ΠΗΓΗ: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Πριν από δυο χρόνια, κορυφαίες γερμανικές βιομηχανίες συγκρότησαν τη Συμμαχία για τις Πρώτες Ύλες (Rohstoffallianz) με σκοπό να διασφαλίσουν την προμήθεια πρώτων υλών για τους μετόχους και τις συμμετέχουσες εταιρείες. Για να το πετύχουν, ζητούν να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικές δυνάμεις...
Σε μια συνέντευξη στο Ρόιτερς, τη Δευτέρα 18/2, ο επικεφαλής της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες , Ντιρκ Πάσκερτ, ζήτησε μια “στρατηγικά προσανατολισμένη εξωτερική πολιτική στον τομέα της οικονομίας και της ασφάλειας”, με σκοπό να εξασφαλίζονται οι πρώτες ύλες για τη γερμανική βιομηχανία.
Παρόλο που αυτή η πολιτική θα έπρεπε να διέπεται από το “σκοπό των ελεύθερων και διαφανών αγορών εμπορευμάτων”, ανέφερε ο Πάσκερτ, “δεν θα πρέπει να είμαστε αφελείς, ώστε να το θεωρήσουμε δεδομένο στο άμεσο μέλλον”. “Δυστυχώς, οι εξελίξεις κινούνται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση”. Συνεπώς, κατέληξε “εμείς, μαζί με τους εταίρους μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, πρέπει να αναλάβουμε μεγαλύτερες ευθύνες στην εξωτερική πολιτική στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας”. Η “ανάληψη ευθυνών σε θέματα ασφάλειας” αποτελεί ευφημισμό για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό υποδεικνύει εξάλλου η αναφορά στο ΝΑΤΟ. Ο Πάσκερτ καλεί να διεξαχθούν πόλεμοι για τις πρώτες ύλες. Σε ευθεία ερώτηση της καθημερινής οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt - “Θα δούμε πολέμους για τους φυσικούς πόρους;” - ο Πάσκερτ απάντησε θετικά, παραθέτοντας το ιστορικό προηγούμενο. “Η ιστορία δείχνει ότι πολλές συγκρούσεις ξεκινούν από τη διαμάχη για τους φυσικούς πόρους ... Η προμήθεια πρώτων υλών είναι η βάση για την προστιθέμενη αξία και την ευημερία μιας χώρας, συνεπώς έχει γεωπολιτική σημασία”. Η Handelsblatt πρόβαλλε το θέμα ανενδοίαστα. Σε ένα μακροσκελές κύριο άρθρο το οποίο αναφερόταν κυρίως στη συνέντευξη του Πάσκερτ, έγραψε ότι οι βιομήχανοι θα επιθυμούσαν να δουν “μεγαλύτερη ανάμειξη της κυβέρνησης -και του στρατού- στην εξασφάλιση πρώτων υλών”. Ο αποκαλυπτικός τίτλος ήταν “Αποστολή Πρώτες Ύλες: η νέα πορεία της Γερμανίας”. Στους πολιτικούς κύκλους, εξήγησε η Handelsblatt, αυτή η απαίτηση των βιομηχάνων βρίσκει ευαίσθητα αφτιά. Για την κυβέρνηση, “ο έλεγχος των πρώτων υλών αποτελεί "στρατηγικό ζήτημα" της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί κανείς να θεωρήσει “ότι οι υπάρχουσες συνεργασίες για τις πρώτες ύλες δεν είναι επαρκείς”. Απαιτούνται επίσης “στρατιωτικά μέσα και μέσα ασφάλειας”.
Πριν από δυο χρόνια, κορυφαίες γερμανικές βιομηχανίες συγκρότησαν τη Συμμαχία για τις Πρώτες Ύλες (Rohstoffallianz) με σκοπό να διασφαλίσουν την προμήθεια πρώτων υλών για τους μετόχους και τις συμμετέχουσες εταιρείες. Για να το πετύχουν, ζητούν να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικές δυνάμεις...
Σε μια συνέντευξη στο Ρόιτερς, τη Δευτέρα 18/2, ο επικεφαλής της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες , Ντιρκ Πάσκερτ, ζήτησε μια “στρατηγικά προσανατολισμένη εξωτερική πολιτική στον τομέα της οικονομίας και της ασφάλειας”, με σκοπό να εξασφαλίζονται οι πρώτες ύλες για τη γερμανική βιομηχανία.
Παρόλο που αυτή η πολιτική θα έπρεπε να διέπεται από το “σκοπό των ελεύθερων και διαφανών αγορών εμπορευμάτων”, ανέφερε ο Πάσκερτ, “δεν θα πρέπει να είμαστε αφελείς, ώστε να το θεωρήσουμε δεδομένο στο άμεσο μέλλον”. “Δυστυχώς, οι εξελίξεις κινούνται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση”. Συνεπώς, κατέληξε “εμείς, μαζί με τους εταίρους μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, πρέπει να αναλάβουμε μεγαλύτερες ευθύνες στην εξωτερική πολιτική στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας”. Η “ανάληψη ευθυνών σε θέματα ασφάλειας” αποτελεί ευφημισμό για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό υποδεικνύει εξάλλου η αναφορά στο ΝΑΤΟ. Ο Πάσκερτ καλεί να διεξαχθούν πόλεμοι για τις πρώτες ύλες. Σε ευθεία ερώτηση της καθημερινής οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt - “Θα δούμε πολέμους για τους φυσικούς πόρους;” - ο Πάσκερτ απάντησε θετικά, παραθέτοντας το ιστορικό προηγούμενο. “Η ιστορία δείχνει ότι πολλές συγκρούσεις ξεκινούν από τη διαμάχη για τους φυσικούς πόρους ... Η προμήθεια πρώτων υλών είναι η βάση για την προστιθέμενη αξία και την ευημερία μιας χώρας, συνεπώς έχει γεωπολιτική σημασία”. Η Handelsblatt πρόβαλλε το θέμα ανενδοίαστα. Σε ένα μακροσκελές κύριο άρθρο το οποίο αναφερόταν κυρίως στη συνέντευξη του Πάσκερτ, έγραψε ότι οι βιομήχανοι θα επιθυμούσαν να δουν “μεγαλύτερη ανάμειξη της κυβέρνησης -και του στρατού- στην εξασφάλιση πρώτων υλών”. Ο αποκαλυπτικός τίτλος ήταν “Αποστολή Πρώτες Ύλες: η νέα πορεία της Γερμανίας”. Στους πολιτικούς κύκλους, εξήγησε η Handelsblatt, αυτή η απαίτηση των βιομηχάνων βρίσκει ευαίσθητα αφτιά. Για την κυβέρνηση, “ο έλεγχος των πρώτων υλών αποτελεί "στρατηγικό ζήτημα" της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί κανείς να θεωρήσει “ότι οι υπάρχουσες συνεργασίες για τις πρώτες ύλες δεν είναι επαρκείς”. Απαιτούνται επίσης “στρατιωτικά μέσα και μέσα ασφάλειας”.
Σύμφωνα με τη Handelsblatt, η καγκελάριος θέλει να διορίσει ένα συντονιστή που θα “εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα των στρατηγικών βιομηχανιών σε σχέση με την τεχνολογία ασφάλειας και άμυνας, συμβάλλοντας στη διασφάλιση της προμήθειας πρώτων υλών”. Στρατηγικοί εταίροι της Γερμανίας, όπως η Σαουδική Αραβία, θα πρέπει να στηριχθούν με εξοπλιστική τεχνολογία, προτού αναγκαστεί η Γερμανία, σε μια ενδεχόμενη κρίση, να στείλει δικά της στρατεύματα. Και οι ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να “προετοιμαστούν καλύτερα για το νέο τους ρόλο ως φρουρών των στρατηγικών συμφερόντων”. Η Handelsblatt παρέθεσε τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Αμυντικής Πολιτικής του 2011, οι οποίες υπαγορεύουν ότι η “ασφάλεια και η πρόσβαση σε φυσικούς πόρους” αποτελούν το “πιο σημαντικό στοιχείο της πολιτικής ασφάλειας και της στρατιωτικής πολιτικής”.
Όλα αυτά δεν είναι καινοφανή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Κατευθυντήριες Γραμμές της Αμυντικής Πολιτικής όριζαν ως βασική αποστολή της Μπούντεσβερ [του γερμανικού στρατού] τη “διατήρηση του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου και της πρόσβασης σε στρατηγικές πρώτες ύλες”. Αυτός ο προσανατολισμός άνοιξε το δρόμο για το μετασχηματισμό του γερμανικού στρατού από αμυντική δύναμη της χώρας σε διεθνή επεμβατική δύναμη.
Στην επίσημη προπαγάνδα, οι στρατιωτικές αποστολές στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν και αλλού παρουσιάζονται ως ανθρωπιστικές ή ως μέρος του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Ωστόσο, τώρα η κυβέρνηση και οι μεγάλες επιχειρήσεις πιστεύουν ότι έφτασε η ώρα να ευθυγραμμίσουν την κοινή γνώμη με τους πραγματικούς σκοπούς αυτών των επιχειρήσεων.
Σε μια συνέντευξη στη Süddeutsche Zeitung, 31/1/2013, ο υπουργός Άμυνας Τόμας ντε Μεζιέρ δήλωσε ότι θα έπρεπε να βρεθεί κάποια άλλη δικαιολογία, προκειμένου να προβληθεί η ανάγκη για άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις στο μέλλον. “Οι διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να εξηγηθούν ρεαλιστικά και οι δικαιολογίες δεν πρέπει να ηχούν τόσο πολύ παθητικές”. Υπό την καθοδήγηση του ντε Μεζιέρ, γιου ενός στρατηγού και επί μακρόν αρχηγού του επιτελείου της Μπούντεσβερ, ο μετασχηματισμός των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Επεκτείνονται οι ικανότητες σε επιχειρήσεις αναγνώρισης και μεταφοράς, ταχείας ανάπτυξης μαχητικών δυνάμεων. Επιπρόσθετα, ο γερμανικός στρατός θέλει να αποκτήσει μη επανδρωμένα αεροσκάφη και δύο “πλοία συνδυασμένης υποστήριξης”, που, σύμφωνα με τα λόγια ενός ανώτατου αξιωματικού, είναι κατάλληλα για να “δείξουν την πολιτική βούληση”, δηλαδή να εκφοβίσουν διαφωνούντες και αντιπάλους.
Εν τω μεταξύ, η Γερμανία εμπλέκεται σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους με όλο και μεγαλύτερη επιθετικότητα. Ενώ το Βερολίνο έδειξε κάποιες επιφυλάξεις στην εισβολή στο Ιράκ, το 2003, ακόμη και στον πόλεμο στη Λιβύη το 2011, τώρα στηρίζει πλήρως τη γαλλική στρατιωτική επέμβαση στο Μαλί και τις πολεμικές προετοιμασίες εναντίον της Συρίας. Το υπόβαθρο αυτής της εξέλιξης είναι η ένταση της διαπάλης για τις πρώτες ύλες, ιδίως με την Κίνα.
Το περασμένο καλοκαίρι, ο Πάσκερτ της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες, δήλωσε στο αμερικανικό περιοδικό BusinessWeek: “Όταν αναλογίζομαι ότι η Κίνα καταναλώνει το 40% σχεδόν όλων των εμπορευμάτων και οι ανάγκες της θα συνεχίσουν να αυξάνονται δραματικά, αρχίζω να αισθάνομαι άβολα για το τι θα συμβεί μεσοπρόθεσμα. Η Κίνα είναι μια γιγαντιαία ρουφήχτρα που απλά δεν υπήρχε πριν. Οφείλουμε να σκεφτούμε σοβαρά την ασφάλεια των προμηθειών για τη γερμανική βιομηχανία”.
Η θέση των μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων υπέρ της διεξαγωγής πολέμων για πρώτες ύλες θυμίζει τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της γερμανικής ιστορίας. Οι πολεμικοί στόχοι της Γερμανίας στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο -η εκτεταμένη προσάρτηση της Γαλλίας, των χωρών της Μπενελούξ και της Αφρικής- αντανακλούσαν τις απαιτήσεις και βασίζονταν στα σχέδια των “μεγάλων κεφαλιών των επιχειρήσεων, της πολιτικής και του στρατού”, όπως έγραψε ο ιστορικός Φριτς Φίσερ το 1961, στο σπουδαίο βιβλίο του Germany’s Aims in the First World War .Τότε, οι ίδιοι επιχειρηματικοί κύκλοι υποστήριξαν τον Χίτλερ, επειδή τα σχέδιά του για την κατάκτηση του κόσμου και η απαίτηση για “ζωτικό χώρο” στην Ανατολή αντιστοιχούσαν στην επεκτατική ώθηση προς την απόκτηση πρώτων υλών και αγορών και επειδή διέλυσε το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Σήμερα, πολλές εταιρείες που υποστήριξαν τον Α΄και Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ή εκείνες που τις διαδέχθηκαν βρίσκονται ανάμεσα στους χορηγούς και στα μέλη της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες. Σ΄ αυτές περιλαμβάνονται οι χημικές βιομηχανίες BASF και Bayer, που προήλθαν από τη διαβόητη IG Farben, η γιγαντιαία χαλυβουργία Thyssen Krupp, συνένωση της Thyssen και της Krupp, που και οι δύο ήταν μεταξύ των πρώτων υποστηρικτών των Ναζί, ο όμιλος της Volkswagen, που ιδρύθηκε από τον Χίτλερ, η αυτοκινητοβιομηχανία BMW, ο βασικός μέτοχος της οποίας, η οικογένεια Quandt, οφείλει μεγάλο μέρος των περιουσιακών της στοιχείων στη ναζιστική πολιτική περί άρειας φυλής, στην καταναγκαστική εργασία και σε άλλα ναζιστικά εγκλήματα.
Όπως γράφει στην ιστοσελίδα της, η Συμμαχία για τις Πρώτες ύλες ιδρύθηκε από τον “πρόεδρο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, δρ Χανς-Πέτερ Κάιτελ, στα τέλη του 2010, για να διερευνήσει τις εξελίξεις στις αγορές πρώτων υλών και τις πιθανές αντιδράσεις της βιομηχανίας”. Ο ανώτατος αξιωματούχος της Ντιρκ Πάσκερτ είναι ανώτατο διευθυντικό στέλεχος, που είχε προηγουμένως υπηρετήσει στο Δ.Σ. της E.ON, μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ενέργειας στη Γερμανία.
Η Συμμαχία για τις Πρώτες Ύλες διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τη γερμανική κυβέρνηση. Εκ μέρους του υπουργού Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ διευθύνει ένα πρόγραμμα υποστήριξης που παρέχει υπό όρους αποπληρώσιμα δάνεια σε επιχειρήσεις για την εκμετάλλευση, σε παγκόσμιο επίπεδο, κρίσιμων πρώτων υλών, όπως το αντιμόνιο, το βερύλλιο, το κοβάλτιο, ο φθορίτης, το γάλλιο, το γερμάνιο, ο γραφίτης, το ίνδιο, το μαγνήσιο, το νιόβιο, τα μέταλλα της ομάδας της πλατίνας, οι σπάνιες γαίες, το ταντάλιο και το βολφράμιο.
Το ότι η γερμανική βιομηχανία για άλλη μια φορά καλεί ανοιχτά σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες πρέπει να εκληφθεί ως προειδοποίηση προς τους εργαζόμενους της Γερμανίας και κάθε χώρας του κόσμου. Αποτελεί μια οξεία έκφραση της αύξησης των παγκόσμιων οικονομικών και γεωπολιτικών συγκρούσεων που αναπόφευκτα οδηγούν προς την κατεύθυνση του παγκόσμιου πολέμου – εκτός αν οι ιμπεριαλιστές αφοπλιστούν με την επαναστατική πάλη των εργαζομένων.
Όλα αυτά δεν είναι καινοφανή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Κατευθυντήριες Γραμμές της Αμυντικής Πολιτικής όριζαν ως βασική αποστολή της Μπούντεσβερ [του γερμανικού στρατού] τη “διατήρηση του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου και της πρόσβασης σε στρατηγικές πρώτες ύλες”. Αυτός ο προσανατολισμός άνοιξε το δρόμο για το μετασχηματισμό του γερμανικού στρατού από αμυντική δύναμη της χώρας σε διεθνή επεμβατική δύναμη.
Στην επίσημη προπαγάνδα, οι στρατιωτικές αποστολές στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν και αλλού παρουσιάζονται ως ανθρωπιστικές ή ως μέρος του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Ωστόσο, τώρα η κυβέρνηση και οι μεγάλες επιχειρήσεις πιστεύουν ότι έφτασε η ώρα να ευθυγραμμίσουν την κοινή γνώμη με τους πραγματικούς σκοπούς αυτών των επιχειρήσεων.
Σε μια συνέντευξη στη Süddeutsche Zeitung, 31/1/2013, ο υπουργός Άμυνας Τόμας ντε Μεζιέρ δήλωσε ότι θα έπρεπε να βρεθεί κάποια άλλη δικαιολογία, προκειμένου να προβληθεί η ανάγκη για άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις στο μέλλον. “Οι διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να εξηγηθούν ρεαλιστικά και οι δικαιολογίες δεν πρέπει να ηχούν τόσο πολύ παθητικές”. Υπό την καθοδήγηση του ντε Μεζιέρ, γιου ενός στρατηγού και επί μακρόν αρχηγού του επιτελείου της Μπούντεσβερ, ο μετασχηματισμός των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Επεκτείνονται οι ικανότητες σε επιχειρήσεις αναγνώρισης και μεταφοράς, ταχείας ανάπτυξης μαχητικών δυνάμεων. Επιπρόσθετα, ο γερμανικός στρατός θέλει να αποκτήσει μη επανδρωμένα αεροσκάφη και δύο “πλοία συνδυασμένης υποστήριξης”, που, σύμφωνα με τα λόγια ενός ανώτατου αξιωματικού, είναι κατάλληλα για να “δείξουν την πολιτική βούληση”, δηλαδή να εκφοβίσουν διαφωνούντες και αντιπάλους.
Εν τω μεταξύ, η Γερμανία εμπλέκεται σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους με όλο και μεγαλύτερη επιθετικότητα. Ενώ το Βερολίνο έδειξε κάποιες επιφυλάξεις στην εισβολή στο Ιράκ, το 2003, ακόμη και στον πόλεμο στη Λιβύη το 2011, τώρα στηρίζει πλήρως τη γαλλική στρατιωτική επέμβαση στο Μαλί και τις πολεμικές προετοιμασίες εναντίον της Συρίας. Το υπόβαθρο αυτής της εξέλιξης είναι η ένταση της διαπάλης για τις πρώτες ύλες, ιδίως με την Κίνα.
Το περασμένο καλοκαίρι, ο Πάσκερτ της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες, δήλωσε στο αμερικανικό περιοδικό BusinessWeek: “Όταν αναλογίζομαι ότι η Κίνα καταναλώνει το 40% σχεδόν όλων των εμπορευμάτων και οι ανάγκες της θα συνεχίσουν να αυξάνονται δραματικά, αρχίζω να αισθάνομαι άβολα για το τι θα συμβεί μεσοπρόθεσμα. Η Κίνα είναι μια γιγαντιαία ρουφήχτρα που απλά δεν υπήρχε πριν. Οφείλουμε να σκεφτούμε σοβαρά την ασφάλεια των προμηθειών για τη γερμανική βιομηχανία”.
Η θέση των μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων υπέρ της διεξαγωγής πολέμων για πρώτες ύλες θυμίζει τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της γερμανικής ιστορίας. Οι πολεμικοί στόχοι της Γερμανίας στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο -η εκτεταμένη προσάρτηση της Γαλλίας, των χωρών της Μπενελούξ και της Αφρικής- αντανακλούσαν τις απαιτήσεις και βασίζονταν στα σχέδια των “μεγάλων κεφαλιών των επιχειρήσεων, της πολιτικής και του στρατού”, όπως έγραψε ο ιστορικός Φριτς Φίσερ το 1961, στο σπουδαίο βιβλίο του Germany’s Aims in the First World War .Τότε, οι ίδιοι επιχειρηματικοί κύκλοι υποστήριξαν τον Χίτλερ, επειδή τα σχέδιά του για την κατάκτηση του κόσμου και η απαίτηση για “ζωτικό χώρο” στην Ανατολή αντιστοιχούσαν στην επεκτατική ώθηση προς την απόκτηση πρώτων υλών και αγορών και επειδή διέλυσε το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Σήμερα, πολλές εταιρείες που υποστήριξαν τον Α΄και Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ή εκείνες που τις διαδέχθηκαν βρίσκονται ανάμεσα στους χορηγούς και στα μέλη της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες. Σ΄ αυτές περιλαμβάνονται οι χημικές βιομηχανίες BASF και Bayer, που προήλθαν από τη διαβόητη IG Farben, η γιγαντιαία χαλυβουργία Thyssen Krupp, συνένωση της Thyssen και της Krupp, που και οι δύο ήταν μεταξύ των πρώτων υποστηρικτών των Ναζί, ο όμιλος της Volkswagen, που ιδρύθηκε από τον Χίτλερ, η αυτοκινητοβιομηχανία BMW, ο βασικός μέτοχος της οποίας, η οικογένεια Quandt, οφείλει μεγάλο μέρος των περιουσιακών της στοιχείων στη ναζιστική πολιτική περί άρειας φυλής, στην καταναγκαστική εργασία και σε άλλα ναζιστικά εγκλήματα.
Όπως γράφει στην ιστοσελίδα της, η Συμμαχία για τις Πρώτες ύλες ιδρύθηκε από τον “πρόεδρο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, δρ Χανς-Πέτερ Κάιτελ, στα τέλη του 2010, για να διερευνήσει τις εξελίξεις στις αγορές πρώτων υλών και τις πιθανές αντιδράσεις της βιομηχανίας”. Ο ανώτατος αξιωματούχος της Ντιρκ Πάσκερτ είναι ανώτατο διευθυντικό στέλεχος, που είχε προηγουμένως υπηρετήσει στο Δ.Σ. της E.ON, μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ενέργειας στη Γερμανία.
Η Συμμαχία για τις Πρώτες Ύλες διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τη γερμανική κυβέρνηση. Εκ μέρους του υπουργού Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ διευθύνει ένα πρόγραμμα υποστήριξης που παρέχει υπό όρους αποπληρώσιμα δάνεια σε επιχειρήσεις για την εκμετάλλευση, σε παγκόσμιο επίπεδο, κρίσιμων πρώτων υλών, όπως το αντιμόνιο, το βερύλλιο, το κοβάλτιο, ο φθορίτης, το γάλλιο, το γερμάνιο, ο γραφίτης, το ίνδιο, το μαγνήσιο, το νιόβιο, τα μέταλλα της ομάδας της πλατίνας, οι σπάνιες γαίες, το ταντάλιο και το βολφράμιο.
Το ότι η γερμανική βιομηχανία για άλλη μια φορά καλεί ανοιχτά σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες πρέπει να εκληφθεί ως προειδοποίηση προς τους εργαζόμενους της Γερμανίας και κάθε χώρας του κόσμου. Αποτελεί μια οξεία έκφραση της αύξησης των παγκόσμιων οικονομικών και γεωπολιτικών συγκρούσεων που αναπόφευκτα οδηγούν προς την κατεύθυνση του παγκόσμιου πολέμου – εκτός αν οι ιμπεριαλιστές αφοπλιστούν με την επαναστατική πάλη των εργαζομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου