Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Δεν αντιστάθηκε στους ληστές, αν και κρατούσε τσεκούρι

Ἦταν 12 Σεπτεμβρίου 1804, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἔκοβε ξῦλα μέσ᾽ στὸ δάσος. Τρεῖς ἄνδρες τὸν πλησίασαν καὶ γεμᾶτοι ἀλαζονεία τοῦ ζήτησαν χρήματα.

–Τόσοι ἄνθρωποι ἔρχονται νὰ σὲ δοῦν. Σοῦ φέρνουν λεπτά. Πρέπει νὰ ἔχης.
–Δὲν παίρνω τίποτε ἀπὸ κανένα.
Τότε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς τοῦ ρίχτηκε ἀπὸ πίσω, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ τὸν ρίξη, ἔπεσε ὁ ἴδιος κάτω.
Ἀπὸ τὰ νιάτα του ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη φυσική του δύναμη. Εἶχε τὸ τσεκούρι στὸ χέρι καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀμυνθῆ. Σκέφθηκε ὅμως τὸν Χριστό. Προτίμησε καὶ αὐτὸς νὰ χυθῆ τὸ δικό του αἷμα, παρὰ νὰ χύση τῶν ἄλλων. Ἄφησε τὸ τσεκούρι του νὰ πέση καὶ σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος του: «Κάνετε αὐτὸ ποὺ ἤλθατε νὰ κάνετε», εἶπε.
Ἀφοῦ μάζεψε τὸ ἐργαλεῖο ἀπὸ κάτω, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες χτύπησε τὸν ἐρημίτη στὸ κεφάλι. Αὐτὸς ἔπεσε κάτω, ἀναίσθητος καὶ τὸ αἷμα κυλοῦσε ἄφθονο ἀπὸ τὴ μύτη του, τὸ στόμα του, τ’ αὐτιά του. Συνεχίζοντας νὰ τὸν κτυπᾶνε μὲ γροθιές, μὲ κλωτσιὲς καὶ μὲ ξῦλα, τὸν ἔσυραν οἱ ἀγροῖκοι μέχρι τὸ κελλί του. Ἐκεῖ μέσ’ στὴν εἴσοδο τὸν ἔδεσαν σφικτὰ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ρίξουν μέσ᾽ στὸ νερό. Ἐπειδὴ ὅμως φαινόταν ἤδη πεθαμένος, τὸν ἐγκατέλειψαν, γιὰ νὰ τρέξουν γρήγορα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἴσμπα καὶ νὰ ψάξουν γιὰ τὸ θησαυρό, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου εἶχαν γιὰ σίγουρη. Διέλυσαν τὴ σόμπα, ἔβγαλαν τὸ πάτωμα –τὸ δωμάτιο δὲν περιεῖχε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ μία εἰκόνα καὶ στὴ γωνιὰ τρεῖς πατάτες. Τότε κατατρομαγμένοι τὄβαλαν στὰ πόδια.
Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ συνῆλθε καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά του. Εὐτυχῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνοῦσαν κάτι μοναχοί. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔτρεξε νὰ εἰδοποιήση τὸν ἡγούμενο. Μὲ πολὺ μεγάλες προφυλάξεις, μετέφεραν τὸν τραυματισμένο στὸ μοναστήρι. Ἡ ὄψη του προκαλοῦσε φόβο: μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα, γεμάτα σκόνη καὶ λάσπη, πρόσωπο πρησμένο, αὐτιὰ καὶ χείλη μαῦρα ἀπὸ πηγμένο αἷμα, ροῦχα ματωμένα, ποὺ κολλοῦσαν πάνω στὶς πληγές. Μὲ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν παρὰ μία ἄχνα, ζήτησε τὸν ἡγούμενο καὶ τὸν πνευματικό του καὶ τοὺς διηγήθηκε τί συνέβη.
Γιὰ ὀχτὼ μέρες, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ πιῆ, οὔτε νὰ φάη, οὔτε νὰ κοιμηθῆ. Γιὰ νὰ κάνη τὸ χρέος του ὁ ἡγούμενος ἔστειλε στὸ Ἀρζαμάς, τὴν πιὸ γειτονικὴ πόλη, νὰ φωνάξουν γιατρούς. Οἱ γιατροὶ ἀκροάσθηκαν τὸ φτωχό, βασανισμένο σῶμα, βρῆκαν μία ρωγμὴ στὸ κρανίο, σπασμένα πλευρά, θλάση στὸ στῆθος καὶ πολλὰ τραύματα.
Πέντε μήνες έκανε να συνέλθει. Εν τω μεταξύ βρέθηκαν οἱ ἔνοχοι. Ἦταν κάτι χωρικοὶ ἀπὸ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ Κρέμενοκ. Ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν αὐστηρά!
Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν εἶχε ὅμως τὴν ἴδια γνώμη. «Ὅποια καὶ νἆναι ἡ προσβολή, ἔλεγε, δὲν πρέπει ποτὲ κανεὶς νὰ ἐκδικῆται. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ συγχωρῆ τὸν ἔνοχο μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ καρδιὰ ἀντιστέκεται σ’ αὐτό. Δὲν πρέπει κανεὶς νὰ κρατᾶ κατὰ τοῦ πλησίον του τὴν παραμικρὴ μνησικακία, κανένα μίσος, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶ, καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ τοῦ κάνη καλό».
Εμεῖς κάθε μέρα, ὅταν ἀπαγγέλλουμε τὴν Κυριακὴ προσευχή, δὲν λέγουμε –μὲ τὸ στόμα μας μόνο, δυστυχῶς– : «Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»;
«Ἐὰν τοὺς κάνετε καὶ τὸ παραμικρὸ κακό, ἀπείλησε ἤρεμα, θὰ φύγω ἀπὸ τὸ Σάρωφ καὶ θὰ πάω κάπου ἀλλοῦ, ποὺ δὲν θὰ μπορῆτε νὰ μὲ βρῆτε».
Οἱ ἀρχὲς συμμορφώθηκαν μὲ τὴν ἀπαίτησή του καὶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἄφησε ἀνενόχλητους τοὺς δράστες. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ὅμως ἡ θεία δικαιοσύνη τιμώρησε τὴ σκληροκαρδία τῶν ἐνόχων. Μία πυρκαγιὰ κατέστρεψε τὸ Κρέμενοκ καὶ οἱ καλύβες τῶν κακοποιῶν ἔγιναν παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς. Μετανοημένοι καὶ συντετριμμένοι, ἦρθαν νὰ πέσουν στὰ πόδια αὐτοῦ ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ δολοφονήσουν.

Πηγή: «Η Συγγνώμη στις προσβολές» ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Εἰρήνης Γκοραΐνωφ, «Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ», ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι, σελ. 74-77, μτφρ. Π. Κ. Σκουτέρη, ἔκδ. τετάρτη, Ἀθῆναι 1982. 

Εμείς από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: