρόνων ἀποκαταστάσεως πάντων ὧν ἐλάλησεν ὁ Θεὸς διὰ στόματος πάντων ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν ἀπ᾿ αἰῶνος. Μωϋσῆς μὲν γὰρ πρὸς τοὺς πατέρας εἶπεν ὅτι προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἂν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς. ἔσται δὲ πᾶσα ψυχή, ἥτις ἐὰν μὴ ἀκούσῃ τοῦ προφήτου ἐκείνου, ἐξολοθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ. καὶ πάντες δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ Σαμουὴλ καὶ τῶν καθεξῆς ὅσοι ἐλάλησαν, καὶ κατήγγειλαν τὰς ἡμέρας ταύτας. ὑμεῖς ἐστε υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ· καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς. ὑμῖν πρῶτον ὁ Θεὸς ἀναστήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν ἀπέστειλεν αὐτὸν εὐλογοῦντα ὑμᾶς ἐν τῷ ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν.
Ἡ ἀπάντηση πρέπει νὰ εἶναι ὑπωσδήποτε θετική. Ναί, ἡ ἑνότητα μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἀπρόσμενο θαῦμα, ἀρκεῖ αὐτὸ ποὺ ὅλοι ζητάμε μέσα στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τὸ θαῦμα-χάρισμα τοῦ καινούργιου τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ συγκροτεῖ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων. Αν ὅμως οἱ δικές μας ἐπιδιώξεις ἀποπροσανατολίζουν τὴν προσπάθεια ἀπὸ αὐτὸ τὸν οὐσιώδη σκοπὸ ἢ «τέλος» της καὶ μαζὶ τὴν ὑπαρκτικὴ δίψα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ μοναδικὴ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, τότε θὰ εἶναι βιασμὸς τῆς ἐλευθερίας μας ἡ στανική χειραγώγηση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης στὸ χαρισματικό πλήρωμα τῆς ἑνότητας. Ἡ Χάρη ἢ τὸ θαῦμα ἀναπληρώνει «τὰ ἐλλείποντα» τῶν δικῶν μας ἀτελέσφορων προσπαθειῶν, ἀναιρεῖ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία μας καὶ μεταμορφώνει τὸ σταυρὸ καὶ θάνατό μας σὲ ἀνάσταση, ὅταν αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε εἶναι ἡ σωτηρία μας καὶ ὄχι ἡ «βελτίωση» τῶν καταστάσεων τῆς πτώσης μας βελτίωση ποὺ ἀλλοιώνει τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας.
Καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε – πέρα ἀπὸ κάθε σκοπιμότητα – ὅτι ἡ μέχρι σήμερα πορεία καὶ ἱστορία τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης δὲν φανερώνει πάντοτε μιὰ καθολικὴ ἐπίγνωση αὐτοῦ τοῦ οὐσιώδους σκοποῦ ἢ «τέλους» της, οὔτε ἀποδέσμευση ἀπὸ τὶς προθέσεις καὶ ἐπιδιώξεις τῆς κοσμικῆς «ἀποτελεσματικότητας», ἀλλὰ οὔτε καὶ διάσωση τῆς ἀλήθειας τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας.Γιὰ νὰ μὴ μείνη αὐθαίρετη καὶ σχηματικὴ αὐτὴ ἡ διαπίστωση, θὰ ἦταν ἴσως χρήσιμο νὰ προσδιορίσουμε καταρχὴν κάποιους οὐσιώδεις παράγοντες ποὺ ἔπαιξαν ρόλο ἀποφασιστικὸ ἢ καὶ «λανθάνοντα» στη δημιουργία καὶ ἐξέλιξη τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ἀλλὰ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ διαμορφώνουν τὸ χαρακτήρα καὶ τὴ φυσιογνωμία της. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπαρίθμηση καὶ καταρχὴν διερεύνηση θὰ πρέπει νὰ διαφανοῦν σαφέστερα οἱ αἰτίες τῆς κρίσης, ἀλλὰ καὶ οἱ δυνατότητες τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης σήμερα.
Α. Σὰν πρῶτο βασικό παράγοντα θὰ πρέπει νὰ σημειώση κανεὶς τὸ εὐγενικὸ ὅραμα, τὸν ἀνιδιοτελὴ ζῆλο καὶ τὴν ἐργώδη, ἴσως καὶ θυσιαστικὴ πολλὲς φορὲς προσπάθεια συγκεκριμένων προσώπων γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν χριστιανικῶν διαιρέσεων. Τὰ ὀνόματα τοῦ John Mott, τοῦ ἐπισκόπου Brent, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Söderblom ἢ τοῦ Visser 't Hooft εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τῶν ἐπιμέρους κλάδων τῆς οἰκουμενικῆς προσπάθειας ποὺ ὁδήγησαν στὴ διαμόρφωση τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ ὁλόψυχη πίστη στοὺς σκοποὺς τῆς προσπάθειας, ὁ δημιουργικὸς ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ ἐμπνευσμένη πρωτοβουλία πολλῶν ἐργατῶν τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης ἐξακολουθεῖ νὰ σφραγίζη τὴν πορεία καὶ ἐξέλιξη τοῦ Π.Σ.Ε.156 – παρὰ τὴ γραφειοκρατική σκλήρυνση τῶν τελευταίων ἐτῶν, τὴν ὑπαλληλική νοοτροπία ἢ καὶ τὸν κάποιο ἐπαγγελματισμὸ ποὺ ἐμφανίζεται παράλληλα στὸν οἰκουμενικὸ αὐτὸ ὀργανισμό.
Β. ᾿Αντίστοιχο μὲ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν συγκεκριμένων προσώπων ήταν καὶ τὸ ἐνδιαφέρον πολλῶν ἐπιμέρους ἐκκλησιαστικῶν καὶ ὁμολογιακῶν ὀργανισμῶν. Παρὰ τὸν θεσμοποιημένο ἀπομονωτισμὸ καὶ τὶς σκληρυμένες προκαταλήψεις αἰώνων, ἀποδείχτηκε πραγματικὰ συγκινητική ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἔμπρακτη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἐξεύρεση δυνατοτήτων προσέγγισης, ἀλληλογνωριμίας καὶ συνεργασίας, προσδιορισμοῦ τῶν θεολογικῶν διαφορῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς κοινῆς πίστης καὶ κοινῆς μαρτυρίας τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στὸ σύγχρονο κόσμο.
Γ. Στὴν καλλιέργεια τῆς ἰδέας γιὰ τὴν οἰκουμενική συνεργασία τῶν ἐκκλησιῶν καὶ στὸν προσδιορισμὸ τοῦ προτύπου γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Π.Σ.Ε. πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ συνέβαλαν καὶ ἀντίστοιχες πολιτικές προσπάθειες ποὺ ἐμφανίστηκαν στὸν αἰώνα μας: Προσπάθειες γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν κρατῶν καὶ τὴ δημιουργία διεθνῶν ὀργανισμῶν μὲ σκοπὸ τὴν προαγωγὴ τῆς παγκόσμιας εἰρήνης καὶ συνεργασίας. ῾Η ἀναφορὰ τοῦ συνοδικοῦ Διαγγέλματος τοῦ 1920 στὸ ὑπόδειγμα τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν» ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μιμηθοῦν οἱ ἐκκλησίες (ὑπόδειγμα πολιτικῆς συνεργασίας καὶ ὀργανωτικῆς ἀποτελεσματικότητας), ὅπως καὶ ἡ ἀπομίμηση τῆς ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας τοῦ ᾿Οργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἐλάχιστα ἀλλὰ χαρακτηριστικά τεκμήρια αὐτοῦ τοῦ ἐπηρεασμοῦ.
Δὲν ὑπάρχουν ἐνδείξεις ποὺ νὰ πείθουν ὅτι τὰ κριτήρια καὶ οἱ σκοπιμότητες τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς (τοῦ ἀνταγωνισμοῦ τῶν κρατικών κυβερνήσεων ἢ τῶν εὐρύτερων συνασπισμῶν) ἐπηρέασαν τὴ δημιουργία καὶ ἐξέλιξη τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης. Οπωσδήποτε, ἡ ἀνάδειξη τοῦ Π.Σ.Ε. σὲ διεθνὴ ὀργανισμὸ μὲ εὐρύτατη προβολὴ καὶ δυνατότητα παρεμβολῆς του σὲ κρίσιμα διεθνή θέματα μὲ τὸ κύρος μιᾶς οἰκουμενικῆς χριστιανικῆς ἐκπροσώπησης, δὲν πρέπει νὰ ἄφησε καὶ νὰ ἀφήνη ἀδιάφορη τὴν πολιτικὴ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ κρατῶν καὶ συνασπισμῶν. Μένει ὡστόσο ἀναπόδεικτη ἡ κατὰ καιρούς διάχυτη ὑποψία γιὰ ἐκμετάλλευση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης ἀπὸ τὴ διεθνή πολιτική.
᾿Αν ἀναφέρεται ἐδῶ ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο καὶ ἂν ἐνδιαφέρει μιὰ θεολογική μελέτη, εἶναι μόνο γιὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ ἡ οἰκουμενική κίνηση, μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση τῶν στόχων καὶ ἐπιδιώξεών της, προσφέρει ἐρείσματα σὲ μιὰν ἄμεση πολιτικὴ ἐκμετάλλευση καὶ ἀλλοτρίωση τῶν καινῶν ἀναζητήσεων ἑνότητας τῶν χριστιανῶν. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προβολή, μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, τοῦ προτύπου τῆς πολιτικῆς συνεργασίας καὶ ὀργανωτικῆς ἀποτελεσματικότητας ποὺ ἐνσάρκωνε ἡ «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», ὑπάρχει καὶ μιὰ μεταγενέστερη ένδειξη τῶν ἐκκοσμικευμένων κριτηρίων μὲ τὰ ὁποῖα τουλάχιστον τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπέβλεψε κατὰ καιρούς στὴν οἰκουμενική κίνηση: Πρόκειται γιὰ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα, τὸ 1952, «πρὸς τὰς αὐτοκεφάλους Ορθοδόξους Ἐκκλησίας», τὶς ὁποῖες προτρέπει νὰ μετάσχουν στο Π.Σ.Ε., τονίζοντας τὴν ἀνάγκη «ἐμφανίσεως τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἔναντι τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἀντιχριστιανικῶν τάσεων καὶ κατευθύνσεων πρὸς ἀνύψωσιν καὶ ἐπικράτησιν τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐντὸς τοῦ γενικωτάτου χριστιανικοῦ πλαισίου»157.
Οἱ νύξεις αὐτὲς ἔδωσαν ἀφορμὴ νὰ συσχετισθῆ ἡ σύσταση τοῦ Π.Σ.Ε. μὲ τὴν περίπου ταυτόχρονη ἐμφάνιση τῶν λεγόμενων «χριστιανοδημοκρατικῶν» πολιτικών κομμάτων στη Δύση, στὰ πλαίσια μιᾶς διαφαινόμενης εὐρύτερης προσπάθειας νὰ ἐπιστρατευθῆ ἡ χριστιανική «ιδεολογία» (οἱ «ἀξίες τοῦ δυτικοχριστιανικού πολιτισμοῦ») γιὰ τὴ δημιουργία ἑνὸς παγχριστιανικοῦ «μπλόκ» ἀπέναντι στὸ «ἄθεο» κομμουνιστικό «μπλόκ» που προέκυψε ἀπὸ τὶς ἀνακατατάξεις τοῦ Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου158.
Αὐτὴ τὴ διάχυτη, ἀλλὰ ἀναπόδεικτη ὑποψία πολιτικῆς ἐκμετάλλευσης ἐνισχύει ἡ ὁπωσδήποτε εὐαίσθητη σὲ πολιτικοὺς ἐπηρεασμούς οἰκονομικὴ καὶ γενικώτερα γραφειοκρατικὴ ὑποδομὴ τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, καὶ εἰδικώτερα τὸ γεγονὸς τῆς οἰκονομικῆς ἐξάρτησης τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μιᾶς καὶ μόνης «μεγάλης δυνάμεως», τῆς ᾿Αμερικῆς· (: τὰ 70% τοῦ βασικοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ Συμβουλίου καλύπτονται ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν μελῶν - ἐκκλησιῶν τῆς ᾿Αμερικῆς ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μποροῦν νὰ ἐπηρεάσουν ἔμμεσα τὰ προγράμματα καὶ τοὺς στόχους του 159. Παρόμοιες ἐπιφυλάξεις ἐπιτρέπει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κέντρα λήψεως οὐσιωδῶν ἀποφάσεων παραμένουν συχνά ἀφανή : Τὰ μέλη λ.χ. τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς ἐκλέγονται ἀπὸ τὴ Γενική Συνέλευση ποὺ ἐγκρίνει ἕνα κατάλογο ὀνομάτων, δίχως οὐσιαστικές δυνατότητες ἀλλαγῶν· ἐνῶ ἡ συγκρότηση τοῦ καταλόγου ἀποφασίζεται ἀπὸ τὸ λεγόμενο Νοmination Committee (που συμβουλεύεται τις σχετικὲς προτάσεις τῶν ἐκκλησιῶν χωρὶς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ αὐτές), τὸ ὁποῖο συγκροτείται μὲ ἀπόφαση καποιου ἀπροσδιόριστου καὶ ἀφανοῦς Preparatory Committee. Tὸ ἴδιο ἀφανῶς καθορίζονται καὶ τὰ προεδρεῖα τῶν ἐπιμέρους ἐπιτροπῶν καὶ ὁμάδων ἐργασίας σὲ κάθε συνέδριο καὶ συνέλευση, ἐνῶ ὁ ρόλος τους εἶναι οὐσιαστικὸς γιὰ τὴν πορεία τῶν ἐργασιῶν καὶ τὴ σύνταξη τῶν ἀποφάσεων ἢ κειμένων.
Οἱ παραδειγματικὲς αὐτὲς ἀντιθετικὲς ἐνδείξεις δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεμελιώσουν τὴν ἄποψη ὅτι ἡ πολιτικὴ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς παράγοντες ποὺ διαμορφώνουν τὶς κατευθύνσεις καὶ τὴ δραστηριότητα τοῦ Π.Σ.Ε. Φανερώνουν ὅμως μιὰ πολυμορφία τάσεων καὶ κατευθύνσεων, δηλαδή τελικὰ μιὰ βαθύτατη «κρίση ταυτότητας» ποὺ ἐπιτρέπει τὶς πιὸ διαφοροποιημένες ἐκδοχὲς καὶ πιθανὲς ἐκμεταλλεύσεις τῶν ἐκκοσμικευμένων περισπάσεων τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης.
Οἱ ἴδιες οἱ ἐκκλησίες - μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δίνουν συχνὰ τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἐλάχιστα κριτικὲς ἢ ὅτι εὐνοοῦν ἀπερίφραστα τὶς ἐκκοσμικευμένες περισπάσεις, γιατὶ ἡ ποικιλία καὶ κάποια σύγχυση τῶν τάσεων καὶ κατευθύνσεων ἐπιτρέπει μιὰ ἄνεση ελιγμῶν ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς. Ὅπως ἐπιτρέπει καὶ μιὰ εὐκολία ἐκμετάλλευσης τῶν δυνατοτήτων που προσφέρει ὁ διεθνής αὐτὸς ὀργανισμός, τόσο σὰν βήμα εὐρύτατης προβολῆς ἐπιμέρους στόχων καὶ χῶρος διεθνών σχέσεων, ὅσο καὶ σὰν μέσο οἰκονομικῆς ἐνίσχυσης τῶν ἐκκλησιῶν κυρίως σε φιλανθρωπικά καὶ ἱεραποστολικὰ ἔργα160.
᾿Απὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ εὐθύνη τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν εἶναι ἴσως ἡ μεγαλύτερη - καὶ ἡ τακτικὴ ἢ καὶ ὀλιγωρία τῶν Ὀρθοδόξων ἀντι προσωπεύει ὁπωσδήποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς οὐσιώ-δεις παράγοντες γιὰ τὴ σημερινή διαμόρφωση καὶ πορεία τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης.
Δ. Πρέπει νὰ τονισθῆ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ κίνηση ὀφείλει τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της στη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων. Χωρὶς αὐτὴ τὴ συμμετοχὴ καὶ μὲ δεδομένη τὴν ἀποχὴ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν θὰ ἀντιπροσώπευε μόνο ἕνα ἐνδοπροτεσταντικό διάλογο 161, δίχως τὸ κύρος τῆς παγχριστιανικῆς οἰκουμενικότητας ποὺ καθιερώνει αὐτὸ τὸν ὀργανισμὸ στὸ διεθνή χώρο.
᾿Αλλὰ ὅπως ἀναφέρθηκε καὶ σὲ προηγούμενες σελίδες, ἡ θεμελιώδης αὐτὴ συμβολὴ δὲν φαίνεται νὰ ἐκιιμᾶται ἔμπρακτα ἀπὸ τὰ προτεσταντικὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., οὔτε καὶ νὰ συνειδητοποιἦται ἐνεργητικὰ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοῦ ᾿Ορθοδόξους. Παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς διαμαρτυρίες γιὰ τὴν παραθεώρησή τους, τὴν κατάθεση ξεχωριστῶν «δηλώσεων» μειοψηφίας σὲ θεολογικά θέματα καὶ τὴ συχνὴ ἐπίκληση τῶν ἱστορικῶν τους τίτλων, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ ἐπηρεάζουν ἔστω καὶ στοιχειωδῶς τὴν πορεία καὶ τὴ φυσιογνωμία τοῦ Π.Σ.Ε.
Ἡ βασικὴ αἰτία γι' αὐτὴ τὴν ἀλλοίωση τῆς θεμελιακῆς καὶ συστατικῆς τοῦ Π.Σ.Ε. συμβολῆς τῶν ᾿Ορθοδόξων σὲ ἁπλὴ διακοσμητικὴ καὶ ἀτελέσφορη παρουσία, εἶναι μία : Ἔχουν ἀποδεχθῆ σὰν αὐτονόητη τὴ διάρθρωση τοῦ οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου πάνω στὴν ἀρχὴ ὄχι τοῦ διαλόγου τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων, ἀλλὰ τῆς ποσοτικῆς - στατιστικῆς ἐκπροσώπησης αὐτόνομων ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν. Ἔτσι ἐξουδετερώνεται ο priori ἡ παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων, ἀφοῦ ἀποτελοῦν μόνιμα μιὰν ἀριθμητικά ἀνίσχυρη μειοψηφία σὲ σχέση μὲ τὸ πλῆθος τῶν προτεσταντικῶν ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν.
Ποιοὶ εἶναι ὅμως οἱ πιὸ συγκεκριμένοι λόγοι γι' αὐτὸν τὸ συμβιβασμὸ τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὸν διακοσμητικὸ καὶ ἀτελέσφορο ρόλο ποὺ τοὺς καθορίστηκε στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση;
Πῶς δικαιολογεῖται ἡ παθητικότητα καὶ ὀλιγωρία τους ποὺ ἀποδυναμώνει τὴν τόσο ἐλπιδοφόρα οἰκουμενική προσπάθεια τῶν ἡμερῶν μας, τὴν ἐγκαταλείπει νὰ ἀλλοτριώνεται σὲ προτεσταντικό μονόλογο;
α. Ὑπάρχει ὁπωσδήποτε μιὰ καταρχὴν διαφοροποίηση τῆς νοοτροπίας. Τὰ προτεσταντικά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἐξαιρετικά ἀναπτυγμένη στὸ χῶρο τῆς Δύσης ἱκανότητα καὶ ἐπιδεξιότητα ὀργάνωσης, ἀποτελεσματικότητας, ὀρθολογικοῦ προγραμματισμοῦ, συστηματοποιημένης ἐργασίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ᾿Ανατολῆς – τὶς παρυφὲς τῆς δυτικῆς τεχνολογίας καὶ «ἀνάπτυξης» – προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ προσαρμοσθοῦν στὶς ἀπαιτήσεις τῶν «προηγμένων» Εὐρωπαίων. Ἔχουν ἀποδεχθῆ σὰν αὐτονόητες προϋποθέσεις τόσο τὸν ἀκαδημαϊκὸ καὶ ὁμολογιακὸ χαρακτήρα τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ὅσο καὶ τὶς ἀναπόφευκτα πιετιστικές συνέπειές του.
Παρ' όλα ὅμως αὐτὰ δὲν δείχνουν νὰ συντονίζωνται οὐσιαστικὰ οἱ Ὀρθόδοξοι στὸ εἶδος αὐτὸ τῆς θεολογικῆς συνεργασίας καὶ στὴν τόσο στιλπνὴ μεθόδευσή της. Ἡ μετάθεση τοῦ ἐπιδιωκόμενου στόχου στὶς ἀπρόσωπες ἀνάγκες τοῦ προγραμματισμοῦ καὶ τῆς ὀργάνωσης καταλήγει νὰ συντηρή τὴν ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων καὶ τὴν ἔκδοση κειμένων σὰν αὐτοσκοπό. Μεθοδεύει τὴν προσέγγιση τῶν ἐκκλησιῶν ἀφήνοντας σὲ δεύτερη μοίρα τὸν οὐσιώδη σκοπὸ τῆς προσέγγισης καὶ τὴ σχέση ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο λοιπὸν κι ἂν προσπαθοῦν νὰ προσαρμοσθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶναι τελικὰ τόσο ἀφύσικη ἡ προσαρμογή τους, ὥστε ἀναπόφευκτα τοὺς ἀποπροσανατολίζει, τοὺς στερεῖ τὴ δυνατότητα νὰ πραγματοποιήσουν τὸν ἑαυτό τους, τὸ ξεχωριστὸ ἦθος τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς τους καταγωγῆς.
β. ᾿Αλλὰ γιατὶ νὰ εἶναι αὐτονόητη ἡ ἐπιβολή τῆς δυτικῆς νοοτροπίας καὶ ὀργάνωσης στὶς ἐργασίες τοῦ Π.Σ.Ε.; Καταρχὴν γιατὶ ἡ πρωτοβουλία καὶ τὰ οἰκονομικὰ μέσα γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Συμβουλίου προήλθαν κυρίως ἀπὸ τοὺς προτεστάντες. Μέχρι σήμερα ἡ ἐκπροσώπηση τῶν ᾿Ορθοδόξων στὸ διοικητικὸ ἐπιτελεῖο (Staff) τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι συντριπτικὰ ὀλιγάριθμη καὶ ἰσχνή, ἴσως καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ οἱ οἰκονομικὲς δυνατότητες τῶν ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἀξιολόγηση τῶν ὀργανωτικῶν ἀναγκών τους δὲν φαίνεται νὰ ἐπιτρέπη τὴ διατήρηση τέτοιου ἐξειδικευμένου προσωπικού στὴν ἔδρα τοῦ Συμβουλίου. Καὶ παράλληλα ἀποδείχνεται στὴν πράξη ὅτι ὁ πνευματικὸς καὶ θεολογικὸς δυναμισμός τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι τέτοιος ποὺ νὰ ἀναπληρώνη τὰ οἰκονομικὰ καὶ ὀργανωτικὰ ὑστερήματα.
γ. Ἡ ἀπουσία οἰκονομικῆς ἰσχύος ποὺ προεκτείνεται καὶ στὴν ἔλλειψη συστηματικώτερης ὀργάνωσης (δημιουργίας εἰδικῶν γραφείων καὶ ἐπιτελικῶν ὁμάδων στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, μεθοδευμένης προπαρασκευῆς στελεχῶν γιὰ τὶς ἀντιπροσωπεῖες στις συνελεύσεις καὶ τὰ συνέδρια κ.λ.π.) καὶ ἡ σύγκριση μὲ τὶς δυνατότητες καὶ ἐπιδόσεις τῶν δυτικῶν σὲ αὐτοὺς τοὺς τομεῖς, φαίνεται νὰ δημιουργῆ στοὺς ᾿Ορθοδόξους μιὰ μόνιμη μειονεξία μέσα στὴν οἰκουμενική κίνηση. Δὲν μοιάζει νὰ ἀπασχοληθήκαμε ποτὲ οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὸ πῶς θὰ ἐμφανίσουμε τὸν δικό μας ἑαυτὸ καὶ τὸ δικό μας ἦθος μέσα ἀπὸ τὸν τρόπο μετοχῆς μας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση. Δὲν συνειδητοποιήθηκε ποτὲ πὼς ἡ οὐσιαστικώτερη συμβολὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴν οἰκουμενική κίνηση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἔκθεση τῶν ὁμολογιακών διαφορῶν ἢ τῶν κοινῶν σημείων μὲ τοὺς προτεστάντες, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ ἔμπρακτος τρόπος συμμετοχῆς μας σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια. ᾿Αντίθετα, οἱ ᾿Ορθόδοξοι προσπαθήσαμε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ προσαρμοσθοῦμε ὁπωσδήποτε στη δυτικὴ ἀντίληψη τῆς ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε. ποὺ μᾶς ἦταν ἀπρόσφορη καὶ ξένη. Καὶ τὸ παρήγορο ποσοστὸ τῆς ὀργανικῆς μας ἀδυναμίας προσαρμογῆς μεταβάλλεται συνήθως σὲ ἀφορμὴ μοιονεξίας.
Γιὰ παράδειγμα στὰ παραπάνω : Δὲν διανοήθηκαν ποτὲ οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ἀρχὴ τῆς ποσοτικῆς πλειοψηφίας στὴν ἔκδοση τῶν ἀποφάσεων, ἀρχὴ ποὺ ἀλλοιώνει τὴν ἀλήθεια σὲ σύμπτωση ἀτομικῶν ἀπόψεων 162. Δὲν ἀρνήθηκαν ποτὲ τὴ συμμετοχή τους στις νηπιώδεις προτεσταντικὲς ἀκολουθίες προσευχῶν ποὺ ἐπιβάλλονται τόσο στὴν ἔναρξη τῶν γενικῶν συνεδριῶν ὅσο καὶ στὴν ἕναρξη καὶ λήξη τῶν ἐπιμέρους ἐπιτροπῶν καὶ ὁμάδων ἐργασίας. Δὲν διανοήθηκαν ποτὲ νὰ ἐπανδρώσουν τὶς ἀντιπροσωπεῖες τους ὄχι μόνο μὲ ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους (όπως ἀπαιτεῖ ἡ δυτικὴ ἀντίληψη τῆς θεολογίας καὶ τοῦ «διαλόγου») ἀλλὰ καὶ μὲ μοναχοὺς ποὺ εἶναι οἱ κατεξοχὴν ἐκφραστὲς τοῦ ὀρθόδοξου ἤθους. Δὲν περιορίστηκαν στὴν ἀποστολὴ λαϊκῶν ἡ ἔστω διακόνων, ἀλλὰ δέχθηκαν τὴν ἐξίσωση τῆς ἀποστολικῆς καὶ χαρισματικῆς διαδοχῆς τῶν ᾿Ορθόδοξων Ἐπισκόπων (διαδοχῆς ποὺ συγκεφαλαιώνει στὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Επισκόπου τὴν ἐμπειρία καὶ μαρτυρία τῆς καθολικῆς ᾿Εκκλησίας) μὲ τὸ κύρος τῆς ἀτομικῆς γνώμης τῶν προτεσταντῶν Καθηγητῶν καὶ παστόρων, στὰ πλαίσια τῆς ἀριθμητικῆς ἐκδοχῆς τῶν ψήφων.
Ὁ πολιτισμὸς τῆς δυναμικῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου και τῆς προσωπικῆς καθολικότητας, τῆς ἀσκητικῆς αὐθυπέρβασης καὶ τῆς ἐρωτικῆς μέθεξης, μειονεκτεῖ καὶ τελικὰ ὑποτάσσεται στὸν πολιτισμὸ τῆς ἀτομικῆς λογικῆς, τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς, τῆς ἀτομικῆς συναισθηματικότητας. Ἡ πάλη αἰώνων γιὰ τὴ νίκη καταπάνω στο θάνατο καὶ γιὰ τὴν ἀφθαρτοποίηση τῆς ἀνθρώπινης σάρκας συστέλλεται καὶ παραχωρεῖ τὴ θέση της στὴν ἀτομική διατύπωση διανοητικῶν ἀπόψεων γιὰ τὴ «βελτίωση» τῶν κοινωνικο-πολιτικών συμπτωμάτων.
ε. Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι προβάλλουμε καὶ παρεμβάλλουμε στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση τὴ δική μας ἐσωτερικὴ κρίση, τὴν ἄγνοια ἢ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς πνευματικῆς καὶ θεολογικῆς καὶ πολιτιστικῆς μας ταυτότητας. Οἱ προσωπικὲς ἐξαιρέσεις ἁπλῶς ἐπαληθεύουν τὸν κανόνα. Γι' αὐτὸ καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἐπιβιώσουμε μέσα στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση τονίζοντας συνεχώς τοὺς ἱστορικούς μας τίτλους. ᾿Αλλὰ οἱ ἱστορικοὶ τίτλοι ὅταν δὲν ἀντιπροσωπεύουν ἕνα δυναμισμό ζωῆς ποὺ μπορεῖ νὰ μεταμορφώση τὸ παρόν, εἶναι νεκροὶ καὶ ἄχρηστοι καὶ μόνο συγκαταβατική συμπάθεια ἢ θυμηδία προκαλοῦν.
Αὐτὴ ἡ κρίση ταυτότητας τῶν ᾿Ορθοδόξων στὰ ὅρια τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ κοινὸς τρόπος τῆς ζωῆς μας σήμερα, δημιουργεῖ ἀναπόφευκτα σχιζοφρενικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἀντιδράσεις στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης: Ὑπάρχουν ᾿Ορθόδοξοι ποὺ ἀπορρίπτουν a priori ἢ ἀντιμετωπίζουν μὲ συγκατάβαση τὴν ἀθεολόγητη προβληματικὴ τῶν προτεσταντῶν, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἀντιτάξουν μιὰ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ θεώρηση καὶ δυναμική στάση στὴν πρόκληση τῶν προβλημάτων τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Όπως ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ κάθε είδους παραχωρήσεις γιὰ χάρη τῆς οἰκουμενικῆς συνεργασίας καὶ κοινῆς μαρτυρίας τῶν χριστιανῶν, τὸ ἴδιο ἀνίκανοι νὰ συνδέσουν αὐτὴ τη μαρτυρία μὲ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀπόγνωση.[ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ, ΟΧΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ]
᾿Απὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ ἐξαιρετικὰ θετικὸ γεγονὸς τῆς εὐαισθησίας ποὺ ἐμφανίζει ὁ ὀργανισμός τοῦ Π.Σ.Ε. στις μεγάλες ιστορικές προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας καὶ εἴμαστε τραγικὰ ἀπόντες στὴ θεολογικὴ ἀντιμετώπισή τους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, θεωροῦμε αὐτονόητο να χρησιμοποιοῦμε τὸ Π.Σ.Ε. καὶ τὸ διεθνές του κύρος γιὰ τὴ διάσωση καὶ προφύλαξη τῶν Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολῆς ἀπὸ τοὺς κινδύνους ποὺ δημιουργεῖ τὸ ἀλλόθρησκο περιβάλλον τους ἢ γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τῶν ἱεραποστολι κῶν καὶ φιλανθρωπικῶν μας προσπαθειών. Μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν κατορθώνουμε τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ εἴμαστε οἱ «φτωχοί συγγενεῖς» τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ἀπροσάρμοστοι καὶ ἄσχετοι μὲ τοὺς οὐσιώδεις σκοπούς της.
Δὲν χρειάζεται ξεχωριστή προφητική ικανότητα γιὰ νὰ διαβλέψη κανεὶς ὅτι ἡ κρίση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης παρακολουθεῖ καὶ θὰ παρακολουθήση ὡς τὸ τέλος κάποιες ἐπιμέρους φάσεις τῆς γενικώτερης κρίσης τοῦ δυτικοῦ πολιτισμού: Τὴν κρίση τῆς χρησιμοθηρικῆς ἀποτελεσματικότητας τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν, τῶν οὐτοπικῶν ὀραμάτων τῆς ἰδεαλιστικῆς ἠθικολογίας, τῆς ἀφελοῦς ἐμπιστοσύνης στὸν ὀρθολογικό προγραμματισμό, τῆς μυωπικῆς αὐτοπεποίθησης τῶν πολιτικῶν κινημάτων γιὰ τὴν ἀντικειμενική «βελτίωση» τοῦ παραλογισμοῦ τῆς Ἱστορίας.
Φυσικά, μιὰ πολιτιστική μεταβολὴ ποὺ θὰ σήμαινε κάποιες ἀλλαγὲς στὴν ἱστορικὴ πορεία τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναμένωνται σὲ ἐπίπεδο ἄλλο ἀπὸ τὸν ἄμεσο καὶ καθολικό τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ποὺ σαρκώνει πάντοτε τὶς πολιτιστικές διαφορές. Καὶ οἱ μόνες δυνατότητες γιὰ μιὰ τέτοια πολιτιστικὴ μεταβολή – δίχως μεγαλόστομες προρρήσεις – διαφαίνονται μέσα ἀπὸ ὀξύτατες κρίσεις ἀδιεξόδου τοῦ σημερινοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀνθρώπων: ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ ἄμεση ἀπειλὴ ἀπὸ τὴ μόλυνση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος που δημιουργεῖ ἡ αὐτονομημένη οἰκονομικὴ καὶ καταναλωτικὴ ἀνάπτυξη, καὶ ἡ συνακόλουθη ἀπειλὴ τῆς ἐπίσης αὐτονομημένης ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου πολιτικῆς ἐξουσίας.
Ἡ πρώτη ἀπειλὴ εἶναι δυνατὸ νὰ ὁδηγήση στὴν ἀμφισβήτηση τῆς σημερινῆς ἔμπρακτης στάσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν κόσμο : Στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ἀντικειμενοποίησης τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀλλοτρίωσής του σὲ ἀπρόσωπο «χρήμα» ποὺ βιάζεται ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ βουλιμία. Καὶ τότε θὰ εἶναι ἡ ἐπίκαιρη ὥρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοσμολογίας : Τῆς ἀποκάλυψης τοῦ προσωπικοῦ λόγου τῶν «πραγμάτων», τῆς εὐχαριστιακῆς χρήσης τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀσκητικῆς αὐθυπέρβασης τῶν ἀκόρεστων εγωκεντρικῶν ἐπιθυμιών.[ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ; Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΘΑ ΣΩΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΛΟ ΑΝΘΡΩΠΟ;]
Καὶ ἡ δεύτερη ἀπειλὴ εἶναι δυνατὸ νὰ ὁδηγήση στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ὀρθολογικῆς ρύθμισης δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων τοῦ ἀτόμου, τῶν προγραμματισμένων δραμάτων «γενικῆς εὐτυχίας», τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ ποὺ ἐμπεριέχεται σὲ κάθε ἀλάθητο σύστημα μεθοδευμένης λύσης τῶν κοινωνικών προβλημάτων. Καὶ τότε θὰ εἶναι ἡ ἐπίκαιρη ὥρα τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα : Τὴν ἑνότητα ποὺ δὲν ἀναιρεῖ, ἀλλὰ ἀναδείχνει τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα, ἀποκαλύπτοντας τὸν κοινωνικὸ βίο ὄχι σὰν διευκόλυνση τῆς ἀνθρώπινης ἐπιβίωσης, ἀλλὰ στόχο τῆς ὑπαρκτικῆς γνησιότητας τοῦ ἀνθρώπου, πραγματική ἀπάντηση στὴν ἀλογία τοῦ θανάτου.[Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ]
Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὀξύτατες πολιτιστικές κρίσεις, ὅπως εἶναι ἡ μόλυνση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἢ τὸ ἀδιέξοδο τῆς πολιτικῆς στοὺς καιρούς μας, ὁδηγοῦν ὑποχρεωτικὰ σὲ πολιτιστικὴ ἀναγέννηση καὶ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σὲ Ἐκκλησία. Σημαίνουν ὅμως αὐτὲς οἱ κρίσεις καὶ ἀντιπροσωπεύουν πραγματικές δυνατότητες ἐξόδου τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ λήθαργο τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τὶς προϋποθέσεις ζωῆς ποὺ ὁδήγησαν στὰ σημερινὰ ἀδιέξοδα. Κάτω ἀπὸ ἀμείλικτες ἀπειλές, ὅπως αὐτὲς ποὺ προαναφέρθηκαν καὶ ποὺ ἀφοροῦν ὄχι σὲ ἰδεολογικὰ διλήμματα ἀλλὰ στὸ ἐνδεχόμενο ζωῆς ἢ θανάτου –νέκρωσης ἢ ἐκβαρβαρισμοῦ τῆς ζωῆς– οἱ πιστοὶ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατὸ νὰ συνειδητοποιήσουν πὼς ἕνας ἰδεολογικός ἢ ἡθικολογικός χριστιανισμὸς ἀποδείχνεται ἄχρηστος καὶ περιττὸς ἀκριβῶς γιατὶ δὲν σώζει ἀπὸ τὸ θάνατο.
Στὰ ὅρια τοῦ πολιτισμοῦ τῆς pollution καὶ τοῦ πολιτικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀπόγνωσης μπροστὰ στὸ θάνατο, ἡ οἰκουμενική συνεργασία τῶν χριστιανῶν ἔχει νόημα μόνο σὰ μαρτυρία ἑνὸς ἄλλου τρόπου ὑπάρξεως ποὺ σώζει καὶ ἀθανατίζει πραγματικὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωή.[ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ;] Αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ σημαίνη ριζικὲς ἀλλαγὲς στὴ μέχρι τώρα πορεία τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης – μια βαθύτατη μεταστροφή ή μετάνοια στὸν τρόπο τῆς οἰκουμενικῆς συνεργασίας καὶ μαρτυρίας.
Ἡ ἔμπρακτη φανέρωση αὐτῆς τῆς μετάνοιας εἶναι καὶ ἡ μέγιστη δυνατότητα ποὺ ἐνσαρκώνεται στὸ οἰκουμενικό κίνημα τῶν ἡμερῶν μας. Δυνατότητα ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προγραμματισθῆ καὶ νὰ μεθοδευθῆ, ἀλλὰ ἀρχίζει νὰ διαφαίνεται καὶ νὰ πραγματώνεται ὅσο ἡ βαθύτατη κρίση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης μεταβάλλεται σὲ λυτρωτική ἀπόγνωση : ᾿Απόγνωση ποὺ λυτρώνει ἀπὸ τὴν ἀφελὴ πεποίθηση στις στιλπνὲς μεθοδεύσεις καὶ στὰ οὐτοπικὰ ὁράματα τῆς χρησιμοθηρικῆς ἀποτελεσματικότητας, ἐλευθερώνοντας τὸν κρυμμένο καὶ ἀπροσδιόριστο δυναμισμὸ τῆς ζύμης καὶ τοῦ «κόκκου σινάπεως».
Ἡ οἰκουμενική συνεργασία τῶν χριστιανῶν έχει νόημα σήμερα πιὰ μόνο ἂν ξαναθέση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ πρόβλημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας σὰν ἄμεσο πρόβλημα ζωῆς τῶν ἀνθρώπων στὸ σύνολό τους ποὺ ἀφορᾶ στὸν «κατὰ φύσιν» καὶ «κατ᾿ ἀλήθειαν» ἄνθρωπο, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου – πρόβλημα γνησιότητας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ὄχι ἐσωτερικὸ πρόβλημα τῶν ἐκκοσμικευμένων ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν. Μιὰ τέτοια μεταστροφὴ τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ποὺ θὰ σημάνη τὴν οὐσιαστικὴ καὶ ριζοσπαστική παρεμβολή της στὶς συγκεκριμένες φάσεις τοῦ πολιτιστικοῦ ἀδιεξόδου τῶν καιρῶν μας, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πραγματωθῆ παρὰ μόνο μὲ ἐπιστροφὴ στὶς ἀρχέγονες ρίζες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, στὴν ὑπαρκτικὴ ἀμεσότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, δηλαδὴ στὴν Παράδοση τῆς ἐκκλησιαστικῆς Θεολογίας καὶ πράξης τῆς ἀδιαίρετης χριστιανοσύνης τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιστροφὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θεωρητικὴ καὶ ἀφηρημένη, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ ὅλα μιὰ συγκεκριμένη μεταβολὴ καὶ ἀναδιάρθρωση τοῦ τρόπου συγκρότησης καὶ λειτουργίας τῆς οἰκουμενικῆς προσπάθειας.[ΚΑΙ; ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΜΑΣ ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ;]
᾿Αλλὰ πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσουμε: είμαστε πολύ μακριὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια προοπτική. Εἶναι ἐλάχιστα τὰ σημάδια στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ θεολογία ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν ἀπαρχὲς ἐλπίδων. Είμαστε δέσμιοι σὲ σκοπιμότητες τόσο ἐγκόσμιες ποὺ κάποτε φτάνει κανείς νὰ πιστέψη ὅτι δὲν ἐπιτρέπουν τὴν παραμικρή διαφυγή.[ΑΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΤΟΥΜΕ!]
Ἔτσι, ἡ οἰκουμενική κίνηση θὰ παραμείνη, τουλάχιστον γιὰ τὴ γενιά μας, μιὰ ὀδυνηρή πρόκληση μετοχῆς στὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ;;, μιὰ ταπεινὴ καὶ ἐσωτερικευμένη ἀποδοχὴ τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας μας, τῆς ἁμαρτίας τῶν διαιρέσεων καὶ τοῦ κατατεμαχισμοῦ μας, ἢ τῶν ἀφελῶν προσπαθειῶν μας γιὰ τὸν ἰδεολογικὸ καὶ ἠθικολογικό ἐξωραϊσμὸ τῆς πτώσης μας.[ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΚΡΙΒΩΣ. ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ. ΕΣΧΑΤΗ ΛΥΣΗ] Καὶ αὐτὴ ἡ πρόκληση μετοχῆς στὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἔσχατη ταπείνωση τῆς φύσεώς μας, θὰ ἐξακολουθῆ νὰ ἀντιπροσωπεύη τὴ μόνη δικαίωση γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση. ᾿Αλλὰ καὶ τὴν ἔσχατη δυνατότητα ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας στὰ ὅρια τῆς οἰκουμενικῆς προσπάθειας – ἐμπειρίας προσωπικῆς, τῆς μόνης ποὺ σώζει τὸ δυναμισμὸ τῆς ζύμης καὶ τοῦ «κόκκου σινάπεως».
§ 12. Ὁ θεσμὸς τῆς πενταρχίας σήμερα
Καὶ αὐτὴ ἡ δυνατότητα έγκυρης καὶ ὑπεύθυνης ἀνάσχεσης τῶν διασπαστικῶν τάσεων εἶναι, σήμερα πια, στὴν περίπτωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μιὰ κοσμικά τελείως ἀδύναμη δυνατότητα, στερημένη ἀπὸ πολιτικές κατοχυρώσεις, ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ καὶ ἀντικειμενικούς τρόπους ἐπιβολῆς. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι μιὰ καθαρὰ ἐκκλησιαστική δυνατότητα, δείγμα ἐκείνης τῆς δύναμης ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποὺ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ, ἡ δύναμη που «τελειοῦται ἐν ἀσθενείᾳ». Ὅσο ἡ ἔσχατη κοσμικὴ ἀδυναμία καὶ ἐξασθένιση τοῦ πρωτόθρονου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδείχνεται δύναμη συνεκτικὴ καὶ ἑνοποιὸς τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, θὰ εἶναι σαφέστατη καὶ ἱστορικὰ μαρτυρημένη ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὶς ἐκκοσμικευμένες ή αἱρετικὲς ἀλλοιώσεις της.
᾿Αλλὰ οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπαναπαυθοῦμε στη σταυρικὴ αὐτὴ εὐθύνη τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινούπολης. Χρέος καὶ στόχος μας (χρέος ζωῆς καὶ στόχος ἐλπίδας) δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴ δυναμικὴ ἐπανεύρεση τῆς ἱεραρχικῆς ἑνοείδειας τοῦ τρόπου λειτουργίας καὶ ἱεραρχικῆς ἄρθρωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας τρόπου ποὺ φανερώθηκε στὴν πράξη τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ποὺ ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας ἀποτέλεσε τὴν ἱστορική του σάρκα.
Οπωσδήποτε αὐτὴ ἡ ἐπανεύρεση δὲν μεθοδεύεται ὀρθολογικά. Η μόνη συγκεκριμένη προπαρασκευή εἶναι ἡ θεολογική εγρήγορση καὶ εὐαισθησία γιὰ τὸν ἀδιάκοπο ἀποκλεισμὸ ἀλλότριων ἐπιδράσεων στὰ κριτήρια καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνότητας. Γι' αὐτὸ καὶ συμπτώματα ὅπως ἡ θεσμοποίηση τῶν τιτουλαρίων Ἐπι σκόπων, στὴν ὁποία ἀφετηριακά συνοψίσαμε τὴν κρίση το τῶν ἀνατολικῶν Πατριαρχείων, πρέπει νὰ συνειδητοποιηθῆ καὶ νὰ φανερωθῆ πόσο εἶναι θεολογικὰ ἐπώδυνη – σταυρικὸς ἱστορικὸς συμβιβασμὸς γιὰ τὴν ἐνεργὸ ἐπιβίωση, μέσα στὴν ἀλήθεια τῆς ἱεραρχικῆς ἑνότητας, πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ ἀπόμειναν δίχως πλήρωμα. Ἡ «ἐπιτελικὴ» ὀργάνωση τῶν Πατριαρχείων μὲ τιτουλάριους Μητροπολίτες ἐπικεφαλῆς εἰδικῶν γραφείων καὶ ἐπιτροπῶν, ἀποκομμένους ἀπὸ τὴ διαποίμανση καὶ τὴ ζωὴ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι δυνατὸ νὰ καταλήγη σὲ μιὰ βατικάνεια ἀντίληψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Καὶ βατικάνεια ἀντίληψη σημαίνει αὐτονόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ σαρκώνει ἡ Ἐκκλησία, σημαίνει τὸν Ἐπίσκοπο ἀνώτατο ὑπάλληλο ἢ ἄρχοντα ἑνὸς συμβατικοῦ θρησκευτικοῦ θεσμοῦ γραφειοκρατικὰ ὀργανωμένου.
Ἡ θεολογικὴ ἐγρήγορση καὶ εὐαισθησία εἶναι κάτι ἐλάχιστο καὶ μέγιστο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναστήση καὶ ζωογονήση τὴν ἱεραρχικὴ λειτουργία τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολῆς, ἴσως «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Αἰῶνες ὁλόκληροι ἱστορικῶν δυσχερειῶν φαίνεται νὰ ὁδήγησαν τὴν ᾿Ανατολὴ σὲ μιὰ νοοτροπία θεολογικῆς ἀνευθυνότητας καὶ στὴ μετάθεση ὅλων τῶν φροντίδων στὸ πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχεῖο. Γιὰ νὰ φτάσουμε σήμερα στὴν εἰκόνα ποὺ ἐμφανίζουν Πατριαρχεῖα, μὲ εὐάριθμη στελέχωση κληρικῶν καὶ ἀριθμητικὰ ἀκμαῖες Συνόδους, καὶ ποὺ ἐκπροσωποῦνται θεολογικά, τόσο στὴν οἰκουμενική κίνηση ὅσο καὶ στὶς διορθόδοξες συναντήσεις, κυρίως ἀπὸ ἐναλλασσόμένους Καθηγητές τῶν ἑλλαδικῶν Πανεπιστημίων. Καὶ οἱ ἐναλλασσόμενοι Καθηγητὲς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκπροσωπήσουν τὴν ἀμεσότητα τῆς Παράδοσης καὶ τὴ συνέχεια τῆς ἐμπειρίας τῶν πρεσβυγενῶν αὐτῶν θρόνων. Εἶναι ἐκπληκτικὸ τὸ πῶς διαχωρίζονται οἱ θεολογικὲς ἀπὸ τὶς διοικητικὲς εὐθύνες τῶν Ἐπισκόπων – καὶ ἐπιμένουμε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ θεωροῦμε τοὺς Ἐπισκόπους τῆς «Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ῾Αγίας Σιών» ἁπλῶς σὰν φύλακες ἱερῶν τόπων καὶ προσκυνημάτων, σὰν τυπικοὺς ἐπόπτες ἑνὸς θρησκευτικοῦ μουσείου, ἄσχετους μὲ τὴν ἀγωνία ἢ τὴν ἐλπίδα ζωῆς καὶ σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ θεολογικὴ ἐγρήγορση καὶ εὐαισθησία τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολῆς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀγνοήση τὴν πρόσθετη εὐθύνη ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ἑλληνικότητά τους. Αὐτὴ ἡ ἑλληνικότητα δὲν εἶναι γεωγραφική οὔτε τυπικά ἱστορικὴ διάσταση· εἶναι στάση ζωῆς καὶ δυνατότητα γιὰ τὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας, εἶναι ἡ ἑλληνικότητα-χάρισμα καὶ ὄχι φυλετική ἢ ἑθνικιστική καύχηση.
Ἡ ἑλληνικότητα ἀποτέλεσε τὴν ἱστορικὴ σάρκα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ᾿Ορθοδοξίας, τη συγκεκριμένη ὑπόσταση τοῦ θεολογικοῦ λόγου στις γραπτὲς καὶ λειτουργικὲς καὶ ποιητικὲς καὶ εἰκαστικὲς φανερώσεις του. Καὶ αὐτὸ ὄχι ἀπὸ συμπτωματικὲς ἀφορμὲς – ὅπως δὲν εἶναι συμπτωματική γιὰ ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ «ἐξ Ἑβραίων», στὰ συγκεκριμένα ἱστορικά πλαίσια τοῦ Ἰσραήλ. Ὑπάρχει μιὰ ἱστορική δυνατότητα χαρισμένη στὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ τὸν χαρακτηρίζει σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορικῆς του πορείας καὶ συνθέτει μιὰ διαχρονικὴ ἑνότητα τῶν ἐπιμέρους φάσεων τῆς πολιτιστικῆς του ἐξελιξης - ἀπὸ τοὺς Προσωκρατικούς καὶ τὸν Πλάτωνα, ὡς τοὺς βυζαντινούς Πατέρες καὶ ὡς τοὺς ἁγιογράφους καὶ τοὺς λαϊκοὺς ἀρχιτέκτονες τῆς τουρκοκρατίας. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Ἑλληνισμὸ ἐκφράζεται μὲ μιὰ στάση ζωῆς, εἶναι ἕνας τρόπος ὑπέρβασης τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἀλήθειας σὲ ἔννοιες καὶ σχηματικὲς ἀναλογίες, ἕνα ξεπέρασμα τοῦ γράμματος καὶ τῶν αἰσθητῶν ἢ νοητῶν εἰδώλων· τελικὰ ἕνας τρόπος γιὰ νὰ ὑποδηλωθῆ τὸ «ἐπέκεινα τῆς οὐσίας».
Ἡ ἱστορικὴ δυνατότητα ἡ χαρισμένη στὸν Ἑλληνισμὸ ἦταν πάντοτε νὰ ἀναδείχνη τὸν δυναμικό χαρακτήρα τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ νὰ διατυπώνη τὴν ἀλήθεια μὲ τρόπο ποὺ ἐπιτρέπει τὴ δυναμική, προσωπική προσέγγισή της, πέρα («ἐπέκεινα») ἀπὸ τὴν ἀναπόφευκτη ἀντικειμενικότητα τῆς οὐσίας, εἴτε ὡς συλλογιστικής κατηγορίας εἴτε ὡς ὁρισμοῦ. Ὁ ἑλληνικός λόγος, γραπτὸς ἢ εἰκαστικός, ἦταν πάντοτε μιὰ πρόκληση δυναμικῆς μετοχῆς στὴν ἀλήθεια, ποτὲ δὲν ἐξαντλοῦσε τὴν ἀλήθεια στὰ ἀντικειμενικὰ ὅρια τῶν διατυπώσεων. Γι' αὐτὸ καὶ ἦταν πάντοτε καθολικὸς καὶ οἰκουμενικὸς ὁ ἑλληνικὸς λόγος, εἴτε τὴν ἀρχαία σοφία ἐξέφραζε εἴτε τὴ χριστιανικὴ ἀποκάλυψη. Γιατὶ ἡ καθολικότητα εἶναι μιὰ στάση ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, ἕνας τρόπος έκφρασης ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ σκέψη ἢ τὸ συναίσθημα.
Ὁ Ἑλληνισμός ζῆ ἐνεργητικὰ καὶ δυναμικά καὶ μεταμορφώνει τὴν Ἱστορία, ὅταν ἀρνεῖται τὴ φυλετική του ὑπόσταση, ὅταν πεθαίνει σὰν Ιστορικὸ σχῆμα, γιὰ νὰ ζήση στὶς διαστάσεις τῆς πνευματικής του καθολικότητας. Ὅ,τι ὀνόμασαν οἱ δυτικοὶ «Βυζάντιο», εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἑλληνικῆς καθολικότητας, ἕνας θρίαμβος σταυρικός. Η γεωγραφικὰ καὶ κρατικὰ ἀνύπαρκτη Ελλάδα ἔδωσε τὴν ἱστορική της σάρκα στὴν «κατὰ τὴν οἰκουμένην» καθολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σάρκωση προέκυψε ἕνας πολιτισμός, ποὺ ἀντιπροσωπεύει δυνατότητες ζωῆς πάντοτε ἐπίκαιρες. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, οἱ ὅροι τῶν Συνόδων ἢ οἱ Εἰκόνες, εἶναι συγκεκριμένες φανερώσεις τῆς ἑλληνικῆς καθολικότητας, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἑλληνικότητα έχει οὐσιαστικά αὐθυπερβαθῆ, ἔχει ἀρνηθή τη φυλετική, συχνά καὶ τὴ γλωσσική της ὑπόσταση.
Στὸ ποσοστὸ λοιπὸν ποὺ τὰ ἑλληνικὰ Πατριαρχεῖα τῆς ᾿Ανατολῆς διατηροῦν καὶ ἐνσαρκώνουν τὴν ἑλληνικὴ καθολικότητα, εἶναι ἀπὸ μόνα τους καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση τὰ ζωτικά κέντρα τῆς οἰκουμενικῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ἔχουν τὸ προβάδισμα ἀνάμεσα στὶς Ορθόδοξες Ἐκκλησίες, γιατὶ ἀποτελοῦν ἐγγύηση τῆς καθολικότητας καὶ οἰκουμενικότητας τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἂν ὅμως ἀρνηθοῦν καὶ ἀπεμπολήσουν τὸ οὐσιαστικὸ αὐτὸ ἱστορικό τους προνόμιο γιὰ χάρη πολιτικῶν, ἐθνικιστικῶν καὶ φυλετικῶν σκοπιμοτήτων (ὅπως τὸ ἔκανε ἡ ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ κηρυχθῆ «αὐτοκέφαλη» τὸ 1833), τότε ὅλοι οἱ ἱστορικοί τους τίτλοι καὶ οἱ διπλωματικὲς δραστηριότητες δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ τὴν ἐξασφάλιση ἑνὸς τιμητικοῦ προβαδίσματος – ποὺ στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ δίχως πιὰ περιεχόμενο.
Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ.
Α Κορ. 4,15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.
Α Κορ. 4,16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε. δοκῶ γάρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Α Κορ. 4,10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.
Α Κορ. 4,11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν
Α Κορ. 4,12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,
Α Κορ. 4,13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.
Καὶ ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς «θεομίμητος ἱεραρχία», ὡς σωστή ἄρθρωση καὶ ἱεράρχηση τῶν θεολογικῶν καὶ πνευματικών δυνάμεων στὸ ἔργο τῆς πρόσληψης καὶ μεταμόρφωσης τοῦ ἱστορικοῦ παρόντος, εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ φανερωθῆ ἡ Ἐκκλησία ὄχι σὰν «θρησκευτικός» ἁπλῶς θεσμός, ἀλλὰ ὡς ἀπάντηση σωτηριώδης στὸ ἀδιέξοδο τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ.[ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ]
᾿Απὸ μιὰν ἄλλη, λιγώτερο δεοντολογικὴ καὶ πιὸ «πραγματική» σκοπιά : Ἡ θεολογικὴ ἐνεργοποίηση τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδέσμευση τῶν αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν ἀπὸ τὴ στενότητα τῶν ἐθνικῶν σκοπιμοτήτων, εἶναι οἱ φαινόμενες ἱστορικὲς δυνατότητες γιὰ τὴν ἐπανεύρεση τῆς ἀλήθειας τῆς ἱεραρχίας ὡς τρόπου ὑπάρξεως τοῦ οἰκουμενικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ οἱ δυὸ δυνατότητες προϋποθέτουν τη δυναμική διεύρυνση τῆς «μέριμνας» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὰ οἰκουμενικὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς καθολικότητας, ποὺ εἶναι ἡ καθολικότητα τοῦ ὑπαρκτικοῦ προβλήματος τοῦ ἀνθρώπου.
᾿Αλλὰ ἡ ἀλήθεια τῆς ἱεραρχίας, ἡ ἑνότητα ὡς τρόπος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἐξαντλεῖται στὶς φαινόμενες ἱστορικὲς συνθήκες καὶ δυνατότητες. Ἡ σημερινή κρυφὴ ἐσωτερικὴ διαμάχη τῶν ἐθνικισμῶν, ἡ ἐρωτοτροπία τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὴν ὀρθολογιστική «ἀποτελεσματικότητα» τοῦ χριστιανισμοῦ τῆς Δύσης, ἡ σύγχυση τῶν ὁρίων ἀνάμεσα στὴ σώζουσα ἀλήθεια καὶ στὴν ἐκκοσμικευμένη θεσμοποίηση τῆς ἠθικολογικῆς θρησκευτικότητας (σύγχυση που διεκδικεῖ τὴν προμετωπίδα τῆς «ἀγάπης» καὶ τοῦ «διαλόγου»), κι ἀκόμα ἡ ἀλλοίωση τῆς λατρείας καὶ τῆς λειτουργικῆς τέχνης σὲ συναισθηματικό συμπλήρωμα τῆς «βελτίωσης» τῶν ἀτομικών χαρακτήρων – αὐτὰ ὅλα μπορεῖ νὰ συνεχιστοῦν ἐπὶ αἰῶνες, ὅσο ὁ πολιτισμὸς τῆς «ἀντικειμενικότητας» καὶ τῆς κατανάλωσης θὰ ἐπιβάλλη στοὺς ἀνθρώπους τὸ δικό του τρόπο τῆς ὑπάρξεως.[Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΩΖΟΥΣΑ ΕΝΝΟΙΑ]
Αὐτὰ ὅλα (ἴσως καὶ ἄλλα πιὸ ὀδυνηρά) μπορεῖ νὰ συμβαίνουν στὴν ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν τῆς ᾿Αποστολικῆς καὶ Πατερικῆς Παράδοσης. ᾿Αλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴν πρώτη σημασία (σημασία καθολικὴ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος) εἶναι ὅτι μέσα σὲ αὐτὲς τὶς Ἐκκλησίες σώζεται πάντοτε ἡ ἐλάχιστη ζωντανή ζύμη τῆς ὁλόκληρης ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «μικρὸ ποίμνιο» τοῦ ὁποίου ὁ τρόπος ὑπάρξεως εἶναι ἕνσαρκη ὁμολογία πίστεως «εἰς Τριάδα ὁμοοὐσιον καὶ ἀχώριστον». Καὶ αὐτὸ τὸ κρυμμένο «λεῖμμα» (ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἔστω καὶ μόνο μιὰ ἐνορία ἢ μιὰ μοναστική κοινότητα ἢ ἡ μορφὴ ἑνὸς ἁγίου ποὺ ἐνσαρκώνει τὴν καθολικὴ ἑνοείδεια τῆς ᾿Αποστολικῆς καὶ Πατερικῆς Παράδοσης) εἶναι ἡ «βεβαία ἐλπίδα» μας, ἡ πάντοτε ἀμετάπτωτη δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα μᾶς ἐνώνει τοὺς ᾿Ορθοδόξους. Ὄχι ἡ ἄψογη ἱστορικὴ πραγμάτωση τῶν «ἀρχῶν» μιᾶς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας σὲ κάθε ἐπιμέρους τοπικὴ Ἐκκλησία. ᾿Αλλὰ ἡ σταυρική ἀποδοχὴ τῆς κοινῆς μας ἀποτυχίας καὶ ἀλλοτρίωσης, μὲ μέτρο καὶ ἐλπίδα μας τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως ποὺ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ πραγματικότητα τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, ἡ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μέσα στὴν ὀρθόδοξη πραγμάτωση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀληθινὴ καθολικότητα τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν εἶναι μιὰ «ξένη» δυνατότητα εἰσόδου, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου που ζητάει τὴ σωτηρία, σὲ ὁποιαδήποτε «δικαιοδοσία» ἢ τοπική παράδοση κι ἂν ἀνήκει. Γιατὶ ἡ «μέσα ὄψη» τῆς Ἱστορίας, ὅπως καὶ τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μαρτυροῦν πάντοτε, πὼς κάπου, ποὺ δὲν ὁρίζεται τοπικὰ ἢ διοικητικά, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε καὶ στὴ γῆ ἀνάμεσά μας, ὑπάρχει ἡ Βασιλεία, ἡ ἔνσαρκη μέσα στὴν Ἱστορία ἀπάντηση στὴν ἀπύθμενη δίψα τῆς ὕπαρξής μας.
ΤΕΛΟΣ
145. «Η διδαχή χωρίζει, ἡ διακονία ενώνει»: βλ. Εrnst LANGE, Die ökumenische Utopie, oder Was bewegt die ökumenische Bewegung?, Stuttgart-Berlin (Kreuz-Verl.) 1972, σελ. 36.
146. B. Lukas VISCHER, Foi et Constitution: Montreal 5, 28. –Jean MEYENDORFF, Unité de l' Eglise-Unité de l'humanité (Louvain 1971), στο περιοδικό ΙSΤΙΝΑ, 16/1971/3, σελ. 298.
147. B. Uppsala Speaks, Έκδοση WCC. 1968. The Humanum Studies 1969-1976, Edited by David JENKINS, Έκδοση WCC, 1975.
148. MEYENDORFF, βλ. παραπομπὴ ἀρ. 146.
149. Η Πέμπτη, π.χ. Γενική Συνέλευση στην πόλη Nairobi τῆς Kenya, τὸ Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 1975, διατύπωσε εἰδικὰ Ψηφίσματα - Διακηρύξεις πάνω στὰ ἀκόλουθα διεθνή προβλήματα
Γιὰ τὴ Μέση Ανατολή.
Γιὰ τὴν πόλη Ἱερουσαλήμ.
Γιὰ τὴν ᾿Ανγκόλα.
Γιὰ τὴ δημιουργία πυρηνικῶν ἀντιδραστήρων στη Νότια Αφρική.
Γιὰ τὸν διεθνὴ ἀφοπλισμό καὶ τὴ Συμφωνία τοῦ Helsinki.
Γιὰ τὰ ᾿Ανατολικό Timor.
Γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου στη Λατινική Αμερική.
Γιὰ τὴ διεθνή κατάσταση στὸν τομέα τῶν ἐξοπλισμῶν.
(Βλ. τὰ σχετικά κείμενα στὸν τόμο: Breaking Barriers - Nairobi 1975, Edited by David PATON, London (S.P.C.Κ.) 1976. – Γαλλική έκδοση: Idoc - France/L'Harmattan, Paris 1976. – Γερμανική Έκδοση: Verlag Otto Lembeck, Frankfurt a. M., 1976). – «Τὰ θεολογικά καὶ ἐκκλησιαστικά καὶ ἑνωτικά θέματα κατήντησαν περιφερειακή μᾶλλον ἐνασχόλησις αὐτοῦ (τοῦ Π.Σ.Ε.), ἐνῶ τὸ κέντρον τοῦ βάρους ἐρρίφθη ἐπὶ τῶν κοινωνικῶν, πολιτικών, οἰκονομικῶν καὶ φυλετικών προβλημάτων, τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῆς κοινωνικής δικαιοσύνης, τῆς ἀναπτύξεως τῶν λαῶν κ.τ.τ. ᾿Αλλ' ούτω κινδυνεύει νὰ παύση νὰ εἶναι Συμβούλιον Εκκλησιῶν, μετατρεπόμενον εἰς κοινωνικοπολιτικήν ὀργάνωσιν, μεταβαλλομένου οὕτω τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς ἐκκοσμικευμένον Οἰκουμενισμόν, ἐξ ἐπιδράσεως Ιδίως ἀντιλήψεων μελῶν αὐτοῦ ἐξ ᾿Αμερικής, ᾿Αφρικής, ᾿Ασίας καὶ τῶν ὅπισθεν τοῦ σιδηροῦ ἐν Εὐρώπη παραπετάσματος χωρών». Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Η ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία ἐν διαλόγω… σελ. 78.
150. Βέβαια, γιὰ νὰ ἀνταποκρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο στις «προοδευτικές» κοινωνικοπολιτικές ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας, πρέπει νὰ περικοπή κατὰ τὴ βούληση τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς τῆς τάσης. Ἔτσι, ἡ διδασκαλία τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου γιὰ τὴν ἐλευθερία που δὲν καταλύεται ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς δουλείας, ἢ γιὰ τὴ θέση τῆς γυναίκας στὴν ἀποκαλυπτική λειτουργικότητα τῆς σχέσης τῶν δύο φύλων ποὺ εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ σημερινὴ ἰσοπεδωτικὴ ἀντίληψη τῆς «ἰσότητας», ἢ ἀκόμα γιὰ τὴν ὑποταγὴ στὴν κοσμική ἐξουσία ποὺ εἶναι «ὐπὸ Θεοῦ τεταγμένη» σὰν «οἰκονομική» παραχώρηση ἀλλὰ καὶ ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς «θηριωθείσης φύσεως» τῶν ἀνθρώπων – αὐτὰ ὅλα καὶ ἄλλα ἀντίστοιχα ἀπορρίπτονται ἀπὸ τὴ Γραφή, σὰν στοιχεῖα καιρικὰ ποὺ ἐκφράζουν μιὰ νοοτροπία παρωχημένων ἐποχῶν, ἄσχετη μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψη.
151. Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ἡ ἐνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ ἐνότητα τῆς ἀνθρωπότητος, ᾿Αθήνα 1972, σελ. 30-31.
152. Roger MEHL, (Καθηγ. τῆς Προτεστ. Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου του Strasbourg). Άρθρο στην Εφημερίδα «Le Monde», 18.8.1971, μὲ συμπεράσματα ἀπὸ τὴ συνέλευση του τμήμα τις «Πίστη καὶ Διοργάνωση» στο Louvain τοῦ Βελγίου (1971).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου