Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Κατά τον λιθοβολισμό του Στεφάνου οι μάρτυρες που σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο (Λευιτ. 20,10 –Δευτ. 22, 22) θα έριχναν πρώτοι την πέτρα εναντίον του, για να ακολουθήσουν κατόπιν οι υπόλοιποι, απόθεσαν τα ρούχα τους στα πόδια ενός νέου που λεγόταν Σαύλος, ο οποίος δεν έλαβε ο ίδιος μέρος στη θανάτωση του Στεφάνου, αλλά την επικροτούσε ολόψυχα.
Την ημέρα εκείνη έγινε μεγάλος διωγμός κατά της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, και όλοι, πλην των αποστόλων, διασκορπίστηκαν στην ενδοχώρα της Ιουδαίας και της Σαμάρειας. Ο Σαύλος έμπαινε στα σπίτια και σέρνοντας έξω άντρες και γυναίκες τους έστελνε στη φυλακή.
«Ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου, προσελθών τω αρχιερεί ητήσατο παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν προς τας συναγωγάς, όπως εάν τινας εύρη της οδού όντας, άνδρας τε και γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ. εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκώ, και εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού, και πεσών επί την γην ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτώ∙ Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις; είπε δε∙ τίς ει, κύριε; ο δε Κύριος είπεν∙ εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις∙ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι τί δε δει ποιείν. Οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτώ ειστήκεισαν ενεοί, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες. ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γης, ανεωγμένων δε των οφθαλμών αυτού ουδένα έβλεπε∙ χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν. και ην ημέρας τρεις μη βλέπων, και ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν.
Ην δε τις μαθητής εν Δαμασκώ ονόματι Ανανίας, και είπε προς αυτόν ο Κύριος εν οράματι∙ Ανανία. ο δε είπεν∙ ιδού εγώ, Κύριε. ο δε Κύριος προς αυτόν∙ αναστάς πορεύθητι επί την ρύμην την καλουμένην ευθείαν και ζήτησον εν οικία Ιούδα Σαύλον ονόματι Ταρσέα∙ ιδού γαρ προσεύχεται, και είδεν εν οράματι άνδρα ονόματι Ανανίαν εισελθόντα και επιθέντα αυτώ χείρα, όπως αναβλέψη. απεκρίθη δε Ανανίας∙ Κύριε, ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις αγίοις σου εν Ιερουσαλήμ∙ και ώδε έχει εξουσίαν παρά των αρχιερέων δήσαι πάντας τους επικαλουμένους το όνομά σου. είπε δε προς αυτόν ο Κύριος∙ πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοί εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ∙ εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν .
»Απήλθε δε Ανανίας και εισήλθε εις την οικίαν, και επιθείς επ’ αυτόν τας χείρας είπε∙ Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος απέσταλκέ με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τη οδώ ή ήρχου, όπως αναβλέψης και πλησθής Πνεύματος Αγίου. και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί λεπίδες, ανέβλεψέ τε, και αναστάς εβαπτίσθη, και λαβών τροφήν ενίσχυσεν» (Πραξ. 8, 9-19).
(Ο Σαύλος, εξακολουθώντας να βράζει από απειλή και φονική διάθεση εναντίον των μαθητών του Κυρίου, ήρθε στον αρχιερέα και του ζήτησε διαπιστευτήρια για τις συναγωγές της Δαμασκού, ώστε αν βρει ανθρώπους που ακολουθούσαν τον δρόμο αυτό, άντρες και γυναίκες, να τους φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ. Πλησιάζοντας στη Δαμασκό, έξαφνα άστραψε γύρω του ένα φως από τον ουρανό, και πέφτοντας καταγής άκουσε μια φωνή να του λέγει∙ «Σαούλ Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» Είπε εκείνος∙ «Ποιος είσαι, Κύριε;». Ο δε Κύριος είπε∙ «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ καταδιώκεις∙ αλλά σήκω και μπες στην πόλη, κι εκεί θα σου πούνε τι πρέπει να κάνεις». Οι άνδρες που τον συνόδευαν στέκονταν άλαλοι, καθώς άκουγαν τη φωνή χωρίς να βλέπουν κανέναν. Ο Σαύλος σηκώθηκε όρθιος, αλλά αν και τα μάτια του ήταν ανοιχτά, δεν έβλεπε τίποτε. Κρατώντας τον από τα χέρια τον έφεραν στη Δαμασκό, και επί τρεις μέρες δεν έφαγε ούτε ήπιε.
Στην Δαμασκό υπήρχε κάποιος μαθητής ονόματι Ανανίας, και του είπε ο Κύριος σε όραμα∙ «Ανανία». Κι εκείνος απάντησε∙ «Ιδού εγώ, Κύριε». Ο δε Κύριος του είπε∙ «Σήκω και πήγαινε στην οδό που ονομάζεται Ευθεία και ζήτησε στο σπίτι του Ιούδα κάποιον που λέγεται Σαύλος από την Ταρσό. Αυτός τώρα προσεύχεται, και είδε σε όραμα άνδρα ονομαζόμενο Ανανία να μπαίνει και να βάζει επάνω το χέρι του, για να βρει το φως του». Αποκρίθηκε ο Ανανίας∙ «Κύριε, άκουσα από πολλούς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, πόσο κακό έκανε στους πιστούς σου στην Ιερουσαλήμ, και είναι εδώ έχοντας την εξουσία απ’ τους αρχιερείς να συλλάβει όσους επικαλούνται το όνομά σου». Είπε προς αυτόν ο Κύριος∙ «Πήγαινε, διότι αυτός είναι σκεύος εκλογής μου, και θα φέρει το όνομά μου στα έθνη και στους άρχοντές τους, και στους γιους του Ισραήλ. Κι εγώ θα του δείξω όσα πρέπει να πάθει για το όνομά μου.
Ο Ανανίας έφυγε και πήγε στο σπίτι, και αφού έβαλε τα χέρια επάνω σ’ αυτόν, του είπε: «Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος με έστειλε. Ο Ιησούς που σου εμφανίστηκε στο δρόμο όπου ερχόσουν, για να αναβλέψεις και να γεμίσεις από Πνεύμα Άγιο». Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ανέβλεψε, και ύστερα σηκώθηκε και βαφτίστηκε, και έλαβε τροφή και δυνάμωσε).
Επί τρεις μέρες ο Παύλος παρέμεινε κλεισμένος στο σπίτι χωρίς πιοτό και φαΐ μένοντας μετέωρος μέσα στο σκοτάδι, περιμένοντας να συμβεί εκείνο που του είχε πει ο Χριστός. Αποκτά το φως του και πληρούται από το Άγιο Πνεύμα όταν ο Ανανίας επιθέτει τα χέρια επάνω του. Αρχίζει να διακρίνει τη γραμμή του θανάτου που χαράζει η εν Χριστώ ζωή. Έπρεπε πρώτα να τυφλωθεί για να αποκτήσει τα μάτια που μπορούν να ξεχωρίσουν το ανθρώπινο ψεύδος από την Θεία αλήθεια. Να αποκτήσει τα μάτια που μπορούν να διακρίνουν μέσα του και γύρω του τις κινήσεις του Πνεύματος μετά την ενσάρκωση του Χριστού. Καθότι η ενσάρκωση του Χριστού είναι το ορόσημο ενός βίου διαφορετικού, και ενός δρόμου πέρα από τους παγανιστικούς μύθους των εθνικών και τον Μωσαϊκό νόμο των Ιουδαίων.
«Τις ει, Κύριε;», ρωτά ο Σαύλος. Και ο Κύριος του απαντά: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις». Ο Ιησούς με τούτη τη φράση είναι σαν να απευθύνεται σε όλους τους διώκτες του ανά τους αιώνες, σ’ αυτούς που υπήρξαν και σ’ αυτούς που πρόκειται να έρθουν. Η φράση του δείχνει το αναίτιο των διωγμών που θα υποστούν οι μαθητές του, θυμίζοντας το λόγιο του Ευαγγελίου, «Εμίσησαν με δωρεάν» (Ιωαν. 15,25), (Με μίσησαν χωρίς κανένα λόγο), που είχε εκστομίσει λίγο πριν συλληφθεί. Και όντως, χωρίς κανένα λόγο διώχθηκαν οι πραγματικοί μαθητές του Ιησού. Διότι είναι οι καθρέφτες του κόσμου τούτου, όπου μπροστά τους ξεθωριάζουν τα προσωπεία των ανθρώπων.
Η απάντηση που δίνει ο Ιησούς στον Παύλο δεν αποτελεί απλώς μια παρέκκλιση από τον δρόμο που ακολουθούσε ως Σαύλος, ούτε μια μεταστροφή ή μια μετάβαση σε ένα ανώτερο επίπεδο. Είναι η πλήρης διακοπή του δικού του δρόμου, έτσι όπως τον ζούσε, και η απαρχή της οδού προς τον Χριστό. Παύει να υφίσταται ως Σαύλος, και η σταδιοδρομία του όπως την ήξερε και την πίστευε, διακόπτεται. Είναι μια στιγμή που δεν μπορεί να μετρηθεί μέσα στο χρόνο, κι ωστόσο διαποτίζει όλο το χρονικό γίγνεσθαι, το πριν και το μετά, το χθες και το αύριο, προσφέροντας ένα εντελώς καινούριο νόημα στο χρόνο που κυλά αδιάπτωτα και δεν οδηγεί παρά σε μάταιες και ματαιωμένες πράξεις.
Ο Σαύλος τυφλώνεται, και ένα άλλο φως καταυγάζει ολόκληρο το είναι του. Ένα φως που κατανικά το σκοτάδι. Ασθενεί και σμικρύνεται παραμένοντας επί τρεις μέρες τυφλός και προσευχόμενος. Οι τρεις ημέρες που μεσολάβησαν μέχρι να ξαναβρεί το φως του και να βαπτισθεί παραπέμπουν στην τριήμερη ταφή του Χριστού, ώστε να φανεί η πλήρης αποκοπή του πριν από το μετά, της πραγματικής ζωής από τον θάνατο. Κάτι που ο Παύλος επιβεβαιώνει στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή (5, 17): «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα». (Τα παλιά πέρασαν, ιδού έγιναν όλα καινούρια).
Ο Σαύλος, μετά την τύφλωσή του κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό, αφυπνίζεται εν πνεύματι, και όλα όσα υπήρχαν και τον χαρακτήριζαν προηγουμένως, πεθαίνουν μέσα του μονομιάς. Πριν ανήκε στους διώκτες του Χριστού, όμως τώρα συμπαρατάσσεται μαζί του εναντίον των αρχών και των εξουσιών που διαφεντεύουν τον κόσμο, και υφίσταται και εκείνος τις διώξεις που επιφυλάσσουν οι έχοντες το φρόνημα του κόσμου σε όσους πιστεύουν στο όνομα του Χριστού. Αναδύεται ο Παύλος, ο απόστολος των εθνών. Παραδίδεται στον Χριστό, και τούτο σημαίνει παραίτηση από κάθε αξίωση προσωπικής καυχήσεως. Διατυπώνεται εντός του ένα «Όχι»απέναντι στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, απέναντι σε κάθε ανθρώπινη δικαίωση. Αναλαμβάνει να μιλήσει για πράγματα για τα οποία κανείς άλλος δεν μπορεί να μιλήσει. Να γίνει μάρτυρας πραγμάτων για τα οποία μόνον ο Χριστός μπορεί να δώσει μαρτυρία. Οι λέξεις σβήστηκαν από μέσα του και η συνείδησή του έγινε ένα λευκό πανί. Ένα άλλο νόημα ζωής αναδύθηκε. Ένα νόημα που τον κατέκλυσε, γιατί μέσα του μίλησε ο χορηγός της ζωής. Δεν ξεπήδησε ένα νέο ιδανικό ή ένα νέο ίνδαλμα, αλλά ένα τελείως διαφορετικό νόημα ζωής.
Γίνεται σκεύος εκλογής. Πράττει εκείνα που από μόνος του θα αδυνατούσε να πράξει, και αναγνωρίζει εκείνα που πριν παντελώς αγνοούσε. Δια του Ιησού Χριστού γίνεται αυτό που πραγματικά είναι, καθώς γεννιέται μέσα του ο πραγματικός εαυτός.
Έτσι ο λόγος του θα γίνει κήρυγμα ελπίδας. Της απροσμέτρητης ελπίδας που μπροστά της καμιά άλλη ελπίδα δεν μπορεί να σταθεί∙ της ελπίδας ότι ο Θεός είναι παρών. Δεν υπάρχει επέκεινα και ενθάδε, δεν υπάρχει αυτός και ο άλλος κόσμος. Υπάρχει ο Σταυρωθείς και Αναστάς Χριστός, που μέσω αυτού πίστεψε, πιστεύει, και βρίσκεται εν πίστει.
Είναι η ώρα που στον Παύλο ανατέλλει η πίστη, όπως διατυπώνεται στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Ου γαρ δια νόμου η επαγγελία τω Αβραάμ ή τω σπέρματι αυτού, το κληρονόμον αυτόν είναι του κόσμου αλλά δια δικαιοσύνης πίστεως. ει γαρ εκ του νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία» (4, 13-14). (Δεν δόθηκε δια του νόμου η υπόσχεση στον Αβραάμ ή στους απογόνους του, ότι θα κληρονομούσε τον κόσμο, αλλά με την δικαίωση που έλαβε δια της πίστεως. Αν οι κληρονόμοι εξαρτιόνταν από τον νόμο, τότε η πίστη θα έχανε το περιεχόμενό της και η υπόσχεση θα καταργούνταν).
Η πίστη του Αβραάμ έγκειται στο ότι γνωρίζει πως τα πάντα βρίσκονται στα χέρια του Θεού, και γι’ αυτό η πίστη του δεν έχει όρια. Ο θάνατος δεν διχοτομεί την πίστη, καθότι η πίστη αγκαλιάζει και τη ζωή και τον θάνατο. Διαφορετικά η πίστη καθίσταται μια ανθρώπινη πράξη που επιστρέφει στο άτομο και στην κίνηση του ατόμου, που βυθίζεται στη σχετικότητα και την αμφισημία. Αυτός που δεν παραιτείται από το πιθανό ποτέ δεν αποκτά σχέση με το Θεό. Αλλά το να αποδεχθεί το απίθανο σημαίνει να παραιτηθεί όχι μόνο από τις συνήθεις προσόδους της επιτυχίας, αλλά και από κάθε δικαιολόγηση απέναντι στο κοινό αίσθημα των συγχρόνων του. Αυτό σημαίνει να διατρέξει έναν απόλυτο κίνδυνο.
Η πορεία προς την Δαμασκό του Παύλου είναι ανάλογη της πορείας του Αβραάμ. Εάν ο Αβραάμ δεν είχε αποδεχθεί το απίθανο, δεν θα προχωρούσε προς ένα τόπο για τον οποίο δεν γνώριζε τίποτε. «Και είπεν κύριος τω Αβραάμ Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου εις γην ην αν σοι δείξω» (Γεν. 12, 1). (Και είπε ο Κύριος στον Αβραάμ∙ «Φύγε από την πατρίδα σου και από τους συγγενείς σου και από το πατρικό σου σπίτι, και πήγαινε στη γη που εγώ θα σου δείξω»). Έτσι και ο Παύλος ανοίγεται στο άγνωστο μετά τη συνάντησή του με τον Ιησού. Αφήνει πίσω του ό,τι γνώριζε, ό,τι συνιστούσε και καθόριζε την ύπαρξή του, για να αγκαλιάσει το αναστημένο σώμα του Χριστού.
Μιλώντας για την Ανάσταση του Χριστού ο Παύλος αφηγείται κατά την απολογία του ενώπιον του βασιλιά Αγρίππα, μετά τις κατηγορίες των Ιουδαίων που ζητούσαν τη θανάτωσή του, τη συνάντησή του με τον Ιησού κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό.
«Εν οις και πορευόμενος εις την Δαμασκόν μετ’ εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων, ημέρας δε μέσης κατά την οδόν είδον, βασιλεύ, ουρανόθεν υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου περιλάμψαν με φως και τους συν εμοί πορευομένους∙ πάντων δε καταπεσόντων ημών εις την γην ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν τη Εβραΐδι διαλέκτω∙ Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν. εγώ δε είπον∙ τίς ει, Κύριε; ο δε είπεν∙ εγώ ειμί Ιησούς όν συ διώκεις. αλλά ανάστηθι και στήθι επί τους πόδας σου∙ εις τούτο γαρ ώφθην σοι, προχειρίσασθαί σοι υπηρέτην και μάρτυρα ων τε είδες ων τε οφθήσομαί σοι, εξαιρούμενός σε εκ του λαού και των εθνών, εις ους εγώ σε αποστέλλω ανοίξαι οφθαλμούς αυτών, του επιστρέψαι από σκότους εις φως και της εξουσίας του σατανά επί τον Θεόν, του λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών και κλήρον τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις εμέ» (Πραξ. 26, 12-18). (Μ’ αυτές τις προθέσεις πορευόμενος προς τη Δαμασκό με εξουσία και εντολή απ’ τους αρχιερείς, μέρα μεσημέρι είδα, βασιλιά, ένα φως λαμπρότερο κι από τον ήλιο να περιλούζει εμένα και εκείνους που με συνόδευαν. Όλοι πέσαμε καταγής κι εγώ άκουσα μια φωνή να μου λέγει στην εβραϊκή γλώσσα: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρό για σένα να κλωτσάς τη βουκέντρα». Εγώ του είπα: «Ποιος είσαι, Κύριε;». Κι εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ καταδιώκεις. Όμως σήκω και στάσου στα πόδια σου. Γι’ αυτό σου εμφανίστηκα: για να σε πάρω υπηρέτη και μάρτυρα και για όσα είδες τώρα και για όσα θα δεις από μένα. Θα σε ελευθερώσω από τον λαό αυτόν και από τους εθνικούς, στους οποίους εγώ σε στέλνω για να ανοίξεις τα μάτια τους, και να επιστρέψουν απ’ το σκοτάδι στο φως και από την εξουσία του σατανά στον Θεό, και να πιστέψουν σε μένα ώστε να λάβουν άφεση αμαρτιών και μερίδα ανάμεσα σε εκείνους που ανήκουν στον Θεό»).
Τα τελευταία λόγια του Ιησού ακούγονται σαν αντήχηση των λόγων του Ησαΐα (6, 9-10):
«ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε,
και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε∙
επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου,
και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν,
και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν,
μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς
και τοις ωσίν ακούσωσι
και τη καρδία συνώσι
και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς».
(Θα ακούτε, μα δεν θα καταλαβαίνετε, και θα βλέπετε, μα δεν θα εννοείτε. ΄Εγινε αναίσθητη η καρδιά αυτού του λαού. Βαριακούν και κλείνουν τα μάτια τους, για να μη δουν με τα μάτια και ακούσουν με τα αυτιά και συναισθανθούν με την καρδιά, και επιστρέψουν σε μένα, και τους θεραπεύσω).
Ωστόσο τα λόγια αυτά του Ιησού στην απολογία του Παύλου προς τον βασιλιά Αγρίππα δεν αναφέρονται στην πρώτη αφήγηση του συμβάντος της πορείας προς τη Δαμασκό, όπως δεν αναφέρεται και η φράση, «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν», που είναι μια αρχαία ελληνική παροιμία. Όμως τούτο ακούγεται σαν μια ολοκλήρωση των λόγων που είπε ο Ιησούς, και κάνει ακόμη πιο πιστευτή την αφήγηση του Παύλου ενώπιον του Αγρίππα.
Το γεγονός ότι ο Παύλος αναφέρεται στην φανέρωση του Ιησού κατά την πορεία του στη Δαμασκό, υπογραμμίζει την μοναδική σπουδαιότητα τούτης της συνάντησης που ανέτρεψε ολόκληρη την ύπαρξή του. Η παρρησία του μπροστά στον Αγρίππα, και το θάρρος του να μιλήσει για τον αναστημένο Ιησού, δείχνει σαν να έχει περιβληθεί με μια ισχύ ανώτερη της εξουσίας του βασιλιά. Ο Αγρίππας και η Βερενίκη εισέρχονται στην αίθουσα του δικαστηρίου με φανταχτερή πομπή, μαζί με ανώτερους αξιωματούχους και προύχοντες της πόλης. Απέναντί τους στέκεται ο Παύλος απτόητος, γνωρίζοντας ότι η πληρότητα της εξουσίας του Ιησού, που δεν έχει σχέση με οποιονδήποτε φανατισμό, είναι ανώτερη από κάθε εξουσία επί της γης. Τούτο τον καθιστά άφοβο. Πιστεύω πως και το αίτημα του να εξεταστεί από τον αυτοκράτορα έχει σχέση περισσότερο με τούτη την εξουσία, παρά με τα προνόμια που του έδινε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη που επικαλείται.
Ο Παύλος πίστεψε στο λόγο του Θεού και τον εμπιστεύτηκε. Πίστεψε στο «αδύνατον», σ’ εκείνο που βρίσκεται πέραν πάσης γνώσεως, και το εμπιστεύτηκε. Αυτό τον κατέστησε κήρυκα του λόγου του Χριστού και απόστολο. Ο Παύλος αφέθηκε με πλήρη εμπιστοσύνη στο άγνωστο, κι έτσι έπαψε να είναι Σαύλος. Έπαψε να είναι αυτό που πίστευε ότι ήταν, έπαψε να προσδιορίζεται από τα πιστεύω και τις πεποιθήσεις του. Με τον Παύλο, και όχι τον Σαύλο, η Ιστορία τελειώνει όπως την γνωρίζαμε, και αρχίζει εκ νέου. Απ’ εκείνη τη στιγμή ο Παύλος κινείται στην επικράτεια της πίστης, η οποία είναι ανιστορική. Είναι η πίστη που δεν αφήνει ίχνη στην Ιστορία, που δεν επικαλείται καμιά εγκόσμια εξουσία, και η επιστήμη θεωρεί ανύπαρκτη. Η πίστη είναι το τόλμημα ενός άλματος στο άγνωστο. Κάθε φορά που τολμάμε να ισχυριστούμε ότι πιστεύουμε, πρέπει να αρχίσουμε να τρέφουμε επιφυλάξεις για τον εαυτό μας.
Η διάβαση δια της στενής πύλης, «Αγωνίζεσθε εισελθείν δια της στενής πύλης» (Λουκ. 13,24), είναι κάτι το ξένο, αλλά ταυτόχρονα είναι και η μόνη προσπελάσιμη οδός, όταν αποκτά κανείς την επίγνωση ότι οι δρόμοι του κόσμου δεν οδηγούν πουθενά. Σε τούτο το σημείο η συνήθεια, η άνεση, η ελαφρότητα, το αυτονόητο, αποτελούν απάτη. Εδώ δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα εποπτείας των ορατών πραγμάτων, αλλά «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11, 1). (Έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπουμε).
Είναι η πίστη που ανήκει σε εκείνους οι οποίοι ελαττούμενοι αυξάνουν, εκείνων που η δύναμη προέρχεται από την αδυναμία τους, των ασθενών που είναι σχεδόν αθέατοι από τον κόσμο. Αυτοί είναι οι πρώτοι που βλέπουν τον ήλιο που κανένας δεν έχει δει ακόμη, τον ήλιο της ανέσπερης ημέρας, λέγοντας: «Ναι, έρχου Κύριε Ιησού!».
Ο Χριστός δεν μας δέχεται σ’ αυτό που είμαστε, και με τον τρόπο αυτό μας καταφάσκει σ’ αυτό που δεν είμαστε. Δικαιωνόμαστε όχι σ’ αυτό που είμαστε, αλλά σ’ αυτό που δεν είμαστε. Διότι για να φτάσουμε εκεί που είμαστε, πρέπει να πάμε από το δρόμο που δεν είμαστε. Στο πρόσωπο του Χριστού ο άνθρωπος αποκτά την πραγματική του υπόσταση.
Η Θεία βουλή που καθιστά τον Παύλο σκεύος εκλογής, είναι αδιανόητη για μας. Βλέπουμε τον Παύλο να βρίσκει έναν θησαυρό, εκεί που μόνο να χάσει μπορούσε, να συνδέει όλα όσα είναι αποσυνδεδεμένα, να στέκει εκεί που κανείς δεν δύναται να σταθεί. Τον ακούμε να καταφάσκει, να λέει Ναι εκεί που χωρά μόνο η άρνηση. Και εκεί θεμελιώνεται η πίστη του.
Ο άνθρωπος που βαδίζει στα βήματα του Χριστού πάσχει για τον Χριστό, και αναφορά του είναι ο Χριστός. Η σχέση αυτή του ανθρώπου με τον Χριστό δεν δύναται να γίνει αντικείμενο θρησκευτικού δόλου ή νέων ψευδαισθήσεων, διότι η ζωή που δημιουργεί είναι μια ζωή δια του θανάτου. Θανάτου του παλαιού εαυτού για να γεννηθεί ο καινός άνθρωπος. Είναι η γέννηση του εσωτερικού ανθρώπου που έρχεται στην ύπαρξη μέσα από τα δάκρυα και τους πόνους, που καθαρίζουν ξύνοντας την μαυρισμένη απ’ τη φαυλότητα εικόνα του ανθρώπου. Ο Παύλος μετά τη συνάντησή του με τον αναστημένο Χριστό ζει από την Ανάσταση, και δίχως τον αναστημένο Χριστό δεν μπορεί να καταλάβει κανείς ούτε αυτόν ούτε την ευσέβειά του. Γεννάται μέσα του ο πραγματικός εαυτός, που δεν χαρακτηρίζεται από ατομικά χαρακτηριστικά ή από ιδιότητες που του προσδίδει ο κόσμος. Όσο προχωρεί κανείς σ’ αυτό τον δρόμο, όσο αδειάζει από τα ατομικά του χαρακτηριστικά, διαπιστώνει πως ουσιαστικά «εαυτός» δεν υπάρχει, ότι εκείνο που θεωρείται ως «εαυτός» είναι μια συνεχής ρευστότητα μέσα στο χρόνο, και ότι ο πραγματικός εαυτός είναι τελικά ο Χριστός. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) (Δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός), θα πει ο Παύλος. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν είναι ταυτόχρονα και ο Παύλος. Αλλά εκείνο που καθορίζει το είναι του είναι ο Χριστός, το στοιχείο της απρόσκοπτης αγάπης. Το γεγονός είναι ότι ζει μέσα του ο Χριστός, και τούτο δεν αποτελεί κάποιου είδους σχέση, ανταγωνιστική ή καταναγκαστική, ούτε αποτελεί εξάρτηση. Είναι μια ολοκληρωτική αναγέννηση. Είναι ύπαρξη εν ελευθερία, ποτισμένη από την θεία αγάπη. Ο πόνος ο πραγματικός, ο πόνος ο βαθύς της ψυχής, οδηγεί σε τούτο το άδειασμα.
Απ’ αυτή τη στιγμή αρχίζουν οι πραγματικές δοκιμασίες του Παύλου. Η στιγμή ήταν για εκείνον ο χρόνος της πίστης, η επαφή χρόνου και αιωνιότητας, η πλήρωση του χρόνου για μια αιώνια απόφαση. Το παράδοξο της κλήσης του Παύλου είναι ότι του ανοίγεται ένας δρόμος ο οποίος είναι αόρατος, και εκείνος τον ακολουθεί αψηφώντας τους κινδύνους που συνεπάγεται ένας τέτοιος δρόμος. Το φως πάνω στο μονοπάτι μου για το οποίο μιλάει ο ψαλμός του Δαβίδ (118, 105), «λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου» (λυχνάρι στα πόδια μου ο νόμος σου και φως στα μονοπάτια μου), δεν φωτίζει μια οδό χαραγμένη από πριν. Δείχνει όμως το πρώτο βήμα, γιατί η οδός δημιουργείται από τα πέλματα που την πατούν.
Ο δρόμος προς την Δαμασκό είναι διαφορετικός για τον καθένα. Το τέλος όμως, ως τέρμα αλλά και ως σκοπός, είναι κοινό για όλους.
* Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Το κοράλλι», τεύχος 11, Οκτωβρ.-Δεκέμβρ. 2016.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου