Συνέχεια από : Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου 2013
Του Alfredo Marranzini.
Αμέθυστος
Του Alfredo Marranzini.
Κατ’ αρχάς θα είναι πιο εύκολο να αποκτήσουμε μια πειστική
ιδέα της προόδου της αποκαλύψεως στον καταθέτη της, τον προφήτη. Ενώ λοιπόν η
παρουσίασή του συνήθως φαίνεται να μας τοποθετεί απέναντι σε ένα θαύμα, έτσι
ώστε να μην γίνεται κατανοητός πλέον ο παραλληλισμός που αυτή η πρόοδος
παρουσιάζει με ανάλογα φαινόμενα άλλων θρησκειών, η ανθρωπολογική μέθοδος μας
δείχνει τον άνθρωπο σαν το ιστορικό όν, το οποίο είναι εις θέσιν, λόγω της πιο
εσωτερικής του συστάσεως, να ακούσει, να δεχθεί, μια πιθανή ιστορική αποκάλυψη
του θεού, σαν το ον το οποίο μέσα στην ιστορία του πρέπει να στέκεται συνεχώς
με το αυτί τεντωμένο για να ακούσει τον πιθανό λόγο του θεού [Αυτάρες μου, σαν
τον Βούδα, να κρέμονται μέχρι την μέση].
Το αποκαλυπτικό μήνυμα πρέπει να είναι αναγκαίως ιστορικό
και επομένως μπορεί να επαληθευθεί μόνον στην ιστορία του ανθρώπου σαν ένα
μοναδικό γεγονός, ανεπανάληπτο, χωρίς καμία δυνατότητα παραγωγής του από τα
χαμηλά, από κάτω, ή προϊόντος υπολογισμού. Ο Λόγος του Θεού μπορεί να είναι
αντικείμενο προσλήψεως και πίστεως εκ μέρους του ανθρώπου.
Χειριζόμενη στην
συνέχεια την ιστορία της σωτηρίας που είναι απαραίτητη στον άνθρωπο, η θεολογία
δεν μπορεί να περιοριστεί στην αφήγηση των πιο σημαντικών γεγονότων, πρέπει
επίσης να χαράξει την ιστορικο-σωτηριώδη διάσταση, που είναι απροϋπόθετη και
υπερβατική, στην οποία ο άνθρωπος βρίσκεται να ζει ιστορικά. Μια θεολογία της
Ιστορίας της σωτηρίας και της υπερβατικής ιστορικότητος του ανθρώπου απέναντι
στην σωτηρία είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να έχουμε μια Εκκλησιολογία
μοντέρνα και δυναμική. Αντιθέτως η δογματική εκκλησιολογία δεν αναφέρει τίποτε
σχεδόν για την εσχατολογική τοποθέτηση της Εκκλησίας στην Ιστορία της σωτηρίας,
που είναι τόσο απαραίτητη για την κατανόηση της ουσίας της!
Η σπουδαιότης της υπερβατικής μεθόδου υπογραμμίζεται από τον
Ράνερ για την διασάφηση των σχέσεων ανάμεσα στην ανθρωπολογική θεολογία και την
Χριστολογία. Στο παρελθόν προϋποτίθετο ήδη τι πράγμα ήταν ο άνθρωπος, όταν
γινόταν προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός άνθρωπος,
μάλιστα δε ο ιδανικός άνθρωπος. Κάνοντας την ανθρωπολογία να προηγείται της
Χριστολογίας δεν γινόταν κατανοητό ότι στην ανθρωπολογία είχαν τοποθετηθεί
στοιχεία που μπορούν να γίνουν γνωστά μόνον παίρνοντάς τα από την Χριστολογία.
Και πράγματι δεν κατανοείται σωστά τι σημαίνει: «ο Λόγος ενσαρκώθηκε», εάν η
ενσάρκωση γίνεται κατανοητή μόνον σαν πρόσληψη μιας πραγματικότητος η οποία δεν
διαθέτει καμμία εσωτερική σχέση με αυτόν που την προσλαμβάνει και θα μπορούσε
άλλο τόσο καλά να ανταλλαγεί με κάτι άλλο. Έτσι λοιπόν η ανθρωπότης του Χριστού
δεν είναι μόνον το εξωτερικό και ορατό όργανο, με το οποίο φανερώνεται ένας
θεός που παραμένει αόρατος, αλλά αυτό που ο θεός ο ίδιος, παραμένοντας θεός,
γίνεται, όταν από αγάπη φανερώνεται στην διάσταση του μη-θεϊκού.
Παρότι λοιπόν είναι προφανές (;) πως ο θεός θα είχε μπορέσει
να δημιουργήσει τον κόσμο χωρίς την ενσάρκωση, στην πραγματικότητα η δυνατότητα
της δημιουργίας βασίζεται στην πιο ριζική και πρωτογενή δυνατότητα της
αυτό-ξενώσεως του θεού (αυτό-αλλοτριώσεως), στην δυνατότητα να γίνει αυτός ο
Ίδιος Ιστορία μέσω της ενσαρκώσεως του θείου Λόγου. Ο άνθρωπος θα μπορούσε τότε
να προσδιοριστεί σαν «την δυνατή ετερότητα της αυτό-αλλοτριώσεως του θεού και ο
εν δυνάμει αδελφός του Χριστού». Ο εν δυνάμει αντικειμενικός σκοπός για την
υποστατική ένωση και για την χάρη είναι η ίδια η φύσις του ανθρώπου, η οποία
έγινε γνωστή μέσω της ενέργειας της χάριτος και μέσω της ενεργεία ενσαρκώσεως
του Λόγου. Στον Χριστό, ο άνθρωπος-θεός, βρίσκονται και φανερώνονται στην
Ιστορία το θεμέλιο και ο κανόνας αυτού που είναι ο άνθρωπος. Σε Αυτόν ο
άνθρωπος είναι ριζικά νομιμοποιημένος και απολύτως εξουσιοδοτημένος να
προσλάβει όλη του την Φύση με όλα όσα περιέχει. «Στον Χριστό… η Φύση σώζεται
καθοριστικά και απόλυτα και τότε ακριβώς επανέρχεται στον εαυτό της και
φανερώνεται για τον άνθρωπο». Αποκαλύπτοντας σε μας ο Θεός, στον Ιησού της
Ναζαρέτ, το μυστήριό του σε μια απόλυτη γειτνίαση, γίνεται επίσης και αποδεκτό
στην απειρία του το μυστήριο που είμαστε εμείς. Ξεκινώντας από τον θεό και από
τον άνθρωπο, η Χριστολογία φανερώνεται σαν ο πιο ολοκληρωμένος επίλογος της
θεολογικής ανθρωπολογίας, διότι εάν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ακροατής της
φωνής του θεού, στον Άνθρωπο-Θε, αυτός που μιλά και αυτός στον οποίο
απευθύνεται ο λόγος ταυτίζονται. [Απίστευτα πράγματα. Ούτε οι πιο σκοτεινοί
λογισμοί δεν φτάνουν σε τέτοια συμπεράσματα].
Αλλά όμως, σημειώνει ο Ράνερ, όσο και αν η θεολογική
ανθρωπολογία πρέπει να έχει σαν κριτήριο την Χριστολογία, δεν είναι προς το
συμφέρον να διαγράψουμε την ανθρωπολογία σε μία μοναδική κατεύθυνση ξεκινώντας
από την Χριστολογία. Διότι εμείς συναντούμε τον Χριστό, κορυφή της ενώσεως
ανάμεσα στον θεό και τον άνθρωπο, στα πλαίσια της Ιστορίας μας [να και η θέωση,
να ζήσουμε], στην οποία πριν από την ενσάρκωση αποκτούμε την εμπειρία του
ανθρώπου και γνωρίζουμε κάτι από αυτόν, έτσι ώστε συναντώντας τον Χριστό
γνωρίζουμε ήδη πως είναι ένας άνθρωπος. [Σκοτεινή σκέψη. Αυτή την γνώση είχε ο
όχλος και τον σταύρωσε. Δεν ήταν προς το συμφέρον του].
Ανάμεσα στις διάφορες προσπάθειες να εισαχθεί η ανθρωπολογία
στο δόγμα (στα μυστήρια, στην αγγελολογία, την πρωτολογία, την εσχατολογία
κ.τ.λ.) [έγινε ένα καλό ξεσκόνισμα, διότι το δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας
είναι άχρηστο, εφόσον είναι ενσαρκωμένο στον Πάπα], και στην ηθική, ξεχωρίζει
εκείνο που αφορά το Τριαδικό μυστήριο.
Μπρος στην καθαρά αντικειμενοποιημένη έκθεση της Τριάδος [που στην πραγματικότητα
είναι η Οικονομική Τριάδα, η θέλησί Της], που περιέχεται στα δογματικά
εγχειρίδια, ο σημερινός άνθρωπος ζητά το νόημά της [την υποκειμενική μετοχή],
τι πράγμα μπορεί αυτός να κατανοήσει [ή ο Ιγνάτιος Βόλου] και γιατί του
απεκαλύφθη για την Σωτηρία του. [Ο Χριστός είναι η αποκάλυψη του Θεού, πότε και
της Αγίας Τριάδος, ο Ίδιος δεν είναι Θεός. Η Ενσάρκωση είναι ο θαυμαστός
σχεδιασμός ενός μαγνητοφώνου, που μετέφερε ζωντανά, σαν πρόσωπο, στην Ιστορία,
το μήνυμα του Θεού, προς τον άνθρωπο. Με τέτοιους πιστούς να ενωθούμε αμέσως.
Το αξίζουν. Εξάλλου ζητάνε την αλήθεια από μας με αγωνία. Δεν βγάζουν κανένα
συμπέρασμα πριν συμφωνήσει ο Βαρθολομαίος, ο μέγας Γέρων, του Οικουμενισμού.
Όταν θέλουν να “πειράξουν” τον γέροντά τους μερικές φορές οι καλόγεροι,
αστειευόμενοι του λένε: Γέροντα, έκανα αυτό, έχει ευλογία;]. Σε αυτόν (τον
σημερινό άνθρωπο) λοιπόν μοιάζει σαν όλα, στο δόγμα, να εξαντλούνται σε ένα
λεπτό διαλεκτικό παιχνίδι εννοιών, σε μια ραψωδική τοποθέτηση ξεκομμένων
εκφράσεων, σε μια λιτανεία διαφορετικών φράσεων. Για να λύσει τις αμφιβολίες
του και την αμηχανία του δεν αρκεί να του πούμε πως βρισκόμαστε απέναντι σε ένα
μυστήριο ή πως το τριαδικό δόγμα είναι απαραίτητο σε κάθε δογματική πρόταση.
Διότι πραγματικά δεν μπορούμε να μειώσουμε το μυστήριο σε μία διατύπωση ή σε
ακατανόητους βερμπαλισμούς, στους οποίους πρέπει να υποταχθεί η νόησή μας, ούτε
και μπορούμε να προϋποθέσουμε χωρίς κριτική πως κάθε θείο πρόσωπο θα μπορούσε
να ενώσει με τον εαυτό του υποστατικά μια ανθρώπινη Φύση. [Το απόλυτο χάος της
πίστεως. Επειδή ακριβώς δεν διαθέτουν την εμπειρία και την γνώση των Αγίων].
Εφαρμόζοντας όμως την ανθρωπολογική μέθοδο το μυστήριο
παραμένει(;), αλλά είμαστε σε θέση να το εξηγήσουμε και να το εμβαθύνουμε έτσι
ώστε πολλά πράγματα να γίνουν πιο κατανοητά. ΕΑΝ Η ΕΝΥΠΑΡΧΟΥΣΑ (immanent) ΤΡΙΑΔΑ ΚΑΙ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΡΙΑΔΑ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΟ ΤΡΟΠΟ [η ενυπάρχουσα Τριάδα είναι το
κατ’ εικόνα θεωρούμενο. Όλη η ανθρωπολογία στηρίζεται στην φιλοσοφία της
Ταυτότητος, την ουσία του Γερμανικού Ιδεαλισμού, μπασταρδεμένο παιδί της
κριτικής φιλοσοφίας του Kant
(ξέρουμε άραγε τι σημαίνει Kant,
στα Αγγλικά;) από όπου προέρχεται και η αγωνιώδης προσπάθεια ευρέσεως της
ταυτότητός μας από την Νέο-ορθοδοξία. Για να γίνουμε συνειδητοί Χριστιανοί,
χωρίς να έχουμε γίνει πριν, Χριστιανοί. Για να αγαπάμε τον πλησίον, χωρίς να
έχουμε αγαπήσει τον Κύριο. Για να επιβάλλουμε ΚΑΝΟΝΕΣ, χωρίς να έχουμε τηρήσει
τις εντολές Του. Έτσι ο Βαρθολομαίος το παίζει συνειδητός Πατριάρχης και ο
Ζηζιούλας συνειδητός Επίσκοπος]. ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ Ο
ΘΕΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ «ΑΚΤΙΣΤΟ» ΧΑΡΗ, τότε μπορούμε να προσπαθήσουμε την
πρόσβαση στο Τριαδικό δόγμα στην Ιστορική εμπειρία, της πίστεως και της
σωτηρίας, του Ιησού και του πνεύματός του μέσα μας! [Τα παιδιά του Αυγουστίνου.
Σκέψεις από το Περί Τριάδος του Αυγουστίνου].
Για να πραγματοποιήσουμε τον σκοπό μας χρειάζονται μερικές
εισαγωγικές σκέψεις. Η σχέση μας με τον Θεό, θεμελιωμένη από την Χάρη,
ολοκληρώνεται στον Θεό,ο οποίος δέν είναι ποτέ απολύτως κατανοητός,
και αυτή η σχέση μετέχεται μέσω της απολύτου εκφράσεως που επιτυγχάνει ο θεός,
του εαυτού του, στον Χριστό, με έναν ιστορικά επιβεβαιωμένο τρόπο. Αυτή η
αυτοέκφραση, χωρίς να χάνει τον χαρακτήρα της απολύτου θεότητος, διαπερνά
πραγματικά σαν αγάπη μέχρι τα βαθύτερα και πιο αυθεντικά επίπεδα της
συγκεκριμένης μας υπάρξεως.
Αυτή η τριαδική δομή της σχέσεώς μας με τον θεό μέσω της
Χάριτος αποδίδεται και κηρύττεται και στον θεό καθεαυτό λόγω της θείας
αυτομετοχής. «Ο ένας θεός μετέχει του εαυτού του [πετυχημένη έκφραση ο ποιητής]
σαν απόλυτη έκφραση και απόλυτο δώρο της αγάπης. Η επικοινωνία (αυτό είναι το
απόλυτο μυστήριο αποκαλυμμένο μόνον στον Χριστό) [η ενσάρκωση είναι αποκάλυψη,
μήνυμα και ενώ οι αρχαίοι αιρετικοί δεν μπορούσαν να δεχθούν τον θεό άνθρωπο,
και δίδασκαν μια φαινομενική ενσάρκωση του θεού, οι σύγχρονοι δεν μπορούν να
δεχθούν την πτώση, και την μεταμόρφωση του ανθρώπου και διδάσκουν την αποθέωση
του ανθρώπου, την αποκάλυψη του καθ’ ομοίωσιν θεού και ανθρώπου], είναι στ’
αλήθεια αυτοεπικοινωνία, δηλαδή ο θεός δεν καθιστά μόνον συμμέτοχο του εαυτού
του, δημιουργώντας και δωρίζοντας πεπερασμένες πραγματικότητες, μέσω της
παντοδύναμής του επαρκούς αιτιότητος αλλά σε μια αιτιότητα φορμάλε σχεδόν,
δίνει στα αλήθεια και με την πιο στενή σημασία του όρου, τον εαυτό του…». Αυτή η έκθεση, σημειώνει ο Ράνερ, μας
γλιτώνει από την εντύπωση να βρεθούμε απέναντι σε μια λεπτή εννοιολογική
διαλεκτική μόνον και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί το μυστήριο έπρεπε να
αποκαλυφθεί όταν είχε κατακτηθεί καθαρά η επίγνωση της αλήθειας, σύμφωνα με την
οποία το δώρο της Χάριτος, τελικώς, δεν είναι ένα δώρο που δίνεται από τον θεό
μέσω του θεού, αλλά ο Ίδιος ο θεός [κατ’ ουσίαν].
«Έτσι λοιπόν δεν είναι ένα μειονέκτημα εάν αυτή η αντίληψη
της Τριάδος δεν επιτρέπει τον καθορισμό σαν μια απλή οικειοποίηση της σχέσεως της χάριτος που μας συνδέει με τα τρία πρόσωπα
της Αγίας Τριάδος, και εάν η ενσάρκωση και η θέωση του ανθρώπου μέσω της
χάριτος βρίσκονται μεταξύ τους σε μια πιο στενή σχέση από αυτή που διδάσκει
συνήθως η δογματική θεολογία.
Το γεγονός πως αυτή η σύλληψη εμποδίζει ήδη εκ των προτέρων
την εντύπωση… πως κάθε “πρόσωπο” θείο διαθέτει ένα δικό του κέντρο συνειδήσεως
στην γνώση και στην ελευθερία και πως αυτό ακριβώς είναι το αυθεντικό νόημα του
όρου “πρόσωπο” ακόμη και στο τριαδικό δόγμα, επιτρέπει μόνον να ξεχωρίσει πιο
καθαρά η χρησιμότης της προοπτικής του τριαδικού δόγματος στο οποίο
αναφερθήκαμε».
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου