Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ (13)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΨΙΜΑΛΑΚΟΥ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ

Προς μία Οντολογία του Προσώπου

Διδακτορική Διατριβή που υπεβλήθη στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΝ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΒΟΥΛΗΣΗ

δ’. Οι Λόγοι της διαφοροποιημένης δημιουργίας και η διαλεκτική σχέση τους με τον θείον Λόγον

Κατά τον Μάξιμο, ο υποκείμενος στο γίγνεσθαι κόσμος μέσα στον οποίο αρθρώνουν τον βίο τους τα ανθρώπινα όντα ήλθε στο χωροχρονικό είναι και δημιουργήθηκε σύμφωνα με τους προϋπάρχοντες λόγους, οι οποίοι ταυτίζονται με τις πρόνοιες και τους σκοπούς που ο ίδιος ο Δημιουργός Θεός θέτει για το "τι", το "πώς" το "πότε", το "διότι" και το "προς τι" τού εν λόγω φυσικού σύμπαντος, παράγοντες που συνιστούν αυστηρά επιστημολογικά κριτήρια για την οιαδήποτε εννοιολογική οριοθέτηση και μάλιστα με τις συνάφειες εκείνες που αντανακλούν την πραγματικότητα. Οι εδώ διαμειβόμενες κατηγορίες σαφέστατα και προϋποθέτουν το «είναι» και θεμελιώνουν το επαναληπτικά διαμορφούμενο πεδίο των συμβεβηκότων, τα οποία όμως οφείλονται και στην οντολογική ιδιοτυπία του φυσικού κόσμου, τόσο κατά τις αυτοδιαμορφώσεις του όσο και κατά τις όποιες συνάφειες μπορεί να αναδείξει στον χώρο και στον χρόνο. Δεν πρέπει να παραμείνουμε δηλαδή αποκλειστικά στον θείο προσδιορισμό, διότι τότε θα προέκυπτε ένα παθητικά υφιστάμενο σύμπαν. Ο Θεός χορηγεί δυνατότητες, προκειμένου να αξιοποιηθούν. Υπό την έννοια αυτή της συναμφότερης λειτουργίας, κατανοούμε ότι η ανωτέρω διαπίστωση φανερώνει πρωταρχικά την σχέση ανάμεσα στον Λόγο και στους ιδιαίτερους ακριβώς λόγους, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει υπό το σχήμα «εν-πλήθος», αρκεί να διατηρηθούν απαραβίαστες η μεταφυσική της υπερβατικότητας και η μη μετουσίωση. Σε καμία περίπτωση η μεταφυσική της εμμένειας δεν οδηγεί σε φυσικοποίηση της θεολογίας, διότι θα εισήγοντο αναγκαιότητες από το ύστερον στο πρότερον. Πιο συγκεκριμένα, θα οδηγούσε ή σε μία απορρόφηση του μεταφυσικού από το φυσικό ή στην εκκοσμίκευσή του. Οι ανωτέρω οντολογικές ρήτρες επηρεάζουν αναμφιβόλως τον τρόπο συγκρότησης της γνωσιολογίας, τόσο ως προς την μέθοδο όσο και ως προς τα εννοιολογικά σχήματα.

Στην ανά χείρας λοιπόν ενότητα ο Μάξιμος προβαίνει σε ριζική διάκριση ανάμεσα στον Θεό, τον μόνο άκτιστο και αιώνιο, και στα δημιουργήματα, τα οποία έχουν αποκλειστικά στον θείο Λόγο τούς οικείους λόγους τους, σύμφωνα με τους οποίους έχουν αναχθεί στο είναι και έχουν αποκτήσει τους όρους της κίνησής τους, με ενδιάμεσο αλλά και προφανή συλλογισμό ότι η όλη κατάσταση τελείται πλέον υπό όρους ενυλότητας και αισθητοποίησης. Η διατυπούμενη συνάφεια δεν μπορεί βεβαίως να οδηγήσει τον οιονδήποτε ενασχολούμενο να ισχυρίζεται, παρατηρεί ο Π. Κουμάντος, ότι τα πάντα καθ’ εαυτά ουσιοποιούνται στο εσωτερικό του Θεού. Ο εν λόγω αποκλεισμός οφείλεται στο ότι ακριβώς υπάρχει σε μόνιμη κλίμακα το στοιχείο της ελευθερίας και της κίνησης ή της προόδου μέσα στην σύνολη δημιουργία, τόσο ως διαδικασία όσο και ως αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται δηλαδή για μία ορισμένη μετουσία, η οποία θα ανεδείκνυε πιεστικά οντολογικά διακυβεύματα και συνακόλουθα ηθικής και γνωσιολογικής τάξης. Και το εφόδιο της ελευθερίας δεν συνιστά μία αδρανή κατοχή, αλλά καλείται να ενεργοποιεί την προσέγγιση των όντων προς τους λόγους τους σύμφωνα με την θεϊκή βούληση για το κάθε όν ιδιαιτέρως, αλλά και για τη συνολική Δημιουργία135. Η θέση που εδώ διατυπώνεται έχει μία αυτονόητη προέκταση: απαιτείται ένα νέο οντολογικό πλαίσιο, χωροχρονικής εδώ διάστασης, στο οποίο η κτιστή πραγματικότητα θα ακονίσει και θα αποδείξει τον τρόπο διά του οποίου τείνει δι’ επιγνώσεως να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που άνωθεν έχει λάβει. Και δυνατότητες έχουν χορηγηθεί σε σύμπασα την κτίση, αναλόγως εκάστοτε με την οντική ιδιαιτερότητα. Έτσι, τα όντα μπορεί να ευρίσκονται σε αρμονία ή δυσαρμονία προς τους λόγους ανάλογα με την ποιότητα εκείνων των επιλογών που τα οδηγούν στην κίνησή τους. Η δυσαρμονία, ωστόσο, είναι εφικτό να υπερβαθεί με μία ενδοκοσμικής τάξης διαμεσολάβηση. Συγκεκριμένα, αν αναπτύσσουν μέσα από διορθωτικές ανακατασκευές ακόμη και διά του εθισμού σχέσεις αρμονίας μεταξύ τους. Η διαμορφούμενη βαθμιαίως αμοιβαιότητα συντελεί ώστε να οδεύουν, έστω και σε περιορισμένη προσκαίρως κλίμακα, ανελικτικά σύμφωνα προς την καθορισμένη πρόθεση του Θεού136. Ο παράγων της διαδικασίας είναι διάχυτος, αποκλείει τους αυτοματισμούς και ανάγει στο προσκήνιο – και εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή – τις ανακατασκευές όχι ως κατά επιφανειακή υπόδειξη διορθώσεις αλλά με το ενδιάμεσο των αναστοχασμών. Οι εν λόγω εσωτερικές ούτως ειπείν αναδιπλώσεις έχουν τις προϋποθέσεις να οδηγούν ακόμη και σε αναίρεση των διαμορφωθεισών, σ’ ένα προηγούμενο στάδιο, θεωρητικών ανιχνεύσεων και σε προσθαφαιρέσεις επί των συγκροτηθέντων εννοιολογικών κατηγορηματικών σχημάτων.

Ακριβώς μ’ έναν τέτοιο τρόπο καταδεικνύεται η απόσταση ανάμεσα στα δημιουργήματα και στον Δημιουργό τους, διότι στο σύνολό τους αποτελούν μονοσημάντως εκφάνσεις των προβολών του, κατά τέτοιο όμως τρόπο ώστε και να οριοθετούνται οι βαθμοί της ανεξαρτησίας τους αλλά και σαφώς να γίνεται κατανοητό ότι η εν λόγω κατάσταση σαφώς υπάγεται σ’ έναν σχετικισμό, επειδή ακριβώς είναι χορηγία - προϊόν. Ο Μάξιμος διατυπώνει δηλαδή με αυστηρές εξειδικεύσεις τα πεδία διάκρισης ανάμεσα στον αυτοπροσδιορισμό και στον ετεροπροσδιορισμό, αναδεικνύοντας παράλληλα και την προοπτική της σύνθεσής τους, η οποία ανταποκρίνεται στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο Χριστιανισμός αντιμετωπίζει τον, με τη ευρεία λειτουργία του όρου, οντολογικό ρεαλισμό. Δηλαδή την πραγμάτωση μίας σχέσης χωρίς τον περιορισμό των διαφορών. Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί, προς αποφυγή παρερμηνειών, ότι ο χριστιανικός μονισμός συνυφαίνεται στενά με την ετερότητα –ή, πιο μετριοπαθώς, με την ανομοιότητα–, η οποία συνιστά όρον διαφοράς ανάμεσα στο αίτιο και στον αιτιατό και όχι ανάπτυξη δύο πραγματικοτήτων με πρόσημο αιτιότητας αυτόνομης και ιδιαίτερης υφής σε καθεμία εξ αυτών (ως αυτοαιτιότητας δηλαδή). Και πολλώ μάλλον η ουσία του αιτιατού δεν παρουσιάζει ούτε και στο ελάχιστο κορυφαίο σημείο της εξέλιξής της καταστάσεις οντολογικής ανεξαρτησίας, διότι ο δυϊσμός θα ήταν προ των πυλών, με αναγκαστικά νέες συζητήσεις αναφορικά με την καταστατική θέση της ύλης. Το υλικό δηλαδή υπόστρωμα είναι πηγή ή αποδέκτης των διαφοροποιήσεων; Τέτοιου είδους ωστόσο ερωτήματα πλατωνικού ή αριστοτελικού τύπου απουσιάζουν ριζικά από την συγκρότηση του χριστιανικού οντολογικού σκεπτικού. Εδώ έρχεται, επίσης στο προσκήνιο μία ενδιάμεση κατάσταση, αυτή των θείων εξακτινώσεων, η οποία, και αυτή αποτρέπει την όποια σύνδεση με την εκδοχή περί συναϊδιότητας ακτίστου –κτιστού, αρχική συνθήκη η οποία, αν ίσχυε, θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά διακυβεύματα για την οντολογική ιεραρχία, ανάμεσα στους δύο κόσμους, ακόμη και αν εισήγαγε τη αρχή της εξέλιξης ως λειτουργισμού ή ως οργανισμικότητας από τον υπερβατικό στον κτιστό. Σημειωτέον ότι και ο όρος "ιεραρχία", με αυστηρές εννοιολογικές διατυπώσεις, δεν ευδοκιμεί στο χριστιανικό οντολογικό πλαίσιο αναφορικά με τα όσα περιλαμβάνονται στην τριαδολογία, διότι αναδεικνύει μορφές εξελίξεων – διαδοχών – υπαγωγικών σχέσεων – εξαρτήσεων. Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι κατά τον Μάξιμο «οὐκ ἐξ αϊδίου τὰ ὄντα συνύπαρκτα τῷ Θεῷ137», από την στιγμή ακριβώς που είναι εκδηλώσεις της βούλησής του κατά την προβολή της και όχι της ουσίας του. Επομένως, τον Θεό και τον κόσμο συνδέουν μόνον οι ενέργειες – και μάλιστα κατά την ενυπόστατη υφή των εκδηλώσεών τους – και ουδείς άλλος οντολογικός παράγων. Άνετα λοιπόν μπορεί να εισαχθεί ο όρος της ενεργού αιτιότητας, η οποία καλύπτει το σύνολο των απαιτητικών αποριών περί δημιουργίας. Σε συμφωνία με τα ανωτέρω, η διατύπωση του Μαξίμου ότι: «ἐν ᾧ (τῷ Θεῷ) κατὰ μίαν ἀπερινόητον ἁπλότητα πάντες οἱ τῶν ὄντων λόγοι ἑνοειδῶς καὶ εἰσὶ καὶ ὑφεστήκασιν, ὡς δημιουργῷ τῶν ὄντων καὶ ποιητῇ»138, δεν πρέπει να εκληφθεί ως μία οιασδήποτε μορφής αποδοχή περί συναϊδιότητας Θεού και κόσμου. Η αιτιότητα έχει μονοσήμαντο χαρακτήρα, κινείται υπό τους όρους του ζεύγους "εν – πλήθος" ως δυναμοκρατικής εξακτίνωσης της ενότητας και δεν υπάγεται πυρηνικά έστω και στην στοιχειώδη σύλληψη της ανθρώπινης αντιληπτικότητας. Όθεν, δεν κατακτάται ούτε διατυπώνεται με εννοιολογικές τεχνολογήσεις. Η υφή του αποφατικού λόγου που εδώ τίθεται είναι αξιοπρόσεκτη, διότι δεν σχετίζεται μόνον με τη θεία ουσία, οπότε η οντολογική υπερβατικότητα απλώνεται και σε άλλα επίπεδα. Συνεπαγωγικώς προκύπτει ότι η εμβέλεια της καταφατικής γνωσιολογίας περιορίζεται έτι περαιτέρω, με τελική προέκταση να ελέγχεται για την ακρίβειά του – τόσο την νοηματική όσο και την ποσοτική – το σύστημα των κατηγοριών. Και εδώ πάντως πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν εισάγεται εκείνος ο ακραίος σκεπτικισμός που θα οδηγούσε στον αγνωστικισμό.

Ο διαμειφθείς όρος απόστασης δεν θέτει μόνον ζητήματα αιτιότητας, αλλά προσλαμβάνει έτι περαιτέρω επενδύσεις και διαμορφώνει μία διευρυμένη κοσμολογία, με πηγές και αναγωγές που σαφώς την υπερβαίνουν. Συγκεκριμένα, οι λόγοι των όντων ευρίσκονται προαιώνια στον θείο Λόγο - και άρα δεν προκύπτουν ως έξωθεν συμβεβηκότα - , χωρίς όμως να ταυτίζονται μαζί του, για την ίδια όπως και ανωτέρω συνθήκη: το πανθεϊστικό μοντέλο απουσιάζει ρητά από την διδασκαλία του Χριστιανισμού της Ανατολής, εδραζόμενο, εκτός των άλλων, και στις προτεραιότητες : «τοὺς γὰρ λόγους τῶν γεγονότων ἔχων πρὸ τῶν αἰώνων ὑφεστῶτας βουλήσει ἀγαθῇ κατ’αὐτοὺς τὴν ὁρατὴν καὶ ἀόρατον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑπεστήσατο κτίσιν139». Ως επίταση του αποφατικού παραδείγματος, ιδιαιτέρως ενδιαφέρον είναι ότι οι λόγοι τοποθετούνται πριν από τους αιώνες, στους οποίους μάλλον θα αποδίδεται το περιεχόμενο πιο εξειδικευμένων αρχετύπων αναφορικά με ό,τι θα προκύψει ως φυσικό σύμπαν. Σε συνάφεια με τα όσα αναφέρουμε στην υπ’ αριθμ. 128 σημείωση, θα προσθέταμε ότι οι αιώνες είναι οι τρόποι με τους οποίους «απλώνονται» οι θείες ενέργειες, οι άπειρες επιμέρους ενότητες. Το ζήτημα, ωστόσο, προεκτείνεται σε πιο εντυπωσιακό βαθμό. Στο ανωτέρω λοιπόν εδάφιο καταρχάς επισημαίνεται πως ό,τι είναι κτιστό δεν σημαίνει ότι υπάγεται υποχρεωτικά και στην αισθητηριακή εμπειρία και άρα δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να διατυπωθεί με ακριβή εννοιολογικά σχήματα. Το ενδεχόμενο και το καθ’υπόθεσιν έρχονται ως ενδεχόμενα. Τα γνωσιολογικής τάξης επικείμενα που αναδύονται δι’εμμέσων, αλλά σαφώς εδραίων, συνεπαγωγών είναι προφανή. Τα ανθρώπινα νοητικά κέντρα έχουν συγκεκριμένα όρια εμβελείας, ακόμη και όταν γνωστικώς αναφέρονται στα κτιστά όντα. Ορισμένα εξ αυτών –προφανώς τους αγγέλους –τα κατανοούν μόνο ως θεία δημιουργήματα, χωρίς έστω και την ελαχίστη προοπτική μορφικής περιγραφής τους, όσο και αν μετέχουν οι άνθρωποι στις διαμεσολαβήσεις που τα ίδια αναλαμβάνουν για την διαπόρθμευση των θείων ενεργειών. Παράλληλα, διευκρινίζεται από τον Μάξιμο, προσαρτώντας στις διατυπώσεις του και την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ότι «πάντα ἐξ αὐτοῦ καὶ δι’αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται». Και ο ανωτέρω ολισμός τίθεται στην προοπτική της θεωρητικής σύλληψης του ότι η δημιουργία των όντων είναι «καρπός» της αγαθής βούλησης του Θεού140. Σημειωτέον ότι με το «ἐξ αὐτοῦ» γίνεται αναφορά στο ποιητικό αίτιο, με το «δι’ αὐτοῦ» σε όλον εκείνον τον ούτως ειπείν εργαλειακό οπλισμό διά του οποίου διεκπεραιώνεται η παραγωγική διεργασία και με το «εἰς αὐτὸν» στο τελικό αίτιο ως κεφαλαιωτική σημασιολόγηση, ως κατά χάριν θέωση. Με την λογική και την σοφία του ο Θεός στο σύνολο του υπαρκτού προσέδωσε υπόσταση κατά τον χρόνο που προσιδίαζε και συνεχίζει να προσδίδει, τόσο στα καθόλου όσο και στα επιμέρους. Ο όρος «καθόλου» χριστιανικά έχει ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο και αναφέρεται σε ό,τι συνιστά τα γενικά χαρακτηριστικά της κτίσης, τα άνωθεν ορισθέντα και αισθητώς εκφανθέντα. Εδώ, ωστόσο, χρειάζεται προσοχή για τους συστηματικούς εκείνους λόγους που αρθρώνουν την εξέλιξη της ιστορίας των φιλοσοφικών ιδεών. Οι λόγοι δεν ταυτίζονται με τα «καθόλου» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού χριστιανικά το ζήτημα θέτει πιο εξειδικευμένες διακρίσεις – προτεραιότητες, οι οποίες αντλούν τις αρχικές αφορμές τους από το μονιστικό παράδειγμα. Πιο συγκεκριμένα, και τα καθόλου όπως βεβαίως και τα καθέκαστον δημιουργήθηκαν σύμφωνα με την εξειδικευμένως λειτουργούσα παρέμβαση των ιδίων των λόγων. Είναι εμφανές ότι στα σχετικά με την εδώ διάκριση χωρία γίνεται αναφορά καθαρά περί υπάρξεως καθολικών και καθέκαστον λόγων, με το ερευνητικό ζητούμενο να αναδύεται περί του ιδιαίτερου περιεχομένου τους, επιστημονικό αίτημα όχι άνετα αλωτό. Στην φράση του «Λόγον γὰρ ἀγγέλων δημιουργίας προκαθηγεῖσθαι πιστεύομεν», θα συνεχίσει ο Μάξιμος επεξηγηματικά, «λόγον ἑκάστης τῶν συμπληρουσῶν τὸν ἄνω κόσμον οὐσιῶν καὶ δυνάμεων, λόγον ἀνθρώπων, λόγον παντὸς τῶν ἐκ Θεοῦ τὸ εἶναι λαβόντων, ἵνα μὴ τὰ καθ’ἕκαστον λέγω»141. Το παράδειγμα είναι διάχυτα εξατομικευμένο, καθότι αναδεικνύει ένα σύστημα σκέψης που, πέραν της γενικής οντολογίας που έρχεται να θεμελιώσει, αναζητεί να περιγράψει το πλήθος που περιλαμβάνεται στο υπαρκτό ως όλον, τόσο ως προς την πηγή του όσο και ως προς το περιεχόμενό του. Ωστόσο, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής η διάκριση που διατυπώνεται ανάμεσα σ’ έναν γενικότατο λόγο της κτίσης και σε επιμέρους λόγους τής κάθε ομάδας εντός της οποίας συμπεριλαμβάνονται ομοειδή όντα. Εδώ άνετα θα μπορούσαμε να παραθέσουμε την ακόλουθη επισήμανση του Πορφύριου, η οποία έχει ποικίλα πεδία εφαρμογών στην μελέτη μας: «Φιμὶ τῶν καθόλου λεγομένων τὰ μὲν ἐστιν γένη, τὰ δὲ εἴδη, τὰ δὲ διαφοραί. Τῶν δὲ εἰδῶν καὶ γενῶν τὰ μὲν ἐστιν μόνον εἴδη, ἅ διαιρεῖται εἰς τὰ καθ’ἕκαστα, τὰ δὲ ἦν μόνον γένη· ταῦτα δὲ ἦν ὧν οὐκέτι ἀνωτέρω εὑρίσκεται γένος. Ὅσα δὲ τούτων μεταξύ, ταῦτα εἴδη μὲν ὄντα τῶν ἐπαναβεβηκότων, γένη δὲ τῶν ὑποκαταβεβηκότων εἰκότως ἄν εἴη ὑπάλληλα τὰ γένη» (Εἰς τὰς Ἀριστοτέλους Κατηγορίας κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν, 83. 18-23).

Από την άλλη, η προθετική κατηγορία «βούλησις» και η, έστω ως προς το πρόσημο αρνητικά διατυπούμενη, οντολογική «μη ον»142 εκδηλούμενες στην παραγωγική –κοσμολογική κατηγορία «κτίσις» σαφέστατα και φέρουν στο προσκήνιο τα διαμεσολαβούντα στάδια μεταξύ Θεού και όντων, ορίζοντας το από ποιά κατάσταση και με βάση ποιά θεία διεργασία ανάγεται στο είναι μία νέα πραγματικότητα. Είναι σαφές ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται χρήζουν ειδικής επιμελητείας, η οποία είναι αναγκαίο να διευκρινίσει τις συνθήκες τής a priori ανυπαρξίας και το λογικά εκ πρώτης προσέγγισης άτοπο αναφορικά με την μετάβαση στην ύπαρξη. Να καταστεί σαφές πάντως ότι στην ευρύτερη συνάφεια του εδώ κειμένου δεν φαίνεται να υποστηρίζεται ότι ο τρόπος της θείας δημιουργίας είναι γνωστικά «αλωτός» από τον άνθρωπο, καθότι η όποια συλλογιστική τεχνολόγησή του προσκρούει σε ζητήματα που στον χώρο της αισθητής εμπειρίας παρουσιάζονται ως αντιφατικά και ως μη ερμηνεύσιμα. Εξάλλου, αισθητηριακή εμπειρία των όσων διαλαμβάνονται στο πώς της θείας παραγωγής ο άνθρωπος δεν διαθέτει. Άρα, η επιλογή του δέοντος γνωσιοθεωρητικού παραδείγματος κρίνεται ως πέραν τού ιδιαιτέρως σχολιαστικού αναγκαία, προκειμένου οι εννοιολογικές οριογραμμίσεις να αποτυπώνουν το αντικειμενικό. Και προφανώς, δεν μπορεί να διαλάθει του ερευνητικού καθήκοντος η επιλογή –με τα όποια διακυβεύματα –της κατάλληλης μεθόδου, η οποία εναπόκειται αυστηρά στην ευθύνη του ανθρώπου. Ανεξάρτητα πάντως από την ανωτέρω επισήμανση, σ’ένα γενικό πλαίσιο θέασης του ζητήματος θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε το εξής: Επειδή οι λόγοι τού «είναι» προϋπάρχουν στον Θεό, συνεπαγωγικώς κάθε δημιούργημα αποτελεί ένα ελάχιστο μέρος Αυτού143, ως προς τον ενεργό λόγο –αιτιότητά του βεβαίως και όχι ως προς την ουσία του. Αλλά και ο πρώτος παράγων δεν εξασφαλίζει προϋποθέσεις για ολική γνωστική άλωσή του και ούτως ή άλλως ο όρος «μέρος»χρησιμοποιείται κατ’οικονομίαν. Επιπλέον, επ’ ουδενί δεν μπορεί να ισχύει εδώ η σχέση «εν - πλήθος» ούτε επίσης «γένος –είδη», καθότι υπάγουν στην ίδια κατηγορία τα όποια συσχετιζόμενα περιλαμβάνουν στις αναφορές τους, ή τα προσεγγίζουν υπό τις κοινές ιδιότητές τους, τις εξειδικευόμενες κατά περίπτωση εφαρμογής. 

Δεν τίθεται δηλαδή ζήτημα περί μίας οντολογικής πυραμίδας που θα αποτυπωνόταν με τυπικά λογικές διακλαδώσεις, διότι οι όροι ταυτότητας, έστω διαδικαστικά μειούμενης, θα συνιστούσαν καθεστώς. Σημειωτέον ότι η αιτιότητα ανήκει στις θείες δυνάμεις, αλλά δεν τίθεται υποχρεωτικά ως προς την εκδήλωσή της, δεν υπάγεται δηλαδή σε μία αδήριτη αναγκαιότητα, η οποία θα εκδηλωνόταν ούτως ή άλλως, τροφοδοτούμενη από μία εσωτερικότητα που δεν θα μπορούσε να δράσει διαφορετικά. Τα ντετερμινιστικά μοντέλα εδώ σαφώς και απουσιάζουν και έτσι ανοίγεται πεδίο για άλλου τύπου σχέσεις, δυναμοκρατικά ανανεώσιμες και ως ένα σημείο μη προβλέψιμες από όποιον άνθρωπο θα επιχειρούσε να τις αναγνώσει. Εξάλλου, η Θεία Αποκάλυψη, είτε υπό την φυσική είτε υπό την υπερφυσική προβολή της, υπάγεται σε συνθήκες που δεν προσδιορίζονται από την ανθρώπινη βούληση. Συνιστά απόλυτη έκφανση εκείνης της ριζικής υπερβατικότητας η οποία κατέχει, εκ των ιδρυτικών αυτοθεμελιώσεών της, τους όρους συνάφειας της ουσίας της με την βούληση –γνώση της και το πώς της εκδήλωσης του εν λόγω ζεύγους. Αυστηρώς φιλοσοφικά σκεπτόμενοι, θα σημειώναμε ότι εδώ συγκροτείται μία Μεταφυσική των ανώτατων οντολογικών ρυθμίσεων, οι οποίες εκφεύγουν από κάθε έξωθεν προσδιορισμό. Διατυπώνεται λόγος για το πλήρως ανεξάρτητο «πράγμα καθεαυτό».

Συμπερασματικώς, αφού κάθε δημιούργημα έχει ως βασική Αρχή τον Θεό και μετέβη από την ανυπαρξία στην ύπαρξη εξαιτίας της παρέμβασης της εν λόγω Ανώτατης Αρχής, έχει την δυνατότητα κινούμενο ελεύθερα, ως προϊόν πάντοτε της ίδιας της θείας ελευθερίας που εκπέμπεται ακατάπαυστα, να τοποθετηθεί μελλοντικώς στην υπερβατική περιοχή του, αναμφιβόλως όχι με την έννοια του οντολογικού συμφυρμού144. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τουλάχιστον καταρχάς, θα έθετε υπό αμφισβήτηση την ρητή ιεραρχία που θεωρείται ότι υπάρχει ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό, ζήτημα που θα ανέτρεπε και τις αποδεκτές γνωσιοθεωρητικές οριοθετήσεις. Και εδώ κατά βάση πρόκειται για μία ανάκτηση, η οποία επαναφέρει τον άνθρωπο στην φυσιολογική υπαρκτική λειτουργία του, στην ανταπόκρισή του στις οντολογικές προκείμενές του. Είναι απαραίτητο, επομένως, να είμεθα προσεκτικοί στις διατυπώσεις μας: δεν πρόκειται για κατάκτηση, αλλά για ένα μέλλον που επαναφέρει υπό νέους όρους το παρελθόν, για το «ἐνεργείᾳ», εκείνο που καθιστά πραγματικότητα το «δυνάμει». Για μία εισέτει φορά, το πλατωνικό παράδειγμα έρχεται στο προσκήνιο. Παρά το ότι η θεωρία του ιδρυτή της Ακαδημίας περί ανάμνησης, κατά τον τρόπον που την διατυπώνει στους διαλόγους Φαίδων και Μένων, δεν διακινείται στο πλαίσιο της χριστιανικής διδασκαλίας, το ότι τονίζει μία επάνοδο στα αρχέτυπα με γνωσιολογικούς κυρίως όρους –οι οποίοι ακολούθως διευρύνονται σε συνολικά υπαρξιακούς –δεν είναι και τόσο ξένη προς την ανάκτηση του «κατ’εικόνα»από το «καθ’ ομοίωσιν». Η μετάβαση και στις δύο περιπτώσεις γίνεται προς το παρελθόν, ή προς το πηγαίον.

Είναι λοιπόν έτι περαιτέρω προφανές ότι η εδώ διαμειβόμενη κίνηση δεν τίθεται με όρους μηχανιστικούς και αυτοματισμού, οι οποίοι προσιδιάζουν κατά μείζονα λόγο σ’ ένα βιοοργανικό μοντέλο παραγωγής, ούτε υπακούει σε τέτοιες αναπόδραστες κινήσεις που δεν θα είχαν τις προϋποθέσεις παρά μόνον να εκδηλωθούν είτε για λόγους εσωτερικούς είτε εξωτερικούς, προφανώς μη ελεγχόμενους, τουλάχιστον συνειδητώς. Εδώ η επαναληπτικότητα θα είναι διάχυτη με κανονικότητες που προσδιορίζονται από αρχαϊκά ούτως ειπείν σχήματα –ενδεχομένως και οιονεί προγραμματικών –ντετερμινισμών. Ένας κατά κάποιο τρόπο υπόγειος κοχλάζων πυρήνας θα τροφοδοτεί επιτακτικά τις όποιες δραστηριότητες αναλαμβάνονται και διαδικαστικά και κατά την περαίωσή τους. Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ρήγμα ή αναστολή ως προς την αυτορύθμισή της στο εκάστοτε ενεστωτικό συνειδέναι, προϋποθέτει η εν λόγω κίνηση μία εκ βαθέων διϋλισμένη κατανόηση των περιρρεουσών καταστάσεων και μάλιστα ενώπιον του ενδεχομένου να επιλεγεί και η αντίθετη κίνηση, για λόγους προβλεπτούς ή απρόβλεπτους, οπότε και εδώ έως έναν συγκεκριμένο βαθμό θα είχε θέση ο αποφατισμός, υπό την έννοια της μη δυνατότητας για ασφαλή πρόβλεψη των ενεργημάτων. Η εμπειρία και οι ερεθισμοί που η ίδια προκαλεί υπόκεινται σε συγκεκριμένη εμβέλεια διαπιστώσεων και προβλεπτικότητας και πέραν αυτών τα ενδεχόμενα, οι υποθέσεις και οι ανακατασκευές κυριαρχούν. Για το εν λόγω θέμα περί των απρόβλεπτων ιδιαιτεροτήτων, οι σύγχρονες φυσικές επιστήμες μπορούν να παράσχουν σαφείς τεκμηριώσεις. Δεν έχουμε τα εχέγγυα δηλαδή, και μάλιστα σε ηυξημένο βαθμό, να υποστηρίξουμε ότι είναι διάχυτη η πρόβλεψη για το πώς θα συμπεριφερθεί ένας συγκεκριμένος άνθρωπος έναντι των δυνατοτήτων που ενώπιόν του «ανοίγονται». Εξάλλου, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής πως ό,τι συνιστά όρον λειτουργίας τού κοινωνικού γίγνεσθαι υπόκειται σε μία εξελικτικότητα τόσο οριζόντιων όσο και κάθετων διαδρομών, ή και σ’ ένα συναμφότερον μεταξύ τους. Οι διακλαδισμοί αυτοί συνιστούν μία πολυπρισματική συνθήκη, ανθιστάμενη στις όποιες απόπειρες για εδραίες κατηγοριοποιήσεις της.

Διαπιστώνουμε, συνεπώς, από την σύνθεση των ανωτέρω πως η συνεκτική προΰπαρξη όλων των λόγων στον Θεό αποτρέπει οιοδήποτε ενδεχόμενο για άρση της ενότητάς του, ενώ η διαφοροποίηση και η ιδιαίτερη κινητικότητα των κτιστών όντων, οι οποίες ευρίσκονται στην από τον Θεόν οριοθετημένη τάξη πραγμάτων, διασώζουν παράλληλα και ταυτόχρονα την ανεξαρτησία, την αυθυπαρξία και την ατομική οντότητά τους. Το σύνολο των ανωτέρω καταστάσεων δεν μπορεί να θεαθεί ανεξάρτητα από την διαλεκτική της μεταφυσικής της υπερβατικότητας με την μεταφυσική της εμμένειας, και προφανώς όχι με όρους μηχανιστικής μετεξέλιξης και πολύ περισσότερο μακράν από το τυχαίο και από τον αυτοματισμό.

ΑΣΑΡΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ, ΟΥΤΕ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕΩΣ, ΛΟΓΙΚΟΦΑΝΗΣ. ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟ.ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΤΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΜΠΑΡΑΣΥΡΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΑΝ Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ.

Σημειώσεις


135. Βλ. Α.Π. Κουμάντου, «Νόμος αρχετύπων: Λόγος –λόγοι –λογικοί κατά τη διδασκαλία του Μαξίμου του Ομολογητού», Φιλοσοφία του Λόγου, επιμ. Κ. Βουδούρης, σελ. 72.

136. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1329 A. Το αναδυόμενο και εδώ θείο a priori σε καμία περίπτωση δεν υπάγεται σε εσωτερικές αναγκαιότητες, καθότι δεν καλείται να πραγματοποιήσει μία εισέτι μη εκδηλωθείσα δυνατότητά του. Όπως πολλάκις τονίζουμε, παράγει το εντελώς νέο, χωρίς να αλλοιώνει ούτε κατ’ελάχιστον τις αυτοϊδρύσεις του.

137. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1149B.

138. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, Ε΄, ed. Χαρ. Σωτηρόπουλου, 178. 4-6 (=P.G. 91, 681B). Και εδώ δεν πρέπει να διαφεύγει βεβαίως ότι το όλο σκεπτικό διέπεται από τον αποφατισμό, ο οποίος όμως δεν καταργεί τις γενικές αποδοχές, υπό την γενική βεβαίως αποκλειστική διατύπωσή του.

139. Μαξιμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1080 A. Πρβλ. Δημ. Στανιλοάε , «Εισαγωγή» Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα, σ.σ. 159-160. Η αόρατη κτίση δεν είναι άλλη από τις αγγελικές δυνάμεις, οι οποίες μάλλον δεν έχουν υλικότητα ή την έχουν με διαφορετικό βαθμό από τα υποκείμενα στην αισθητηριακότητα όντα. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι καθαρές μορφές ενέργειας. Από την άλλη, η αναφορά σε αιώνες θα σημειώναμε ότι μπορεί να έχει περισσότερο τεχνικό χαρακτήρα, υπό την έννοια της πριν από κάθε μέτρηση εκείνης κατάστασης που αναγκαστικά θα εκλαμβανόταν ως εξέλιξη μεταφυσικού τύπου. Γίνεται αναφορά κυρίως σε αναλλοίωτα αρχέτυπα ή σε οντολογικούς πυρήνες ανεξάντλητους ως προς τις χορηγίες τους και ανεξάρτητα από τις διαμορφώσεις που επιτελούν. Ή διατυπώνεται λόγος για οντολογικά «καθόλου», τα οποία έχουν την ιδιότητα της αιωνιότητας και άρα της αμεταβλητότητας, μη αφιστάμενα επ’ουδενί του ρεαλιστικού περιεχομένου τους.

140. Βλ. Jean-Claude Larchet, «La conception maximienne des énergies divines et des logoi et la théorie platonicienne des Idées», Philotheos, Strasbourg 2004, σελ. 283.

141. Μαξιμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1080 A. Πρβλ. Νικ. Λουδοβίκου, Η Ευχαριστιακή Οντολογία, σελ. 93. Σχολιάζοντας το εν λόγω εδάφιο και την ευρύτερη συνάφειά του, ο Νικόλαος Λουδοβίκος επισημαίνει: «Στο χωρίο αυτό α) δηλώνεται η προαιώνια ύπαρξη των λόγων, β) συσχετίζεται η αγαθή βούληση του Θεού με τους λόγους των όντων, γ) εισάγεται η έννοια του «δέοντος χρόνου» για τη δημιουργία κάθε όντος, δ) γίνεται λόγος καθαρά περί υπάρξεως καθολικών λόγων, καθ’έκαστον λόγων, …» Ομοίως και H. Von Balthasar, Liturgie Cosmique, σελ. 121-122. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρον είναι ότι επισημαίνεται η έννοια της καιρικότητας, η οποία, και αυτή, ανήκει απολύτως στην θεία αρμοδιότητα και συνιστά παράδειγμα για ανάλογες ανθρώπινες συμπεριφορές. Σημειωτέον ότι η ιστορία αποκτά αυθεντικό - και σαφώς τελολογικό – περιεχόμενο μέσα από την διεύρυνση των καιρικών πρωτοβουλιών, οι οποίες χριστιανικά διέρχονται και από τον τρόπο λειτουργίας του εκκλησιαστικού σώματος ως εξειδικεύοντος το περιεχόμενο της θείας πρόνοιας μέσα στον χρόνο.

142. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, ὅ.π., P.G. 91, 1080A.

143. Μαξιμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1080 BC : «Μοῖρα καὶ λέγεται καὶ ἔστι Θεοῦ». Δεν πρόκειται δηλαδή εδώ για την σχέση εκείνη, η οποία θα όριζε ένα εξελικτικό απορροϊκό μοντέλο με κοινότητα χαρακτηριστικών ανάμεσα σε ό,τι προηγείται και σε όσα έπονται, αλλά για επιμερισμούς της δημιουργικότητάς του μέσα από τα προϊόντα του, το καθένα εκ των οποίων κατέχει ένα μέρος της πηγής του ως τέτοιας. Με μία προϋπόθεση : η ίδια πηγή αυτή καθεαυτή δεν υφίσταται κανένα μερισμό. Πρόκειται για ένα ζήτημα που με εξαντλητικές εξειδικεύσεις το συναντάμε στην αρεοπαγιτική πραγματεία Περί θείων ονομάτων, όπου αρθρώνεται ένα αυστηρά συγκροτημένο σύστημα κοσμολογικών διαρθρώσεων, προκυπτουσών από τον τρόπο πρόσληψης των θείων ενεργειών. Για όποιον μάλιστα έχει αίσθηση των αρχαιοελληνικών εγχειρημάτων, θα ανακαλούσαν τα ανωτέρω την πλατωνική θεωρία περί των «ιδεών» και τον τρόπο με τον οποίο εξαντλητικά την έχει αναλύσει ο Πρόκλος στις πραγματείες του Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος και Εις τον Τίμαιον του Πλάτωνος.

144. Βλ. Χρ. Τερέζη, «Η διαλεκτική θείου – ανθρωπίνου στον Μάξιμο Ομολογητή», σελ. 881. Βεβαίως εδώ πρόκειται για μία εσχατολογική κατάσταση, η οποία ανήκει στην περιοχή του αποφατισμού και ορίζεται μόνον ως προς τη γενικότητά της. Οι λεπτομέρειες εξειδικεύονται μέσα στον χρόνο και βαθμιαία καθίστανται γνωστές και εννοιολογικά κατηγοριοποιήσιμες, οπότε θα μπορούσαμε άνετα να υποστηρίξουμε ότι το σχετικό γνωσιοθεωτηρικό σύστημα που αντιστοιχεί στα ανωτέρω είναι μη κεκορεσμένο. Θα ανανεώνεται ανάλογα με ό,τι στο μέλλον θα αποκαλύπτεται ή θα αναγνωρίζεται ως ήδη αποκαλυφθέν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: