Συνέχεια απο: Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011
Puer aeternus
Μέρος δεύτερο
Μια πραγματική περίπτωση
5 Το μεγάλο όνειρο 4
Η αιγυπτιακή μυθολογία αποτελεί εξαίρεση στο σημείο αυτό, γιατί ορισμένα στοιχεία της είναι ανεστραμμένα. Έτσι ο ουρανός, το ανώτερο, είναι θηλυκό όσον αφορά τον σεξουαλικό συμβολισμό, ενώ η γη είναι το αρσενικό στοιχείο. Αυτό έχει πιθανόν να κάνει με την ανεστραμμένη αντίληψη των Αιγυπτίων περί ζωής: την μεγαλύτερη αξία είχε η μετά τον θάνατο ζωή, η ζωή σε αυτόν εδώ τον κόσμο λίγη αξία είχε. Η οικοδόμηση των θαυμαστών πυραμίδων είχε να κάνει με την μετά θάνατον ζωή. Μέχρι το τέλος όμως της συγκρητιστικής περιόδου δεν υπήρχαν κανονικά σπίτια για τους ζωντανούς, εκτός από το παλάτι. Για τους Αιγυπτίους συγκεκριμένες και πραγματικές ήταν οι ιδέες, ενώ οι πραγματικές μορφές ζωής ήταν κάτι το αφηρημένο και για τον λόγο αυτό αρσενικό. Όταν μελετά κανείς την αιγυπτιακή θρησκεία, παρατηρεί κατευθείαν τον πραγματισμό των ιδεών. Για παράδειγμα, η ιδέα της αθανασίας έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσω της χημικής επεξεργασίας των πτωμάτων. Εμείς θεωρούμε την αθανασία ως κάτι συμβολικό, αλλά για τους Αιγυπτίους δεν ήταν(όπως και στην πρωτόγονη μαγεία). Το παρασκεύασμα της μούμιας το θεωρούσαν ως εδραίωση της αθανασίας. Αυτό δείχνει πόσο πραγματική-καθορισμένη ήταν η αντίληψη. Για τους αρχαίους Αιγυπτίους η γη ήταν αρσενική, το πνεύμα και οι ιδέες ήταν καθορισμένα. Ενώ για τους Αιγυπτίους η αντίληψη αυτή ήταν απολύτως χαρακτηριστική, υπάρχουν και άλλοι πολιτισμοί με ίχνη αυτής της ανάστροφης θεώρησης. Για τον λόγο αυτό, όποτε εμφανίζεται το «πάνω» και το «κάτω», πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους ποιότητας και να ερευνούμε με επιμέλεια τα συμφραζόμενα, αντί να εξισώνουμε κατευθείαν το πάνω με την συνείδηση και το κάτω με το ασυνείδητο.
Στο δοκίμιο του «Θεωρήσεις πάνω στην ουσία του ψυχικού», ο Jung παρομοιάζει την ψυχή με ένα χρωματικό φάσμα, όπου στο ένα άκρο είναι το υπέρυθρο και στο άλλο το υπεριώδες φως.
Το πήρε αυτό ως παράδειγμα για να εξηγήσει την σχέση μεταξύ σώματος και ψυχής-των ενστίκτων και των αρχετύπων. Από αυτή την σκοπιά, η συνείδηση του εγώ ταυτίζεται με την ακτίνα φωτός, που περιέχει ένα πυρήνα, ο οποίος παριστάνει το εγώ μας, το οποίο είναι σαν ένα πεδίο φωτός, το οποίο μπορεί να κινείται πάνω στο φάσμα. Το υπέρυθρο άκρο μπορεί να τοποθετηθεί εκεί όπου οι αντιδράσεις είναι ψυχοσωματικές και καταλήγουν ως σωματικές. Στον πόλο αυτόν, η ψυχή είναι κατά κάποιο τρόπο (δεν ξέρουμε ακόμα με ποιο τρόπο)συνδεδεμένη με τις φυσικές διαδικασίες, έτσι ώστε η δράση της να χάνεται μέσα σ’ αυτές: κατ’ αρχάς ψυχοσωματικές, μετά σωματικές. Αυτό θα ήταν το άκρο που αντιπροσωπεύει το σώμα. Στο άλλο άκρο, το υπεριώδες, μπορούμε να τοποθετήσουμε τα αρχέτυπα. Από μέσα, αλλά και από έξω, γνωρίζουμε μόνο ως ένα βαθμό τι είναι το σώμα καθ’ εαυτώ. Εδώ τίθεται το μεγάλο ερώτημα, το μυστικό του ζωντανού οργανισμού. Στο υπεριώδες άκρο συναισθήματα, φαντασίες κτλ, και η πηγή των οποίων είναι ακριβώς αυτό το άκρο. Η πηγή των δυναμικών φαντασιών και ιδεών, που αναδύονται στην ψυχή μας είναι από παλιά γνωστή, αλλά εμείς αποδίδουμε τέτοιες φαντασίες στην δράση των αρχετύπων. Ίσως αυτοί οι δυο πόλοι να συνδέονται κατά κάποιο τρόπο. Δεν ξέρουμε πως, αλλά θα μπορούσαν να είναι δυο πτυχές της ίδιας πραγματικότητας. Στο ένα άκρο είναι το σώμα, στο άλλο ο κόσμος των ιδεών και αντιλήψεων, που ξαφνικά καταλαμβάνουν το ανθρώπινο πνεύμα. Η συνείδηση μας ταλαντεύεται μεταξύ των δυο αυτών πόλων. Ξέρουμε πως οι σωματικές διαδικασίες και η φυσική συμπεριφορά καθοδηγούνται από τα ένστικτα. Δηλαδή από το σεξουαλικό ένστικτο και το παιχνίδι των ορμονών μέσα στο σώμα και στις φυσικές αντιδράσεις. Από το ένστικτο της αυτοάμυνας με τις αυτόματες κινήσεις πάλης. Από το ένστικτο της φυγής, που είναι μέρος του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, το οποίο αναλαμβάνει αυτόματα την κυριαρχία χωρίς την συμμετοχή του υποκειμένου, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όταν πχ τρέχουμε να αποφύγουμε ένα κίνδυνο ή όταν αγγίζουμε ένα καυτό αντικείμενο. Αυτό είναι ένας αυτοματισμός ή σωματικό αντανακλαστικό, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ένστικτο. Η διαφορά μεταξύ ενστίκτου και αρχετύπου είναι η ακόλουθη: το ένστικτο εκφράζεται στην σωματική συμπεριφορά, που είναι παρόμοια σε όλους τους ανθρώπους, ενώ τα αρχέτυπα εκφράζονται με μια πνευματική μορφή, που είναι επίσης παρόμοια σε όλους τους ανθρώπους. Δηλαδή ο Homo sapiens ζευγαρώνει σε όλο τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, πεθαίνει πάνω κάτω με τον ίδιο τρόπο, σε όλο τον κόσμο περπατά όρθιος και τρέχει να φύγει. Κάποια όμως προγράμματα συμπεριφοράς μας διαφοροποιούν από τα άλλα ζώα. Ο Homo sapiens όμως τείνει να έχει το ίδιο είδος συναισθημάτων, το ίδιο είδος ιδεών, τις ίδιες θρησκευτικές αντιδράσεις, πράγμα που φαίνεται καλύτερα στα μυθολογικά μοτίβα, που είναι παρόμοια σε όλο τον κόσμο. Στο ένα άκρο λοιπόν είναι τα ένστικτα και στο άλλο οι αντίστοιχες εσωτερικές εμπειρίες.
Ο Jung δεν το υποστηρίζει με βεβαιότητα, αλλά λέει πως δεν έχει συναντήσει ακόμα αρχετυπικό σύμπλεγμα το οποίο συνδέεται με κάποιο ένστικτο. Για τον λόγο αυτό μπορούμε να πούμε, πως κάθε αρχέτυπο έχει ένα αντίστοιχο το οποίο είναι συνδεδεμένο με κάποιο ένστικτο. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αρχέτυπο του coniunctio το οποίο εμφανίζεται σε όλους τους μύθους περί της αρχής του κόσμου, αλλά και στις περισσότερες θρησκείες βρίσκεται σε κάποια μορφή. Εκεί περιγράφεται το ζευγάρωμα ενός αρσενικού θεού με μια θηλυκή θεά, και η επακόλουθη δημιουργία του κόσμου. Σε άλλες περιπτώσεις περιγράφεται η αιώνια ένωση μέσα σε ένα αιώνιο αγκάλιασμα, όπως αυτό των Shiva και Shakti. Κατά την μυστική εμπειρία της ένωσης της ψυχής με τον θεό, εμφανίζεται το αρχέτυπο αυτό ως coniunctio με θηλυκή ή αρσενική μορφή. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ήταν το αντίστοιχο σωματικό ένστικτο. Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως ως μάχη, συνδέεται με την αρχετυπική αντίληψη της σκιάς ή του εχθρού, σχετίζεται με τον επικίνδυνο αντίπαλο, την μορφή που στα όνειρα εμφανίζεται ως επιτιθέμενος, ή κάποιος από τον οποίο προσπαθείς να φύγεις. Στο σωματικό επίπεδο το ένστικτο αυτό εκφράζεται ως ένστικτο μάχης ή φυγής, με το οποίο γεννιόμαστε.
Και επειδή μέχρι τώρα δεν συναντήσαμε κάποια εξαίρεση, μας φαίνεται πως κάθε αρχετυπικό περιεχόμενο έχει το αντίστοιχο του με την μορφή ενστίκτου. Από αυτή την σκοπιά, τα ένστικτα είναι αυτό που βλέπουμε απ’ έξω, ενώ οι αντιλήψεις-δηλαδή ιδέες, ονειρικές φαντασιώσεις και εικόνες-είναι αυτό που παρατηρούμε από μέσα. Όταν παρατηρούμε τον άνθρωπο απ’ έξω(μπορούμε να φωτογραφήσουμε κάθε του πράξη), παίρνουμε την υπέρυθρη πτυχή του φάσματος. Η συνήθης πρακτική σήμερα, στην ανθρωπολογία και στην αντίστοιχη γραμματεία, είναι η στροφή της προσοχής σε αυτό που κάνει ο άνθρωπος διαφορετικά από τα άλλα ζώα: πως ζευγαρώνει, πως κτίζει το κατάλυμα του, πως μάχεται και επιζεί κτλ. Οι συγγραφείς προσπαθούν να περιγράψουν τον άνθρωπο αντικειμενικά, σαν να ήταν απλά ένα είδος ζώου, και τον συγκρίνουν μετά με ελέφαντες, τίγρεις και άλλα ζωντανά. Με τον τρόπο αυτό αποκτούμε μια επιστημονική φωτογραφία της φυσικής, ενστικτώδους ανθρώπινης συμπεριφοράς, πράγμα απολύτως ορθό. Όταν όμως παρακολουθούμε το ίδιο πράγμα από μέσα, και αυτό το κάνουμε εμείς οι ψυχολόγοι, τότε παρατηρούμε τι πηγάζει από το εσωτερικό του ανθρώπου: οι ιδέες και οι αντιλήψεις του. Με τον τρόπο αυτό αποκτούμε μια φωτογραφία του ανθρώπου από μέσα, μια εσωστραφή εικόνα του ανθρώπου, δια της οποίας ανακαλύπτουμε το βασίλειο των αρχετύπων. Με κάποιο άγνωστο τρόπο, είναι και τα δυο πολύ πιθανόν ένα-η ίδια πραγματικότητα, όπως φαίνεται από μέσα και απ’ έξω. Αν δεχθούμε την αντίληψη της μυθολογίας, όπου η ανθρώπινη πραγματικότητα της συνείδησης και του ασυνειδήτου βρίσκεται μεταξύ δυο πόλων-ο ουράνιος πόλος πάνω και ο καταχθόνιος πόλος κάτω-μπορούμε να την παρομοιάσουμε με το επιστημονικό μοντέλο της ψυχής, και να ονομάσουμε το υπέρυθρο μέρος του φάσματος «κάτω ουρανό», το δε υπεριώδες «πάνω ουρανό».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Puer aeternus
Μέρος δεύτερο
Μια πραγματική περίπτωση
5 Το μεγάλο όνειρο 4
Η αιγυπτιακή μυθολογία αποτελεί εξαίρεση στο σημείο αυτό, γιατί ορισμένα στοιχεία της είναι ανεστραμμένα. Έτσι ο ουρανός, το ανώτερο, είναι θηλυκό όσον αφορά τον σεξουαλικό συμβολισμό, ενώ η γη είναι το αρσενικό στοιχείο. Αυτό έχει πιθανόν να κάνει με την ανεστραμμένη αντίληψη των Αιγυπτίων περί ζωής: την μεγαλύτερη αξία είχε η μετά τον θάνατο ζωή, η ζωή σε αυτόν εδώ τον κόσμο λίγη αξία είχε. Η οικοδόμηση των θαυμαστών πυραμίδων είχε να κάνει με την μετά θάνατον ζωή. Μέχρι το τέλος όμως της συγκρητιστικής περιόδου δεν υπήρχαν κανονικά σπίτια για τους ζωντανούς, εκτός από το παλάτι. Για τους Αιγυπτίους συγκεκριμένες και πραγματικές ήταν οι ιδέες, ενώ οι πραγματικές μορφές ζωής ήταν κάτι το αφηρημένο και για τον λόγο αυτό αρσενικό. Όταν μελετά κανείς την αιγυπτιακή θρησκεία, παρατηρεί κατευθείαν τον πραγματισμό των ιδεών. Για παράδειγμα, η ιδέα της αθανασίας έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσω της χημικής επεξεργασίας των πτωμάτων. Εμείς θεωρούμε την αθανασία ως κάτι συμβολικό, αλλά για τους Αιγυπτίους δεν ήταν(όπως και στην πρωτόγονη μαγεία). Το παρασκεύασμα της μούμιας το θεωρούσαν ως εδραίωση της αθανασίας. Αυτό δείχνει πόσο πραγματική-καθορισμένη ήταν η αντίληψη. Για τους αρχαίους Αιγυπτίους η γη ήταν αρσενική, το πνεύμα και οι ιδέες ήταν καθορισμένα. Ενώ για τους Αιγυπτίους η αντίληψη αυτή ήταν απολύτως χαρακτηριστική, υπάρχουν και άλλοι πολιτισμοί με ίχνη αυτής της ανάστροφης θεώρησης. Για τον λόγο αυτό, όποτε εμφανίζεται το «πάνω» και το «κάτω», πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους ποιότητας και να ερευνούμε με επιμέλεια τα συμφραζόμενα, αντί να εξισώνουμε κατευθείαν το πάνω με την συνείδηση και το κάτω με το ασυνείδητο.
Στο δοκίμιο του «Θεωρήσεις πάνω στην ουσία του ψυχικού», ο Jung παρομοιάζει την ψυχή με ένα χρωματικό φάσμα, όπου στο ένα άκρο είναι το υπέρυθρο και στο άλλο το υπεριώδες φως.
Το πήρε αυτό ως παράδειγμα για να εξηγήσει την σχέση μεταξύ σώματος και ψυχής-των ενστίκτων και των αρχετύπων. Από αυτή την σκοπιά, η συνείδηση του εγώ ταυτίζεται με την ακτίνα φωτός, που περιέχει ένα πυρήνα, ο οποίος παριστάνει το εγώ μας, το οποίο είναι σαν ένα πεδίο φωτός, το οποίο μπορεί να κινείται πάνω στο φάσμα. Το υπέρυθρο άκρο μπορεί να τοποθετηθεί εκεί όπου οι αντιδράσεις είναι ψυχοσωματικές και καταλήγουν ως σωματικές. Στον πόλο αυτόν, η ψυχή είναι κατά κάποιο τρόπο (δεν ξέρουμε ακόμα με ποιο τρόπο)συνδεδεμένη με τις φυσικές διαδικασίες, έτσι ώστε η δράση της να χάνεται μέσα σ’ αυτές: κατ’ αρχάς ψυχοσωματικές, μετά σωματικές. Αυτό θα ήταν το άκρο που αντιπροσωπεύει το σώμα. Στο άλλο άκρο, το υπεριώδες, μπορούμε να τοποθετήσουμε τα αρχέτυπα. Από μέσα, αλλά και από έξω, γνωρίζουμε μόνο ως ένα βαθμό τι είναι το σώμα καθ’ εαυτώ. Εδώ τίθεται το μεγάλο ερώτημα, το μυστικό του ζωντανού οργανισμού. Στο υπεριώδες άκρο συναισθήματα, φαντασίες κτλ, και η πηγή των οποίων είναι ακριβώς αυτό το άκρο. Η πηγή των δυναμικών φαντασιών και ιδεών, που αναδύονται στην ψυχή μας είναι από παλιά γνωστή, αλλά εμείς αποδίδουμε τέτοιες φαντασίες στην δράση των αρχετύπων. Ίσως αυτοί οι δυο πόλοι να συνδέονται κατά κάποιο τρόπο. Δεν ξέρουμε πως, αλλά θα μπορούσαν να είναι δυο πτυχές της ίδιας πραγματικότητας. Στο ένα άκρο είναι το σώμα, στο άλλο ο κόσμος των ιδεών και αντιλήψεων, που ξαφνικά καταλαμβάνουν το ανθρώπινο πνεύμα. Η συνείδηση μας ταλαντεύεται μεταξύ των δυο αυτών πόλων. Ξέρουμε πως οι σωματικές διαδικασίες και η φυσική συμπεριφορά καθοδηγούνται από τα ένστικτα. Δηλαδή από το σεξουαλικό ένστικτο και το παιχνίδι των ορμονών μέσα στο σώμα και στις φυσικές αντιδράσεις. Από το ένστικτο της αυτοάμυνας με τις αυτόματες κινήσεις πάλης. Από το ένστικτο της φυγής, που είναι μέρος του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως, το οποίο αναλαμβάνει αυτόματα την κυριαρχία χωρίς την συμμετοχή του υποκειμένου, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όταν πχ τρέχουμε να αποφύγουμε ένα κίνδυνο ή όταν αγγίζουμε ένα καυτό αντικείμενο. Αυτό είναι ένας αυτοματισμός ή σωματικό αντανακλαστικό, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ένστικτο. Η διαφορά μεταξύ ενστίκτου και αρχετύπου είναι η ακόλουθη: το ένστικτο εκφράζεται στην σωματική συμπεριφορά, που είναι παρόμοια σε όλους τους ανθρώπους, ενώ τα αρχέτυπα εκφράζονται με μια πνευματική μορφή, που είναι επίσης παρόμοια σε όλους τους ανθρώπους. Δηλαδή ο Homo sapiens ζευγαρώνει σε όλο τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, πεθαίνει πάνω κάτω με τον ίδιο τρόπο, σε όλο τον κόσμο περπατά όρθιος και τρέχει να φύγει. Κάποια όμως προγράμματα συμπεριφοράς μας διαφοροποιούν από τα άλλα ζώα. Ο Homo sapiens όμως τείνει να έχει το ίδιο είδος συναισθημάτων, το ίδιο είδος ιδεών, τις ίδιες θρησκευτικές αντιδράσεις, πράγμα που φαίνεται καλύτερα στα μυθολογικά μοτίβα, που είναι παρόμοια σε όλο τον κόσμο. Στο ένα άκρο λοιπόν είναι τα ένστικτα και στο άλλο οι αντίστοιχες εσωτερικές εμπειρίες.
Ο Jung δεν το υποστηρίζει με βεβαιότητα, αλλά λέει πως δεν έχει συναντήσει ακόμα αρχετυπικό σύμπλεγμα το οποίο συνδέεται με κάποιο ένστικτο. Για τον λόγο αυτό μπορούμε να πούμε, πως κάθε αρχέτυπο έχει ένα αντίστοιχο το οποίο είναι συνδεδεμένο με κάποιο ένστικτο. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αρχέτυπο του coniunctio το οποίο εμφανίζεται σε όλους τους μύθους περί της αρχής του κόσμου, αλλά και στις περισσότερες θρησκείες βρίσκεται σε κάποια μορφή. Εκεί περιγράφεται το ζευγάρωμα ενός αρσενικού θεού με μια θηλυκή θεά, και η επακόλουθη δημιουργία του κόσμου. Σε άλλες περιπτώσεις περιγράφεται η αιώνια ένωση μέσα σε ένα αιώνιο αγκάλιασμα, όπως αυτό των Shiva και Shakti. Κατά την μυστική εμπειρία της ένωσης της ψυχής με τον θεό, εμφανίζεται το αρχέτυπο αυτό ως coniunctio με θηλυκή ή αρσενική μορφή. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ήταν το αντίστοιχο σωματικό ένστικτο. Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως ως μάχη, συνδέεται με την αρχετυπική αντίληψη της σκιάς ή του εχθρού, σχετίζεται με τον επικίνδυνο αντίπαλο, την μορφή που στα όνειρα εμφανίζεται ως επιτιθέμενος, ή κάποιος από τον οποίο προσπαθείς να φύγεις. Στο σωματικό επίπεδο το ένστικτο αυτό εκφράζεται ως ένστικτο μάχης ή φυγής, με το οποίο γεννιόμαστε.
Και επειδή μέχρι τώρα δεν συναντήσαμε κάποια εξαίρεση, μας φαίνεται πως κάθε αρχετυπικό περιεχόμενο έχει το αντίστοιχο του με την μορφή ενστίκτου. Από αυτή την σκοπιά, τα ένστικτα είναι αυτό που βλέπουμε απ’ έξω, ενώ οι αντιλήψεις-δηλαδή ιδέες, ονειρικές φαντασιώσεις και εικόνες-είναι αυτό που παρατηρούμε από μέσα. Όταν παρατηρούμε τον άνθρωπο απ’ έξω(μπορούμε να φωτογραφήσουμε κάθε του πράξη), παίρνουμε την υπέρυθρη πτυχή του φάσματος. Η συνήθης πρακτική σήμερα, στην ανθρωπολογία και στην αντίστοιχη γραμματεία, είναι η στροφή της προσοχής σε αυτό που κάνει ο άνθρωπος διαφορετικά από τα άλλα ζώα: πως ζευγαρώνει, πως κτίζει το κατάλυμα του, πως μάχεται και επιζεί κτλ. Οι συγγραφείς προσπαθούν να περιγράψουν τον άνθρωπο αντικειμενικά, σαν να ήταν απλά ένα είδος ζώου, και τον συγκρίνουν μετά με ελέφαντες, τίγρεις και άλλα ζωντανά. Με τον τρόπο αυτό αποκτούμε μια επιστημονική φωτογραφία της φυσικής, ενστικτώδους ανθρώπινης συμπεριφοράς, πράγμα απολύτως ορθό. Όταν όμως παρακολουθούμε το ίδιο πράγμα από μέσα, και αυτό το κάνουμε εμείς οι ψυχολόγοι, τότε παρατηρούμε τι πηγάζει από το εσωτερικό του ανθρώπου: οι ιδέες και οι αντιλήψεις του. Με τον τρόπο αυτό αποκτούμε μια φωτογραφία του ανθρώπου από μέσα, μια εσωστραφή εικόνα του ανθρώπου, δια της οποίας ανακαλύπτουμε το βασίλειο των αρχετύπων. Με κάποιο άγνωστο τρόπο, είναι και τα δυο πολύ πιθανόν ένα-η ίδια πραγματικότητα, όπως φαίνεται από μέσα και απ’ έξω. Αν δεχθούμε την αντίληψη της μυθολογίας, όπου η ανθρώπινη πραγματικότητα της συνείδησης και του ασυνειδήτου βρίσκεται μεταξύ δυο πόλων-ο ουράνιος πόλος πάνω και ο καταχθόνιος πόλος κάτω-μπορούμε να την παρομοιάσουμε με το επιστημονικό μοντέλο της ψυχής, και να ονομάσουμε το υπέρυθρο μέρος του φάσματος «κάτω ουρανό», το δε υπεριώδες «πάνω ουρανό».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου