Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (236)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Jacob Burckhardt

ΤΟΜΟΣ 4ος

ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ: Ο Έλληνας άνθρωπος στην ιστορική του εξέλιξη

I ΕΙΣΑΓΩΓΗ (7η συνέχεια)

Η οργανική αλήθεια των πρωτόγονων γλωσσών

Η τύχη των γλωσσών είναι διαφορετική, αλλά μια πρωτογενής αυθεντική γλώσσα που διατηρείται από τον εκάστοτε λαό έχει σίγουρα ένα μεγάλο πλεονέκτημα: μόνο αυτή θα έχει οργανική αλήθεια, ενώ οι υιοθετημένες γλώσσες εμφανίζονται ακρωτηριασμένες και αναμεμιγμένες με θραύσματα από ιδιοτυπίες και τρόπους σκέψης της λαϊκής/εθνικής γλώσσας. Η ανάμειξη των λαών είναι συχνά γόνιμη και ευεργετική σε άλλους τομείς, αλλά σίγουρα όχι στον τομέα της γλώσσας. Όλες όμως οι πρωτογενείς γλώσσες, ακόμη και οι φτωχότερες, διαθέτουν εκείνη τη συγκεκριμένη δομή, που μας επιτρέπει να τις ονομάζουμε οργανικές· μερικές ωστόσο ξεχωρίζουν γιατί είναι οργανικά όμορφες και πλούσιες. Καθώς δε η αρχαιότερη διασωθείσα μορφή τους τείνει να είναι η πλουσιότερη, κι εμείς στην πραγματικότητα ποτέ δεν γνωρίζουμε τη γένεση, αλλά μόνο το μαρασμό και την αμβλύτητα, η προέλευση των γλωσσών παραμένει ένα ελεύθερο φιλοσοφικό ή και φυσιολογικό πρόβλημα, ένα πεδίο υποθέσεων. Οι φτωχότερες πρωτογενείς γλώσσες δεν αποδεικνύουν τίποτε για τον τρόπο γένεσης των πλουσιότερων, διότι δεν εμποδίστηκαν απλώς λόγω κάποιας κακοτυχίας να ωριμάσουν και έτσι παρέμειναν σε απλούστερο επίπεδο, αλλά εκ προοιμίου (a priori) είναι προδιαγεγραμμένες σε μεγαλύτερη φτώχεια.

Η ομορφιά και ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας

Ήταν άραγε μια σταδιακή εξέλιξη, π.χ. από το ρήμα, ή μια ταυτόχρονη, συγκρίσιμη με την ξαφνική δημιουργία των κρυστάλλων; Η βούληση και η δύναμη για μια ορισμένη ανάπτυξη μέχρι τις πιο μικρές λεπτομέρειες έπρεπε ασφαλώς να κείτονται ήδη ως δυνατότητα στον σπόρο, τόσο βέβαιο όσο το πουλί μέσα στο αυγό. Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε την ύπαρξη της προδιάθεσης και της έμφυτης κατασκευής, διασπαρμένης μάλιστα ομοιόμορφα σε όλο τον λαό, ίσως θα πρέπει να δεχτούμε ότι υπήρξε ένας ιδιαίτερα προικισμένος κλάδος με μια εξαιρετικά προικισμένη κύρια οικογένεια, από τους οποίους ο λαός συνολικά κατόπιν υιοθέτησε τις ολοκληρωμένες μορφές, επειδή ήσαν απολύτως ταιριαστές και πλασμένες σύμφωνα με το έμφυτο πνεύμα του. Ακόμη και αν παραδεχθούμε ότι η εξέλιξη ξεκίνησε από το ρήμα, εγείρεται το νέο ερώτημα αν οι κλίσεις ή το λεξιλόγιο ήταν το πρωιμότερο, ή αν αμφότερα σταθεροποιήθηκαν ταυτόχρονα· σε κάθε περίπτωση, και στον λεξιλογικό πλούτο ανακύπτουν τα ίδια ερωτήματα όπως και στον κόσμο των μορφών: κατά πόσο προέκυψε βαθμιαία ή μέσω μιας αιφνίδιας ωρίμανσης ή μέσω τοπικών εξομαλύνσεων.

Tο πρόβλημα της προέλευσης των γλωσσών

Θα είναι πάντοτε εξαιρετικά δύσκολο να σχηματίσουμε κάποια εικόνα της διαδικασίας. Αναρωτιέται κανείς: προς τι αυτός ο τεράστιος πλούτος του οργανισμού σε τόσο πρώιμη εποχή, όταν, με το δικό μας μέτρο, δεν μπορούσε ακόμη να είναι αναγκαίος; Προς τι αυτό το παιχνίδι με εκείνη την αφθονία, την πληθώρα μορφών; Προς τι, λ.χ., η πολυτέλεια του δυϊκού αριθμού; Πρέπει να μεταφερθούμε σε μια εποχή όπου το αυτί και η αίσθηση ήταν απείρως φρέσκα και ευαίσθητα, όπου η γλώσσα επιθυμούσε, για χάρη της δικής της ηδονής, να είναι όσο το δυνατόν πιο πλούσια, πιο ζωντανή. Αν το εργαλείο είχε γεννηθεί μόνο μέσω της πρακτικής χρήσης (με την έννοια της αναγκαιότητας και της σκοπιμότητας), δύσκολα θα είχε επιτύχει την ομοιομορφία σε ολόκληρο τον λαό· θα υπήρχε μια γλώσσα των ευφυών και μια των «αμβλύνοων» ή «απλοϊκών», και η γλώσσα θα έφερε τα ίχνη μιας τόσο φτωχής απαρχής, ιδίως μέσω αναγνωρίσιμων δανεισμένων ξένων εκφράσεων. Γενικά η χρήση σίγουρα δεν δημιουργεί τη γλώσσα, αλλά την αμβλύνει.

Η διατήρηση της γλώσσας

Μέσα στις πλούσιες πρωτογενείς γλώσσες τίθεται κατόπιν το ερώτημα: σε ποιο σημείο αυτές σταθεροποιούνται από μεγάλα και διαρκή πνευματικά έργα ή ιερές γραφές; Και εδώ τείνουμε να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι η ελληνική γλώσσα σταθεροποιήθηκε λογοτεχνικά σε μια ακόμη πολύ ευνοϊκή περίοδο ανάπτυξης, ουσιαστικά με τους προδρόμους του Ομήρου και από τον ίδιο τον Όμηρο· έτσι ένα τέτοιο σημείο της εξέλιξης θα καταγραφόταν τότε. Ωστόσο η έννοια της καθιέρωσης μέσω τέτοιων έργων χρειάζεται ακριβέστερη εξέταση· η λαϊκή αλλαγή ή διαφθορά της γλώσσας δεν θα είχε ίσως αποτραπεί ούτε από τον Όμηρο, αν επρόκειτο να επέλθει, όπως οι Βέδες, παρά το υψηλό τους κύρος, δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν από πολύ νωρίς τη βαθύτατη μεταβολή των σανσκριτικών, και οι σημερινοί Κόπτες δεν καταλαβαίνουν πλέον τα κοπτικά λειτουργικά τους κείμενα. Και στην ουσία ο Όμηρος αποτελεί μια σταθεροποίηση σε σχέση με την θεώρηση των μεταγενέστερων γενεών. Το αποφασιστικό βρίσκεται μάλλον στο ότι ο μεγάλος πολιτισμός έπεσε σε μια εποχή όπου η γλώσσα διέθετε ακόμη όλο τον πλούτο και την πλήρη ομορφιά της. Αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα έμφυτης διάθεσης, αλλά κυρίως ζήτημα τύχης. Ανάμεσα στα πολλά που είχαμε εμείς οι Γερμανοί και δεν μπορέσαμε να διατηρήσουμε, ανήκει –όπως αποδεικνύει η γοτθική– ο πλούτος των μορφών και η πλούσια ευφωνία/μελωδικότητα, που η γλώσσα κατείχε σε μια εποχή όπου ακόμη δεν είχε γνωρίσει ανώτερη λογοτεχνική σταθεροποίηση. Αντίθετα, τα μεσαιωνικά αριστουργήματα (της γερμανικής γλώσσας) είναι γραμμένα σε μια γλώσσα που δεν διέθετε πλέον τα πρωταρχικά φωνήεντα, αλλά είχε χάσει πολύ περισσότερα· και τούτο ήταν αλλιώς στους Έλληνες.

Ωστόσο υπήρξε σε μια πιο άτονη πρωτογενή γλώσσα ένας Ησαΐας και σε μια υιοθετημένη γλώσσα ένας Σαίξπηρ· και αρκεί αυτοί να θεωρούνται κορυφές της εθνικής ικανότητας. Μπορεί βέβαια να ειπωθούν πολλά και σε αυτές τις γλώσσες, αλλά δεν μπορεί να μεταφραστεί ούτε μια σελίδα του Πλάτωνα στα εβραϊκά· και το να πρέπει κανείς να υπερνικήσει ένα άτονο όργανο απαιτεί δύναμη, που στη συνέχεια χάνεται στην άμεση επικοινωνία με το πνευματικό. Στους Έλληνες όμως η ανατροφοδότηση της ήδη υπάρχουσας γλώσσας πάνω στο έθνος δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετά μεγάλη· σε αυτό έχουν πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων. Αν δεν είχε σωθεί τίποτε άλλο από αυτούς παρά μόνο η γλώσσα τους, αυτό θα ήταν από ψυχολογική άποψη ήδη το πιο καταπληκτικό φαινόμενο· και ο ιστορικός, που οφείλει να διατηρεί και να καλλιεργεί μέσα του όσο μπορεί περισσότερο το χάρισμα του θαυμασμού, θα πρέπει ενώπιον ενός τόσο εκθαμβωτικού παιχνιδιού, όπως εκείνο που η ελληνική γλώσσα ασκεί με τα ίδια της τα μέσα στον Αριστοφάνη, να διαπιστώνει πάντοτε ότι εδώ πρόκειται για κάτι που καμία άλλη γλώσσα δεν μπόρεσε να κατορθώσει.

ΤΙ ΝΑ ΛΕΕΙ Ο ΘΕΡΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΜΟΥΣΟΣ ΠΡΕΒΕΖΗΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΟΗΘΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ, ΟΤΑΝ Η Κ.Δ., Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ. ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΜΗΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΥΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΕΦΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ; ΜΙΑ ΗΔΗ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ;

Δεν υπάρχουν σχόλια: