Συνέχεια από: Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ
Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Η ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Στο τελευταίο αυτό τέταρτο κεφάλαιο, μετά από την εξέταση των θεολογικών και εκκλησιολογικών προϋποθέσεων της θέωσης, ιδιαίτερα μετά τον τονισμό της απαράβατης σημασίας των μυστηρίων και της χάρης που αυτά παρέχουν, θα πραγματευτούμε τη διδασκαλία του αγίου για τη θέωση του ανθρώπου. [ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ; ΕΤΣΙ ΛΕΕΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΤ:Ο ΘΕΟΣ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΝΟΗΣΕΩΣ. ΟΛΑ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΑ κ. ΤΖΑΜΠΑΤΖΙΔΗ;] Ως εκ τούτου το καταληκτικό αυτό κεφάλαιο, εξ επόψεως περιεχομένου, δε διαλαμβάνει ζητήματα που αφορούν στις προϋποθέσεις της θέωσης, αλλά ζητήματα που αφορούν αυτή καθαυτή τη θέωση του ανθρώπου. Εξαίρεση αποτελεί η πρώτη παράγραφος, στην οποία εξετάζονται οι ασκητικές προϋποθέσεις, ως αναγκαίες παράμετροι για τη διατηρήση της μυστηριακής χάρης, και ως αναγκαία οντολογική προπαρασκευή του ανθρώπου για την προσωπική του συνάντηση με το Θεό. [ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ, ΤΟ ΞΕΡΟΥΜΕ ΟΛΟΙ]
Οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της θέωσης, ζητήματα, δηλαδή, που αναφέρονται στη θεολογική γνωσιολογία, το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν, το σώμα και την ψυχή, τον ανθρώπινο νου και την «καρδιά», ως τις κατεξοχήν οντολογικές συνθήκες δεξίωσης της χάρης και φανέρωσης του Θεού, την πτώση και την αμαρτία ως ανθρωπολογική αλλά και ιστορική συνθήκη, το κακό, κ.α., για λόγους οικονομίας του χώρου, δεν θα τύχουν ξεχωριστής διαπραγμάτευσης. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως μέρος των ζητημάτων αυτών, είτε δεν έχει συζητηθεί στα προηγούμενα, είτε δε θα συζητηθεί στα επόμενα, έστω και περιστασιακά, όταν και όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. Άλλωστε, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δε διαφοροποιείται ουσιαστικά από την προγενέστερή του μοναστική και πατερική παράδοση στα ζητήματα αυτά. Η διδασκαλία του, αξιοποιώντας την προ αυτού θεολογική κληρονομιά, επικεντρώνεται στην ανάγκη και σημασία της προσωπικής συνάντησης με το ενυπόστατο φως του Τριαδικού Θεού, από την παρούσα ζωή, ως αρραβώνα και εχέγγυο της εσχατολογικής (ατελέστου) τελειότητος. Σ’ ό,τι αφορά στην κατανόηση της έννοιας της θέωσης από τη πατερική παράδοση και την επισήμανση των ανθρωπολογικών –και όχι μόνον– προϋποθέσεών της, η παράγραφος με τον τίτλο: «Η περί θεώσεως προγενέστερη πατερική κληρονομιά», του πρώτου κεφαλαίου της παρούσας, είναι κατατοπιστική.
Εκείνο που, γι’ ακόμη μία φορά, προκαταβολικά πρέπει να σημειωθεί, είναι πως, η περί θεώσεως διδασκαλία του αγίου, αλλά και το σύνολο των θεοποιών του εμπειριών, οι οποίες συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της διδασκαλίας αυτής, δεν πιστοποιούν ούτε εισηγούνται μια νέα, διαφορετική ή παράλληλη, δεξίωση της χάρης, από τη μυστηριακή, ιδιαιτέρως του βαπτίσματος και της Ευχαριστίας.[Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΗΤΑΝ; ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΑΡΡΑΒΩΝΑ;] Όλο το μυστικό βάθος της θεοποιού διδασκαλίας του Νέου Θεολόγου, αφορά στην αξιοποίηση και ενεργοποίηση της μυστηριακής χάρης, καταδεικνύοντας το εκκλησιολογικό «υπόστρωμα» του μυστικισμού του, και διακρίνοντας το χριστιανικό μυστικισμό, από την ποικιλομορφία του μυστικιστικού φαινομένου. [Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΗ ΣΟΥ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΗΣΕΙ ΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ ΤΟΝ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ. ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ]
Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να τύχει ιδιαιτέρας επισημάνσεως, είναι ότι η θέα του Θεού, για τον άγιο Συμεών, δεν είναι απλά ένα εσχατολογικό γεγονός, τοποθετημένο έξω από τα όρια της ιστορίας, αλλά βιώνεται, από αυτούς που το επιθυμούν και παρασκευάζονται γι’ αυτό, στο κάθε ιστορικό «νυν», τόσο ως πρόγευση και αρραβώνας των εσχάτων, όσο και ως δύναμη μεταμορφωτική του ανθρώπου και της ιστορίας. [ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΣΗΛΘΕ ΠΟΤΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΘΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ ΤΑ ΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ]
1. Οι ασκητικές προϋποθέσεις της θέωσης.
Είναι, πράγματι, πολύ δύσκολο, καθώς επισημαίνει και ο Alfeyev1367, να τοποθετηθεί ένα σαφές όριο που να διακρίνει τον ασκητισμό από το μυστικισμό του Συμεών1368. Η διαπραγμάτευση ασκητικών θεμάτων σε μια καθαρά μυστική προοπτική και, αντίστροφα, η ανάπτυξη του «μυστικισμού του φωτός» του αγίου, με συνεχή αναφορά στις καλούμενες ασκητικές πρακτικές, αναδεικνύουν την άσκηση ως προϋπόθεση, όχι αυστηρά περιχαρακωμένη σε μοναχικά πλαίσια, της υπαρξιακής διάνοιξης του ανθρώπου στο φως της αγάπης του Τριαδικού Θεού, δηλαδή στη θεολογία ή τη θεολογική οντολογία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί προκαταβολικά, ο οντολογικός χαρακτήρας της ασκητικής του Συμεών, [ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΝΑ ΜΑΣ ΟΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙΣ ΘΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΣ ΚΑΤΙ] ο οποίος απηχεί τη γενικότερη συνείδηση της πατερικής θεολογίας στο θέμα αυτό. Το ζήτημα της ασκητικής ενέχει εξ ορισμού τη διερώτηση, εάν αφορά στη θεολογία ή τη θεολογική οντολογία, ή αν έχει να κάνει με τη σχετικότητα μιας αυτονομημένης ηθικής, η οποία ενέχει, με τη σειρά της εξ ορισμού, τα σπέρματα της αμφισβήτησης ή και της υπέρβασής της. Η άσκηση εξαντλείται στην προσπάθεια επίδειξης καλής θέλησης απέναντι στο Θεό, συνιστά συγκεκαλυμμένη έκφραση δυαρχικών καταβολών στο σώμα της χριστιανικής διδασκαλίας και βιοτής, είναι υποτίμηση της φυσικής ζωής και της αξίας της, ή αποτελεί ενός είδους απαραίτητο χριστιανικό συμπεριφορισμό, ικανό να ανταποκριθεί στην απαίτηση θείας εύνοιας και καταξίωσης1369; [ΕΔΩ ΕΧΟΥΜΕ ΠΛΕΟΝ ΤΟ ΞΕΒΡΑΚΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ, ΤΟΝ ΧΟΡΟ ΤΗΣ ΣΑΛΩΜΗΣ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙ ΞΑΝΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ, ΚΑΙ ΘΑ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΕΙ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ]
Για τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, η άσκηση συνιστά υπαρκτική περιπέτεια με σαφείς οντολογικές συνέπειες. περιπέτεια που φανερώνει την υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου για την προσωπική συνάντηση με το Θεό, τη θέωση. Φανερώνει, δηλαδή, την ανάγκη για οντολογική μετασκευή μέσα από την αντιμετώπιση της πτωτικής συνθήκης της αμαρτίας, την ανάγκη για ενδοσκόπηση, προσευχητική κοινωνία, την εν ταπεινώσει κατανόηση των ορίων του, την εκζήτηση της χάρης, τη συνάντηση–θέα του Θεού, την επίτευξη της θεανθρωποκοινωνίας ως αγάπης. Ο οντολογικός χαρακτήρας της ασκητικής του Συμεών οικοδομεί την, δια των μυστηρίων, πραγμάτωση της χριστολογικής μεταμόρφωσης του ανθρώπου, του κόσμου και της κοινωνίας, στα όρια της εν Πνεύματι θεωρίας, μιας φωτοειδούς προσωπικής κοινωνίας που ξεπερνά τα όρια της κτιστότητας.[ΚΑΤΑΞΙΩΣΕ ΜΕ ΓΙΑΤΙ ΠΑΣΧΕΙ Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ ΜΟΥ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ. ΑΥΤΗ Η ΑΓΝΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑ. ΜΑΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ ΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ, ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ]
Η μοναχική παράδοση του Στουδίου, κυρίως η ασκητική παράδοση που αντιπροσώπευε ο γέροντάς του Συμεών ο Ευλαβής, είχαν, αναμφίβολα, καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της ασκητικής αντίληψης και πρακτικής του Νέου Θεολόγου. Όμως, το υπαρκτικό υπόβαθρο των προσωπικών του εμπειριών, ήδη από το προμοναχικό στάδιο της εν κόσμω βιοτής του, θεμελίωσε το ακλόνητο βάθρο της ασκητικής του διδασκαλίας.[ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΠΕΡΙΣΠΟΥΔΑΣΤΕ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΚΑΘΟΤΙ ΚΑΙ Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΜΕΝΟΣ ΜΕ ΕΝΔΥΜΑ ΦΩΤΟΣ. Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΝΕΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΑΓΑΠΗΤΕ ΚΑΙ ΠΡΟΣΧΩΡΑ ΣΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ, ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ]. Τα θέματα που πραγματεύεται η ασκητική του Συμεών, διήκουν σε όλο το φάσμα της ασκητικής παράδοσης και της εν Χριστώ πνευματικής ζωής του ανθρώπου. Εδώ θα πραγματευθούμε τα «σημαντικότερα» εξ αυτών, όχι ιεραρχώντας τα με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια των κομβικών σημείων για την κατανόηση της ασκητικής του διδασκαλίας.
α) Η πρακτική της μετάνοιας
Θεμέλιο και αφετηρία της εν Χριστώ πνευματικής ζωής αποτελεί η μετάνοια. Για το Θεολόγο πατέρα, η μετάνοια δεν αποτελεί μια εργαλειακή πρακτική του μυστικισμού του, αλλά τρόπο του βίου. Συνιστά την κατεξοχήν ανθρώπινη συνθήκη, ως μεταβολή του νου, ως μεταμόρφωση της ανθρώπινης διαλεκτικής στοιχείωσης, σε «νουν Χριστού». Γι’ αυτό και η μετάνοια, ως τρόπος του βίου, είναι καθημερινή1370 «νύκτα καί ἡμέραν» κι επώδυνη, αντίθετη με την πτωτική ανθρώπινη συνθήκη, εις τρόπον ώστε ο άνθρωπος να θέλει πάντοτε να την αναβάλλει. Διαρκή και μόνιμη χαρακτηρίζει τη μετάνοια και ο Lossky, αναφερόμενος στον αββά Ισαάκ το Σύρο, αν και αποτελεί την απαρχή της πνευματικής ζωής και τη «θύρα της χάριτος». Συνιστά περισσότερο μια κατάσταση, παρά μια βαθμίδα της πνευματικής ζωής, αντίθετη προς την «πνευματική αστικοποίηση» ενός Φαρισαίου1371. Ο Συμεών θεωρεί μακάριο αυτόν που μετανοεί συνεχώς και δεν παρατρέχει τον χρόνο της ζωής του ανωφελώς. Ο μετανοών θα εισπράξει από αυτή τη ζωή την απαλλαγή των παθών και την κόσμηση των αρετών, ενώ στην άλλη ζωή θα μετέχει στα απόρρητα αγαθά του Θεού1372.
Γι’ αυτό και η μετάνοια δε συνιστά αποκλειστικά μοναχική αρετή: «Δυνατόν οὖν ἐστιν, ἀδελφοί, τοῖς πᾶσιν οὐ μόνον τοῖς μοναχοῖς ἀλλά καί τοῖς λαϊκοῖς τό ἀεί καί διηνεκῶς μετανοεῖν καί κλαίειν καί δέεσθαι τοῦ Θεοῦ, καί διά τῶν τοιούτων πράξεων καί τάς λοιπάς πάσας ἀρετάς κτήσασθαι». Δεν αφορά μόνον σε όσους απαρνήθηκαν τη ζωή στον κόσμο και ακολούθησαν το μοναχικό βίο. Άλλωστε, καμία αρετή στην εν Χριστώ ζωή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αποκλειστικά μοναχική. Κοινή είναι η άγουσα προς τη συνάντηση με τον Τριαδικό Θεό. Η διαφορά εντοπίζεται στο ζήλο και την αποφασιστικότητα1373.
Έχει, ήδη, επαρκώς τονιστεί στα προηγούμενα, η καταλυτική και αδιάρρηκτη σχέση της μετάνοιας με τα μυστήρια, και δη το βάπτισμα και την Ευχαριστία. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του καλούμενου δευτέρου βαπτίσματος ή βαπτίσματος της μετανοίας και των δακρύων, ο άγιος αναδεικνύει τη μετάνοια ως το μοναδικό τρόπο επαναλειτουργίας της βαπτισματικής χάρης και ως την αποκλειστική οδό θεανθρωποκοινωνίας. Η εν μετανοία θεοπτία εδράζεται στο εκκλησιολογικό έδαφος της μυστηριακής ζωής, η οποία, ως σύνθεση της Χριστολογίας με την Πνευματολογία, αποκαλύπτει στο φως, τα πρόσωπα του Τριαδικού Θεού1374. [ΕΣΥ ΔΗΛ. ΑΠΟΛΑΥΣΕΣ ΤΗΝ ΘΕΟΠΤΙΑ Ή ΕΜΕΙΝΕΣ ΣΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ;]
Η επιμονή στην πρακτική της μετάνοιας («ἐγχρονίζοντός σου εἰς τό ἔργον τοῦτο τῆς μετανοίας»), συνιστά εμπιστοσύνη στο Θεό, αναδεικνύοντας τη μετάνοια ως την «άλλη όψη» της πίστης. Μια τέτοια μετανοιακή σχέση με το Θεό, απεργάζεται την κάθαρση ως αποστροφή της εγωπάθειας, της υπηρεσίας, δηλαδή του θελήματος της σαρκός («μηδέ προτιμᾶς ἐν μηδενί ἑαυτόν ἤ τό τῆς σαρκός ὅλως ποιεῖν θέλημα»), οδηγώντας τον άνθρωπο στο ύψος των μεγάλων αγίων1375.
Η κατανόηση της μετάνοιας ως αποστροφή της ναρκισσιστικής εγωπάθειας και υπαρκτική διάνοιξη στο Θεό, αναδεικνύει την τελευταία και ως ουσιαστική προϋπόθεση του θεολογείν. Για τον πάσχοντα τα θεία άγιο Συμεών, η υπόθεση του θεολογείν δεν είναι αποτέλεσμα επιστημονικής επάρκειας και ακαδημαϊκής καταξίωσης. Πρόκειται για ένα κλασικό βιβλικό και πατερικό θέμα, η συνεχής παρουσία του οποίου πιστοποιεί την εμμονή της πατερικής θεολογίας στην εμπειρική θεογνωσία. Η ψευδώνυμος γνώση και η έξω σοφία, παρατηρεί ο Θεολόγος πατέρας, όχι μόνον είναι ανίκανη να θεολογεί «περί τῶν ὄντων καί ἀεί ὡσαύτως ὄντων», αλλά βρίσκεται στην περιοχή της οιήσεως και υπερηφανείας και, ως εκ τούτου, στους αντίποδες της εν μετανοία υπαρξιακής διάνοιξης προς το Θεό. Και μόνον μια τέτοια πρακτική, επιμένει ο Συμεών, κι αν ακόμη αποκλείσουμε την ύπαρξη όποιας άλλης αμαρτίας, μας καθιστά υπόδικους κρίσεως αιωνίου1376. [ΕΥΤΥΧΩΣ ΔΙΑΣΩΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ].
Την πραγματικότητα αυτή δε διστάζει να βεβαιώσει ο Νέος Θεολόγος και σε προσωπικό επίπεδο σύμφωνα, άλλωστε, με την προσφιλή του συνήθεια. Η μετάνοιά του τον οδήγησε δια της καθάρσεως και του φωτισμού μέχρι τη θέωση, τονίζοντας ότι καμιά αμαρτία δεν μπορεί να υπερνικήσει το φιλάνθρωπο του Θεού, ότι η ασκητική της μετανοίας δεν έχει αυτόνομη αξία και αποτελεσματικότητα, αλλά ολοκληρώνεται με την παρέμβαση της θείας χάριτος1377.
Η αδυναμία κατανόησης του οντολογικού χαρακτήρα της άσκησης, οδήγησε στην ηθικιστική και νομικιστική κατανόηση της πατερικής προτροπής για μίμηση των παθημάτων του Χριστού: «Διά τοῦτο τοιγαροῦν λέγω καί λέγων οὐ παύσομαι, ὅτι οἱ μή τά πάθη Χριστοῦ διά μετανοίας καί ὑπακοῆς μιμησάμενοι καί τοῦ θανάτου αὐτοῦ μέτοχοι γεγονότες, καθώς ἀνωτέρω λεπτομερῶς ἐδηλώσαμεν, οὔτε τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἀναστάσεως συμμέτοχοι γενήσωνται, οὔτε Πνεῦμα λάβωσιν Ἅγιον»1378. Ιδιαίτερα η δυτική της εκδοχή ως Immitatio Christi, σε συνδυασμό με τον ευσεβιστικό προσανατολισμό της νεώτερης ελλαδικής θεολογίας, δημιούργησαν δικαιολογημένες επιφυλάξεις προς την κατεύθυνση αυτή. Βέβαια, το κριτήριο οντολογικής επαληθευσιμότητας της μίμησης του Χριστού για τον άγιο Συμεών, βρίκεται όχι σε μία χαρακτηρολογική ή συμπεριφορική μίμηση, αλλά στη μίμηση της υπακοής και του θάνατου Του, στη νέκρωση, δηλαδή, κάθε υπαρκτικής αυτονομίας, ως προϋπόθεση μετοχής στην, εν Πνεύματι, ανάστασή Του.
Άλλωστε, η μετάνοια για τον άγιο Συμεών, έχει πλήρως αντισυμβατικό περιεχόμενο. Μόνον η ειλικρινής μετάνοια, πέρα από το δόλο και την υποκρισία, χωρίς καμία εμπιστοσύνη στα ανθρώπινα κατορθώματα ή διάθεση αξιομισθίας, επιφέρει αποτελέσματα1379. Και αυτό γιατί, καθοριστική για την αποτελεσματικότητα της μετάνοιας ή για τη θανάσιμη παραμονή στην αμαρτία, είναι μόνον η ανθρώπινη ελευθερία, συνυφασμένη νοηματικά και υπαρξιακά με το ειλικρινές και ανυπόκριτο: «Πληγή δέ πρός θάνατόν ἐστι πᾶσα ἀμετανόητος καί ἀνεξαγόρευτος ἁμαρτία καί τό εἰς ἀπόγνωσιν τινά ἐμπεσεῖν, ὅπερ τῆς ἡμετέρας ἐστί προαιρέσεως καί θελήσεως. Εἰ γάρ ἡμεῖς ἑαυτούς οὐ προδώσομεν τῷ τῆς ἀμελείας βόθρῳ καί ἀπογνώσεως, οὐδέν οὐδαμῶς οἱ δαίμονες ἰσχύσουσι καθ᾿ ἡμῶν. Ἀλλά καί μετά τό πληγῆναι ἡμᾶς, ἐάν θέλωμεν, ἀνδρειότεροι καί ἐμπειρότεροι διά θερμῆς μετανοίας γινόμεθα»1380. [ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ;]
Αξιοσημείωτο ζήτημα στην περί μετανοίας διδασκαλία του Συμεών αποτελεί η σύνδεσή της με τα δάκρυα. Έχουμε, ήδη, καταδείξει στα προηγούμενα τη σημασία του πένθους και των δακρύων, αναφορικά με το δεύτερο βάπτισμα, το αποκαλούμενο βάπτισμα της μετανοίας και των δακρύων. Έχουμε σημεώσει, επίσης, την ανάγκη μιας εν μετανοία στάσης στις ακολουθίες της Εκκλησίας, ακόμη και σ’ αυτή την Ευχαριστία, παρατηρώντας ότι μια τέτοια διδασκαλία δεν «εκπνευματώνει» το μυστήριο των μυστηρίων, ούτε εισάγει στο ευχαριστιακό γεγονός μια ατομική ασκητική στάση και πρακτική1381. Η παρατήρηση του οσίου Συμεώνος: «...εἰ δυνατόν μή παρελθεῖν τινα ἐξ ὑμῶν ἄνευ δακρύων τήν ἀκολουθίαν καί τήν ἀνάγνωσιν», πιστοποιεί την απαράβατη αναγκαιότητά των δακρύων, στη λογική μιας ουσιαστικής υπαρξιακής προσήλωσης στα τελούμενα, η οποία τρέφει την ψυχή με θεία νοήματα και αναβιβάζει το νου στον ουρανό, μάλλον καθιστά τα τελούμενα στην Εκκλησία ουρανό1382. Η μετοχή «Βιαζόμενος» στο υποσημειούμενο απόσπασμα, παρέχει μια επιπλέον δυσκολία, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με όσα περί ελευθερίας στην προσέγγιση της μετάνοιας σημειώθηκαν ανωτέρω. Όμως, ο εκούσιος αυτός βιασμός, απομακρύνει την έννοια της ελευθερίας από την υποταγή της στη δεδομένη δυνατότητα πτωτικών επιλογών και την καταξιώνει ως θέλημα υπέρβασης προς την ελευθερία του ακτίστου. Ο άγιος τονίζει πως η διδασκαλία για το συνεχές πένθος της μετανοίας και τα δάκρυα είναι κληρονομιά του γέροντός του «Συμεών του Στουδιώτου»1383. Πρόκειται για άμεση κληρονομιά. Η διδασκαλία αυτή διήκει σύνολη την πατερική παράδοση1384. Στη δε αντίρρηση ότι το πένθος και τα δάκρυα είναι αδύνατα για κάποιους, ο Συμεών είναι κάθετος και κατηγορηματικός: Πρόκειται για υπεκφυγή. Η ίδια η φύση μας περιέχει αυτή τη δυνατότητα, την οποία ο καθένας μπορεί να τη χρησιμοποιήσει καταλήλλως1385.
Οι αντιστάσεις της πεπτωκυίας φύσης στην δια της μετανοίας υπέρβασή της, δεν περιορίζονται στην άρνηση του πένθους και των δακρύων. Αποδεικνύονται ευρετικές μιας νόθας διαλεκτικής με σκοπό τη δικαίωση της πτώσης και της αμαρτίας. Στην προτροπή του για ειλικρινή και ουσιαστική μετάνοια, ο άγιος Συμεών, δέχθηκε το αντιρρητικό επιχείρημα ότι: Εφόσον ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα, γνωρίζει αν ο καθένας μπορέσει να μετανοήσει ειλικρινά, ώστε να τύχει ελέους και σωτηρίας. Αν η άρνηση και αδυναμία για την πραγματοποίηση της μετάνοιας σημαίνει ότι κάποιος δεν προγνώσθηκε για σωτηρία, τι νόημα έχει η επιμονή στη μετάνοια;
Στη νόθα αυτή διαλεκτική ο άγιος Συμεών απαντά με την κοινή λογική, ερανισμένη από βιβλικά παραδείγματα. Ο Κύριος είπε: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», και όχι «Μή μετανοεῖτε, οὐ γάρ προσδέξομαι ὑμᾶς». Ούτε απευθύνθηκε στους «προεγνωσμένους» διακρίνοντάς τους «Ὑμεῖς δέ μετανοεῖτε, προέγνωκα γάρ ὑμᾶς», αλλά στον κάθε άνθρωπο, στο κάθε μέλος της Εκκλησίας, καλώντας το στη σωτηρία1386. Γι’ αυτό και κάθε τέτοια διαλεκτική συνιστά ξεκάθαρη πρόφαση: «Εἰ δέ γε μή βούληται ἕκαστος, ἤ ὡς ἡ πόρνη, φιλεῖν τόν Χριστόν, ἤ ὡς ὁ ἄσωτος υἱός, ἐπαναστρέφειν ἐν μετανοίᾳ θερμῇ πρός αὐτόν, ἤ κἄν ὡς ἡ αἱμορροοῦσα καί συγκύπτουσα, τούτῳ προσελθεῖν, τί καί λέγει προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις· “Οὕς προέγνω, τούτους –ἐκ παντός– καί ἐκάλεσε”;»1387. Τελικά, σε κάθε αιτίαση περί πρόγνωσης, την απάντηση την δίδει η ίδια η Χριστολογία. Εάν ο ενσαρκωθείς Λόγος, προαιώνιος όντας και παντογνώστης, σαρκώθηκε, έπαθε και αναστήθηκε για όλους, καταρρίπτεται αυτόχρημα κάθε επιχείρημα περί προγνώσεως, αποκαλύπτοντας την σκληρότητα της καρδιάς και τη νωχέλεια του ανθρώπου ως αίτιους της αμετανοησίας1388.
Από τα παραπάνω κατέστη προφανές ότι η μετάνοια, όπως και κάθε ασκητική πρακτική δε συνιστά αυτοσκοπό. Η ασκητική θεολογία του αγίου Συμεών αντιμετωπίζει τη μετάνοια, ως μέσο προς σκοπό. Κατά μία έννοια τόσο η μετάνοια, όσο και το σύνολο των ασκητικών πρακτικών στη θεολογία του Συμεών, τηρείται για να υπερβαθεί, από την πραγμάτωση ενός εν κοινωνία εσχατολογικού εγώ του ανθρώπου, έμπλεου της παρουσίας του Πνεύματος. Για τον Θεολόγο πατέρα στόχος της μετάνοιας είναι η επίτευξη της θέωσης, επένδυση από αυτή τη ζωή του φωτεινού χιτώνα, «ὅπερ ἐστίν αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον»1389. Γι’ αυτό οι κόποι, γι’ αυτό η συντριβή της καρδιάς, γι’ αυτό η διαρκής προτροπή του αγίου: «Δράμετε πάντες πρό τοῦ κλεισθῆναι διά θανάτου τήν τῆς μετανοίας θύραν ὑμῖν, δράμετε ἵνα πρό τῆς ἐξόδου καταλάβητε, σπεύσατε ἵνα λάβητε, κρούσατε ἵνα πρό τῆς τελευτῆς τάς τοῦ παραδείσου πύλας ὁ Δεσπότης ὑμῖν ἀνοίξειε καί ἑαυτόν ὑμῖν ἐμφανίσειε, σπουδάσατε τήν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν ἐντός ὑμῶν καί γνωστῶς κτήσασθαι καί μή κενοί ταύτης ἐντεῦθεν ἀποδημήσητε, καί μάλιστα οἱ ταύτην ἀγνώστως ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς οἰόμενοι, μηδέν δέ διά τήν οἴησιν ἔχοντες»1390.[ΣΥΜΦΕΡΕΙ]
Σημειώσεις
1367 ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 208.
1368 Τα όρια της μελέτης αυτής δε μας επιτρέπουν να συζητήσουμε τον ασκητισμό του Συμεώνος με έναν αναλυτικότερο και διεξοδικότερο τρόπο, επισημαίνοντας τόσο τον παραδοσιακό του χαρακτήρα όσο και τις ιδιαιτερότητές του. Να επισημανθεί μόνον ότι ο Θεολόγος πατέρας υπήρξε σ’ όλο το μοναχικό του βίο κοινοβιάτης μοναχός, και μάλιστα σε μοναστήρια «αστικού χαρακτήρα», κατά το «αστικός μοναχισμός» (“urban monasticism”) του Alfeyev. Σε μοναστήρια, δηλαδή, κοντά στη Κωνσταντινούπολη, επηρεασμένα τόσο από τον αστικό χαρακτήρα της Πρωτεύουσας, όσο και από το γενικότερο πνεύμα του μεταεικονομαχικού μοναχισμού. Για την κατάσταση του μοναχισμού (κατεξοχήν του κοινοβιακού) κατά την εποχή του Συμεώνος, υπάρχει ιδιαίτερη ομότιτλη παράγραφος στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης αυτής, προσπαθώντας ακριβώς να φωτίσει πτυχές του μοναχικού βίου της εποχής που συνιστούν, είτε προϋποθέσεις, είτε παράγοντες που έπρεπε να αντιμετωπίσει, μερικές φορές να ανατρέψει, ο άγιος Συμεών. Για τη σχέση του αγίου Συμεώνος με την προγενέστερη ασκητική και μοναστική του παράδοση, ιδιαίτερα του Στουδίου, η ανωτέρω μνημονευθείσα εργασία του Alfeyev, είναι ικανοποιητική. Για τη σχέση του αγίου με εξτρεμιστικά μυστικιστικά φαινόμενα όπως αυτά του Μεσσαλιανισμού και των ασκητικών πρακτικών του, στις μεταμορφώσεις της κίνησης αυτής έως την εποχή του αγίου, η εργασία του HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, είναι αρκούντως διαφωτιστική. Για τη σχέση επιμέρους ασκητικών πρακτικών του Συμεώνος, όπως αυτή της προσευχής, με τη διδασκαλία του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, η εργασία του VÖLKER W., Scala Paradisi. Eine studie zu Johannes Climacus und zugleich eine Vorstudie zu Symeon dem Neuen Theologen, Wiesbaden, 1968, είναι εξαντλητική.
1369 Είναι απολύτως προφανές πως η ενασχόληση με το φαινόμενο του ασκητισμού εν συνόλω, ή η αντιπαραβολή της ασκητικής διδασκαλίας και πρακτικής του Συμεώνος με εξωχριστιανικά ή προχριστιανικά της παράλληλα, θα ξέφευγε εντελώς από τα όρια αυτής της μελέτης. Ένα είναι βέβαιο. το φαινόμενο της άσκησης ούτε είναι αμιγώς χριστιανικό, ούτε εισάγεται στη ιστορία του πνευματικού πολιτισμού από τον Χριστιανισμό. Αν και οι πληροφορίες μας είναι τρομερά ελλιπείς, γνωρίζουμε αρκετές περιπτώσεις προχριστιανικών ασκητικών κινημάτων όπως: τους Εσσαίους, τους Θεραπευτές γύρω από τη Μαρεώτιδα λίμνη, Αιγύπτιους στοχαστές που περιγράφονται από τον Χαιρήμονα και νεοπυθαγόρειους στη Ρώμη. Δυστυχώς, πέρα από την περίπτωση των Εσσαίων, δεν έχουμε άμεσες πληροφορίες για τα κινήματα αυτά και τη διδασκαλία τους. Όπως παρατηρεί και ο DOODS R. E., Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, Αθήνα 1995, σελ. 61, σημ. 88, ο μόνος «εθνικός ερημίτης» τον οποίο γνωρίζουμε επωνύμως είναι κάποιος Σώστρατος ο οποίος έζησε στον Παρνασσό και τέφονταν μόνο με γάλα. Όμως, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το κίνητρό του ήταν θρησκευτικό. Ο Ιερώνυμος (Adv. Jovinian, 2,9), γνωρίζει κάποιους πυθαγορείους που «in solitudine et desertis locis habitare consueverunt». Η παραπομπή από τον Doods.
1370 Το διαρκές και αδιάπτωτο της μετάνοιας αποτελεί, ήδη, καινοδιαθηκική επιταγή. Από το προδρομικό «μετανοείτε. ήγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», Ματ. 3:2, μέχρι το «μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω», Μρκ. 1:15 του Κυρίου, η μετάνοια δηλώνεται ως διαρκής και μόνιμη κατάσταση και ως εκ τούτου, η κατεξοχήν οδός συνάντησης με το Θεό, από τις απαρχές του χριστιανισμού. Η πρακτική αυτή της μετάνοιας εξέβαλε, ήδη από την εποχή της Καινής Διαθήκης, στην πρακτική της εξομολόγησης: «εξομολογείσθαι αλλήλοις τας αμαρτίας», Ιακ. 5:16. Στην ίδια βάση το τοποθετούσε και η πρώτη Εκκλησία: «εν εκκλησία εξομολογήση τα παραπτώματά σου», Διδαχή IV, 14, ΒΕΠΕΣ 2, 217, κατανοώντας την έμπρακτη εξομολογητική μετάνοια με ευχαριστιοκεντρική αναφορά. Και ο Ιγνάτιος Αντιοχείας αναφέρει: «πάσιν ουν τοις μετανοούσιν αφίησιν ο Θεός…», Φιλαδελφείς VIII, 1, ΒΕΠΕΣ 3, 310. Πρβλ. και ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Π., Lex Orandi, Αθήνα 2005, σσ. 254-255.
1371 LOSSKY V., Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μετ. Στέλλας Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 19864, σσ. 241-242.
1372 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXIX, SC 113, 312-327: «Μακάριος δέ ἐστιν, ἀδελφοί, ὁ ὑποκάτω πάσης κτίσεως κείμενος νῦν, πενθῶν τε καί κλαίων νύκτα καί ἡμέραν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ἐστολισμένος τότε σταθήσεται. Μακάριος ὁ ταῦτα ἀκούων καί μή μόνον στενάζων, μηδέ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ἀναβαλλόμενος παρατρέχει τόν χρόνον αὐτοῦ τῆς ζωῆς ἀνωφελῶς, ἀλλ᾿ ὁ ἅμα τῷ ἀκοῦσαι τοῦ Κυρίου λέγοντος, “Μετανοεῖτε! “, εὐθύς τοῦ ἔργου ἀρχόμενος. Ὁ τοιοῦτος γάρ ὡς ὑπήκοος καί εὐγνώμων δοῦλος ἐλεηθήσεται καί οὐχί μετά τῶν ἀνηκόων κατακριθήσεται, καί νῦν μέν ἐκ πάντων ἀπαλλαγήσεται τῶν παθῶν, πασῶν δέ τῶν ἀρετῶν ἐργάτης γενήσεται δόκιμος, ἐν δέ τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι κατατρυφήσει τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ μετά πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος εὐαρεστησάντων αὐτῷ, ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Για το συνεχές και αδιάπτωτο της μετάνοιας στο Συμεών βλ. και ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 209.
1373 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος V, SC 96, 122-151: «Δυνατόν οὖν ἐστιν, ἀδελφοί, τοῖς πᾶσιν οὐ μόνον τοῖς μοναχοῖς ἀλλά καί τοῖς λαϊκοῖς τό ἀεί καί διηνεκῶς μετανοεῖν καί κλαίειν καί δέεσθαι τοῦ Θεοῦ, καί διά τῶν τοιούτων πράξεων καί τάς λοιπάς πάσας ἀρετάς κτήσασθαι. Καί ὅτι τοῦτο ἀληθές ἐστι συμμαρτυρεῖ μοι καί ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης, ὁ μέγας στῦλος καί διδάσκαλος τῆς ἐκκλησίας, περί τοῦ Δαυίδ λόγοις τόν πεντηκοστόν ψαλμόν ἐξηγούμενος, λέγων δυνατόν εἶναι γυναῖκα ἔχοντα καί παῖδας καί παιδίσκας καί πλῆθος οἰκετῶν καί περιουσίαν πολλήν καί βιωτικοῖς ἐμπρέποντα πράγμασι, μή τοῦτο μόνον δύνασθαι, τό κλαίειν καθ᾿ ἑκάστην καί εὔχεσθαι καί μετανοεῖν, ἀλλά καί εἰς τό τέλειον φθάσαι τῆς ἀρετῆς τόν βουλόμενον καί Πνεῦμα λαβεῖν Ἅγιον καί φίλον γενέσθαι Θεοῦ καί ἐπαπολαύειν τῆς θέας αὐτοῦ, οἷοι καί πρό τῆς Χριστοῦ παρουσίας ἐγένοντο Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ καί ὁ ἐν Σοδόμοις Λώτ καί - ἵνα τούς ἄλλους παρήσω πολλούς ὄντας - Μωσῆς καί Δαυίδ, ἐν τῇ νέᾳ δέ χάριτι καί ἐπιφανείᾳ τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Πέτρος, ὁ ἁλιεύς καί ἀγράμματος, μετά τῆς πενθερᾶς καί τῶν ἄλλων κηρύσσων τόν ἐπιφανέντα Θεόν. Τούς δ᾿ ἄλλους τίς ἀριθμήσειεν, ὑπέρ σταγόνας ὄντας τῶν ὑετῶν καί ὑπέρ τούς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ, βασιλεῖς, ἄρχοντας καί δυνάστας – μή εἴπω πένητας καί τούς τῇ αὐταρκείᾳ συζήσαντας - ὧν αἱ πόλεις καί αἱ οἰκίαι καί τῶν ἐκκλησιῶν οἱ ναοί, οὕς ἐκεῖνοι φιλοτίμως ἀνήγειραν, ὧν τά γηροκομεῖα καί τά ξενοδοχεῖα σῴζονται καί εἰσι μέχρι τοῦ νῦν, ἅπερ καί περιόντες ἐκεῖνοι ἐκέκτηντο καί ἐχρῶντο αὐτοῖς εὐσεβῶς, οὐχ ὡς οἰκείοις, ἀλλ᾿ ὡς δοῦλοι τοῦ δεσπότου τά παρά τοῦ δεσπότου δοθέντα αὐτοῖς καί ὡς ἐκείνῳ ἐδόκει διέποντες, χρώμενοι μέν τῷ κόσμῳ κατά τήν τοῦ Παύλου φωνήν, οὐ καταχρώμενοι δε». Όπως παρατηρεί ο Krivochéine, SC 96, σελ. 387, σημ. 1, στο κείμενο αυτό βρίσκουμε τη μοναδική αναφορά του Συμεώνος στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, σ’ αντίθεση προς τις ευάριθμες αναφορές του Νέου Θεολόγου στον συνεπώνυμό του Γρηγόριο Θεολόγο. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορεί να ταυτιστεί η αναφορά αυτή, σε κανένα γνωστό έργο του χρυσορρήμονος πατρός και ιδιαίτερα στις Ομιλίες, τις αφιερωμένες στους Ψαλμούς του Δαυίδ. Στον πεντηκοστό Ψαλμό, γνωρίζουμε δύο Ομιλίες, αποδιδόμενες στον Χρυσόστομο, μεγάλο μέρος των οποίων περιλαμβάνονται και στα Sacra Parallela. Και οι ψευδοχρυσοστόμειες αυτές ομιλίες δεν ανιστοιχούν παρά σε ένα ελάχιστο μέρος, όχι καθοριστικό, της αναφοράς αυτής. Ο ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 209, αναφερόμενος στην ίδια παραπομπή του Συμεώνος στο Χρυσόστομο, φαίνεται πως είτε αγνοεί, είτε δεν αξιολογεί τη λεπτομέρεια αυτή.
1374 Πρβλ. και ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ π. Ν., Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου. Αθήνα 1999, σελ. 130.
1375 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXX, SC 113, 253-273.
1376 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός Πρώτος, SC 122, 271-280: «Τί γάρ ἀκαθαρτότερον, εἰπέ μοι, τοῦ μετά οἰήσεως καί ὑπερηφανίας διδάσκειν ἐπιχειροῦντος τά τοῦ Πνεύματος ἄνευ Πνεύματος; Τί μιαρώτερον τοῦ μή μετανοήσαντος καί προκαθάραντος ἑαυτόν, ἀλλά τοῦτο μέν ἀφέντος, διά μόνης δέ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως καί τῆς ἔξω σοφίας βουλομένου θεολογεῖν και περί τῶν ὄντων καί ἀεί ὡσαύτως ὄντων τολμηρῶς διαλέγεσθαι; Εἰ γάρ καί μηδέν ἕτερον ἁμαρτήσας ἐστίν, ὅπερ ἀδύνατον, τοῦτο δέ αὐτό μόνον ὑπόδικον κρίσεως αἰωνίου καθίστησι τόν τοιοῦτον, ἐπειδή “ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος”».
1374 Πρβλ. και ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ π. Ν., Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου. Αθήνα 1999, σελ. 130.
1375 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXX, SC 113, 253-273.
1376 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός Πρώτος, SC 122, 271-280: «Τί γάρ ἀκαθαρτότερον, εἰπέ μοι, τοῦ μετά οἰήσεως καί ὑπερηφανίας διδάσκειν ἐπιχειροῦντος τά τοῦ Πνεύματος ἄνευ Πνεύματος; Τί μιαρώτερον τοῦ μή μετανοήσαντος καί προκαθάραντος ἑαυτόν, ἀλλά τοῦτο μέν ἀφέντος, διά μόνης δέ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως καί τῆς ἔξω σοφίας βουλομένου θεολογεῖν και περί τῶν ὄντων καί ἀεί ὡσαύτως ὄντων τολμηρῶς διαλέγεσθαι; Εἰ γάρ καί μηδέν ἕτερον ἁμαρτήσας ἐστίν, ὅπερ ἀδύνατον, τοῦτο δέ αὐτό μόνον ὑπόδικον κρίσεως αἰωνίου καθίστησι τόν τοιοῦτον, ἐπειδή “ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος”».
1377 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XVIII, SC 174, 48-70: «Οἶδα, Σῶτερ, ὅτι ἄλλος/ὡς ἐγώ οὐκ ἔπταισέ σοι,/οὐδέ ἔπραξε τάς πράξεις,/ἅσπερ ἔπραξα ἐγώ ὁ τάλας,/καί παραίτιος καί ἄλλοις/ἐγενόμην ἀπωλείας./Ἀλλά τοῦτο πάλιν οἶδα,/τοῦτο πέπεισμαι, Θεέ μου,/ὡς οὐ μέγεθος πταισμάτων,/οὐχ ἁμαρτημάτων πλῆθος,/οὐδέ πράξεων αἰσχρότης/ὑπερβήσεται ποτέ σου/τό φιλάνθρωπον καί μέγα,/μᾶλλον δέ ὑπέρ τό μέγα,/ὑπέρ λόγον, ὑπέρ νοῦν τε/ἔλεος, ὅπερ πλουσίως/πρός τούς πταίοντας ἐκχέεις/καί θερμῶς μετανοοῦντας,/καί καθαίρεις καί φωτίζεις/καί φωτός ποιεῖς μετόχους,/κοινωνούς θεότητός σου,/ὁμιλεῖς καί συλλαλεῖς τε/ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις˙...».
1378 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος VI, SC 104, 353-358.
1379 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XVII, SC 174, 735-746: «Οὕτως οὖν, εἰ πᾶς προσέλθοι/καί προσπέσοι μοι γνησίως,/-ἀκουσάτω πᾶσα κτίσις!-/ δέξομαι αὐτόν εὐθέως.Ὅστις δέ μου μετά δόλου/βούλεται λαβεῖν τήν χάριν,/ὑποκρίσει δέ προσέλθοι,/ἤ κακίαν ἔνδον ἔχων/ἤ θαρρῶν αὐτοῦ τοῖς ἔργοις,/κατεχόμενος ἐπάρσει/ἤ φθόνῳ, οὐκ ἔχει ὅλως/μετ᾿ ἐμοῦ, Χριστοῦ, μερίδα».
1380 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος III, SC 96, 347-353.
1381 Βλ. τις σσ. 456-456, της παρούσας εργασίας.
1382 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXVI, SC 113, 47-59: «...εἰ δυνατόν μή παρελθεῖν τινα ἐξ ὑμῶν ἄνευ δακρύων τήν ἀκολουθίαν καί τήν ἀνάγνωσιν. Εἰ γάρ οὕτω σεαυτόν ἐθίσεις, ὦ ἀδελφέ, εἰς τό ἔργον τοῦτο ποιεῖν, ἐν ὀλίγῳ προκόψεις καί ἀναδράμῃς εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Βιαζόμενος γάρ ἑαυτόν ἵνα μή ἄνευ δακρύων παρατρέχῃς τήν τετυπωμένην ἀκολουθίαν τῆς ἐκκλησίας, γίνῃ τοῦ καλοῦ τούτου ἐν ἕξει καί, ἐν αὐτῇ τῇ στιχολογίᾳ καί ἐν τοῖς τροπαρίοις οἷς ψάλλεις, τρέφεταί σου ἡ ψυχή, ἀναδεχομένῃ τά τούτων θεῖα νοήματα πρός ἑαυτήν, καί ἀναβιβάζεταί σου ὁ νοῦς διά τῶν λεγομένων πρός τά νοητά, καί δακρύων ἡδέως, οὕτως ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διάγεις, ὡς ἐν αὐτῷ τῷ οὐρανῷ μετά τῶν ἄνω δυνάμεων».
1383 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXIX, SC 113, 225-234: «Ὡς δέ καί ὁ ἅγιος πατήρ ἡμῶν ἔλεγε Συμεών ὁ Στουδιώτης, ὅτι μετά τοῦ τοιούτου κλαυθμοῦ ὀφείλει καί ζῆσαι τόν παρόντα βίον ὁ ἄνθρωπος καί μετ᾿ αὐτοῦ συναποθανεῖν, εἰ ἄρα καί σωθῆναι βούλεται καί εἰς τήν μακαρίαν ζωήν εἰσελθεῖν, ἐπειδή τό τῆς γενήσεως δάκρυον δηλωτικόν ἐστι τῶν δακρύων τῆς παρούσης ἡμῶν ἐνταῦθα ζωῆς. Ὡς γάρ ἡ τροφή καί ἡ πόσις ἀναγκαία ἐστί τῷ σώματι, οὕτω καί τά δάκρυα τῇ ψυχῇ, ὥστε ὁ μή καθ᾿ ἑκάστην κλαίων - ὀκνῶ γάρ εἰπεῖν καθ᾿ ὥραν, ἵνα μή δόξω βαρύς - , λιμῷ τήν ψυχήν διαφθείρεται καί ἀπόλλυται».
1384 Ο ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 210, σημειώνει μερικά πατερικά παράλληλα, κυρίως από τον Γρηγόριο το Θεολόγο, τον Ιωάννη της Κλίμακος και τον Ισαάκ το Σύρο, γύρω από τη μετάνοια και συγκεκριμένα γύρω από το ζήτημα του πένθους και των δακρύων. Παρατηρεί ότι η συνεχής και ακατάπαυστη μετάνοια, το μοτίβο του πένθους «νύκτα καί ἡμέραν», είχε μια μακροχρόνια ιστορία στους πατέρες, πριν τον Συμεών. Επίσης παρατηρεί πως, τόσο για τον Συμεών, όσο και για άλλους πατέρες, για παράδειγμα τον Ιωάννη της Κλίμακος, η μετάνοια δεν είναι μόνον ένα οδυνηρό και επίπονο γεγονός. Και οι δύο πατέρες μιλούν για το «χαροποιό πένθος» και τα «χαροποιά δάκρυα», για την πνευματική χαρά και τη «γλυκύτητα των δακρύων» που τη συνοδεύει.
1385 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXIX, SC 113, 209-218: «Μή τι οὖν διεστείλατο ἤ διεχώρισεν ἐν τούτῳ τῶν ἄλλων τινάς, καί τοῖς μέν ὡς δυνατόν εἶναι τοῦτο ἔφησε, τοῖς δέ ὡς ἀδύνατον; Μή, ὡς ὑμεῖς φατε ἀσυνέτως - ἵνα καί ἀξίως καθάψωμαι ὑμῶν, ἀπερίτμητοι ταῖς καρδίαις καί τοῖς ὠσίν - , ὅτι τινές ἔλαχον φύσεως σκληρᾶς καί οὐκ ἄν ποτε δυνηθεῖεν κατανυγῆναι καί κλαῦσαι, τοῦτο καί ὁ μέγας Γρηγόριος εἴρηκε; Μή γένοιτο! Οὔτε φύσις ἀνθρώπου ἐστί μή φυσικῶς ἔχουσα μᾶλλον τά δάκρυα καί τό κλαίειν καί τό πενθεῖν, οὔτε ὅ ἅγιος οὗτος, οὔτε ἕτερός τις τῶν ἁγίων, τοῦτο εἶπεν ἤ ἔγραψεν». Φαίνεται, καθώς ο ιδιος ο Συμεών σε άλλο σημείο της ίδιας Κατηχήσεως αναφέρει, πως κάποιοι επικαλέστηκαν την άποψη του Γρηγορίου του Θεολόγου από το Λόγο 19,7, PG 35, 1049D-1052A, πως κανείς μπορεί να χρησιμοποιεί ποικίλες μεθόδους μετανοίας. Είναι προφανές ότι ο Συμεών δε δέχεται την ερμηνεία που παρουσίαζαν οι αντίπαλοί του στη θέση αυτή του Γρηγορίου. Άλλωστε ο ίδιος ο Γρηγόριος κατακλείει: «Πάντες δάκρυα, πάντες κάθαρσιν, πάντες ανάβασιν καί τό τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνεσθαι». Ο Krivochéine παρατηρεί (SC ll3, σελ. 183, σημ. 2), ότι η άποψή του αυτή διαφοροποιείται από αυτή του Κλίμακος: Κλίμαξ, 7, PG 88, 805C.
1386 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 2ος, Κεφ. 1, SC 122, 15-36: «Οὐκ ἀκούετε αὐτοῦ λέγοντος· “Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”, καί πάλιν· “Ἀμήν λέγω ὑμῖν, χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι”; Μή εἶπεν ἤ λέγει τισί μέν· “Μή μετανοεῖτε, οὐ γάρ προσδέξομαι ὑμᾶς”, (115) τισί δέ οἱονεί τοῖς προωρισμένοις· “Ὑμεῖς δέ μετανοεῖτε, προέγνωκα γάρ ὑμᾶς”; Οὐδαμῶς, ἀλλά καθ᾿ ἡμέραν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καί ἐν πάσῃ βοᾷ ἐκκλησίᾳ· “Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς”. Δεῦτε, φησίν, οἱ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις βαρούμενοι πρός τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· δεῦτε οἱ διψῶντες πρός τήν ἀέναον πηγήν καί ἀθάνατον. Μή διεστείλατο ἤ διαχωρίζει τινά, τόν μέν ὡς προεγνωσμένον δηλονότι καλῶν, τόν δέ ὡς μή τοῦτο ὄντα ἀποπεμπόμενος; Οὐδαμῶς. Διά δή τοῦτο “μή προφασίζεσθε προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις”, μηδέ ἀφορμάς ἐκ τῶν ἀποστολικῶν ῥημάτων πρός ἀπώλειαν ὑμῶν λαμβάνειν ἐθέλοιτε, ἀλλά τῷ Δεσπότῃ καλοῦντι προσδράμετε ἅπαντες. Κἄν γάρ τελώνης, κἄν πόρνος, κἄν μοιχός, κἄν φονεύς, κἄν ὁτιοῦν ἕτερον πέλῃ τις, οὐκ ἀποστρέφεται ὁ Δεσπότης αὐτόν, ἀλλά τό μέν φορτίον αἴρει τῶν ἁμαρτημάτων αὐτοῦ, ἐκεῖνον δέ ἐλεύθερον εὐθύς ἀποδείκνυσι».
1387 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 2ος, Κεφ. 1, SC 122, 60-64.
1388 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ο.π., 65-83.
1389 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος IX, SC 104, 326.
1390 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXXIV, SC 113, 71-79.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου