ΠΗΓΗ: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Γράφει ο Γιώργος Μαλούχος
Η Γερμανία έχει εισέλθει στην τελευταία φάση της προεκλογικής της αναμέτρησης με το ελληνικό ζήτημα να κυριαρχεί εντυπωσιακά σε όλα τα επίπεδα: από την… ιστορία (διαμάχη Μέρκελ – Σρέντερ για το ποιος «φταίει» που η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ), την οικονομία και την πολιτική (τι θα γίνει με το κούρεμα και το νέο ελληνικό πρόγραμμα) ως την πιο φαιδρού επιπέδου λαϊκιστική παραπολιτική (η Μέρκελ να δηλώνει ότι μια γερμανική ομάδα δεν θα έχανε από μία ελληνική αν εκείνη ήταν παρούσα στο γήπεδο).
Την ίδια ώρα, στην Αθήνα, η κυβέρνηση αδυνατεί να κάνει χρήση πολύ ισχυρών «χαρτιών» που πέφτουν στο τραπέζι: το ΔΝΤ παραδέχεται εκ νέου μοιραία λάθη του ελληνικού προγράμματος καρφώνοντας μάλιστα τους ευρωπαίους και την «υπεραισιοδοξία» τους για την ελληνική οικονομία ως υπεύθυνους γι αυτά, ενώ το Βερολίνο παραδέχεται επισήμως υπερκέρδη 41 δισ. ευρώ για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, από τη «διάσωση» της Ελλάδας!
Βεβαίως, με την πάροδο των γερμανικών εκλογών, το τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας της Ελλάδας να αξιοποιήσει επιτέλους αυτά τα δεδομένα όχι απλώς κλείνει, αλλά εξαφανίζεται σε τέτοιο βαθμό που η χώρα δεν είναι σε θέση ούτε καν να κάνει κάτι πειστικό για την ελάχιστη εκτόνωση που απαιτείται στο εσωτερικό της, έστω για να πάρει την πιο μικρή ανάσα: δεν τολμά ούτε να κλείσει την πόρτα στην υπόθεση της «πρώτης κατοικίας», η οποία έχει πρόδηλη εκρηκτική εσωτερική σημασία.
Κι αν ακόμα υποτεθεί ότι οι χθεσινές αποφάσεις των Σαμαρά και Βενιζέλου ισχύσουν όπως παρουσιάστηκαν (κάτι για το οποίο ουδείς πρόκειται να πειστεί και που μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί με δεδομένο το παρελθόν αναξιοπιστίας των κυβερνήσεων ιδίως τα τέσσερα τελευταία χρόνια) αυτό δεν εκτονώνει το τεράστιο συμβολικό βάρος της υπόθεσης. Αλλωστε, οι χθεσινές αυτές αποφάσεις δεν συνάδουν με την «αλήθεια» που εκφράζει ο υπουργός Οικονομικών ο οποίος συνδέει ευθέως την πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών όχι μόνον με τις απαιτήσεις της τρόικας, αλλά και με τη… βιωσιμότητα των τραπεζών, από την οποία προκύπτει και η δυνητική χρήση των 12 δισ. αδιάθετων της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στην κατεύθυνση της κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού. Δηλαδή, με λίγα λόγια, η ουσία είναι ότι τα περί προστασίας είναι απλώς φούμαρα.
Είναι λοιπόν δεδομένο ότι οι χθεσινές δηλώσεις δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Αυτό θα το διαπιστώσει άλλωστε ο οποιοσδήποτε τις διαβάσει με προσοχή: στον πυρήνα τους είναι τόσο γενικές και τα κριτήρια που θέτουν είναι τόσο ασαφή (λ.χ. τι σημαίνει «φτώχια σήμερα) που πίσω από τις γραμμές ήδη υποδηλώνουν την αναίρεσή τους.
Μπορεί λοιπόν οι δύο αρχηγοί να έδωσαν χθες στους βουλευτές τους τα προσχήματα που είχαν ανάγκη για να ψηφίσουν, γιατί αυτό συνέβη, αλλά, όπως έλεγε ο Τσόρτσιλ, μπορείς να ξεγελάς πολλούς για λίγο καιρό ή λίγους για πολύ καιρό, αλλά όχι πολλούς για πολύ καιρό. Και, στην Ελλάδα του ομολογημένα «λάθος προγράμματος» και της υπερκερδισμένης Γερμανίας, ο καιρός δεν είναι πια απλώς πολύς…
Η κυβέρνηση όπως όλα δείχνουν θα πετύχει λοιπόν να μη γίνουν οι ρυθμίσεις για την πρώτη κατοικία η αιτία να βρεθεί η ίδια στην… τελευταία της, στη σχετική ψηφοφορία στη Βουλή. Όμως, με μία τρόικα ήδη επιθετική όσο ποτέ, κάτι που θα επιταθεί ακόμα περισσότερο μετά τις γερμανικές εκλογές, οι άνθρωποι που παράγουν πολιτική θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η συνολική πραγματικότητα είναι εντελώς αβίωτη για την κοινωνία και για τη χώρα, ότι όλα αυτά έχουν πια πολύ κοντά ποδάρια και ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εισερχόμαστε πια ταχύτατα σε μία μορφή «τελικής φάσης» του ελληνικού ζητήματος.
Η Γερμανία έχει εισέλθει στην τελευταία φάση της προεκλογικής της αναμέτρησης με το ελληνικό ζήτημα να κυριαρχεί εντυπωσιακά σε όλα τα επίπεδα: από την… ιστορία (διαμάχη Μέρκελ – Σρέντερ για το ποιος «φταίει» που η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ), την οικονομία και την πολιτική (τι θα γίνει με το κούρεμα και το νέο ελληνικό πρόγραμμα) ως την πιο φαιδρού επιπέδου λαϊκιστική παραπολιτική (η Μέρκελ να δηλώνει ότι μια γερμανική ομάδα δεν θα έχανε από μία ελληνική αν εκείνη ήταν παρούσα στο γήπεδο).
Την ίδια ώρα, στην Αθήνα, η κυβέρνηση αδυνατεί να κάνει χρήση πολύ ισχυρών «χαρτιών» που πέφτουν στο τραπέζι: το ΔΝΤ παραδέχεται εκ νέου μοιραία λάθη του ελληνικού προγράμματος καρφώνοντας μάλιστα τους ευρωπαίους και την «υπεραισιοδοξία» τους για την ελληνική οικονομία ως υπεύθυνους γι αυτά, ενώ το Βερολίνο παραδέχεται επισήμως υπερκέρδη 41 δισ. ευρώ για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, από τη «διάσωση» της Ελλάδας!
Βεβαίως, με την πάροδο των γερμανικών εκλογών, το τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας της Ελλάδας να αξιοποιήσει επιτέλους αυτά τα δεδομένα όχι απλώς κλείνει, αλλά εξαφανίζεται σε τέτοιο βαθμό που η χώρα δεν είναι σε θέση ούτε καν να κάνει κάτι πειστικό για την ελάχιστη εκτόνωση που απαιτείται στο εσωτερικό της, έστω για να πάρει την πιο μικρή ανάσα: δεν τολμά ούτε να κλείσει την πόρτα στην υπόθεση της «πρώτης κατοικίας», η οποία έχει πρόδηλη εκρηκτική εσωτερική σημασία.
Κι αν ακόμα υποτεθεί ότι οι χθεσινές αποφάσεις των Σαμαρά και Βενιζέλου ισχύσουν όπως παρουσιάστηκαν (κάτι για το οποίο ουδείς πρόκειται να πειστεί και που μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί με δεδομένο το παρελθόν αναξιοπιστίας των κυβερνήσεων ιδίως τα τέσσερα τελευταία χρόνια) αυτό δεν εκτονώνει το τεράστιο συμβολικό βάρος της υπόθεσης. Αλλωστε, οι χθεσινές αυτές αποφάσεις δεν συνάδουν με την «αλήθεια» που εκφράζει ο υπουργός Οικονομικών ο οποίος συνδέει ευθέως την πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών όχι μόνον με τις απαιτήσεις της τρόικας, αλλά και με τη… βιωσιμότητα των τραπεζών, από την οποία προκύπτει και η δυνητική χρήση των 12 δισ. αδιάθετων της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στην κατεύθυνση της κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού. Δηλαδή, με λίγα λόγια, η ουσία είναι ότι τα περί προστασίας είναι απλώς φούμαρα.
Είναι λοιπόν δεδομένο ότι οι χθεσινές δηλώσεις δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Αυτό θα το διαπιστώσει άλλωστε ο οποιοσδήποτε τις διαβάσει με προσοχή: στον πυρήνα τους είναι τόσο γενικές και τα κριτήρια που θέτουν είναι τόσο ασαφή (λ.χ. τι σημαίνει «φτώχια σήμερα) που πίσω από τις γραμμές ήδη υποδηλώνουν την αναίρεσή τους.
Μπορεί λοιπόν οι δύο αρχηγοί να έδωσαν χθες στους βουλευτές τους τα προσχήματα που είχαν ανάγκη για να ψηφίσουν, γιατί αυτό συνέβη, αλλά, όπως έλεγε ο Τσόρτσιλ, μπορείς να ξεγελάς πολλούς για λίγο καιρό ή λίγους για πολύ καιρό, αλλά όχι πολλούς για πολύ καιρό. Και, στην Ελλάδα του ομολογημένα «λάθος προγράμματος» και της υπερκερδισμένης Γερμανίας, ο καιρός δεν είναι πια απλώς πολύς…
Η κυβέρνηση όπως όλα δείχνουν θα πετύχει λοιπόν να μη γίνουν οι ρυθμίσεις για την πρώτη κατοικία η αιτία να βρεθεί η ίδια στην… τελευταία της, στη σχετική ψηφοφορία στη Βουλή. Όμως, με μία τρόικα ήδη επιθετική όσο ποτέ, κάτι που θα επιταθεί ακόμα περισσότερο μετά τις γερμανικές εκλογές, οι άνθρωποι που παράγουν πολιτική θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η συνολική πραγματικότητα είναι εντελώς αβίωτη για την κοινωνία και για τη χώρα, ότι όλα αυτά έχουν πια πολύ κοντά ποδάρια και ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εισερχόμαστε πια ταχύτατα σε μία μορφή «τελικής φάσης» του ελληνικού ζητήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου