Του Μιχαήλ Στυλιανού
Η ρωσική ανοχή στις τουρκικές επελάσεις στη Συρία –περισσότερο ρητορικές και λιγότερο στρατιωτικές- αποτελεί δύσλυτο αίνιγμα και για τους οξείς παρατηρητές των σχέσεων Μόσχας και Αγκύρας.
Και η προχθεσινή ανατομική ανάλυση των οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, από τον Τούρκο δημοσιογράφο Ζουλφικάρ Ντογκάν, κατέστησε το αίνιγμα σκοτεινότερο, αποκαλύπτοντας ότι τα ρωσικά αντίποινα για την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου εξακολουθούν να πλήττουν βαρύτατα την τουρκική οικονομία. Σε βαθμό που, η άρση τους με το σταγονόμετρο και σε αραιές δόσεις, να έχει οδηγήσει τους Τούρκους αρμόδιους σε απόγνωση και απειλές αντιποίνων!
Πως άραγε εξηγείται αυτή η αντίφαση μεταξύ οικονομικού και γεωπολιτικού προσώπου της Ρωσίας απέναντι στη Τουρκία;
Το πρόβλημα πρέπει να απασχολεί από μηνών κάθε ανήσυχο παρατηρητή των καθημερινών εξελίξεων σ’ αυτήν την Λυδία Λίθο τριβής και ελληνικών ζωτικών συμφερόντων: την πολυεθνική σύρραξη της Συρίας.
Ευεξήγητη έμοιαζε στην αρχή η ρωσική ανοχή στους τουρκικούς βομβαρδισμούς κάλυψης ισλαμικών επιθέσεων εναντίον της κουρδικής πολιτοφυλακής, στη προώθηση τουρκικών τεθωρακισμένων και κατάληψη ζώνης αρχικά 10 χιλιομέτρων και βαθμιαία μέχρι και 100 στο εσωτερικό της Συρίας και στην αεροπορική υποστήριξη αντικουρδικών επιχειρήσεων στη ζώνη του Ευφράτη:
Από την σκοπιά της Μόσχας, οι Κούρδοι εισέπρατταν το τίμημα της προσφοράς αεροπορικής βάσεως στις ΗΠΑ εναντίον ουσιαστικά της ρωσικής παρουσίας στη Συρία, όταν μάλιστα η Ρωσία είχε προηγουμένως εφοδιάσει το ΡΚΚ με βαρύ οπλισμό εναντίον της τουρκικής καταπίεσης, τον γενοκτονικό χαρακτήρα της οποίας μόνον Ρώσοι απεσταλμένοι στις επαρχίες της κουρδικής εθνοκάθαρσης και το ρωσικό δίκτυο ΡΤ είχαν προβάλλει και καταγγείλει διεθνώς.
Εάν αυτές οι τουρκικές επιδρομές εναντίον των Κούρδων, των μόνων αξιόμαχων συμμάχων των ΗΠΑ στη Συρία, υπέσκαπταν περισσότερο τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, η εξέλιξη θα ήταν βεβαίως ευπρόσδεκτη για τη Ρωσία, αφού μπορεί και να έκλεινε τη Μαύρη Θάλασσα στους Νατοϊκούς στόλους και να αραίωνε τις τάξεις των αντιπάλων της στον ολοένα δριμύτερα απειλούμενο πόλεμο των Ατλαντικών εναντίον της.
Οι εξελίξεις όμως στα μετόπισθεν αυτής της εστίας αξίωναν μιαν προσεκτικότερη ανάλυση. Και σ’ αυτές τις εξελίξεις εξέχουν:
–Αφ’ ενός, οι ολοένα απειλητικότερες εκρήξεις της αυτοκρατορικής μεγαλομανίας του Ερντογάν προς όλους τους γείτονες, έμπρακτα εκφραζόμενες – στον εικαζόμενο πιο ευάλωτο – με προκλητικές ΝΟΤΑΜ , εικονικές αεροπορικές επιδρομές και στρατιωτική προπαρασκευή εναντίον της ελληνικής επικράτειας.
–Και αφ’ ετέρου, με επαναλαμβανόμενες συναντήσεις και μυστικές συσκέψεις στην Μόσχα Τούρκων υψηλών αξιωματούχων των Ενόπλων Δυνάμεων και της Μυστικής Υπηρεσίας με Ρώσους ομολόγους τους, η πιο πρόσφατη των οποίων πραγματοποιήθηκε στις αρχές του μηνός.
Αυτή η μυστική νευραλγική διαβούλευση στη Μόσχα, προφανώς γεωπολιτικής ευρύτητας πέραν του Συριακού πεδίου, εξελισσόμενη παράλληλα με τον νέο-αυτοκρατορικό αφηνιασμό του Ερντογάν απροκάλυπτα εναντίον της χώρας μας, θα όφειλε να κινεί σε εντονότατο προβληματισμό όλους τους γείτονες της Τουρκίας, αλλά ειδικότερα σε ελληνικά διπλωματικά διαβήματα ενημέρωσης από τη Μόσχα -εάν η Ελλάδα διέθετε κυβέρνηση ελληνική , ή διπλωματική υπηρεσία ικανή να λειτουργήσει με εθνική (επαναστατική) αυτενέργεια, η Τύπο που θα έσπευδε να αναπληρώσει αυτές τις ελλείψεις…
Ελλείψει αυτών των στοιχειωδών εθνικών εφοδίων και προϋποθέσεων αυτασφάλισης, απομένει η καταφυγή στη λογική επεξεργασία των διαθέσιμων πληροφοριών υπό το φως της ιστορίας, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας του κινδύνου..
Το σημερινό και υπό αίρεσιν σχετικό σκεπτικό του υπογράφοντος είναι το εξής:
Το στρατηγικό τρίπτυχο στόχων της ρωσικής ηγεσίας, κατά την σημερινή τεκτονικά μεταβατική φάση της παγκόσμιας ιστορίας, όπως προκύπτει από τις εξελίξεις της τετραετίας, είναι:
1.- Να προστατέψει, εν ανάγκη και ένοπλα, τα συμφέροντα εθνικής της ασφάλειας, στην Μαύρη Θάλασσα (Κριμαία) και Ανατολική Μεσόγειο (Βάση/σεις Συρίας)
2.-Να αποτρέψει, με διπλωματία αγοράς χρόνου και -εν ανάγκη- με τακτικές υποχωρήσεις, την έκρηξη του 3ου Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο οι δυνάμεις της «παγκόσμιας νέο-Μεσαιωνικής φεουδαρχίας» έχουν εναποθέσει τις φθίνουσες ελπίδες τους.
3.- Να αξιοποιήσει τα κατακτώμενα περιθώρια χρόνου με την ενίσχυση του αμυντικού της οπλοστασίου, των πλεγμάτων συμμαχιών της και της αμυντικής οικονομίας της και –αντίστοιχα- να λιπάνει τις διεργασίες διάβρωσης και αποσύνθεσης της επιθετικής εναντίον της συμπαράταξης.
Με οδηγό αυτή τη διαφαινόμενη στρατηγική-σωτηρίας ενώπιον της ατλαντικής πολυσχιδούς επιθετικότητας, πού έχει επαναφέρει γερμανικά τεθωρακισμένα στα σύνορά της Ρωσίας και πυρηνικούς εν δυνάμει πυραύλους των ΗΠΑ στη Ρουμανία, στην Τσεχία και στην Πολωνία, και αυτή, η προφανώς ευρύτερη μυστική ρωσο-τουρκική γεωπολιτική διαβούλευση, δύο νομοτελειακά αντιπάλων δυνάμεων, προσλάμβανε , λογικά, τα χαρακτηριστικά τακτικισμού.
Δεν έχει συμφέρον η Ρωσία, αυτήν ιδιαίτερα την περίοδο διεθνούς αναβρασμού και ανακατατάξεων, να «κόψει τον βήχα» στις νέο-Οθωμανικής φαντασιώσεις του Ερντογάν και των σμπίρων του, εφ’ όσον αυτές παραμένουν στο στάδιο της ονείρωξης και των βολιδοσκοπήσεων και δεν μετουσιώνονται σε πράξεις –που λ.χ. στο Αιγαίο θ’ αποτελούσαν, μέσο-μακροπρόθεσμα, μια σοβαρότατη απειλή για την ρωσική πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν βλάπτει στο παραμικρό τη Ρωσία η «παθητική συμμετοχή» σ’ αυτόν τον διάλογο, η αινιγματική «σοβαρή ακρόαση» των τουρκικών προτάσεων για –λόγου χάριν- διανομή ζωνών επιρροής στη Μέση Ανατολή, κοινή στάση στο Κουρδικό, «τουρκικών δικαιωμάτων» στο Αιγαίο, συσχετισμό Κριμαίας με Θράκη, και κατεχόμενης Κύπρου με Ντονμπάς και αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων. Αρκεί ο διάλογος να παρατείνεται, χωρίς να καταλήγει στο δια ταύτα, να δηλητηριάζει και υποσκάπτει τις σχέσεις της Άγκυρας με το Βερολίνο και το ατλαντικό στρατόπεδο γενικότερα και να ενισχύει την προστατευτική έλξη της Μόσχας για τους γείτονες της Τουρκίας.
Ρωσική τακτική μη- εναντίωσης στις βολιδοσκοπήσεις της Τουρκίας -ή και σε εκβιαστικά παίγνια έναντι των συμμάχων της- για κερδοσκοπική διεύρυνση του γεωπολιτικού πεδίου δράσεως της πέραν των οριοθετήσεων της Νατοϊκής πειθαρχίας, είναι εν κατακλείδι το συμπέρασμα της ως άνω ερμηνευτικής ανάλυσης του αινίγματος των μυστικών διαβουλεύσεων γεωπολιτικού, όπως εικάζεται, συντονισμού δύο χωρών με ιστορικό εχθρότητας και φυσιολογικά αγεφύρωτες διαφορές.
. . . . .
Σ’ ενθάρρυνση δημοσίευσης αυτής της ανάλυσης ήρθε άρθρο του Τουρκολόγου και διευθυντή του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών στη Μόσχα Βλαντιμίρ Αβάτκοφ, που δημοσιεύθηκε στο ρωσικό κεφάλαιο του ηλεκτρονικού δελτίου Al Monitor.
Εκτενέστερη του παρόντος και σε ευνόητα ομιχλώδη διατύπωση, η έκθεση του κ. Αβάτκωφ, δεν αναιρεί την ανωτέρω εκτίμηση των ρωσικών κινήτρων και στόχων στις αναφερόμενες διαβουλεύσεις με την Τουρκία.
Ο Αβάτκωφ προσθέτει τις πληροφορίες ότι οι δύο χώρες και η τουρκική κοινή γνώμη αντιτίθενται στα αμερικανικά σχέδια διαίρεσης της Συρίας και ότι ο τουρκικός πληθυσμός φαίνεται να βλέπει θετικά τη ρωσική στάση στο θέμα της Συρίας. Επίσης ότι «μερικοί στο τουρκικό στράτευμα ευνοούν την ενίσχυση των δεσμών της Τουρκίας με τη Ρωσία» και ότι η ιδέα αγοράς ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων επανήλθε στην επιφάνεια.
Αναφέρει ότι «η Ρωσία ούτε αντιτάχθηκε αλλά ούτε εξέφρασε στήριξη στη τουρκική επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη», συνεχίζει όμως με την αντίφαση «αλλά φαίνεται πως στις συνομιλίες οι Πούτιν και Ερντογάν κατέληξαν σε κάποια συμφωνία επί του θέματος».
Κατά τον Αβάτκωφ « είναι σημαντικό να καθιερωθεί μια καλή επικοινωνία μεταξύ Ρώσων και Τούρκων επιτελών των Ε.Δ. και των Μυστικών Υπηρεσιών» και ότι «αυτό θα αποτελούσε πρώτη ένδειξη σταθεροποίησης των διμερών σχέσεών τους και βελτίωσης της περιφερειακής σταθερότητας».
Συνεχίζοντας (με νεφέλωμα διπλωματικών διατυπώσεων και ασάφειας) αναφέρει ότι « η Μόσχα βλέπει την Τουρκία ως μαχόμενη σε αναζήτηση της νέας ταυτότητάς της» και ότι «αυτή η δύσκολη μάχη και αναζήτηση περιλαμβάνει συλλήψεις εκείνων που αντιτίθενται στη «Νέα Τουρκία» και στην πολιτική του Ερντογάν ότι τα σύνορα πού επιβλήθηκαν με την συνθήκη της Λωζάννης δεν ανταποκρίνονται με τις φιλοδοξίες της Τουρκίας στον Νότο και στη Δύση».
«Υπάρχει –προσθέτει αινιγματικά- μια γνώμη στη Ρωσία ότι η ανάμειξη σ’ αυτές τις διαδικασίες ενδόμυχης αναζήτησης θα ηύξανε την αστάθεια σε μιαν ήδη ασταθή περιοχή.»
Και ο Τουρκολόγος Διευθυντής του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών στη Μόσχα καταλήγει με τον ακόλουθο Δελφικό χρησμό:
«Η ενίσχυση της ανεξάρτητης πολιτικής της Τουρκίας έχει τα ρίσκα της για όλους τους μείζονες παίκτες. Η Μόσχα ελπίζει για περισσότερη διαφάνεια στη συνεργασία. Ιστορικά, η Τουρκία βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών διαδρόμων. Τα γεωπολιτικά δεδομένα δεν είναι πιθανό να μεταβληθούν. Είναι όμως δυνατό να επηρεασθούν οι προοπτικές της εξέλιξης.»
Ομολογεί έτσι ο Αβάτκωφ στην κατακλείδα του άρθρου τη φροντίδα του να μην επηρεάσει αρνητικά «τις προοπτικές της εξέλιξης» κατά τις στοχεύσεις της ρωσικής διπλωματίας. Γεγονός που ενισχύει τα προηγούμενα σαφέστερα συμπεράσματα στην ανάλυση του υπογράφοντος.
Τα οποία βέβαια μένουν προς επαλήθευση από τις μελλούμενες εξελίξεις και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αποτελέσουν σκεπτικό εφησυχασμού των υπευθύνων για την εδαφικήν ακεραιότητα της χώρας μας.
Βέβαιο είναι, σε τελευταία ανάλυση, ότι η Ρωσία κάνει τις επιλογές της με αποκλειστικό κριτήριο το εθνικό της συμφέρον. Στην οριοθέτηση του οποίου θα ήταν όμως παράδοξο να περιφρονεί το ασφαλές κεφάλαιο τής –πέραν εφήμερων εγκάθετων κυβερνήσεων- ακατάλυτης πνευματικής συγγένειας και φιλίας του ελληνικού λαού προς το ομόδοξο και παραδοσιακά σύμμαχο έθνος..
Και η προχθεσινή ανατομική ανάλυση των οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, από τον Τούρκο δημοσιογράφο Ζουλφικάρ Ντογκάν, κατέστησε το αίνιγμα σκοτεινότερο, αποκαλύπτοντας ότι τα ρωσικά αντίποινα για την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου εξακολουθούν να πλήττουν βαρύτατα την τουρκική οικονομία. Σε βαθμό που, η άρση τους με το σταγονόμετρο και σε αραιές δόσεις, να έχει οδηγήσει τους Τούρκους αρμόδιους σε απόγνωση και απειλές αντιποίνων!
Πως άραγε εξηγείται αυτή η αντίφαση μεταξύ οικονομικού και γεωπολιτικού προσώπου της Ρωσίας απέναντι στη Τουρκία;
Το πρόβλημα πρέπει να απασχολεί από μηνών κάθε ανήσυχο παρατηρητή των καθημερινών εξελίξεων σ’ αυτήν την Λυδία Λίθο τριβής και ελληνικών ζωτικών συμφερόντων: την πολυεθνική σύρραξη της Συρίας.
Ευεξήγητη έμοιαζε στην αρχή η ρωσική ανοχή στους τουρκικούς βομβαρδισμούς κάλυψης ισλαμικών επιθέσεων εναντίον της κουρδικής πολιτοφυλακής, στη προώθηση τουρκικών τεθωρακισμένων και κατάληψη ζώνης αρχικά 10 χιλιομέτρων και βαθμιαία μέχρι και 100 στο εσωτερικό της Συρίας και στην αεροπορική υποστήριξη αντικουρδικών επιχειρήσεων στη ζώνη του Ευφράτη:
Από την σκοπιά της Μόσχας, οι Κούρδοι εισέπρατταν το τίμημα της προσφοράς αεροπορικής βάσεως στις ΗΠΑ εναντίον ουσιαστικά της ρωσικής παρουσίας στη Συρία, όταν μάλιστα η Ρωσία είχε προηγουμένως εφοδιάσει το ΡΚΚ με βαρύ οπλισμό εναντίον της τουρκικής καταπίεσης, τον γενοκτονικό χαρακτήρα της οποίας μόνον Ρώσοι απεσταλμένοι στις επαρχίες της κουρδικής εθνοκάθαρσης και το ρωσικό δίκτυο ΡΤ είχαν προβάλλει και καταγγείλει διεθνώς.
Εάν αυτές οι τουρκικές επιδρομές εναντίον των Κούρδων, των μόνων αξιόμαχων συμμάχων των ΗΠΑ στη Συρία, υπέσκαπταν περισσότερο τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, η εξέλιξη θα ήταν βεβαίως ευπρόσδεκτη για τη Ρωσία, αφού μπορεί και να έκλεινε τη Μαύρη Θάλασσα στους Νατοϊκούς στόλους και να αραίωνε τις τάξεις των αντιπάλων της στον ολοένα δριμύτερα απειλούμενο πόλεμο των Ατλαντικών εναντίον της.
Οι εξελίξεις όμως στα μετόπισθεν αυτής της εστίας αξίωναν μιαν προσεκτικότερη ανάλυση. Και σ’ αυτές τις εξελίξεις εξέχουν:
–Αφ’ ενός, οι ολοένα απειλητικότερες εκρήξεις της αυτοκρατορικής μεγαλομανίας του Ερντογάν προς όλους τους γείτονες, έμπρακτα εκφραζόμενες – στον εικαζόμενο πιο ευάλωτο – με προκλητικές ΝΟΤΑΜ , εικονικές αεροπορικές επιδρομές και στρατιωτική προπαρασκευή εναντίον της ελληνικής επικράτειας.
–Και αφ’ ετέρου, με επαναλαμβανόμενες συναντήσεις και μυστικές συσκέψεις στην Μόσχα Τούρκων υψηλών αξιωματούχων των Ενόπλων Δυνάμεων και της Μυστικής Υπηρεσίας με Ρώσους ομολόγους τους, η πιο πρόσφατη των οποίων πραγματοποιήθηκε στις αρχές του μηνός.
Αυτή η μυστική νευραλγική διαβούλευση στη Μόσχα, προφανώς γεωπολιτικής ευρύτητας πέραν του Συριακού πεδίου, εξελισσόμενη παράλληλα με τον νέο-αυτοκρατορικό αφηνιασμό του Ερντογάν απροκάλυπτα εναντίον της χώρας μας, θα όφειλε να κινεί σε εντονότατο προβληματισμό όλους τους γείτονες της Τουρκίας, αλλά ειδικότερα σε ελληνικά διπλωματικά διαβήματα ενημέρωσης από τη Μόσχα -εάν η Ελλάδα διέθετε κυβέρνηση ελληνική , ή διπλωματική υπηρεσία ικανή να λειτουργήσει με εθνική (επαναστατική) αυτενέργεια, η Τύπο που θα έσπευδε να αναπληρώσει αυτές τις ελλείψεις…
Ελλείψει αυτών των στοιχειωδών εθνικών εφοδίων και προϋποθέσεων αυτασφάλισης, απομένει η καταφυγή στη λογική επεξεργασία των διαθέσιμων πληροφοριών υπό το φως της ιστορίας, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας του κινδύνου..
Το σημερινό και υπό αίρεσιν σχετικό σκεπτικό του υπογράφοντος είναι το εξής:
Το στρατηγικό τρίπτυχο στόχων της ρωσικής ηγεσίας, κατά την σημερινή τεκτονικά μεταβατική φάση της παγκόσμιας ιστορίας, όπως προκύπτει από τις εξελίξεις της τετραετίας, είναι:
1.- Να προστατέψει, εν ανάγκη και ένοπλα, τα συμφέροντα εθνικής της ασφάλειας, στην Μαύρη Θάλασσα (Κριμαία) και Ανατολική Μεσόγειο (Βάση/σεις Συρίας)
2.-Να αποτρέψει, με διπλωματία αγοράς χρόνου και -εν ανάγκη- με τακτικές υποχωρήσεις, την έκρηξη του 3ου Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο οι δυνάμεις της «παγκόσμιας νέο-Μεσαιωνικής φεουδαρχίας» έχουν εναποθέσει τις φθίνουσες ελπίδες τους.
3.- Να αξιοποιήσει τα κατακτώμενα περιθώρια χρόνου με την ενίσχυση του αμυντικού της οπλοστασίου, των πλεγμάτων συμμαχιών της και της αμυντικής οικονομίας της και –αντίστοιχα- να λιπάνει τις διεργασίες διάβρωσης και αποσύνθεσης της επιθετικής εναντίον της συμπαράταξης.
Με οδηγό αυτή τη διαφαινόμενη στρατηγική-σωτηρίας ενώπιον της ατλαντικής πολυσχιδούς επιθετικότητας, πού έχει επαναφέρει γερμανικά τεθωρακισμένα στα σύνορά της Ρωσίας και πυρηνικούς εν δυνάμει πυραύλους των ΗΠΑ στη Ρουμανία, στην Τσεχία και στην Πολωνία, και αυτή, η προφανώς ευρύτερη μυστική ρωσο-τουρκική γεωπολιτική διαβούλευση, δύο νομοτελειακά αντιπάλων δυνάμεων, προσλάμβανε , λογικά, τα χαρακτηριστικά τακτικισμού.
Δεν έχει συμφέρον η Ρωσία, αυτήν ιδιαίτερα την περίοδο διεθνούς αναβρασμού και ανακατατάξεων, να «κόψει τον βήχα» στις νέο-Οθωμανικής φαντασιώσεις του Ερντογάν και των σμπίρων του, εφ’ όσον αυτές παραμένουν στο στάδιο της ονείρωξης και των βολιδοσκοπήσεων και δεν μετουσιώνονται σε πράξεις –που λ.χ. στο Αιγαίο θ’ αποτελούσαν, μέσο-μακροπρόθεσμα, μια σοβαρότατη απειλή για την ρωσική πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν βλάπτει στο παραμικρό τη Ρωσία η «παθητική συμμετοχή» σ’ αυτόν τον διάλογο, η αινιγματική «σοβαρή ακρόαση» των τουρκικών προτάσεων για –λόγου χάριν- διανομή ζωνών επιρροής στη Μέση Ανατολή, κοινή στάση στο Κουρδικό, «τουρκικών δικαιωμάτων» στο Αιγαίο, συσχετισμό Κριμαίας με Θράκη, και κατεχόμενης Κύπρου με Ντονμπάς και αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων. Αρκεί ο διάλογος να παρατείνεται, χωρίς να καταλήγει στο δια ταύτα, να δηλητηριάζει και υποσκάπτει τις σχέσεις της Άγκυρας με το Βερολίνο και το ατλαντικό στρατόπεδο γενικότερα και να ενισχύει την προστατευτική έλξη της Μόσχας για τους γείτονες της Τουρκίας.
Ρωσική τακτική μη- εναντίωσης στις βολιδοσκοπήσεις της Τουρκίας -ή και σε εκβιαστικά παίγνια έναντι των συμμάχων της- για κερδοσκοπική διεύρυνση του γεωπολιτικού πεδίου δράσεως της πέραν των οριοθετήσεων της Νατοϊκής πειθαρχίας, είναι εν κατακλείδι το συμπέρασμα της ως άνω ερμηνευτικής ανάλυσης του αινίγματος των μυστικών διαβουλεύσεων γεωπολιτικού, όπως εικάζεται, συντονισμού δύο χωρών με ιστορικό εχθρότητας και φυσιολογικά αγεφύρωτες διαφορές.
. . . . .
Σ’ ενθάρρυνση δημοσίευσης αυτής της ανάλυσης ήρθε άρθρο του Τουρκολόγου και διευθυντή του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών στη Μόσχα Βλαντιμίρ Αβάτκοφ, που δημοσιεύθηκε στο ρωσικό κεφάλαιο του ηλεκτρονικού δελτίου Al Monitor.
Εκτενέστερη του παρόντος και σε ευνόητα ομιχλώδη διατύπωση, η έκθεση του κ. Αβάτκωφ, δεν αναιρεί την ανωτέρω εκτίμηση των ρωσικών κινήτρων και στόχων στις αναφερόμενες διαβουλεύσεις με την Τουρκία.
Ο Αβάτκωφ προσθέτει τις πληροφορίες ότι οι δύο χώρες και η τουρκική κοινή γνώμη αντιτίθενται στα αμερικανικά σχέδια διαίρεσης της Συρίας και ότι ο τουρκικός πληθυσμός φαίνεται να βλέπει θετικά τη ρωσική στάση στο θέμα της Συρίας. Επίσης ότι «μερικοί στο τουρκικό στράτευμα ευνοούν την ενίσχυση των δεσμών της Τουρκίας με τη Ρωσία» και ότι η ιδέα αγοράς ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων επανήλθε στην επιφάνεια.
Αναφέρει ότι «η Ρωσία ούτε αντιτάχθηκε αλλά ούτε εξέφρασε στήριξη στη τουρκική επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη», συνεχίζει όμως με την αντίφαση «αλλά φαίνεται πως στις συνομιλίες οι Πούτιν και Ερντογάν κατέληξαν σε κάποια συμφωνία επί του θέματος».
Κατά τον Αβάτκωφ « είναι σημαντικό να καθιερωθεί μια καλή επικοινωνία μεταξύ Ρώσων και Τούρκων επιτελών των Ε.Δ. και των Μυστικών Υπηρεσιών» και ότι «αυτό θα αποτελούσε πρώτη ένδειξη σταθεροποίησης των διμερών σχέσεών τους και βελτίωσης της περιφερειακής σταθερότητας».
Συνεχίζοντας (με νεφέλωμα διπλωματικών διατυπώσεων και ασάφειας) αναφέρει ότι « η Μόσχα βλέπει την Τουρκία ως μαχόμενη σε αναζήτηση της νέας ταυτότητάς της» και ότι «αυτή η δύσκολη μάχη και αναζήτηση περιλαμβάνει συλλήψεις εκείνων που αντιτίθενται στη «Νέα Τουρκία» και στην πολιτική του Ερντογάν ότι τα σύνορα πού επιβλήθηκαν με την συνθήκη της Λωζάννης δεν ανταποκρίνονται με τις φιλοδοξίες της Τουρκίας στον Νότο και στη Δύση».
«Υπάρχει –προσθέτει αινιγματικά- μια γνώμη στη Ρωσία ότι η ανάμειξη σ’ αυτές τις διαδικασίες ενδόμυχης αναζήτησης θα ηύξανε την αστάθεια σε μιαν ήδη ασταθή περιοχή.»
Και ο Τουρκολόγος Διευθυντής του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών στη Μόσχα καταλήγει με τον ακόλουθο Δελφικό χρησμό:
«Η ενίσχυση της ανεξάρτητης πολιτικής της Τουρκίας έχει τα ρίσκα της για όλους τους μείζονες παίκτες. Η Μόσχα ελπίζει για περισσότερη διαφάνεια στη συνεργασία. Ιστορικά, η Τουρκία βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών διαδρόμων. Τα γεωπολιτικά δεδομένα δεν είναι πιθανό να μεταβληθούν. Είναι όμως δυνατό να επηρεασθούν οι προοπτικές της εξέλιξης.»
Ομολογεί έτσι ο Αβάτκωφ στην κατακλείδα του άρθρου τη φροντίδα του να μην επηρεάσει αρνητικά «τις προοπτικές της εξέλιξης» κατά τις στοχεύσεις της ρωσικής διπλωματίας. Γεγονός που ενισχύει τα προηγούμενα σαφέστερα συμπεράσματα στην ανάλυση του υπογράφοντος.
Τα οποία βέβαια μένουν προς επαλήθευση από τις μελλούμενες εξελίξεις και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αποτελέσουν σκεπτικό εφησυχασμού των υπευθύνων για την εδαφικήν ακεραιότητα της χώρας μας.
Βέβαιο είναι, σε τελευταία ανάλυση, ότι η Ρωσία κάνει τις επιλογές της με αποκλειστικό κριτήριο το εθνικό της συμφέρον. Στην οριοθέτηση του οποίου θα ήταν όμως παράδοξο να περιφρονεί το ασφαλές κεφάλαιο τής –πέραν εφήμερων εγκάθετων κυβερνήσεων- ακατάλυτης πνευματικής συγγένειας και φιλίας του ελληνικού λαού προς το ομόδοξο και παραδοσιακά σύμμαχο έθνος..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου