Συνέχεια από: Σάββατο20 Φεβρουαρίου 2021
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ
ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ
Του Enrico Berti.
3. Μία νέα ανάγνωση του Χέγκελ (συνέχεια).
Ο Χέγκελ αντιθέτως απολυτοποιεί την σκέψη και ο Bacchin το
αναγνωρίζει, αλλά υπολογίζει αυτή την απολυτότητα σαν μία “αθέμιτη στιγμή του
Εγελιανού στοχασμού, εκείνη η οποία αποδέχεται τον Σπινοζισμό χωρίς μία
αυθεντική μεσολάβηση της σημασίας της”. Έτσι επιδίδεται να αποδείξει πώς η
“Εγελιανή σκέψη ισχύει ενάντια στον Χέγκελ, και συγκεκριμένα εάν δεν εισάγουμε
εκείνη την απολυτότητα ή την μονιστική σταθερότητα (ενύπαρξη) στην οποία την
κλείνει ο Χέγκελ” (η απολυτότητα της σκέψης ονομάζεται διαλυτικός μονισμός στον
οποίο πεθαίνει ο Χέγκελ).
Από μία τέτοια ανάγνωση του Χέγκελ δεν μπορεί να μην προκύψει ένα σημείο καθαρά συγκεκριμένο, η ανάγκη κριτικής επαναπρόσληψης τής “κλασσικής μεταφυσικής” η οποία χαρακτηρίζεται σαν “καθαρή προβληματική”. Εάν δηλαδή η φιλοσοφία συνίσταται, για τον Χέγκελ, στην άρνηση αυτού που είναι προφανές, δηλαδή άμεσο, αυτή απαιτεί την δικαίωση του παντός, δηλαδή καταλήγει σε μία ολοκληρωτική ερώτηση δικαίωσης, σε ένα ολοκληρωτικό πρόβλημα. Αυτή η “καθαρή προβληματικότης” που είναι η φιλοσοφία, δεν είναι μόνον η ουσία της σκέψης, αλλά της ίδιας της πραγματικότητος, ταυτισμένα από τον Χέγκελ στην έννοια του γίγνεσθαι σαν “εμπειρία”. [Έχοντας συλλάβει την πρωτοτυπία της έρευνας όπου ενεργοποιούνται οι εμπειρίες σημαίνει να έχουμε συλλάβει την ανάγκη να συμπίπτουν εμπειρία και έρευνα και ότι η συνειδητοποίηση της εμπειρίας είναι ή πραγματοποιείται στην συνειδητοποίηση τού τί σημαίνει για τον εαυτό μας η έρευνα]. Αυτή συνεπάγεται ότι πρέπει να “ρωτήσουμε το πάν, το όλον”, να πραγματοποιήσουμε δηλαδή μία ριζική μορφή σκέψης, ή “έναν καθολικό σκεπτικισμό”, ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον “απόλυτο σκεπτικισμό”, αλλά αντιθέτως συνιστά την πιο επαρκή αναίρεση! Και πράγματι παρατηρεί ο Bacchin- “η καθολική, ολική σκέψη επιφέρει καθ’αυτή την αποβολή της αρνήσεως, η οποία είναι ενωμένη μ’αυτή, είναι αναγκαία και απόλυτη, διότι μία σκέψη απόλυτη θα απέκλειε το όλον, αλλά θα άξιζε με την σειρά της σαν άμεσο δεδομένο αυτού του αποκλεισμού. Ο ολοκληρωτικός σκεπτικισμός λοιπόν είναι η άρνηση του απολύτου σκεπτικισμού, διότι η άρνηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη και η ανάγκη της συνίσταται ακριβώς σαν αδυναμία να απορριφθεί και να επιβεβαιωθεί σαν αναγκαία. Έτσι εάν δεν είμαστε σκεπτικιστές δεν σκεπτόμαστε, αλλά εάν σκεπτόμαστε αληθινά δεν είμαστε σκεπτικιστές!
Η αδυναμία να απολυτοποιηθεί η αρνητικότης εξισούται με την “αναγκαιότητα να αποκλεισθεί το ότι η εμπειρία (πρόβλημα, πρόοδος) στην οποία ενεργείται η άρνηση είναι το απόλυτο”. Αλλά εάν η εμπειρία-δηλαδή το γίγνεσθαι, η προβληματικότης, η άρνηση, όλες οι έννοιες που τους είναι ισοδύναμες-δεν μπορεί να είναι απολύτως, αυτή παρ’όλα αυτά απαιτεί αναγκαίως ένα απόλυτο το οποίο όμως δεν μπορεί παρά να είναι υπερβατικό σε σχέση με την εμπειρία: να λοιπόν το συμπέρασμα, καθαρά μεταφυσικό, με την κλασσική σημασία του όρου, της “καθαρής προβληματικής”. Σχετικά μ’αυτό ο Bacchin είναι διαφωτιστικός: “η μεταφυσική-δηλώνει- από το ένα μέρος επιβάλλεται στην προβληματική πρόοδο και ανάπτυξη της εμπειρίας, από ένα άλλο επιβάλλεται σαν μη-προβληματική, συνθήκη της δυνατότητος του προβλήματος, και επομένως της εμπειρίας”. Η τοποθέτηση της μεταφυσικής, από την στιγμή που είναι γνωστό το Είναι της και η αξία της σαν η καταγωγική, πρωτογενής μεταφυσική (κριτικισμός, προβληματισμός) της νοήσεως, είναι μάλλον η επιβολή της, η αδυνατότης αρνήσεως της, το αναντίρρητό της”!
Και η μεταφυσική λοιπόν θεμελιώνεται, μάλιστα καλύτερα
αυτοθεμελιούται, μέσω της μοναδικής προόδου ικανής να θεμελιώσει την αλήθεια,
δηλαδή της αρνήσεως η οποία και μόνον μπορεί να δώσει το ζητούμενο αναντίρρητο!
Αρνούμαι σημαίνει υπερβαίνω, αλλά η πρόοδος της υπέρβασης, δηλαδή το γίγνεσθαι,
η εμπειρία, η διαμεσολάβηση, είναι καθαυτή ανυπερβατική, διότι αναντίρρητη! Αυτή
η ανυπερβατικότης εμφανίζεται κατ’αρχάς σαν αποκλεισμός μίας υπερβατικής αρχής,
το γίγνεσθαι ή την εμπειρία, δηλαδή σαν άρνηση της υπερβατικότητος. Αλλά επειδή
ένας παρόμοιος αποκλεισμός θα υπονοούσε με την σειρά του, προκειμένου να
επιβεβαιωθεί, την δυνατότητα από μέρους της σκέψης να υπερβεί την εμπειρία,
δηλαδή τον εαυτό του, προκύπτει με την σειρά της αδύνατη, και μ’αυτόν τον τρόπο
η υπερβατικότης επανανακτάται σαν αναντίρρητη μέσω της αρνήσεως της αρνήσεώς
της”.
Με τον σκοπό να αποφύγει ασάφειες σχετικά με την σημασία
αυτής της μεταφυσικής και αυτής της υπερβάσεως, καλό είναι να διευκρινίσουμε
ότι οι όροι κατανοούνται από τον Bacchin με την στενή Θεολογική σημασία. Δηλώνει λοιπόν την
προβληματικότητα σαν “αναζήτηση του Θεού”, μιλά για τον Θεό σαν “αντικείμενο
αγάπης” και δείχνει την άρνηση της υπερβατικότητος σαν “άρνηση του Θεού”. Έτσι
η αναφορά στον Θεό, η οποία στον Gentile ήταν αναγκαία για την θεμελίωση της διαλεκτικής του
γίγνεσθαι-με την έννοια ότι ο Θεός, ένας Θεός ο οποίος κατέστη ενυπάρχων στον
άνθρωπο στην δημιουργική πράξη της σκέψης, είχε τοποθετηθεί στην αρχή της ίδιας
της προόδου της σκέψης και του Είναι, μ’έναν τέτοιο τρόπο που διαλυόταν αυτό το
ίδιο σ’αυτή την πρόοδο ή μεταβαλλόταν αυτό το ίδιο στον εαυτό του-αποκαλύπτεται
εξίσου αναγκαίο στην νέα “ανάγνωση” του Χέγκελ η οποία επικεντρώνεται στην
σχέση ανάμεσα στο άμεσο και στην άρνησή του, αλλά όχι πιά για να θεμελιώσει την
διαλεκτική πρόοδο από μέσα, με τον τρόπο της ενύπαρξης, αλλά με την σημασία ότι
ο Θεός προκύπτει να είναι το απόλυτο θεμέλιο απολύτως ζητούμενο από την
αναντίρρητη και μαζί από την αναπολυτούμενη διαλεκτική της αρνήσεως.
Τέλος
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου