Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ - Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (26) (ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ)

 Συνέχεια από: Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ  - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ 

Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.

4. Εξομολόγηση και Εκκλησιαστική Ιεραρχία. Το πρόβλημα θεσμού και χαρίσματος στην Εκκλησιολογία του αγίου Συμεώνος (συνέχεια)

Καθώς γίνεται εύκολα κατανοήτο, οι απόψεις αυτές πυροδότησαν πλήθος αιτιάσεων, ερμηνειών και καταγγελιών επί αιρέσει για το πρόσωπο και τη διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ο Hausherr θα τον ονομάσει «protestant avant la lettre»1334, ενώ η καχυποψία για τη θέση του Συμεών ενάντια στην ιεραρχία, συνεπιφέρει υπόρρητα αιτιάσεις για μεσσαλιανισμό.

Αρχικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο Νέος Θεολόγος όχι μόνον δε στερεί την εξομολόγηση από τον κλήρο –σύμφωνα, άλλωστε, και προς όσα αναφέρει στα παραπάνω αποσπάσματα– αλλά τονίζει την αδιαπραγμάτευτη σπουδαιότητα του κλήρου για τη ζωή της Εκκλησίας και την αναφαίρετη τιμή που του ανήκει. Είναι αυτός ο οποίος, απεύθυνόμενος στον Πατριάρχη τόνισε πως θα τον εκλαμβάνει με τον τρόπο που θα εκλάμβανε τους αποστόλους και θα τηρεί τις εντολές του μέχρι θανάτου1335. Εξάλλου, ο Συμεών δε δίσταζε να διακηρύσσει προς πάσα κατεύθυνση ότι ήταν ο ίδιος κληρικός και πως, κατόπιν μάλιστα συστάσεως του πνευματικού του πατέρα Συμεών του Ευλαβούς, δέχθηκε τη χειροτονία από τα χέρια του επισκόπου1336. Επομένως, σύμφωνα και με όσα παρατηρεί ο Hatzopoulos, στον Συμεών δεν έχουμε μια εικόνα της ιερωσύνης που μειώνεται σε καρικατούρα, μέσω των ελλείψεων μεμονωμένων μελών του κλήρου, αλλά την εικόνα της ιερωσύνης που οι ιερείς καλούνται να πετύχουν, τιμώντας το υπούργημά τους και αναγνωρίζοντας τη σημασία του1337.

Με παρρησία και χωρίς την παραμικρή ασάφεια ο Νέος Θεολόγος θα υποστηρίξει πως χωρίς την ιεραρχία δεν υπάρχει σωτηρία. Πως οι κληρικοί (επίσκοποι και ιερείς) ως διάδοχοι των αποστόλων είναι ίσοι με αυτούς και με τα μυστήρια και την πνευματική τους διακονία απεργάζονται, όπως και οι απόστολοι, τη σωτηρία των πιστών. Γι’ αυτό, άλλωστε, τους πρέπει και η ίδια τιμή1338.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Συμεών είχε έναν εξαιρετικό σεβασμό απέναντι στην ιεραρχία και την εκκλησιαστική δομή. Παρόλα αυτά δε διστάζει να επικρίνει έντονα τον κλήρο, δηλώνοντας ότι μερικοί από αυτούς δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της αποστολής τους. Δεν είναι αρκετό, κατά το Θεολόγο πατέρα να λάβει κανείς την «εξ ανθρώπων χειροτονία», για να είναι ικανός να κατευθύνει πνευματικά το ποίμνιο. Πρέπει να «προχειρισθεί» από το Θεό, μέσω του αγίου Πνεύματος, επιχειρηματολογεί ο Συμεών. Εάν κάποιος δεν έχει αρνηθεί και μισήσει τον κόσμο, δεν έχει αξιωθεί τη θέα του θείου φωτός και δεν έχει εν επιγνώσει τη χάρη του Πνεύματος, δεν πρέπει να γίνει ιερεύς.

Οι παραπάνω θέσεις όχι μόνον δεν ενέχουν τον παραμικρό μεσσαλιανικό κίνδυνο, αλλά βρίσκονται και στους αντίποδες του Μεσσαλιανισμού. Όπως πληροφορούμαστε από τους αιρεσιολόγους που μεταφέρουν το περιεχόμενο των μεσσαλιανικών Προτάσεων, οι Μεσσαλιανοί υπόσχονται «…τους αμαρτάνοντας, και αυτοίς προσιόντας άνευ καρπού τινός μετανοίας, άνευ ιερέως αυθεντίας, άνευ βαθμών των τοις κανόσι τοις εκκλησιαστικοίς διηγορευμένων, τάχιστα καθαίρειν παντός αμαρτήματος επαγγέλονται, μόνον ει τις την πολυθρύλλητον αυτοίς προσευχήν παρ’ αυτοίς μελετήσας…»1339. Σύμφωνα, όμως, με όσα παρατηρεί ο Hatzopoulos, έχουμε την υποχρέωση να δεχθούμε ότι οι Μεσσαλιανοί, αν και περιφρόνησαν τους επισκόπους, αναγνώρισαν τις χειροτονίες που εκτελέστηκαν από αυτούς, θεωρώντας την Εκκλησία ως μέσο, για να αποκτήσουν δύναμη και εξουσία. Κατά συνέπεια, αφενός σκέφτηκαν ότι η εξομολόγηση θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμη έξω από τον έλεγχο της ιεραρχίας, αφετέρου ήταν έντονη η επιθυμία τους να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους την κοινωνική διάκριση που παράχθηκε από την ιδιότητά τους ως μέλη της ιερωσύνης1340.

Η απόσταση μεταξύ των ανωτέρω μεσσαλιανικών θέσεων και της κριτικής στάσης αποδοχής της ιερωσύνης από τον Συμεών, είναι περισσότερο και από προφανής, τόσο περισσότερο όσο ο Θεολόγος πατέρας δεν ανάγει επ’ ουδενί την κριτική του μέχρι του σημείου να αμφισβητήσει την εγγυρότητα των μυστηρίων ή της χειροτονίας των ανάξιων κληρικών. Το μόνο που τους στερεί, όπως διαβάζουμε στα ανωτέρω εκτεθέντα επίμαχα κείμενα, είναι η δυνατότητα του «δεσμείν και λύειν». η δυνατότητα, δηλαδή, της άφεσης και της πνευματικής καθοδήγησης. Ως εναλλακτική πρόταση στην αδυναμία του ανάξιου κλήρου να δέχεται τις εξομολογήσεις και να παρέχει την άφεση, ο Συμεών παρεισάγει τους μοναχούς, εγείροντας το ερώτημα, κατά πόσον μια τέτοια πρακτική είναι γνωστή και υιοθετημένη, στο διάβα της εκκλησιαστικής ιστορίας και ποιμαντικής.

Ο ίδιος ο άγιος Συμεών, αν και δεν κομίζει καμιά ανάλογη γραφική ή πατερική μαρτυρία, διατείνεται πως «Ότι γαρ ενδέχεται εις μοναχόν ιερωσύνην μη έχοντα εξαγγέλειν ημάς, τούτο, αφ’ ου το της μετανοίας ένδυμά τε και πρόσχημα εκ Θεού εδωρήθη τη κληρονομία αυτού και μοναχοί ωνομάσθησαν, επί πάντας ευρήσεις γενόμενον, καθώς εν ταις θεοπνεύστοις των πατέρων γραφαίς εγγράφεται,…»1341. Η παρατήρηση αυτή του οσίου Συμεών, ιστορικά, αντανακλά τα εξής: Η άφεση των αμαρτιών, δογματικώς, ανήκει στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, διατηρείται και χορηγείται, όμως, στο ζωντανό σώμα του, την Εκκλησία. Ο ίδιος ο Κύριος παραχώρησε, ως δωρεά και ιδιαίτερο προνόμιο, την εξουσία αυτή στους αποστόλους1342. Από τους αποστόλους η εξουσία αυτή πέρασε στους επισκόπους, ως διαδόχους των αποστόλων και ως «τύπο» του Χριστού, σύμφωνα με τη θεολογία των μεταποστολικών χρόνων και της παράδοσης που αυτή δημιούργησε1343. Μάλιστα τα εκκλησιαστικά λειτουργήματα δεν κατανούνται παράλληλα προς την εξουσία του Χριστού, αλλά ότι αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν αυτή καθαυτή την εξουσία του Κυρίου1344.

Όπως σωστά επισημαίνει ο άγιος Συμεών η εξουσία αυτή, προϊόντος του χρόνου, πέρασε και από τους επισκόπους στους πρεσβυτέρους, λόγω της αύξησης των πιστών και των αυξημένων υποχρεώσεων του επισκόπου1345. Δεν υπάρχει, όμως, καμία ιστορική μαρτυρία ότι η εξουσία αυτή πέρασε και στους μοναχούς και μάλιστα για τους λόγους, τους οποίους αναφέρει ο Συμεών. Η μοναχική πρακτική της μη μυστηριακής εξαγορεύσεως σε πεπειραμένους και χαριτωμένους μοναχούς, είναι φυσικά γνωστή, χωρίς, όμως, να έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για το αν αυτή είχε και μυστηριακό χαρακτήρα. Καθώς παρατηρεί ο Αγγελόπουλος1346, πρέπει να ήταν μόνον εξαγόρευση λογισμών και παροχή πνευματικών συμβουλών, οπότε, σε κάθε περίπτωση, ο χαρισματούχος μοναχός, παρέπεμπε τον εξομολογούμενο στον πλησιέστερο ιερέα για τη μυστηριακή εξομολόγηση και τη μετοχή στα μυστήρια (Ευχαριστία)1347.

Το ίδιο απαγορευτικές είναι και οι γνώμες των πατέρων και των κανονολόγων. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης απαγορεύει όχι μόνον την εξομολόγηση και την άφεση από μη χειροτονημένους μοναχούς, αλλά και –σε μια μάλλον έξαρση υπερβολικής προσήλωσης στους κανόνες– την πνευματική καθοδήγηση1348. Το γεγονός ότι έχουμε κανόνες και γνώμες κανονολόγων που απαγορεύουν στους απλούς μοναχούς το δικαίωμα της αφέσεως, ενισχύει την άποψη ότι αυτή ήταν διαδεδομένη στους μοναχικούς, κυρίως, κύκλους1349. Παρόλα αυτά, στη χορεία των πατερικών απόψεων συγκαταλέγεται και η θέση του Νικηφόρου του Ομολογητού: «…ουκ έξω του εικότος και τον απλώς μοναχόν επιτίμιον διδόναι»1350. Δεν πρέπει, βέβαια, να λησμονηθεί ότι ο ίδιος ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος είχε ως πνευματικό του πατέρα έναν μη χειροτονημένο απλό μοναχό. τον Συμεών το Στουδίτη, ο οποίος, σύμφωνα με τη γνώμη όλων των ειδικών, επηρέασε εξαιρετικά την περί πνευματικής πατρότητας θεολογία του Νέου Θεολόγου. Άλλωστε, στην εποχή του πρέπει να υπήρχε αρκετή σύγχυση μεταξύ της μη μυστηριακής εξαγόρευσης των λογισμών και του μυστηρίου της εξομολογήσεως, δεδομένου ότι μόλις το 12ο αιώνα, ο κανονολόγος Βαλσαμών είναι αυτός που θα διακρίνει «επισήμως» τις δύο αυτές πρακτικές1351.

Για τους παραπάνω λόγους, το σύνολο σχεδόν των μελετητών (στηριζόμενο στη διάκριση μεταξύ της μη μυστηριακής εξαγόρευσης και πνευματικής καθοδήγησης από την μυστηριακή εξομολόγηση και την άφεση), θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει τις περί ου ο λόγος απόψεις του αγίου Συμεών. Τη διάκριση αυτή πρώτος κάνει ο Holl, τον οποίο ακολουθεί και ο Völker, παρατηρώντας ότι, στη σκέψη του Συμεών, δεν ταυτίζονται η εξομολόγηση με την εξαγόρευση των λογισμών και την πνευματική καθοδήγηση1352. Ο Hatzopoulos υποστηρίζει την άποψη ότι στην Ανατολή υπάρχει επίσημα (officially) η διαφορά μεταξύ του «δεσμείν και λύειν», υπό την στενή κανονική έννοια και της προσφοράς πνευματικής καθοδήγησης (συμπεριλαμβανομένης της απονομής επιτιμίων – «επιτίμιον δοδόναι»), που συχνά την αναλαμβάνουν απλοί μοναχοί, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει ιερέας1353. Ο ίδιος μελετητής βρίσκει να γίνεται η διάκριση αυτή με χαρακτηριστικό τρόπο στον Βαρσανούφιο, ο οποίος αρνείται να κρίνει και να καταδικάσει τους ανθρώπους. Προτιμά να τους οδηγεί στο να ανοίξουν την καρδιά τους και να τους κατευθύνει, παρέχοντάς τους λόγο σωτηρίας1354. Στο «Βίο του Παύλου του νεώτερου»1355, έχουμε, σύμφωνα με τον Barringer, την πρώτη, ίσως και μοναδική, μαρτυρία μετάβασης από μια αυθόρμητη πρακτική ορισμένων μοναχών σε μια συνειδητή θεωρία της σχέσης μεταξύ θεσμού και χαρίσματος. Ο Παύλος του «Βίου» παρουσιάζεται να έχει το εξαιρετικό χάρισμα που του επιτρέπει να διαχειρίζεται το μυστήριο του «δεσμείν και λύειν»1356. Πρέπει να παρατηρήσουμε, κάτι που έχει ήδη σημειωθεί, πως η Ανατολή δεν έχει καταδικάσει επίσημα αυτήν την πρακτική, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται στα μοναστήρια μέχρι σήμερα, σε αντίθεση προς τη Δύση, η οποία από νωρίς ξεκαθάρισε πως η εξομολόγηση έχει αυστηρά μυστηριακό χαρακτήρα και απευθύνεται αποκλειστικά στους ιερείς1357. Την ίδια άποψη έχει και o Špidlik. Γι’ αυτόν η εξαγόρευση δεν ταυτίζεται με την εξομολόγηση και, με κανένα τρόπο, δεν έχει ως στόχο την άφεση1358. Ομοίως πιστεύει και ο Hausherr1359. Ο π. Ιωάννης Meyendorff προτείνει ότι είναι πάντα η παροχή πνευματικών συμβουλών που ο Συμεών έχει κατά νου, όταν αποδίδει στους μοναχούς το δικαίωμα να ακούσουν εξαγορεύσεις1360. Τη διάκριση μεταξύ εξαγόρευσης και εξομολόγησης ακολούθησε, αρχικά, και ο Βενιζέλος Χριστοφορίδης1361. Στη συνέχεια, όμως, μετέβαλε τις απόψεις του στη βάση ακριβώς του ότι, στα χρόνια του Συμεών, η εξομολόγηση δε συναριθμούνταν μεταξύ των μυστηρίων. Ταυτόχρονα, καθώς υποδηλώνει η Επιστολή 1, υπήρχε ένταση και προβληματισμός την εποχή του Συμεών, γύρω από τη δυνατότητα ή μη παροχής της άφεσης από αχειροτόνητους μοναχούς. Το ζήτημα ξεκαθάρισε αρκετά αργότερα, τέλη 12ου – μέσα 13ου αιώνα, με τη μνημονευθείσα διάκριση του κανονολόγου Βαλσαμώνα1362.

Υπήρξαν, όμως, και άλλοι ερευνητές, οι οποίοι εξέφρασαν αμφιβολίες ή και διαχώρησαν τη θέση τους από την ανωτέρω ερμηνευτική. Ο Jost van Rossum, για παράδειγμα, θα υποστηρίξει πως ο άγιος Συμεών δε διακρίνει μεταξύ μυστηριακής και μη μυστηριακής εξομολόγησης, διότι, ενώ καλεί τον εξομολόγο πνευματικό καθοδηγητή και καλό σύμβουλο, μιλά επίσης για την εξουσία του «δεσμείν και λύειν», που χορηγήθηκε στους μοναχούς μαζί με τους επισκόπους και τους ιερείς1363. Και ο Βασίλειος Krivochéine, σε συμφωνία με τον van Rossum, πιστεύει ότι ο Συμεών δε διέκρινε μεταξύ της μυστηριακής εξομολόγησης και της παροχής πνευματικών συμβουλών1364. Ο Turner, ο εκδότης των Επιστολών του Συμεών, χωρίς να το δηλώνει απερίφραστα, φαίνεται να θεωρεί ότι ο Συμεών δε διαχωρίζει τη μυστηριακή εξομολόγηση από την απλή εξαγόρευση των λογισμών1365.

Την άποψη αυτή υιοθετούμε και στην παρούσα εργασία. Η μελέτη των Επιστολών του αγίου Συμεών, οι παραλήπτες των τριών από τις τέσσερεις Επιστολών που είναι λαϊκοί, οι παρόμοιες θέσεις του κατάσπαρτες σε όλο το μήκος του έργου του, κυρίως, όμως, το γεγονός ότι στην εποχή του δεν είχε ακόμη καθοριστεί ο μυστηριακός χαρακτήρας της εξομολόγησης, πείθουν ότι ο άγιος δε διέκρινε μεταξύ μυστηριακής εξομολόγησης και απλής εξαγόρευσης. Κατά συνέπεια δικαιολογούσε την παροχή άφεσης και από μη χειροτονημένους μοναχούς.

Εκθεολογώντας το όλο ζήτημα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Είναι περισσότερο και από προφανές, για τον κάθε απροκατάληπτο μελετητή, πως το κύριο μέλημα του Συμεών αφορά στο να καταδείξει πως το γεγονός της πνευματικής κατεύθυνσης απαιτεί πνευματικό πατέρα που έχει εμπειρία της χάρης του Πνεύματος και, ως εκ τούτου, είναι ικανός να οδηγήσει το πνευματικό του παιδί στον οντολογικό του ανακαινισμό, δηλαδή τη θέωση. Σημειώθηκε ήδη στα παραπάνω, ότι για την αντίληψη του Συμεών, ο ρόλος και η σημασία της πνευματικής πατρότητας δεν έχει το χαρακτήρα μύησης και τήρησης των θρησκευτικών τύπων, ούτε ακόμα εξαντλείται στην απλή τήρηση των εντολών. Πολύ περισσότερο δεν υπηρετεί το ναρκισσισμό του γέροντα ή του πνευματικού του παιδιού. Υπηρετεί τον οντολογικό ανακαινισμό του πιστού, τη μύηση στην εμπειρία της χάρης του Πνεύματος, γεγονός που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από κάποιον που δεν είναι, ήδη, μέτοχος της εμπειρίας αυτής. Στη βάση αυτή θεμελιώνεται και η κριτική του Θεολόγου πατέρα στο ιερατείο. Στην ίδια βάση θεωρείται η εμπειρία της χάρης προτιμώτερη από την χειροτονία, δεδομένου ότι, ήδη στην εποχή του, ήταν γνωστή η πρακτική των χειροτονιών χωρίς πνευματικά και εκκλησιαστικά κριτήρια, αλλά και η διαγωγή, μερίδος του κλήρου, που δεν υποστήριζε τα κριτήρια αυτά. Δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι ο ίδιος ο άγιος Συμεών ήταν ιερέας, ότι αναγνώριζε και τιμούσε την ιεραρχία, παρά την κριτική στάση του και ότι αποδεχόταν την εγγυρότητα των μυστηρίων, ανεξάρτητα από το εάν τελούνταν από άξιους ή ανάξιους κληρικούς.

Σ’ ό,τι αφορά, όμως, στα επιχειρήματά του, τα σχετικά με την εισαγωγή των μοναχών στο μυστήριο της εξομολόγησης και της άφεσης, πρέπει να ομολογηθεί το αδύναμο της επιχειρηματολογίας και η ύπαρξη σημαντικών κενών. Ανεξάρτητα από τις όποιες μαρτυρίες εξαγόρευσης των λογισμών σε απλούς μοναχούς, στο πλαίσιο της μοναχικής παράδοσης, το επιχείρημα ότι η ηθική και πνευματική έκπτωση του κλήρου, οδήγησε στην εισαγωγή αχειροτόνητων μοναχών στο λειτούργημα της άφεσης, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά.

Αρχικά, όπως έχει ήδη σημειωθεί και όπως μαρτυρεί και ο ίδιος ο άγιος, ούτε το σύνολο των μοναχών ήταν πνευματικά κατάλληλο για το λειτούργημα αυτό1366. Και μόνον η ανάγνωση της παραγράφου της εργασίας αυτής με τον τίτλο: «Η κληρονομιά του μοναχισμού μέχρι την εποχή του Συμεών», είναι ικανή να αποδείξει του λόγου το αληθές. Γιατί λοιπόν παρουσιάζεται η τάξη των μοναχών, περίπου ως πανάκεια στο πρόβλημα της έκπτωσης και εκκοσμίκευσης του κλήρου; Επιπλέον, εάν η αναξιότητα του κλήρου οδήγησε στην αναγκαιότητα οι απλοί μοναχοί να παρέχουν την άφεση, γιατί δεν επεκτείνεται η δυνατότητα αυτή και στους πνευματικά άξιους και κατάλληλους λαϊκούς, δεδομένου ότι, κατά κοινή ομολογία, ούτε το σύνολο των μοναχών είναι άξιο για το λειτούργημα αυτό, ούτε ο μοναχισμός παρέμεινε αλώβητος από τα βέλη της εκκοσμίκευσης. Έπειτα, παραμένει ακατανόητο το πώς συγχωρείται η τέλεση των υπολοίπων μυστηρίων και δη της Ευχαριστίας από ακατάλληλους κληρικούς, πώς γίνεται ακατάλληλοι επίσκοποι να έχουν τη συνολικότερη ευθύνη για την πνευματική πορεία της τοπικής τους Εκκλησίας, ενώ δεν μπορούν να επιτελέσουν μόνον το λειτούργημα της εξομολόγησης. Η απάντηση ότι αυτό γίνεται ανεκτό για την πνευματική προκοπή του πληρώματος δεν είναι απολύτως πειστική. Τέλος, η επιχειρηματολογία του αγίου Συμεών θέτει, κατ’ αδήριτη αναγκαιότητα, και ζητήματα τεκμαρτής πνευματικότητος και αγιότητος. Ποιος είναι εκείνος που θα αποφανθεί για την αξιότητα κάποιου να παρέχει την άφεση; Πώς μπορεί τα πνευματικά κριτήρια να είναι απολύτως σαφή, ορατά και τεκμαρτά, κυρίως από μέλη της εκκλησίας χωρίς «υψηλή» πνευματικότητα, τα οποία και έχουν άμεση ανάγκη πνευματικής καθοδήγησης;

Συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίσουμε τις θέσεις του αγίου Συμεών για την παροχή της άφεσης από αχειροτόνητους μοναχούς, ως θεολογούμενο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η Εκκλησία, ενώ συντηρεί τη διπλή παράδοση της πνευματικής πατρότητας ως δυνατότητα πνευματικής καθοδήγησης από απλούς μοναχούς, δεν υιοθέτησε επίσημα (αντίθετα στους κανόνες της το απαγορεύει), τη δυνατότητα τέλεσης του μυστηρίου της εξομολόγησης, από μη κληρικούς. Παρόλα αυτά, ο τονισμός του οντολογικού χαρακτήρα της πνευματικής πατρότητος, όπως εκφράζεται από τον άγιο Συμεών, της ανάγκης για μετοχή στην αγιοπνευματική εμπειρία, τόσο των πνευματικών όσο και του συνόλου του κλήρου, ώστε να είναι σε θέση να υπηρετεί την πορεία του ποιμνίου προς τη θέωση, δεν αποτελούν μόνον το αποκορύφωμα της θεολογικής σκέψης του Νέου Θεολόγου, αλλά και το πάγιο και διαχρονικό αίτημα της ποιμαντικής της Εκκλησίας.

Σημειώσεις 


1334 HAUSHERR I., «La méthode d’ Oraison Hésychaste», Orientalia Christiana, vol. IX, 2, Roma 1927, σελ 123.

1335 HAUSHERR I., Vie, 106, 1, 24-27.

1336 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις. Λόγος XXXIV, SC 113, 142-144.

1337 HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 161.

1338 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Επιστολή 3, 107-140, (ed.) Turner H. J. M., The Epistles of St. Symeon the New Theologian, Oxford University Press, 2009, σσ. 90-92. Πρβλ. και ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, 198. Ο Alfeyev πατηρεί την εντυπωσιακή ομοιότητα αυτού του αποσπάσματος με την επιστολή προς Κορινθίους του Κλήμεντα Ρώμης και διατείνεται ότι, παρά τη διάρκεια οκτώ αιώνων που μεσολαβεί μετάξύ Κλήμεντος και Συμεώνος, το δόγμα της ιεραρχίας παρέμεινε ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Για τον εν λόγω ερευνητή δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο Θεολογός πατέρας θα παρακάμψει ή θα αγνοήσει τη συμβολή του περί ιεραρχίας δόγματος του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Η θέση αυτή επανατοποθετεί το ερώτημα γύρω από τη σχέση του Συμεώνος με το Διονύσιο, σχέση η οποία, μετά τις εργασίες του Golitzin, παρά τη διαφαινόμενη άποψη του Alfeyev, δε μπορεί να παραθεωρηθεί. Για το ζήτημα των σχέσεων του Συμεώνος με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη βλ. τη σημ. 1076 στη σελ. 327.

1339 Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, De Haeresibus, PG 94, 733C.

1340 HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 156.

1341 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Επιστολή 1, 243-247, (ed.) Turner H. J. M., The Epistles of St. Symeon the New Theologian, Oxford University Press, 2009, σελ. 46.

1342 Βλ. Ιω. 20: 22-23: «ενεφύσησεν και λέγει αυτοίς. λάβετε πνεύμα άγιον. άν τινων αφήτε τας αμαρτίας αφέωνται αυτοίς, άν τινων κρατήτε κεκράτηνται».

1343 Για περισσότερα βλ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Η μετάνοια κατά την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αθήναι 1995, σελ. 96, όπου και οι σχετικές παραπομπές και η βιβλιογραφία.

1344 Πρβλ. Μητροπολίτου Περγάμου ΙΩΑΝΝΗ (ΖΗΖΙΟΥΛΑ), Η ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω, Αθήναι 1990(2), σελ. 49: «…τα εκκλησιαστικά λειτουργήματα δεν εννοούντο ως υφιστάμενα παραλλήλως προς την εξουσίαν του Χριστού, αλλ’ ως εκφράζοντα αυτήν ταύτην την εξουσίαν του Χριστού. Ο Χριστός ως μόνος Κύριος και εξουσιαστής της Εκκλησίας δεν κυβερνά παραλλήλως προς μίαν επίγειον εκκλησιαστικήν διοίκησιν, αλλά δι’ αυτής και εν αυτή».

1345 Όπως παρατηρεί ο ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Ι., ο.π., σελ. 98, μπορεί κάθε ιερεύς, εν ονόματι του οικείου επισκόπου, να τελεί την εξομολόγηση και να παρέχει την άφεση. Το δικαίωμα αυτό το έχει, θα λέγαμε, δυνάμει της χειροτονίας του. Όμως, για την εκκλησιαστική ευταξία, και για λόγους διατήρησης της ποιμαντικής συνοχής εκ μέρους των επισκόπων, επικράτησε να δέχονται τις εξομολογήσεις μόνον οι πλέον έμπειροι και χαρισματούχοι ιερείς κατόπιν επισκοπικής άδειας, η οποία κρίνεται απαραίτητη. Πρβλ. και ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΕΙΟΡΕΙΤΟΥ, Εξομολογητάριον, Αθήναι 18954, σελ. 54, σημ. 2. Μόνο στην περίπτωση ετοιμοθάνατου μπορεί να γίνει δεκτή, κατά παρέκκλιση της κανονικής τάξεως, η εξομολόγηση σε μη πνευματικό ιερέα. Η πρακτική ορισμού του πνευματικού από τον επίσκοπο φαίνεται να είναι πολύ παλιά. Ήδη, τον τέταρτο αιώνα βλέπουμε να υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη ο «πρεσβύτερος της μετανοίας» Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 613-616. Πρβλ. και EVDOKIMOV P., Ορθοδοξία, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 389.

1346 Βλ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Η μετάνοια κατά την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αθήναι 1995, σελ. 99.

1347 Η πρακτική αυτή διατηρείται ακόμη και σήμερα σε μοναστήρια, κυρίως του Αγίου Όρους.

1348 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Περί των ιερών χειροτονιών, PG 155, 468AD. Βλ. και ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΟΣ, Επιστολή προς Θεοδόσιον, PG 100, 1061B.

1349 ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΛΣΑΜΩΝΟΣ, «Απόκρισις εις την ΚΑ΄ ερώτησιν Μάρκου Αλεξανδρείας», ΡΑΛΛΗ –ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τομ. 4ος, σελ. 464. Πρβλ. και ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ Β., Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 56, σημ. 41.

1350 ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, «Απόκρισις 16», ΡΑΛΛΗ –ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τομ. 4ος, σελ. 431.

1351 ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ Β., Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 57-58.

1352 VÖLKER W., Praxis und Theoria bei Symeon dem Neuen Theologen. Ein beitrag zur Byzantinischen Mystik, Wiesbaden 1974, σελ. 123.

1353 HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 157.

1354 Βλ. HAUSHERR I., «Barsanuphe», Dictionaire Spirituelle, 1, στ. 1256. Πρβλ. και HATZOPOULOS A., ο.π., σελ. 158.

1355 Vita Saint Pauli Junioris 32, Analecta Bollandiana 11, (1982), σελ. 142.

1356 BARRINGER R., Ecclesiastical Penance in the Church of Constantinople: a Study of the Hagiographical Evidence to 983 A.D. Oxford 1979, σελ. 188. Βλ. και HATZOPOULOS A., ο.π., σελ. 158.

1357 HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 158-159. Ο Hatzopoulos, χαρακτηριστικά αναφέρει πως στη σύνοδο του 869 στην Κωνσταντινούπολη, όταν ρωτήθηκε ο πρωτοσπαθάριος Θεόδωρος από εκπρόσωπο της Ρώμης, ποιο ήταν το όνομα του εξομολόγου του απάντησε: Δεν ξέρω. ΄Ηξερε μόνον ότι ήταν ένας μοναχός που πέρασε σαράντα χρόνια της ζωής του σε έναν στύλο. Ένας άγιος κατά τα άλλα γέροντας, που δεν μπορούσε ο Θεόδωρος να πιστοποιήσει αν ήταν ιερέας ή όχι.

1358 ŠPIDLIK Τ., Η πνευματικότητα του ανατολικού χριστιανισμού. Συστηματικό εγχειρίδιο, μετ. Β. Ψευτογκά, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 323-324.

1359 HAUSHERR I., «Direction spirituelle en Orient autrefois», Orientalia Christiana Analecta 144, Roma (1955), σελ. 32 κ.εξ.

1360 MEYENDORFF J., Βυζαντινή Θεολογία, Αθήνα 2010, σελ. 167 κ. εξ. Πρβλ. και HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 160.

1361 ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ Β., Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 56-57 και 123.

1362 Βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ Β., « Θεσμός και χάρισμα στο Συμεών το Νέο Θεολόγο», Θεσμός και χάρισμα στην ανατολική και δυτική παράδοση, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 106, σημ. 41 και 43. Για τη μη αρίθμιση των μυστηρίων σε επτά καθόλη τη διάρκεια της καλούμενης βυζαντινής περιόδου μέχρι και το 13ο αιώνα, τη συναρίθμιση αρχικά της μοναχικής κουράς στη θέση της μετάνοιας κ.τ.λ. βλ. ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., Μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων και άλλα μελετήματα, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 15 κ.εξ.

1363 VAN ROSSUM J., «Priesthood and confession in st. Symeon the New Theologian», St. Vladimir’s Seminary Quarterly 20, 4, (1976), σσ. 226-227.

1364 KRIVOCHEINE B., Μέσα στο φως του Χριστού. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (949-1022). Βίος-Πνευματικότητα-Διδασκαλία, μετ. Πίτσα Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 183.

1365 TURNER H. J. M., The Epistles of St. Symeon the New Theologian, Oxford University Press, 2009, σσ. 68-69.

1366 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Επιστολή 1, 329-337, (ed.) Turner H. J. M., The Epistles of St. Symeon the New Theologian, Oxford University Press, 2009, σελ. 54: «επί δε το πρόσχημα και μόνον και το της ιερωσύνης ένδυμα εν τοις ανθρώποις εναπελείφθη, της του Πνεύματος δωρεάς επί τους μοναχούς μεταβάσης και δια των σημείων γνωριζομένης, ως τον βίον των αποστόλων δια των πράξεων μετερχομένους, κακεί πάλιν ο διάβολος τα οικεία ειργάσατο. ιδών γαρ αυτούς ότι ως νέοι τινές μαθηταί του Χριστού αύθις ανεδείχθησαν εν τω κόσμω και τω βίω και τοις θαύμασιν έλαμψαν, τους ψευδαδέλφους και τα ίδια σκεύη τούτοις ανέμειξε, και κατά μικρόν πληθυνθέντες ως οράς ηχρειώθησαν και γεγόνασι μοναχοί πάμπαν αμόναχοι».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Kai vevaia ta mustiria den einai mono epta. I monaxiki koura einai mystirio efoson ginetai mono apo episkopos. Oi de monaxoi pou den einai iereis nai men den exoun ierosyni alla oposdipote exoun thesi klirikou idios oi megalosximoi. Sta kelia pou den exoun ierea I exomologisi ginetai sxetika spania alla I exagoreysi ton amartion ston geronta pou ginetai kathe evdomada einai apolytos egyri. Kai exagoreyoun tis amarties tous oxi mono oi monaxoi tou keliou alla Kai oi laikoi pou zoun gia kapoio diastima ekei AM