Συνέχεια από Πέμπτη, 16 Οκτωβρίου 2014
GERHARD KRUGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ
«ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
11. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ : ΤΡΑΓΩΔΙΑ
ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΑ
( Κεφ. 39 , 223b – d )
Μετά την ομιλία τού Αλκιβιάδη, δεν είναι πια δυνατόν να υπάρξουν περαιτέρω λόγοι. Και η πρόταση, να επαινέση από ’δώ και πέρα, ξεκινώντας «απ’ τα δεξιά», ο κάθε προσκεκλημένος τον άλλον, δηλώνει την αναστατωμένη πλέον και εκτός τάξεως, λόγω τού Αλκιβιάδη, κατάσταση της συντροφιάς· το προτείνει δε αυτό ο Σωκράτης, μόνο και μόνο για να ‘παίξη το παιχνίδι’ με τον Αγάθωνα και τον Αλκιβιάδη (222e). Η πρόθεσή του να επαινέση τον Αγάθωνα δεν αποτελεί παρά τη «συνηθισμένη ειρωνία» απέναντι και στου δυό, απ’ τους οποίους ο ένας πάλι στενοχωριέται (ό.π.), και ο άλλος κολακεύεται απλοϊκά (223a). Το ότι τα ανατρέπουν «ξαφνικά» όλα, σε μια μεθυσμένη αναταραχή, απρόσκλητοι ξενύχτηδες (223b), δεν είναι ένα κενό μόνο «τέχνασμα» του Πλάτωνα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αθεράπευτο (και πιο φρικτό…) απ’ την αποτυχημένη φιλοσοφία. Κι όπως οικτείρει τον εαυτό του γι’ αυτό στην «7η Επιστολή» ο Πλάτων, κι όπως ανήκει στα πιο πικρά κεφάλαια αυτό το κεφάλαιο στην «Πολιτεία» (Πολιτεία 487b κ.ε.), έτσι φανερώνεται κι εδώ στο «Συμπόσιον», ότι κάθε λόγος (Logos) περιπίπτει σε σύγχυση, αφού ανακάτεψε το Ύψιστο με το Κατώτατο, το αληθινό με το ψεύτικο πάθος (Pathos) ο Αλκιβιάδης. Τώρα δεν μπορούν πια παρά να πιουν. Οι «λογικοί» και «φρόνιμοι» - ο Ερυξίμαχος κι ο Φαίδρος ως φίλος του – αναχωρούν, ενώ ο κοινός αφηγητής αποκοιμιέται. Είναι η συνάφεια που τον ‘εξαφανίζει’. Κι όταν έρχεται τα χαράματα το φυσιολογικό ξύπνημα, είναι όλοι «απόντες»: κοιμούνται ή έχουν ήδη φύγει. Και μόνον οι τρεις, που έχουν ως ‘έργο’ τους να αποκαλύψουν τη σύγχυση του ανθρώπου μέσα στη «μέθη» τού κόσμου – ο τραγικός Αγάθων, ο κωμικός Αριστοφάνης κι ο φιλόσοφος Σωκράτης – είναι ακόμα ξύπνιοι, πίνοντας με τάξη, και με τον Σωκράτη να καθοδηγή τη συζήτηση. Ο οποίος Σωκράτης έχει κρατήσει την ωραιότητα της κυρίαρχης παρουσίας: «υποχρεώνοντας» τους ποιητές να παραδεχτούν, «ότι είναι υπόθεση ενός και του ίδιου ανθρώπου, να γνωρίζη επιστημονικά να ‘ποιή’ (επίστασθαι ποιείν) τόσο την κωμωδία όσο και την τραγωδία, κι ότι είναι ο τραγικός, απ’ την τέχνη του και κωμικός» (223d). Οι ποιητές όμως «δεν ακολουθούν πια καλώς» και αποκοιμιούνται, πρώτα ο Αριστοφάνης, και μετά κι ο Αγάθων, ενώ αναχωρεί κι ο Σωκράτης για το καθημερινό του έργο.
Τί σημαίνει αυτό το αίνιγμα; Γιατί αναγνωρίστηκε δίκαια ένα αίνιγμα εδώ, καθώς δεν έχουμε σαφώς παρά το απόσπασμα μιας συνομιλίας, κι ο αναγνώστης πρέπει να συμπληρώση ο ίδιος τους «στίχους». Χωρίς να σημαίνη βέβαια αυτό, ότι μπορούμε να ‘εμπνευσθούμε’ ή να υποθέσουμε το οτιδήποτε ξένο προς το πνεύμα τού πλατωνικού έργου. Δεν μας βοηθάει π.χ. το να πούμε, ότι «εκπλήρωσε» το αίτημα που τίθεται εδώ ο Σαίξπηρ, ούτε όμως και ότι αντιπαραθέτει ο ίδιος ο ποιητής Πλάτων τον «Φαίδωνα» ως τραγωδία στο «Συμπόσιον» ως μια κωμωδία, ή και ότι συνενώνονται γενικώς στο πλατωνικό έργο, και ειδικά στο «Συμπόσιον», τα δύο είδη. Κι όσο κι αν μπορή να είναι σωστό αυτό το τελευταίο, δεν θα θελήση κανείς να πιστέψη, πως ο ποιητής που επιδιώκει με τόση τέχνη να μείνη κρυμμένος ο ίδιος μέσα στο έργο του (( Ένας ‘ακραίος’ για τα σημερινά μέτρα ‘αντι-υποκειμενισμός’… )) , θέλει να ‘προτείνη’ εδώ ως υπόδειγμα το ίδιο του το έργο. Όπως κάθε γνήσιο αίνιγμα, πρέπει μάλλον να περιέχη κι αυτό το αίνιγμα στον εαυτό του τη δυνατότητα να απαντηθή.
Τί είναι κατ’ αρχάς το καινούργιο σ’ αυτό το αίτημα; Όταν διαβάζουμε στην «Πολιτεία» (395a), ότι δεν μπορούν «καλώς» να δημιουργηθούν απ’ τα «ίδια πρόσωπα» ακόμα και τα φαινομενικά συγγενικά είδη «μιμήσεως», όπως «π.χ. η κωμωδία κι η τραγωδία», δεν αντιπροσωπεύει αυτό την ‘πραγματική’ (την ‘εξωτερική’…) και μόνο κατάσταση της ελληνικής ποίησης· γιατί το ίδιο προκύπτει και εντελώς αντικειμενικά απ’ την αντίθεση των περιεχομένων, στα οποία και πρέπει (καλείται…) να μετατραπή (κάθε φορά…) ο αισθησιακά εμπνευσμένος ποιητής. Η τραγωδία δημιουργεί – μέχρι και τον ‘τολμηρό’ (ή κωμικό) νεώτερο Αγάθωνα – απ’ την παράδοση και τον μύθο, όπου και ‘απαγορεύει’ ήδη η ηγεμονική τάξη, το ηρωικό μέγεθος και η σεβάσμια χρονική απόσταση των μορφών, να αποδοθή μόνο στην προσωπική αδυναμία τής καθεμιάς απ’ αυτές το μοιραίο πάθος, με το οποίο και ‘αποτυγχάνουν’, και έτσι να «διακωμωδηθούν». Μέσα απ’ τον αντικειμενικό συγκλονισμό – τη θέαση της «καθολικής» ανθρώπινης μοίρας – συμμετέχει και ο θεατής, έτσι ώστε να φοβάται και να υποφέρη μαζί με τους ήρωες. Και το αντίστοιχο συμβαίνει, απ’ την ‘ανάποδη’, και στην κωμωδία: ο θεατής προδιατίθεται «κοροϊδευτικά» και ξεχωρίζει, γελώντας αμέτοχος, απ’ τον «άλλον» που πράττει, καθώς τον ‘προκαλεί’ να γελάση το γελοιοποιημένο ‘αντικείμενο’. Η κωμωδία ζη, έχοντας ως θέμα της τους γνωστούς ‘μέσους και καθημερινούς ανθρώπους’, στους οποίους η ταραχή τού πάθους εμφανίζεται, έστω κι αν είναι η τυπική (για όλους…) ταραχή, ως μια υπόθεση μεμονωμένων στάσεων, περιστάσεων και ατόμων. Ο οξύς διαχωρισμός τών ειδών είναι εδώ αναπόφευκτος, επειδή η τραγική ύπαρξη των ηρώων (Heroen) συνιστά εκ των προτέρων μιαν άλλη ζωή – κι έναν άλλον «κόσμο» - απ’ ό,τι η κωμική στενοκεφαλιά τής καθημερινότητας. Κι αυτός που μπορεί να μιμηθή (τραγικά ή κωμικά…) καλώς τον έναν κόσμο, θα είναι ξένος προς τον άλλον. Αν πρέπη να είναι λοιπόν ταυτόχρονα τραγικός και κωμικός ο ίδιος άνθρωπος, δεν επιτρέπεται να είναι τότε μια αισθητική μίμηση η ποίησή του – ένα αίτημα, που δεν μπορεί να μας εκπλήξη βέβαια πλέον εμάς - , και δεν μπορεί να προέρχεται πλέον απ’ τη διαφορετικότητα του παριστανόμενου αντικειμένου η διαφορά τών ειδών.
Είναι ωστόσο ουσιαστικό προφανώς στη θέση (These) που παίρνει ο Σωκράτης, ότι μιλά για «επιστημονικούς» (εκ του ‘επίσταμαι’ ꞊ γνωρίζω καλώς…) ποιητές. Γιατί δεν μπορεί να αφορά σε αισθητά (απλώς…) πράγματα μια τέτοια ποίηση, αλλά πρέπει να έχη την «αλήθεια» ως περιεχόμενό της. Αν χαρακτηρίζεται πάντως (ακόμα…) ως τραγωδία και κωμωδία το έργο αυτής τής ποίησης, τότε πρέπει και να συμμερίζεται τουλάχιστον το ουσιαστικότερο απ’ όλα με την μέχρι τώρα ποίηση· και το πιο ουσιαστικό θα ήταν η ‘μίμηση’. Υπάρχει όμως μια μίμηση του υπεραισθητού Αληθούς; Το να θέσης τέτοια ερωτήματα, σημαίνει και να τα απαντήσης: η εξομοίωση του ανθρώπου προς το ΄θεωρητικό’ Όν – η ‘εξομοίωση’ με τα Μαθήματα (Mathemata), τις Ιδέες και με τον «Θεό», που τη γνωρίζουμε μ’ αυτά της τα ονόματα κυρίως απ’ τον «Φαίδωνα» και τον «Θεαίτητο» - είναι το έργο τής φιλοσοφίας. Και εννοεί εδώ στο «Συμπόσιον», όπου και ανέλαβε να ‘αγωνισθή’ περί σοφίας με τον ποιητή ο Σωκράτης, το ίδιο προφανώς όπως και στον «Φαίδωνα», όπου και αντιπαραθέτει στη «συνηθισμένη» μουσική την ίδια του την πράξη, τη φιλοσοφία ως την «υψίστη μουσική» (ό.π. 61a). Και λένε και στους «Νόμους» οι φιλόσοφοι προς τους τραγικούς ποιητές, οι οποίοι και εξορίζονται ως επικίνδυνοι ‘ανταγωνιστές’ απ’ τη χώρα: «Είμαστε εμείς οι ίδιοι ποιητές μιας τραγωδίας, που είναι η ωραιότερη και ταυτόχρονα η καλύτερη που μπορεί να υπάρξη» (Νόμοι 817b), εξηγώντας πως το έργο τους εκεί στην Πόλη την οποία εγκαθιδρύουν, είναι «μια μίμηση της ωραιότερης και καλύτερης ζωής», και βεβαιώνοντας πως «είναι αυτή στην πραγματικότητα η πιο αληθινή απ’ όλες τις τραγωδίες» (ό.π.). Η αληθινή ‘ποίηση’ της τραγωδίας βρίσκεται άρα στη φιλοσοφική ζωή, και καθώς η εσωτερική και υπεραισθητή μίμηση, στην οποία και πραγματώνεται αυτή η ύπαρξη, δεν μπορεί να πολλαπλασιαστή με διαφορετικά πλέον αντικείμενα – αφού μιμείται ακριβώς τη μια και μόνη μορφή τού Όντος η συγκεντρωμένη στον εαυτό της ψυχή - , δεν μπορεί και να είναι πλέον διαφορετική η ‘υπόθεση’ της τραγωδίας και της κωμωδίας. Όποιος φιλοσοφεί, «ποιεί» και τα δυό είδη σε ένα. Και διδάσκουν έτσι και οι φιλόσοφοι στους «Νόμους», πως «δεν είναι δυνατόν, να κατανοήσουμε χωρίς το ‘γελοίο’ το σοβαρό, και γενικώς χωρίς κάτι το αντίθετο αυτό που του αντιπαρατίθεται» (ό.π. 816d – e), ενώ θέτει και ο Σωκράτης στον «Φίληβο» δίπλα στα απλά «δράματα» (Dramen) «ολόκληρη την τραγωδία και κωμωδία τής ζωής (βίος)» (Φίλ. 50b). Αν είναι όμως έτσι τα ‘πράγματα’, τότε δεν μπορεί να προκύπτη η διαφορά τών ειδών, την οποία και ΄διατηρεί’ ο Σωκράτης, παρά μόνον απ’ το ότι παρουσιάζει η ενιαία πλέον – με «επιστήμη» και «τέχνη» - βιωμένη μοίρα τού φιλοσόφου δυό απόψεις: είναι γι’ αυτόν που συμμετέχει, για τον ίδιον δηλ. τον φιλοσοφικό θεωρό, μια τραγωδία, ενώ για εκείνον που ‘θεωρεί’ δίχως φιλοσοφία και «μύηση», μια κωμωδία.
Και τί να σημαίνη άραγες αυτό, καθώς τελειώνει το Συμπόσιο; Παίχτηκε μήπως μπροστά στα μάτια μας, στη διάρκεια αυτής τής γιορτής που ήταν ένας αγώνας (Agon) με τον ποιητή, η τραγωδία και κωμωδία τής φιλοσοφικής ζωής; Εμφανίστηκε εδώ ο ποιητής εκείνος, που κέρδισε ως ο αληθινός τραγικός και κωμικός τον έπαινο και στα δύο είδη; Και πράγματι, σ’ αυτό μού φαίνεται πως βρίσκεται ακριβώς και η λύση τού αινίγματος. Ένας και ο ίδιος άνθρωπος είναι στο «Συμπόσιον» ο ποιητικός ήρωας και των δυό ειδών: ο Σωκράτης. Και δεν χρειάζεται παρά να αναγνωρίση κανείς, πού πρέπει να αναζητηθή η (αληθινή…) τραγωδία και κωμωδία.
Συνηθίζουμε να πέφτουμε εδώ σε πλάνη, επειδή πορευόμαστε άθελά μας σύμφωνα με τους συνηθισμένους ορισμούς τής ποίησης. Καταλαβαίνουμε όμως ξαφνικά, ότι υπάρχει όντως κάτι το τραγικό στο εγχείρημα της φιλοσοφίας – και οπωσδήποτε της σωκρατικο-πλατωνικής – (ενώ μπορούμε πιο δύσκολα να ανακαλύψουμε το κωμικό στοιχείο), και σκεπτόμαστε τη μοίρα τού Σωκράτη, έτσι όπως την παρουσιάζει προπάντων ο «Φαίδων». Κι αναζητούμε το τραγικό σ’ αυτό που τραντάζει εκεί και τους φίλους τού Σωκράτη να κλάψουν (Φαίδ. 117c – d): στον θάνατο του «καλύτερου τότε και γενικώς συνετώτερου και πιο δίκαιου ανθρώπου». Και ιδιαιτέρως στο ότι η θανατική καταδίκη τής Αθήνας στον καλύτερό της πολίτη, όπως μάς διδάσκει η «Απολογία», δεν ήταν μια λυπηρή σύμπτωση, αλλά η αναπόφευκτη συνέπεια ολόκληρης της δράσης και επίδρασής του. Και σκεφτόμαστε ίσως κατά την ίδιαν έννοια και την αποτυχία τής ιδανικής πόλης, όπως την ομολογεί και την παραδέχεται στη «δεύτερη Πολιτεία» τών «Νόμων» ο ίδιος ο Πλάτων (ό.π. 739a – e), αλλά και την πραγματική πολιτική αποτυχία, που ματαίωσε τις ελπίδες του στη Σικελία. Είναι ωστόσο λανθασμένος ένας τέτοιος ‘προσανατολισμός’· γιατί απορρίπτεται με τη μεγαλύτερη σαφήνεια ακριβώς στον «Φαίδωνα», που τον αντιπαραθέτουμε ‘ευχαρίστως’ (συνήθως…) ως «τραγωδία» στην «κωμωδία» τού «Συμποσίου», αυτή η πλάνη, καθώς κάνει τα πάντα εκεί για να κινητοποιήση προς μιαν εντελώς διαφορετική αντίληψη της μοίρας του τους φίλους του ο Σωκράτης. Και εφ’ όσον τον ακολουθήσουμε, θα διακρίνουμε και στο «Συμπόσιον» την τραγωδία.
Δεν αποτυγχάνει στο προφανές τέλος τής ύπαρξής του ο «ήρωας» της φιλοσοφικής τραγωδίας. Ο θάνατος είναι για τον Σωκράτη στον «Φαίδωνα» η μετάβαση (μετοίκηση…) και μόνο σ’ ένα καλύτερο Επέκεινα (πρβλ. Φαίδ. 84d). Και η ελπίδα κι η εμπιστοσύνη, με την οποία και προχωρά στα ‘σκοτεινά’ (στο ‘σκότος’…) ο Σωκράτης, είναι τόσο γνήσιες, ώστε να τον οδηγή η ανησυχία τών φίλων ακόμα και στην τελευταία του ώρα να αστειεύεται. Όταν τον ρωτά δε ο πιστός του Κρίτων, πώς θα ήθελε να ταφή, απαντά «χαμογελώντας σιωπηλά», με το αστείο: «κάντε το όπως θέλετε, αρκεί να με πιάσετε και να μη σας ξεφύγω», και κατηγορώντας τους ανάλαφρα, ότι τον μπερδεύουν πάντοτε, αυτόν που φιλοσοφεί, με το σώμα του και ταράζονται με τη μοίρα του, σαν να υπέφερε κάτι το τρομαχτικό (ως δεινά παθόντος) (ό.π. 115c – e). Διαχειρίζεται την ‘δήθεν’ τραγικότητα της θέσης του με μιαν ειρωνία, που απορρίπτει κάθε σύγκριση με τον θνήσκοντα ήρωα της «συνηθισμένης» τραγωδίας: «με καλεί ήδη τώρα, όπως θα έλεγε ένας τραγικός ήρωας (ανήρ τραγικός), το πεπρωμένο (η ειμαρμένη), και είναι πράγματι ο καιρός, να σκεφτώ ένα λουτρό· γιατί είναι σίγουρα καλύτερα, να πιω ‘πλυμμένος’ το δηλητήριο και να μην αφήσω κόπο στις γυναίκες με το να πλύνουν το πτώμα» (115a). Και θέτει έτσι, όπως και στην ποιητική κριτική στην «Πολιτεία», έναν λογικόν ανθρωπισμό απέναντι στο να περιπέση περίλυπος στον πόνο μιας καταστροφής. Αφήνοντας τον παθητικό θρήνο στις γυναίκες, που εξαποστέλλονται στο σπίτι (ό.π. 60a, 117d), για να απέλθη με «ευλαβική σιωπή (εν ευφημία)» ο ίδιος (117e). Και ό,τι λέει πριν να ‘απέλθη’ περιορίζεται (116b) στα ‘τεχνικώς’ απαραίτητα: τις υποθέσεις τού οίκου του (ό.π.), την επικοινωνία με τους φρουρούς τής φυλακής (116c – d), τη μέθοδο με την οποία θα πάρη το δηλητήριο και θα περιμένη να ‘σβήση’, για την οποία και τον πληροφορεί ο ειδικός γι’ αυτό άνθρωπος (116d κ.ε.). Ακόμα δε και η προσευχή (117c) και η αινιγματική θυσία τού πετεινού στον Ασκληπιό, που είναι και η τελευταία του ‘εντολή’, δεν έχει μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα παρά τον χαρακτήρα τής απλής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του ως πολίτης. Τα αποφασιστικά γεγονότα, στα οποία και συμμετέχει με όλο του το πάθος ο Σωκράτης, έχουν εδώ προφανώς ήδη περάσει· και η τελευταία του θέληση, για την οποία και τον ρωτά ο Κρίτων, έχει ήδη εκ των προτέρων εκφρασθή: «αυτό που λέω πάντοτε, ω Κρίτων, και τίποτα το ιδιαιτέρως καινούργιο· αν φροντίσετε και μόνον τούς εαυτούς σας, τότε θα πράξετε αυτό που ευχαριστεί και μένα και τους δικούς μου και εσάς τούς ίδιους, κάτι που και σεις επιθυμείτε να το κάνετε, ακόμα κι αν δεν το υπόσχεστε τώρα· αν δεν νοιάζεστε όμως για σας τους ίδιους και δεν θέλετε να ακολουθήσετε τα ίχνη ούτως ειπείν αυτών που είπαμε τώρα και προηγουμένως, τότε δεν θα κατορθώσετε και τίποτα, ακόμα κι αν υποσχεθήτε αυτήν τη στιγμή τόσα πολλά και ιερά» (ό.π. 115b). Η ώρα τού θανάτου επιβεβαιώνει και μόνο μια ζωή, που η πραγματική της μοίρα έχει ήδη αποφασισθή. Δεν πρέπει (δεν οφείλει…) να κουρέψη «αύριο», που θα έχη πια πεθάνει ο Σωκράτης, τα ωραία του μαλλιά ο Φαίδων, αλλά «σήμερα – και ’γώ τα δικά μου, κι εσύ εκείνα τα δικά σου - , αν τυχόν πεθαίνει σε μας ο λόγος (Logos) και δεν έχουμε τη δύναμη, να τον ξαναζωντανέψουμε» (ό.π. 89b). Πολύ πιο σημαντικό απ’ το ‘κακό’ τού θανάτου είναι το κακό που παρέχεται ακριβώς απ’ το ότι δεν «μιλάμε ωραία» για τον θάνατο στην ψυχή (ό.π. 115). Και δεν μπορή να υποστή μεγαλύτερο και πιο «αξιοθρήνητο» κακό κανείς, απ’ το να αμφιβάλη για την αλήθεια και να γίνη ένας «μισολόγος» (Misologe) (τα ‘μισόλογα’ που σκοτώνουν…) (ό.π. 89d, 90b – d). Παίρνει (απολύτως…) στα σοβαρά ο Σωκράτης το ότι ο πραγματικός Εαυτός τού ανθρώπου είναι η αόρατή του ψυχή, και η πραγματική του μοίρα μια εσωτερική κάθοδος. Κι αν κρατήσουμε σταθερά στη μνήμη μας, όπως στην έννοια της ποίησης έτσι και σε κείνην τής τραγωδίας, μόνο το σημαντικότερο απ’ όλα, που δικαιολογεί και την ενιαία ονομασία με τη συνηθισμένη τραγωδία, τότε πρέπει να συνίσταται και η τραγωδία τής φιλοσοφίας στο ότι υπάρχει και σ’ αυτήν ένας αναπόφευκτος χωρισμός, στον οποίον και είναι καταδικασμένο καθ’ εαυτό το πάθος. Είναι όμως κατά τα άλλα εντελώς άλλου είδους απ’ ό,τι στην ποίηση (και την τραγική…) αυτός ο χωρισμός: γιατί δεν είναι βέβαια τυφλό (εδώ…) το πάθος, και δεν μπορεί να είναι η παλαιά ύβρις (Hybris) το τραγικό αμάρτημα της ψυχής που φροντίζει για τον εαυτό της, και δεν ‘προλαβαίνει’ απρόβλεπτα η μοίρα τον φιλόσοφο (πρβλ. την Απολογία, και τον Γοργ. 521c έως 522e). Έτσι όπως επιτελεί ‘φιλονεικώντας’ προς τον ποιητή την αναζήτησή του της σοφίας ο φιλόσοφος, έτσι «ποιεί» και την «τραγωδία» του αγωνιζόμενος ενάντια στο τραγικό με την παλαιάν έννοια· και το κάνει αυτό επίσης και προπάντων έτσι, ώστε να ‘μαλακώνη’ ο αποχρών (που ‘χρωματίζει’…) θρήνος τη συγκρατημένη έκφραση, που καλύπτει με τον ‘παιχνιδιάρικο’ πανηγυρισμό της τη στιγμή τού πραγματικού χωρισμού στο Αθέατο.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου