Στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και με δεδομένη την νοσηρότητα του ελληνικού ιού στους κόλπους της, είναι απίθανο η Ευρώπη να δεχθεί πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Mία πολιτική λύση στο ελληνικό οικονομικό πρόβλημα μπορεί πλέον να έχει και δραματικές πολιτικές επιπτώσεις γι αυτό το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Καμμία χώρα της Ένωσης δεν είναι τόσο μακρυά από το κοινοτικό κεκτημένο όσο η Ελλάδα
Είναι σαφές ότι η ελληνική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα του 1981 είχε γίνει για πολιτικούς λόγους και διότι ο τότε γαλλο-γερμανικός άξονας είχε αποφασίσει ότι το οικονομικό κόστος αυτής της εισόδου ήταν μικρό.
Υπό αυτή την έννοια, το να ζητά πολιτική λύση στο ελληνικό οικονομικό πρόβλημα ο άσχετος περί τα ευρωπαϊκά θέματα Έλληνας πρωθυπουργός, υπακούει σε κάποια λογική. Πλην όμως, το πρόβλημά του είναι ότι, σήμερα, το οικονομικό κόστος αυτής της πολιτικής λύσεως είναι τεράστιο. Ακόμα χειρότερα, μία πολιτική λύση στο ελληνικό οικονομικό πρόβλημα μπορεί πλέον να έχει και δραματικές πολιτικές επιπτώσεις γι αυτό το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η κατάσταση, έτσι, είναι εξόχως σοβαρή για την χώρα, διότι η Ευρώπη έχει, από πενταετίας πλέον, αρχίσει να αισθάνεται ότι ο ελληνικός ιός –που με την πλήρη ανοχή της αφέθηκε ελεύθερος να αναπτυχθεί στους κόλπους της– μπορεί να αποβεί μοιραίος. Για τον πολύ απλό λόγο ότι η Ευρώπη του 2015 διαφέρει αισθητά από αυτήν του 1979 που υπέγραφε στο Ζάππειο το «ναι» στην ελληνική ένταξη. Την εποχή εκείνη, η Ευρώπη των εννέα χωρών μελών ήταν στην ουσία μία κοινή αγροτική πολιτική, ενώ σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση των 29 μελών είναι πολλά περισσότερα.
Αλλά και η Ευρώπη δεν είναι ίδια με την αντίστοιχη της εποχής εντάξεως της Ελλάδας σε αυτήν. Την εποχή εκείνη, η ΕΟΚ όδευε προς τα 25 έτη υπάρξεώς της, ενώ σήμερα βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα εξηκοστά γενέθλιά της. Και στα 25 έτη που μεσολάβησαν έγιναν πολλές ανακατατάξεις. Όμως, ο ελληνικός ιός παρέμενε ως είχε –και τώρα δείχνει ποια είναι η νοσηρότητά του.
Ενθυμούμαι τον Μάρτιο του 1982, το περιοδικό The Economist, με την ευκαιρία της 25ης επετείου του προδρόμου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που ήταν η ΕΟΚ, φιλοξενούσε στο εξώφυλλό του μία ταφόπλακα αφιερωμένη στην τότε Κοινότητα και ο τίτλος ήταν: «Γεννημένος στις 25 Μαρτίου 1957, ετοιμοθάνατος την 25η Μαρτίου 1982». Στην συνέχεια, υπήρχε μία επιτάφια ρήση του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου: «Capax imperii nisi imperasset», δηλαδή: «φαινόταν να μπορεί να αποτελέσει μία δύναμη, μέχρι που προσπάθησε να γίνει τέτοια». Στις δε εσωτερικές σελίδες, το περιοδικό –με τον γνωστό καυστικό του τρόπο– γελοιοποιούσε την ΕΟΚ για την θεσμική αδυναμία της, υπερτόνιζε την αυξανόμενη απογοήτευση των πολιτών της έναντι της παραπαίουσας ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως και προειδοποιούσε για μία πιθανή βρεταννική έξοδο. Επίσης, σε μία μικρή παράγραφο, με αφορμή τα τότε καμώματα της κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, το βρεταννικό περιοδικό υπαινισσόταν ότι η ΕΟΚ «είχε βάλει ένα φίδι στον κόρφο της».
Τρία χρόνια αργότερα, με την σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας, ο Γάλλος πρώην υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση Μιττεράν αναλάμβανε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η Ευρώπη των Δέκα, με βρεταννική επίσης υποστήριξη, δημιουργούσε την ενιαία αγορά και άνοιγε έτσι ο δρόμος για την Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, η οποία τελικώς ίδρυε και την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, στα δέκα χρόνια της θητείας του Ζακ Ντελόρ ως προέδρου της Επιτροπής, η νεοσύστατη ΕΕ ενίσχυσε σημαντικά τους θεσμούς της, επέκτεινε τις εξουσίες της σε νέους τομείς πολιτικής, δέχθηκε πέντε νέα κράτη μέλη και, μέσα από την πτώση του κομμουνισμού το 1989, έβλεπε υπό άλλο πρίσμα και την γεωπολιτική της θέση.
Ήταν έτσι ξεκάθαρο ότι στην δεκαετία 1985-1995, η Ευρώπη είχε αλλάξει σε βάθος και στο ευρωβαρόμετρο του 1992 η σχετική δημοσκόπηση έδειχνε ότι το 70% των πολιτών της ΕΕ ήταν θετική στην συμμετοχή σε αυτήν και μόνον ένα 11% εξέφραζε την αντίθεσή του.
Στην περίοδο Ντελόρ, η Ελλάδα –χωρίς να έχει πραγματοποιήσει καμμία θεσμική μεταρρύθμιση– είχε δεχθεί επιδοτήσεις σημερινής αξίας περί τα 90 δισ. ευρώ, είχε αποτύχει να αξιοποιήσει δύο σταθεροποιητικά για την οικονομία της δάνεια, είχε υπονομεύσει σε πολλές περιπτώσεις την κοινοτική συνοχή και, βεβαίως, είχε αγνοήσει επιδεικτικά τις προειδοποιήσεις του ίδιου του Ζακ Ντελόρ για τον ολισθηρό δρόμο που ακολουθούσε η ελληνική οικονομία.
Όσο προχωρούσε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ο ελληνικός ιός γινόταν πιο ισχυρός και άρα περισσότερο καταστροφικός. Έτσι, όταν άρχιζε η διαδικασία για την ίδρυση της ευρωζώνης, η Ελλάδα ήταν η πλέον υπερχρεωμένη κατά κεφαλήν χώρα της ΕΕ, κατείχε πρώτες θέσεις σε διαφθορά και ήταν ασήμαντη η είσοδος του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική της έννομη τάξη. Κατά δε μία οικονομική μελέτη γνωστού ευρωπαϊκού ινστιτούτου, η ελληνική οικονομία όχι μόνον ήταν η λιγότερο απελευθερωμένη της ΕΕ, αλλά είχε και επικίνδυνες στρεβλώσεις, που αποτελούσαν κορυφαία παραφωνία στο όλο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Σήμερα, το ίδιο ινστιτούτο προτείνει τον άμεσο αποκλεισμό της χώρας από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, τονίζοντας ότι ο ελληνικός ιός συνιστά πλέον και πολιτικό κίνδυνο. Όχι διότι ο κ. Τσίπρας είναι αριστερός, αλλά γιατί ο κυβερνητικός του συνασπισμός θυμίζει άλλες εποχές. Συμπερασματικά, δηλαδή, το γνωστό ινστιτούτο προτείνει τον ελληνικό αποκλεισμό όχι για οικονομικούς λόγους αλλά για αμιγώς πολιτικούς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρούμε βέβαιο ότι ο πρωθυπουργός δεν θα πετύχει τίποτε σε πολιτικό επίπεδο. Συνεπώς, το ενδιαφέρον μας εστιάζει στο πώς θα «σερβίρει» στο εσωτερικό το νέο μνημόνιο που θα υπογραφεί τον προσεχή Ιούνιο και το οποίο, μετά από έξι μήνες καταστροφικής πορείας της οικονομίας, υπάρχει κίνδυνος να είναι επαχθέστερο από τα αντίστοιχα μνημόνια των προκατόχων του. Εν αναμονή, λοιπόν –πτωχεύσεως εντός ευρωζώνης μη αποκλειόμενης. Μία πτώχευση, βέβαια, που σε δεύτερη φάση θα οδηγήσει και στην οικειοθελή έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, με ό,τι το καταστροφικό συνεπάγεται σήμερα η επιλογή αυτή.
Πηγή europeanbusiness.gr
kostasxan.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου