Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Γεώργιος Μπόρας - Περί Αρχετύπων (2)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου 2021

Ιωάννης Σκώτος Εριγένης

1.1 Τα αρχέτυπα.  

Αυτό δεν εμποδίζει τον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, να οδηγήσει στα άκρα τη μεταφυσική του νεοπλατωνικού ρεαλισμού. Ξεκινώντας από την πλατωνική παραδοχή ότι την αλήθεια, επομένως και το ον, οφείλουμε να τα αναζητήσουμε στο γενικό, ταυτίζει την βαθμίδα της γενικότητας με την βαθμίδα της οντολογικής έντασης και οντολογικής προτεραιότητας. Το γενικό είναι η πρωταρχική πραγματικότητα, η οποία παράγει από τον εαυτό της την ολότητα των πραγμάτων. Παράγει το ειδικό και το περιέχει. Επομένως τα γενικά δεν είναι μόνο οντότητες αλλά σε σχέση με τα επιμέρους σωματικά πράγματα είναι οι πιο πρωταρχικές, οι πιο πραγματικές οντότητες, αυτές που παράγουν και καθορίζουν τις άλλες· μάλιστα όσο πιο γενικές τόσο πιο πραγματικές. Έτσι οι λογικές σχέσεις των εννοιών γίνονται σχέσεις μεταφυσικές. Φρονεί ότι τα αρχέτυπα (universalia) δεν είναι εκτός, αλλά εντός του Θεού "ως αγέννητη φύση που δημιουργεί τον εαυτό της". Συνεπώς, δημιουργούνται μόνον υπό την έννοια ότι λογικά όχι όμως χρονικά έπονται του αϊδίου Λόγου μιας και είναι αγέννητα. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναφέρει ότι για τους σχολαστικούς η «ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία εἶναι ἁπλῶς ἐν χρόνω ἀπεικόνισμα τῶν ἀγεννήτων τῆς θείας οὐσίας ἀρχετύπων».

1.2 Δημιουργία και αρχέτυπα. 

Θέλουμε να παρατηρήσουμε εδώ πως αν ως δημιουργία τού κόσμου είναι η εν χρόνω απεικόνιση των αγέννητων αρχέτυπων της θείας ουσίας αυτό συνεπάγει ότι η ενυποστασιοποιήση των αρχετύπων είναι είτε: 

α) απεικόνιση προερχόμενη από την ουσία καθαυτή και όχι κάτι πέρα από αυτή· που ενυποστασιάζει τη φύση της ουσίας. Η απεικόνιση δεν είναι μεταφυσικά μετέωρη. Υπάρχει ανάμεσα στο αγέννητο αρχέτυπο και στην απεικόνισή του κάποια συνάφεια ουσίας. 

β) απεικόνιση προερχόμενη από την θέληση της ουσίας να εικονίσει τα αρχέτυπά της ως όντα άλλης τάξεως, δηλαδή κτιστά.

Στην περίπτωση {β)} η ουσία εικονίζει με τη θέλησή της τα αγέννητα αρχέτυπά της. Σ’ αυτήν την περίπτωση διαστρεβλώνεται η αναντίρρητη θέση της Αγίας Γραφής ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο εκ του μη όντος. Από την στιγμή που τα αρχέτυπα προϋπάρχουν τότε δεν έχουμε δημιουργία εκ του μη όντος, και σε αυτήν την περίπτωση ή θέση πλησιάζει τις πλατωνικές ιδέες. Διαφέρει όμως διότι στην πλατωνική φιλοσοφία το απείκασμα είναι μεταφυσικά μετέωρο ως μη έχον ουσιαστική συνάφεια με το αρχέτυπο. Υπενθυμίζουμε ότι το δόγμα της εκ του μη όντος δημιουργίας καταργεί το πλατωνικό σύστημα των ιδεών. Πέραν τούτου παρατηρούμε ότι στο σχολαστικισμό υπάρχει μια αναλογία μεταξύ των αρχετύπων ιδεών πού βρίσκονται στο Είναι και των άλλων όντων πού βρίσκονται στον κόσμο. Είναι η analogia entis. 

Ας δούμε την περίπτωση {α)}. Από την στιγμή που τα αρχέτυπα είναι της τάξης της ουσίας, κάτι που ισχύει και για την θέληση, τότε δυο τινά συμβαίνουν. Δύο υποπεριπτώσεις: 

i. αυτό που αναφέραμε, ότι η ενυποστασιοποιήση των αρχετύπων είναι απεικόνιση προερχόμενη από την ουσία καθαυτή και όχι κάτι πέρα από αυτή· που ενυποστασιάζει το ουσιώδες της ουσίας, τη φύση της ουσίας 

και ii. η ουσία θέλει να εικονιστούν τα αγέννητα αρχέτυπά της. Θέλει να εικονίσει την φύση της, μέσα από την συνάφεια φύσης του αρχέτυπου και του εικονιζόμενου του. Η δεύτερη (ii) υποπερίπτωση δεν μπορεί να σταθεί διότι σε αυτήν την περίπτωση η θέληση εμφανίζεται ως παράγοντας διαμεσολάβησης ανάμεσα σε ουσία και ουσιαστικά της αυτής ουσίας και όχι ανάμεσα σε ουσία και κτιστά ουσιαστικά πέραν της πρώτης ουσίας. Τα κτιστά είναι μη ουσιαστικά ως προς την πρώτη ουσία, αλλά ουσιαστικά ως έχοντα ουσία άλλης τάξεως, και εν προκειμένω κτιστής. Για τα ζητήματα όμως της ουσίας δεν είναι η θέληση που θα ενεργήσει αλλά η ουσία καθ’ εαυτή. 

Κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνο «ἡ γὰρ κτίσις, εἰ καὶ μετὰ ταῦτα γέγονεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ἐκ δὲ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι βουλήσει καὶ δυνάμει αὐτοῦ παρήχθη, καὶ οὐχ ἅπτεται τροπὴ τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως. Γέννησις μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τὸ γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν, κτίσις δὲ καὶ ποίησις τὸ ἔξωθεν καὶ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κτίζοντος καὶ ποιοῦντος γίνεσθαι τὸ κτιζόμενον καὶ ποιούμενον ἀνόμοιον παντελῶς»,Ἔκδοσις Ἀκριβὴς Τῆς Ὀρθοδόξου. Η θέληση είναι η έκφραση της ουσίας να δημιουργήσει, όχι όμως τα ουσιαστικά της, αλλά τα κτιστά τα οποία δημιουργούνται θελήσει. Τα ουσιαστικά γίνονται φύσει και δεν δημιουργούνται. Έχουν άλλους ουσιαστικούς τρόπους, κατά βάση απρόσιτους στην ανθρώπινη λογική. Βέβαια αν συνυπολογίσουμε το γεγονός των κτιστών ενεργειών του Θεού, κατά τους σχολαστικούς εν γένει, τότε οπωσδήποτε η υποπερίπτωση (ii), δεν στέκεται από κάθε άποψη. 

Η πρώτη υποπερίπτωση (i) είναι ένα κατά βάση πανθεϊστικό σύστημα. Σ’ αυτήν την πρώτη υποπερίπτωση υπάγεται και το σύστημα του Ιωάννη, ότι τα αρχέτυπα (universalia) δεν είναι εκτός, αλλά εντός του Θεού "ως αγέννητη φύση που δημιουργεί τον εαυτό της". Αυτό το οποίο εικονίζεται είναι η φύση της ουσίας. Το απεικονιζόμενο είναι εκ των πράγματων της αυτής τάξης διότι είδαμε ότι δημιουργείται φύσει και όχι θελήσει. Υπάρχει όπως είπαμε ουσιαστική συνάφεια. Έπεται λοιπόν, ότι τα αρχέτυπά όχι μόνο υπάρχουν, αλλά και προϋπάρχουν· είναι τα αρχέτυπα των επιμέρους· o άνθρωπος (το αρχέτυπό του) προϋπάρχει από το συγκεκριμένο υπαρκτό άτομο.

1.3 Η απορροή και η θέωση. 

Η οντολογική αυτή κίνηση, το άπλωμα δηλαδή του Θεού, παραπέμπει στην νεοπλατωνική ουσιοκρατική θεωρία της απορροής. Αυτήν είναι και η θεμελιώδης αρχή του συστήματος του Ιωάννη. Σύμφωνα με την θεωρία της απορροής, ο κόσμος προέρχεται από την ουσία μιας αρχής, ότι όλα προοδεύουν (απορρέουν) από την ουσία μιας πρώτης απρόσωπης αρχής. Αντιλαμβανόμαστε ότι από εδώ προκύπτει και ένας πανθεϊσμός μιας και ο κόσμος είναι ο Θεός που έχει απλωθεί μέχρι το μερικό. Είτε με τον απεικονισμό του ουσιώδους της ουσίας είτε με την απορροή ή προβολή. Ακόμη και στην λεπτότερη έκφρασή της η θεωρία της απορροής, ως φυσικός νόμος δηλαδή, θεωρούμε ότι ενέχει τον πανθεϊσμό. Να θυμίσουμε ότι ο Πλάτων δίδασκε ότι ο κόσμος είναι ατελές αντίγραφο, ομοίωμα και είδωλο του κόσμου των ιδεών, οι δε άνθρωποι κτήματα θεών και δαιμόνων. Ο Κόσμος είναι προϊόν ενός δημιουργού, ο οποίος τον έπλασε έχοντας ως υπόδειγμα τις αιώνιες και αμετάβλητες ιδέες. Εδώ έχει την πηγή της και η νεοπλατωνική μεταγραφή των ιδεών σε ιδέες ενός θείου νου, αλλά και η αντίστοιχη χριστιανική (αυγουστίνεια) μεταγραφή τους σε ιδέες στο νου του Θεού προ της δημιουργίας του κόσμου, όπως είδαμε και πιο πριν. Από εδώ έλκει μάλλον ο Πλωτίνος την θεωρία της προόδου (απορροής) εκ του Ενός. Θα σημειώσουμε ότι ο Πλωτίνος που θωρείται ο ιδρυτής του νεοπλατωνισμού, ορίζει στο φιλοσοφικό σύστημα του, το οποίο θεωρείται μονιστικό, ότι ο κόσμος είναι απόρροια και προϊόν μιας πνευματικής αρχής, σε μια αδιάσπαστη σειρά προόδων (απορροών) από το Εν, τον Νου και την Ψυχή, η οποία μέσω της διείσδυσης παρέχει ύπαρξη στην ύλη. Θα υπενθυμίσουμε ότι οι νεοπλατωνικοί έχουν επηρεαστεί, αν όχι ενστερνιστεί, από την θεωρία της απορροής του Γνωστικισμού. Αυτή διδάσκει ότι από τον Θεό προέρχονται, γεννιόνται τα πάντα, έμψυχα και άψυχα με παραγωγή του κατωτέρου από το ανώτερο, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει την ιδέα της συγγένειας των δι’ απορροής γεννηθέντων όντων προς μια ενιαία και αναλλοίωτη αρχή. Οι δευτερεύουσες θεότητες προέρχονται με απορροή. Αυτό σημαίνει εκδίπλωση της μονάδας κατά τα πυθαγόρεια πρότυπα. Ενώ ο Άγιος Ειρηναίος μας πληροφορεί ότι με βάση το σύστημα του Βασιλείδη ο ύψιστος θεός παρουσιάζεται ως απρόσωπη φιλοσοφική δύναμη, η οποία δίνει το έναυσμα της θεογονίας με την απορροή του Νου. Από τον Νου γεννιέται ο Λόγος, από τον Λόγο η Φρόνηση, από την Φρόνηση η Σοφία και η Δύναμη. Από την Σοφία και την Δύναμη γεννιούνται οι Αιώνες —δυνάμεις, εξουσίες, άγγελοι, αρχάγγελοι—, οι οποίοι απαρτίζουν τον πρώτο ουρανό. Έτσι για τον Ιωάννη, Θεός και κόσμος είναι ένα και το αυτό. Η ίδια η φύση ως ενότητα που δημιουργεί είναι ο Θεός και ως πολλότητα που έχει δημιουργηθεί είναι ο κόσμος. Θα λέγαμε ότι ο Θεός είναι μέρος της φύσεως ακόμη και άκτιστο. Συνεχίζοντας ο Ιωάννης θεωρεί ότι η επιστροφή όλων των επιμέρους στον Θεό, ο Θεός δηλαδή νοούμενος ως ο τελικός σκοπός κάθε γίγνεσθαι, η διάχυση τους στην πρωταρχική ουσία είναι η θέωση του κόσμου.

2 Σχολαστικοί

2.1 Ύψιστο ον. Η έννοιά του. 

Στην πρώτη σχολαστική περίοδο και στην ακμή του εννοιολογικού ρεαλισμού υπερθεματίζοντας ο Άνσελμος, στην οντολογική του απόδειξη αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι το απόλυτα γενικό ον, είναι και το πιο πραγματικό ον. Είναι το ύψιστο ον. Όσο περισσότερο "είναι" είναι κάτι, τόσο πιο τέλειο είναι και αντίστροφα. Συνεπώς η έννοια του ανώτατου όντος είναι και συνάμα και η έννοια της απόλυτης τελειότητας. Άρα από την έννοια του Θεού ως του πιο τέλειου και πραγματικού όντος έπεται και η ύπαρξή του. Αν νοηθεί ως τελειότατο ον αναγκαστικά θα πρέπει να νοηθεί ως υπαρκτός. Αν ο άνθρωπος νοεί ένα τέτοιο ον, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχει στον νου του. Αυτό το ον όμως δεν είναι μόνο εντός του νου, αλλά υπάρχει και καθαυτό (αντικειμενικά). Γιατί αν υπάρχει στον νου, δύναται να νοηθεί ότι υπάρχει και καθαυτό. Υιοθετεί την βασική ιδέα του ρεαλισμού, ότι οι έννοιες, ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου, είναι αληθινές, πραγματικές. Βλέπουμε ότι ο Άνσελμος ανάγει την πίστη σε γνώση. Ρέπει προς τη λογική διασαφήνιση του περιεχομένου της πίστης. Ο Θεός υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Αυτό μας οδηγεί στο «πιστεύω άρα γνωρίζω». Πιστεύω ότι υπάρχει και ο νους μου γνωρίζει ότι υπάρχει. Για τον Άνσελμο ισχύει επίσης το "σκέφτομαι κάτι άρα υπάρχει". Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποστήριζε ότι ο Θεός υπάρχει, γιατί ο ανθρώπινος νους έχει συλλάβει την παράστασή του. Έτσι συναντά το ελεατικό "ἔστιν εἶναι", σύμφωνα με το οποίο το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο ως κάτι που υπάρχει. Επομένως δεν είναι δυνατό να νοηθεί άλλη ανώτερη ουσία. 

2.2 Ουσία. 

Έτσι, ο Θεός αντλεί το είναι του από τον εαυτό του, από τη δική του ουσία. Απεναντίας κάθε επιμέρους όν είναι δυνατό να νοηθεί και ως μη ον μιας και δεν αντλεί το είναι του από το ίδιο, αλλά από κάτι άλλο που είναι το απόλυτο. Ταυτόχρονα η ουσία του Θεού συνεπάγεται την ύπαρξή του. Όλες οι ιδιότητες απονέμονται στο Θεό. Αυτές κατηγορούνται κατά του Θεού όχι απλώς ως ποιότητες αλλά ως ουσίες. Ο Θεός δηλαδή δεν είναι μόνο δίκαιος δια της δικαιοσύνης, διότι τότε η δικαιοσύνη θα ανήκε σε αυτόν ως ποιότητα. Αλλά η δικαιοσύνη είναι αυτός ο Θεός. Η δικαιοσύνη είναι της ουσίας του Θεού. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες ιδιότητες. Ο Θεός δεν έχει απλά ζωή αλλά είναι αυτή η ζωή, δεν έχει σοφία αλλά είναι αυτή η σοφία, και ούτω καθεξής. Στην Ορθόδοξη θεολογία ο αποφατισμός της είναι το αντιστάθμισμα στην εκλογίκευση της πίστης.

2.3 Δημιουργία και ιδέες. 

Μιλάει για δημιουργία εκ του μηδενός (το οποίο είναι άλλο από την δημιουργία εκ του μη όντος). Έτσι το εκ του μηδενός δηλώνει ότι δεν υπήρχε τι , εκ του οποίου θα δημιουργούταν ο κόσμος. Τα όντα δεν είχαν υπόσταση πριν την δημιουργία και την έλαβαν αυτή με την δημιουργία. Παρόλα αυτά τα όντα είχαν ύπαρξη ως αΐδια νοήματα στον θείο νου. Διότι η δημιουργική δύναμη του Θεού δεν είναι τυφλή αλλά έλλογη. Έτσι προϋποθέτει τη γνώση του δημιουργητέου. Ο Θεός νοεί αϊδίως τα δημιουργήματα και η έννοια, που έχει για αυτά, είναι το πρότυπο σύμφωνα με την οποία τα δημιουργεί. Για τον Άνσελμο η δημιουργική ενέργεια του Θεού μπορεί να παραβληθεί με την καλλιτεχνική ενέργεια, σύμφωνα με την οποία προϋποτίθεται η έννοια του καλλιτεχνήματος στην διάνοια του καλλιτέχνη. Άρα τα όντα συνίστανται από δύο υπάρξεις: i. την ιδεατή, η οποία είναι η αΐδια ύπαρξη τους στο θείο νου και ii. την πραγματική, η οποία είναι η πραγματική εκτός Θεού και εν χρόνω. Έτσι όπως ο καλλιτέχνης (σημειώνουμε την αναλογία) ο Θεός έχει τις ιδέες των πάντων στο νου Του και τις πραγματοποιεί με την δημιουργία. Διαφέρουν στο ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται την ύλη, ενώ ο Θεός δημιουργεί από τον εαυτό του. Τέλος, αναλογικά κινούμενος, θεωρεί ότι, όπως τα διανοήματα του ανθρώπου είναι ο ενδιάθετος λόγος, έτσι και οι ιδέες του Θεού είναι ο «ἔνδον λόγος» (sic) με τον οποίο εκφράζει τα όντα. Είναι δε ο εσωτερικός («ἔνδον λόγος») του Θεού η θεία ουσία Του. Οι σχολαστικοί πίστευαν ότι αυτό που υπάρχει ως πραγματικότητα στον κόσμο υπάρχει ταυτόχρονα ως αρχέτυπο και έξω απ’ αυτόν. Στον Θεό. Ο Αβελάρδος για να εξηγήσει τη πολλαπλότητα των ατόμων αποδέχεται την πραγματοκρατική θεωρία του Αυγουστίνου σύμφωνα με την οποία ο Θεός έπλασε τον κόσμο σύμφωνα με τα αρχέτυπα που είχε στο νου Του. Εν τούτοις η δεύτερη περίοδος του σχολαστικισμού χαρακτηρίζεται από ένα μετριοπαθή ρεαλισμό σε ό,τι αφορά στη φύση των γενικών εννοιών. Οι γενικές έννοιες θεωρούνται ως πραγματικές οντότητες όχι όμως σ' έναν άλλο κόσμο αλλά μέσα στα επί μέρους αισθητά. 

Ας προσθέσουμε στό θέμα τής αναλογίας:

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

 «Λίαν αισχρόν, και ουκ αισχρόν μόνον, αλλά και μάταιον επιεικώς, εκ των κάτω των άνω την εικασίαν λαμβάνειν, και των ακινήτων εκ της ρευστής φύσεως.»

Και συνεχίζει: «Διότι δεν πρέπει, επειδή κατά τινα σχέσιν υψηλοτέραν Υιός ο Υιός, και επειδή δεν ημπορέσαμε δι’ άλλου τρόπου παρά έτσι να δείξουμε το εκ του Θεού και ομοούσιον, να νομίζωμεν ότι πρέπει να μεταφέρουμε στον Θεό και όλες τις ανθρώπινες και της δικής μας συγγενείας ονομασίες. Καθώς η διαφορά εις την αποκάλυψιν και όχι της προς άλληλα σχέσεως διάφορον, έκαμε διαφορετικήν και την ονομασία: Πατήρ – Υιός – Άγιον Πνεύμα.»

Καί άς παρατηρήσουμε ότι οι ιδέες στόν Πλάτωνα γεννιούνται από τό αγαθό τό οποίο είναι επέκεινα τής ουσίας καί τό οποίο στήν πράξη προσφέρει τήν σωφροσύνη, τήν μεσαία οδό τής αρετής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: