Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Τρομοκρατία στην Δυτική Ευρώπη: οι μυστικοί (stay-behind) στρατοί του ΝΑΤΟ


Terrorism in Western Europe: An Approach to NATO’s Secret Stay-Behind Armies
Τρομοκρατία στην Δυτική Ευρώπη: οι μυστικοί (stay-behind) στρατοί του ΝΑΤΟ
Του Daniele Ganser στο περιοδικό :
The Whitehead Journal of Diplomacy and International Relations, Winter/Spring 2005


Ο Daniele Ganser είναι Ελβετός ιστορικός. Οι μελέτες του επικεντρώνονται σε θέματα γεωστρατηγικής, οικονομικής πολιτικής,  μυστικού πολέμου, και πολέμου για τους φυσικούς πόρους. Διδάσκει στα πανεπιστήμια του St. Galen και της Βασιλείας. Είναι ιδρυτής και διευθυντής του Swiss Institute for Peace and Energy Research (SIPER), στην Βασιλεία.

Αποσπάσματα

Εισαγωγή

Πρόσφατη έρευνα έχει αποκαλύψει πως κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχαν μυστικοί στρατοί στην δυτική Ευρώπη. Ήταν συντονισμένοι από το ΝΑΤΟ, και ήταν οργανωμένοι από τις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες της κάθε χώρας, σε στενή συνεργασία με την αμερικάνικη CIA και την αγγλική SIS ή MI6. Εκπαιδεύονταν μαζί με τα πράσινα μπερέ των ΗΠΑ και την βρετανική Special Air Service (SAS). Αυτοί οι μυστικοί στρατιώτες του ΝΑΤΟ, είχαν στην διάθεση τους μυστικές υπόγειες αποθήκες όπλων, προετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τόσο μια πιθανή εισβολή των Σοβιετικών και κατοχή της δυτικής Ευρώπης, όσο και την άνοδο στην εξουσία των κομμουνιστικών κομμάτων. Το μυστικό διεθνές δίκτυο κάλυπτε τις ευρωπαϊκές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, και περιελάμβανε τις χώρες: Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ισπανία και Τουρκία, όπως και τις ουδέτερες χώρες: Αυστρία, Φινλανδία, Σουηδία και Ελβετία.

Η ύπαρξη αυτών των μυστικών στρατών του ΝΑΤΟ ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό μέχρι το 1990, όταν ο πρώτος κλάδος αυτού του διεθνούς δικτύου είχε αποκαλυφθεί στην Ιταλία. Είχε το κωδικό όνομα «Gladio», που στα λατινικά σημαίνει το μικρό δίκοπο σπαθί. Και ενώ στον τύπο διαδιδόταν ο ισχυρισμός πως οι μυστικοί στρατοί του ΝΑΤΟ ήταν «το καλύτερα κρυμμένο, και το πιο επιζήμιο, πολιτικό-στρατιωτικό μυστικό, μετά το το τέλος του β’ΠΠ», η ιταλική κυβέρνηση, εν μέσω οξείας δημόσιας κριτικής, είχε υποσχεθεί να καταργήσει τον μυστικό στρατό. Η Ιταλία επέμενε ότι μυστικοί στρατοί με την ίδια δομή υπήρχαν σε όλες τις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Ο ισχυρισμός αποδείχθηκε ορθός, και η έρευνα που ακολούθησε έδειξε πως στο Βέλγιο ο μυστικός στρατός είχε το κωδικό όνομα SDRA8, στην Δανία Absalon, στην Γερμανία TD BDJ, στην Ελλάδα ΛΟΚ, στο Λουξεμβούργο Stay-Behind, στην Ολλανδία I&O, στην Νορβηγία ROC, στην Πορτογαλία Aginter, στην Ελβετία P26, στην Τουρκία Counter-Guerrilla και στην Αυστρία OWSGV. Τα κωδικά ονόματα των μυστικών στρατών στις χώρες: Γαλλία, Φινλανδία, Ισπανία και Σουηδία, παραμένουν άγνωστα.
Όταν μαθεύτηκε πως η ύπαρξη των μυστικών στρατών αποκαλύφθηκε, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα, όπου ασκούσε έντονη κριτική για το γεγονός:
Αυτές οι οργανώσεις  δρούσαν και συνεχίζουν να δρουν εκτός νόμου, αφού δεν υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, και καλούμε προς πλήρη διερεύνηση της φύσης, της δομής, των σκοπών και όλων των άλλων πτυχών αυτών των μυστικών οργανώσεων.
Μόνο η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ελβετία διεξήγαν κοινοβουλευτικό έλεγχο, ενώ η κυβέρνηση του George H.W. Bush αρνήθηκε να σχολιάσει, καθώς βρισκόταν σε φάση προετοιμασίας για τον πόλεμο εναντίον του Saddam Hussein στον Περσικό Κόλπο, και φοβόταν τυχόν ζημιές για την συμμαχία.
Μετά τον β’ΠΠ, η ιδέα δημιουργίας μυστικών στρατών στηριζόταν στον φόβο της εισβολής των κομμουνιστών ή της ανάληψης της εξουσίας από τα κομμουνιστικά κόμματα, και κατά συνέπεια την κατάληψη της δυτικής Ευρώπης. Το δίκτυο σχεδιάστηκε με βάση τη βρετανική Special Operations Executive (SOE), που είχε συσταθεί από τον Winston Churchill το 1940, και είχε σκοπό την στήριξη των κινημάτων αντίστασης, όπως και την διεξαγωγή σαμποτάζ σε εχθρικές περιοχές. Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήχθη στο Βέλγιο, προέκυψε πως η προετοιμασία για τον ανορθόδοξο πόλεμο είχε συνεχιστεί και μετά τον β’ΠΠ, και είχε προηγηθεί της δημιουργίας του ΝΑΤΟ. Μέχρι το 1948, η Clandestine Committee of the Western Union (CCWU) (μυστική επιτροπή της δυτικής ένωσης), έφερνε σε επαφή τους αξιωματικούς των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών των χωρών της Ευρώπης, με σκοπό τον συντονισμό του μυστικού πολέμου κατά των κομμουνιστών. Μετά την δημιουργία του ΝΑΤΟ το 1949, η CCWU είχε ενσωματωθεί μυστικά στο ΝΑΤΟ, και μέχρι το 1951 επιχειρούσε με το όνομα Clandestine Planning Committee (CPC). Πέραν από την CPC, ένα δεύτερο κέντρο στρατιωτικής διοίκησης, το Allied Clandestine Committee (ACC), είχε ιδρυθεί το 1957, και ήταν κάτω από την διοίκηση του Supreme Allied Commander in Europe (SACEUR). Αυτή η στρατιωτική δομή παρείχε σημαντική στήριξη από πλευρά των ΗΠΑ, στα μυστικά δίκτυα stay-behind, καθώς ο SACEUR ήταν παραδοσιακά στρατηγός από τις ΗΠΑ, ο οποίος έδινε αναφορά στο Πεντάγωνο, και έχει την βάση του στο Supreme Headquarters Allied Powers Europe (SHAPE), στην πόλη Mons του Βελγίου. Τα καθήκοντα του ACC, ήταν η οργάνωση του δικτύου, η διατήρηση της μυστικότητας, και οργάνωση βάσεων στην Βρετανία και ΗΠΑ. Σε περίοδο πολέμου τα καθήκοντα ήταν ο σχεδιασμός των stay-behind επιχειρήσεων σε συνεργασία με το SHAPE. Σύμφωνα με τον πρώην διοικητή της CIA, William Colby, αυτό ήταν «μείζον πρόγραμμα».
Με σκοπό να εξασφαλισθεί μια ισχυρή αντικομμουνιστική ιδεολογία των στρατευμένων, η CIA και η MI6 βασίζονταν σε άνδρες της συντηρητικής πολιτικής δεξιάς. Σε μερικές περιπτώσεις είχαν στρατολογηθεί πρώην ναζί και δεξιοί τρομοκράτες. Μετά την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», που ξέσπασε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά την 11 Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ, την προσοχή προσελκύουν και πάλι μυστικά εξτρεμιστικά δίκτυα που είναι ικανά για βιαιότητες. Ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Jemals Islamiah στην Ινδονησία, η Hamas στην Παλαιστίνη, ή παραλλαγές της διεθνούς Al Qaida του Osama Bin Laden, όπως και αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Fuerzas Armadas Revolucionarias de Columbia (FARC) στην Κολομβία, βρίσκονται πάλι στο επίκεντρο της προσοχής. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ανακαλύπτονται και πάλι οι μυστικοί στρατοί του ΝΑΤΟ. Δυο ερωτήματα κυριαρχούν στην έρευνα για το θέμα. Πρώτον: σε ποιες χώρες υπήρξαν μυστικοί στρατοί; Και το δεύτερο: ήταν ή είναι συνδεδεμένοι με τρομοκρατικές ενέργειες; Το δεύτερο ερώτημα παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία, καθώς οι ερευνητές συναντούν πολλά εμπόδια, μεταξύ των οποίων η καταστροφή του σχετικού υλικού ή μη διαθεσιμότητα του καθότι αποτελεί κρατικό μυστικό. Αυτό που ακολουθεί επομένως, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί διεξοδική ανάλυση των μυστικών στρατών του ΝΑΤΟ, αλλά μια πρώτη, γενική επισκόπηση των διαφόρων εθνικών κλάδων, όπως και περίληψη των αναφορών που υποδεικνύουν την σχέση των στρατών αυτών με την τρομοκρατία.
ΙΤΑΛΙΑ

Την ύπαρξη του μυστικού στρατού του ΝΑΤΟ ανακάλυψε ο Ιταλός δικαστής Felice Casson. Το καλοκαίρι του 1990 στην Ρώμη, ενώ διερευνούσε τα στοιχεία που αφορούσαν τρομοκρατικές ενέργειες ακροδεξιών, βρήκε στα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών του στρατού στοιχεία για την ύπαρξη του μυστικού στρατού. Είχε συμπεράνει ότι στην Ιταλία υπήρχε ξεκάθαρη σύνδεση με τρομοκρατικές ενέργειες. Κατά την διάρκεια του β’ΠΠ οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία φοβόντουσαν το ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα της Ιταλίας PCI, το οποίο σε συμμαχία με το σοσιαλιστικό κόμμα PSI, θα μπορούσε να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ από μέσα. Όπως εξήγησε ο δικαστής Casson σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC για το σχέδιο Gladio, είχε εφαρμοστεί μια στρατηγική έντασης με σκοπό να αποδυναμωθούν τα κόμματα της αριστεράς, στην Ιταλία και αλλού.
Η καλύτερα τεκμηριωμένη περίπτωση αυτής της περίπλοκης και δαιμονικής στρατηγικής της εντάσεως, έλαβε χώρα σύμφωνα με τον Casson στο χωριό Peteano, όπου το 1972, τρία μέλη της ιταλικής αστυνομίας, των Carabinieri, είχαν σκοτωθεί από βόμβα τοποθετημένη σε αυτοκίνητο. Για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη ότι την ευθύνη μια αριστερή οργάνωση, η ερυθρή ταξιαρχία, μέχρι που ο Casson άνοιξε και πάλι την υπόθεση. Τότε λοιπόν ανακάλυψε πως την βομβιστική επίθεση είχε διενεργήσει ο ακροδεξιός τρομοκράτης  Vincenzo Vinciguerra. Ο  Casson διάταξε την σύλληψη του. Σε δίκη που έγινε το 1984, ο Vinciguerra ομολόγησε πως του ήταν σχετικά εύκολο να διαφύγει και να κρυφτεί, γιατί μεγάλα τμήματα των δυνάμεων ασφαλείας στην Ιταλία μοιράζονται τις αντικομμουνιστικές του πεποιθήσεις. Και για τον λόγο αυτό υποστήριζαν σιωπηρά τα εγκλήματα που μείωναν την αριστερά. Μετά την βομβιστική επίθεση, ο Vinciguerra λέει:
«Είχε κινηθεί ολόκληρος ο μηχανισμός... οι Carabinieri, ο υπουργός εσωτερικών, οι τελωνειακές αρχές, και οι μυστικές υπηρεσίες, πολιτικές και στρατιωτικές, είχαν αποδεχθεί την ιδεολογική λογική της επίθεσης».
 Ο Vinciguerra είχε δώσει μια εξήγηση στην δίκη του, το 1984:
«Με το μακελειό στο Peteano, και με όλα αυτά που ακολούθησαν, θα πρέπει να έχει γίνει σαφές, πως υπήρξε μια ζωντανή δομή, απόκρυφη και μυστική, με δυνατότητα να δίνει στρατηγική σημασία σε εγκληματικές ενέργειες. Αυτή η δομή βρίσκεται εντός του ίδιου του κράτους. Στην Ιταλία υπάρχει μια μυστική δύναμη παράλληλη προς τον στρατό, που αποτελείται από πολίτες και στρατιωτικούς, με αντισοβιετική ετοιμότητα, που σημαίνει ότι μπορούν να οργανώσουν αντίσταση στα εδάφη της Ιταλίας εναντίον του Ρωσικού στρατού.
Αυτή η ομολογία του Vinciguerra αποκάλυψε την ύπαρξη του μυστικού στρατού Gladio, και τον συνέδεσε με την τρομοκρατία, επιμένοντας, πως αυτό που περιέγραφε ήταν «μια μυστική οργάνωση, μια υπέρ-οργάνωση με ένα δίκτυο επικοινωνιών, όπλων και εκρηκτικών, με άνδρες εκπαιδευμένους να τα χρησιμοποιήσουν». Ο ακροδεξιός τρομοκράτης Vinciguerra επέμεινε, πως:
«αυτή η υπέρ-οργάνωση, επειδή η σοβιετική εισβολή δεν συνέβη, ούτε ήταν αναμενόμενο να συμβεί, έλαβε την εντολή από το ΝΑΤΟ, να λειτουργήσει προληπτικά, ώστε να αποφευχθεί η ολίσθηση προς τα αριστερά εντός της χώρας. Αυτό το έκαναν με την βοήθεια των επίσημων μυστικών υπηρεσιών και της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.»
Βασιζόμενοι στην μαρτυρία του Vinciguerra και τα ευρήματα του Casson, πολυάριθμοι Ιταλοί, πάνω απ’ όλα πολιτικοί της αριστεράς, είναι πεπεισμένοι πως η Gladio ήταν τρομοκρατική οργάνωση, και πως CIA και NATO είχαν υποστηρίξει την τρομοκρατία στην χώρα. Με την στήριξη του δικαστή Casson, μια ομάδα Ιταλών βουλευτών, κάτω από την προεδρία του Giovanni Pellegrini, είχαν διερευνήσει την υπόθεση Gladio και το 1995 εξέδωσαν μια δημόσια αναφορά 370 σελίδων, όπου με προσεκτικό τρόπο δηλώνουν ότι «η CIA απολάμβανε ύψιστη μυστικότητα» στην Ιταλία κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ένας δεύτερος κοινοβουλευτικός έλεγχος το 2000, που διενεργήθηκε από την αριστερή Gruppo Democratici di Sinistra, συμπέρανε χωρίς περιστροφές, πως η στρατηγική της εντάσεως είχε υποστηριχθεί από τις ΗΠΑ για «να αποτρέψει το PCI, και ως ένα βαθμό το PSI, από το να αναρριχηθεί στην εξουσία».
«Αυτά τα μακελειά, αυτές οι βόμβες, οι στρατιωτικές επιθέσεις, είχαν οργανωθεί ή υποστηριχθεί από άνδρες εντός των θεσμών του ιταλικού κράτους, και όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, από άνδρες που είχαν σχέσεις με τις δομές των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ.»
Ο στρατηγός Giandelio Maletti, πρώην αρχηγός της ιταλικής αντικατασκοπίας, είχε επιβεβαιώσει τον Μάρτιο του 2001, ότι η CIA μάλλον είχε προωθήσει την τρομοκρατία στην Ιταλία. Μετά το μακελειό στην Piazza Fontana, που έλαβε χώρα το 1969, και όπου σκοτώθηκαν 16 και τραυματίστηκαν 80 άνθρωποι, τμήματα της βόμβας είχαν τοποθετηθεί στο σπίτι του γνωστού αριστερού εκδότη Giangiacomo Feltrinelli, για να κατηγορηθούν οι κομμουνιστές για την επίθεση. «Είχε δημιουργηθεί η εντύπωση, πως οι Αμερικανοί θα έκαναν τα πάντα, προκειμένου να αποτρέψουν την  διολίσθηση της Ιταλίας προς την αριστερά», εξήγησε ο Maletti. Και συμπέρανε:
«Η CIA, ακολουθώντας διαταγές της κυβέρνησης της ήθελε να δημιουργήσει ένα ιταλικό εθνικισμό ικανό να αποτρέψει την διολίσθηση προς την αριστερά, και για να πετύχει τον σκοπό αυτό, χρησιμοποίησε μάλλον ακροδεξιά τρομοκρατία... Μην ξεχνάμε ότι ο Νίξον ήταν τότε πρόεδρος, και ο Νίξον ήταν περίεργος άνθρωπος. Ιδιοφυής πολιτικός με μάλλον ανορθόδοξες μεθόδους». 
ΕΛΛΑΔΑ

Για να αποφευχθεί η ανάληψη της εξουσίας από την ελληνική κομμουνιστική αντίσταση μετά το τέλος του β’ΠΠ, ο Βρετανός πρωθυπουργός Winston Churchill είχε διατάξει την δημιουργία ενός μυστικού στρατού στην Ελλάδα, προς το τέλος του 1944. Αυτός ο στρατός έγινε γνωστός με το όνομα Λόχος Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ). Για να εγγυηθεί ότι τα μέλη του είναι αυστηρώς αντικομμουνιστές, ο διοικητής του ΛΟΚ, στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, είχε αποκλείσει «σχεδόν όλους τους άνδρες με απόψεις που κυμαίνονταν από μετρίως συντηρητικές μέχρι αριστερές».
Όταν η Ελλάδα έγινε μέλος του ΝΑΤΟ το 1952, ο ΛΟΚ υπό την διοίκηση του Παπάγου είχαν ενσωματωθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο stay-behind. Στις 25 Μαρτίου 1955, η CIA και ο ΛΟΚ, είχαν επισφραγίσει την αμοιβαία συνεργασία τους με ένα μυστικό έγγραφο το οποίο είχαν υπογράψει ο Αμερικανός στρατηγός Trascott για την CIA και Κωνσταντίνος Δόβας, αρχηγός του ελληνικού στρατού. Ο Βρετανός δημοσιογράφος Peter Murtagh βρήκε:
«Οι Δυνάμεις Καταδρομών είναι ο ελληνικός βραχίονας του μυστικού πανευρωπαϊκού δικτύου που είχε δημιουργηθεί το 1950 από το ΝΑΤΟ και την CIA, και το οποίο ελέγχεται από το αρχηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες από την Allied Coordination Committee».
Λέει επίσης:

«Η ιδέα πίσω από την δημιουργία του  δικτύου, είναι ότι θα επιχειρεί ως stay-behind δύναμη μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Ευρώπη. Θα συντονίζει τον ανταρτοπόλεμο στις υπό κατάληψη χώρες και θα διατηρεί επαφή με τις εξόριστες κυβερνήσεις».
Πέραν της προετοιμασίας για την εισβολή των Σοβιετικών, η CIA είχε δώσει οδηγίες στον ΛΟΚ να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας από τους αριστερούς. Σύμφωνα με τον πρώην πράκτορα της CIA Philipp Agee:
Ο Ελληνοαμερικανός αξιωματικός της CIA είχε επιστρατεύσει ομάδες Ελλήνων πολιτών που συμμετείχαν σε αυτό που η CIA ονόμαζε «πυρήνα επιστράτευσης στρατού πολιτών εναντίον της απειλής ενός πραξικοπήματος των αριστερών».
Στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, οι ομάδες stay-behind, ήταν εξοπλισμένες με ελαφρύ οπλισμό, που ήταν κρυμμένος σε κρησφύγετα. Ο Agee συνεχίζει:
«Οι ομάδες ανταρτοπολέμου είχαν αυτόματα όπλα, όπως και ελαφρύ οπλισμό. Τα όπλα ήταν αποθηκευμένα σε διάφορα μέρη. Τα περισσότερα σε αποθήκες κάτω από το έδαφος και σε σπηλιές. Κάθε μέλος αυτών των παραστρατιωτικών ομάδων γνώριζε που βρίσκεται αυτός ο οπλισμός, ώστε να είναι σε θέση να βρίσκεται στο καθορισμένο σημείο, χωρίς να λάβει συγκεκριμένη διαταγή.
Ο Agee, ο οποίος εισέπραξε αυστηρή κριτική από τις ΗΠΑ, επειδή αποκάλυψε ευαίσθητο υλικό, επιμένει:
«παραστρατιωτικές ομάδες, καθοδηγούμενες από αξιωματικούς της CIA, επιχειρούσαν την δεκαετία του ’60 στην Ευρώπη, τονίζοντας, πως καμιά άλλη ενέργεια της CIA δεν μπορεί να συνδεθεί πιο ξεκάθαρα με εσωτερική υπονόμευση».
Υπάρχει η πιθανότητα ότι ο ΛΟΚ ήταν άμεσα αναμεμιγμένος με το πραξικόπημα του 1967, που έλαβε χώρα ένα μήνα πριν τις προγραμματισμένες εκλογές. Τα δεδομένα από δημοσκοπήσεις έδειχναν θρίαμβο της αριστερής Ένωσης Κέντρου, του Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου. Βάσει του σχεδίου του ΝΑΤΟ, για αντιμετώπιση του κινδύνου από τους κομμουνιστές, το λεγόμενο σχέδιο Προμηθέας, ο ΛΟΚ υπό την διοίκηση του Κώστα Ασλανίδη είχε καταλάβει το υπουργείο άμυνας στις 20.4.1967. Στην σκοτεινιά της νύχτας, τα τανκς υπό την διοίκηση του Στυλιανού Παττακού εισέβαλαν στην Αθήνα και κατάλαβαν τα κέντρα επικοινωνίας, την Βουλή, το Παλάτι, και βάσει λεπτομερών καταλόγων, συνέλαβαν πάνω από 10000 άτομα. Πολλοί υπέστησαν βασανιστήρια. Ο Αμερικανός πρέσβης Philips Talbot μη εγκρίνοντας την επιχείρηση, είχε παραπονεθεί στον αρχηγό της CIA  στην Αθήνα, Jack Maury, πως το πραξικόπημα είναι «βιασμός της δημοκρατίας». Ο Maury του απάντησε λέγοντας: «πως μπορείς να βιάσεις μια πουτάνα;»
Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και οι Γεώργιος και Ανδρέας Παπανδρέου. Μετά από χρόνια στην εξορία, στον Καναδά και την Σουηδία, ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα, κέρδισε τις εκλογές του 1981, και δημιούργησε την πρώτη μεταπολεμική σοσιαλιστική κυβέρνηση στην Ελλάδα. Βάσει προσωπικής του μαρτυρίας, το 1984 είχε ανακαλύψει τον μυστικό στρατό του ΝΑΤΟ, που ονομαζόταν τότε «Κόκκινη Προβιά», και είχε δώσει την εντολή να διαλυθεί. Ο υπουργός άμυνας της κυβέρνησης Παπανδρέου, ο Νίκος Κουρής, επιβεβαιώνει πως ο Παπανδρέου θεωρούσε την μυστική συμφωνία με την CIA «απαράδεκτη συμμαχία».
Το 1990, η σοσιαλιστική αντιπολίτευση, είχε ζητήσει να γίνει κοινοβουλευτικός έλεγχος για την ύπαρξη του μυστικού στρατού και υπονοήθηκε  μια σύνδεση μεταξύ τρομοκρατίας και του πραξικοπήματος του 1967. Ο υπουργός δημοσίας τάξεως Γιάννης Βασιλειάδης, είχε πει πως δεν υπάρχει ανάγκη διερεύνησης τέτοιων φαντασιοκοπημάτων, αφού:
«Η προβιά ήταν ένα από τα 50 σχέδια του ΝΑΤΟ, που σε περίπτωση κατάληψης μιας χώρας από τον εχθρό, προέβλεπε οργανωμένη αντίσταση. Προέβλεπε ύπαρξη μυστικών αποθηκών οπλισμού και αξιωματικών που θα αποτελούσαν τον πυρήνα του ανταρτοπολέμου. Με άλλα λόγια, ήταν μια εθνικά δικαιολογημένη πράξη». 
ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Όταν ο σοσιαλιστής βουλευτής Hermann Scheer είχε πληροφορηθεί για την ύπαρξη του μυστικού ακροδεξιού στρατού στην Γερμανία, προς τα τέλη του 1990, τόνισε πως αυτή η μυστηριώδης «Κου-Κλουξ-Κλαν» πρέπει να διερευνηθεί από τα ανώτατα κλιμάκια,
«επειδή η ύπαρξη οπλισμένων στρατιωτικών μυστικών οργανώσεων, που δεν υπόκεινται σε έλεγχο από την κυβέρνηση ή την βουλή, είναι ασύμβατη με την συνταγματική νομιμότητα, και για τον λόγο αυτό πρέπει να διωχθούν με νόμους που αφορούν το έγκλημα».
Μετά από το γεγονός αυτό, ο Scheer έλαβε με διακριτικό τρόπο την πληροφορία, πως οι σοσιαλιστές, όταν ήταν κυβέρνηση, είχαν συγκαλύψει τον μυστικό αυτό στρατό. Η κριτική του είχε πια αδυνατίσει, και ο ίδιος απέσυρε το αίτημα του για διερεύνηση του θέματος.
Ο τύπος όμως συνέχισε να επιμένει ότι ακροδεξιοί και πρώην ναζί είχαν στρατολογηθεί στον μυστηριώδη στρατό με την βοήθεια του στρατηγού Reinhard Gehlen, του πρώτου διευθυντή των μυστικών υπηρεσιών της Γερμανίας. Η υπηρεσία είχε λάβει το όνομα Organisation Gehlen (ORG), πριν αλλάξει και γίνει BND(υπηρεσία ειδήσεων της γερμανικής ομοσπονδίας). Ο Gehlen είχε υπηρετήσει τον Χίτλερ, στο σοβιετικό μέτωπο, κατά τον β’ΠΠ. Σύμφωνα με τον ιστορικό Christopher Simpson, ο Gehlen «είχε αποκτήσει τις περισσότερες από τις πληροφορίες που κατείχε, μέσω ενός από τα πιο μακάβρια πράγματα που έγιναν στον πόλεμο: βασανιστήρια, ανακρίσεις, φόνος δια της λιμοκτονίας περίπου 4 εκατομμυρίων σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου». Οι πληροφορίες που είχε μαζέψει ήταν πολύτιμες, και το 1945, ο πρόεδρος τον ΗΠΑ, Truman, τον είχε γλυτώσει από την δίκη της Νυρεμβέργης, ορίζοντας τον αρχηγό της ORG, στην κατεχόμενη Γερμανία.
Κάτω από τον Gehlen, η Γερμανία είχε «ενσωματώσει μια πλήρη στρατιά κατασκοπείας», που δρούσε κατά την διάρκεια του πολέμου, σε ένα μυστικό στρατό, όπως δηλώνει πρώην αξιωματούχος του ΝΑΤΟ. Ο αξιωματούχος τόνισε: «αυτό είναι γνωστό, αφού ο Gehlen είναι ο πνευματικός πατέρας του stay-behind στην Γερμανία, και ο ρόλος του ήταν από την αρχή γνωστός στον ηγέτη της Δυτικής Γερμανίας Konrad Adenauer. Ο Adenauer  φέρεται
«να έχει υπογράψει μυστικό πρωτόκολλο με τις ΗΠΑ για την είσοδο της Δ. Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, τον Μάιο του 1955, όπου συμφωνούσε, ότι οι γερμανικές αρχές θα απέφευγαν την δίωξη γνωστών ακροδεξιών εξτρεμιστών.
Έγγραφα που να αποδεικνύουν τέτοιους ισχυρισμούς δεν έχουν ακόμα γίνει προσβάσιμα στους ερευνητές. Δεδομένα όμως που είχαν συλλεγεί κατά την δεκαετία του 1950, όταν είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται ο μυστικός στρατός της Γερμανίας, στηρίζουν τον ισχυρισμό.
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1952, ο πρώην αξιωματικός των SS Hans Otto, πήγε στο αρχηγείο της αστυνομίας στην Φρανκφούρτη, και σύμφωνα με τα αρχεία της γερμανικής κυβέρνησης, «δήλωσε ότι ανήκει σε μια πολιτική αντιστασιακή ομάδα, που σκοπό έχει να σαμποτάρει ενέργειες και να ανατινάξει γέφυρες σε περίπτωση εισβολής των Σοβιετικών». 
Σύμφωνα με το Όττο, κάπου 100 μέλη έχουν λάβει οδηγίες πολιτικής ιδεολογίας και μυστικού πολέμου, και παρόλο που
«νεοφασιστικές τάσεις δεν ήταν επισήμως αναγκαίες, τα περισσότερα από τα μέλη τις είχαν. Τα οικονομικά μέσα για την συντήρηση της οργάνωσης τα παρείχε ένας Αμερικανός υπήκοος με το όνομα Sterling Garwood».
Ο Όττο είχε αποκαλύψει πως το κωδικό όνομα του μυστικού στρατού ήταν Technischer Dienst des Bundes Deutscher Jugend [TD BDJ] (τεχνική υπηρεσία του συνδέσμου Γερμανών νέων), υπό την διοίκηση του Erhard Peters και χρηματοδότηση από την CIA. Ο Όττο ισχυρίστηκε ότι:
«Η ιδέα των Αμερικανών ήταν όλα τα μέλη να παραμείνουν σε περιοχές που θα καταλαμβάνονταν από τους Σοβιετικούς, και να πολεμήσουν αργότερα ως αντάρτες. Το σχέδιο αυτό όμως δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, καθώς όλοι οι άνδρες που είχαν ενδιαφερθεί, θα κατέφευγαν στην δύση σε περίπτωση εισβολής των Σοβιετικών».
Η TD BDJ, όπως είχε αποκαλύψει ο Όττο, είχε μαύρες λίστες με πρόσωπα, ως επί τω πλείστον κομμουνιστές ή σοσιαλιστές, σύμφωνα με την αστυνομία, τα οποία θα έπρεπε να δολοφονηθούν σε περίπτωση ανάγκης.
Ο August Zinn, πρωθυπουργός του κρατιδίου της Έσσης, είχε θυμώσει πάρα πολύ όταν έμαθε για την υπάρξει του μυστικού στρατού. Είχε ασκήσει πίεση για διεξαγωγή δικαστικής έρευνας στα ανώτατα κλιμάκια. Όμως, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1952, το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας, το Bundesgerichtshof (BGH) με έδρα στην πόλη Karlsruhe, έδωσε εντολή να αφεθούν ελεύθερα όλα τα συλληφθέντα μέλη της TD BDJ. Οι υπεύθυνοι δικαστές του BGH, Schrübbers και Wagner, δεν είχαν καν επικοινωνήσει με την αστυνομική διεύθυνση της Φρανκφούρτης, ούτε εξέτασαν το υλικό που είχε κατασχεθεί. Ο πρωθυπουργός Zinn είχε ξαφνιαστεί από την προστασία που απολάμβαναν αυτοί οι ναζί μυστικοί στρατιώτες, και συμπέρανε: «Η μόνη νόμιμη εξήγηση για την απελευθέρωση τους, μπορεί να είναι η εξής: οι κάτοικοι της πόλης  Karlsruhe δηλώνουν ότι ενέργησαν κάτω από τις διαταγές των Αμερικανών».
 Ο μυστικός στρατός της Γερμανίας, και ο δεσμός του με ακροδεξιούς εξτρεμιστές, απασχόλησε την γερμανική αστυνομία, όταν στις 26 Σεπτεμβρίου του 1980, βόμβα εξερράγη εν μέσω του χώρου όπου γινόταν το Oktoberfest, στο Μόναχο, σκοτώνοντας 13 και τραυματίζοντας 213 ανθρώπους. Τα στοιχεία για την βόμβα οδήγησαν την αστυνομία σε μια ομάδα νεοναζί, την Wehrsportgruppe Hoffmann, τα μέλη της οποίας είχαν ομολογήσει μια μέρα μετά την επίθεση, πως τα εκρηκτικά τους τα παρείχε ο δασοφύλακας ακροδεξιός Heinz Lembke. «ο κύριος Lembke μας έδειξε διάφορα εκρηκτικά», δήλωσε ο Raymund Hörnle, προσθέτοντας, πως «ο Lembke μας είχε πει ότι έχει πολλά κρησφύγετα μέσα στα δάση, γεμάτα τέτοιο υλικό, και ότι θα μπορούσε να μας προμηθεύσει με πολύ υλικό... ο κύριος Lembke μας είχε πει ότι εκπαίδευε ανθρώπους στην χρήση εκρηκτικών μηχανισμών».
Η μαρτυρία αυτή είχε επιβεβαιωθεί, όταν στις 26 Οκτωβρίου του 1981, είχαν αποκαλυφθεί τα κρησφύγετα του Lembke κοντά στο χωριό Uelzen, στην Lüneburger Heide. Τα 33 κρησφύγετα περιείχαν αυτόματα όπλα, χημικά όπλα, 14000 σφαίρες, 50 αντιαρματικά, 156 κιλά εκρηκτικά, 230 εκρηκτικούς μηχανισμούς, 258 χειροβομβίδες, που μάλλον ήταν προμήθειες του μυστικού στρατού. Ο Lembke είχε συλληφθεί, και λίγο αργότερα βρέθηκε νεκρός στο κελί του. Η βουλευτής Herta Däubler-Gmelin είχε ρωτήσει την κυβέρνηση: «Μπορείτε να μας πείτε τώρα εάν η αποκάλυψη των αποθηκών του κυρίου Lembke ρίχνει νέο φως στο μακελειό του Μονάχου;». Η ερώτηση ήταν καίρια, αλλά η απάντηση έλειπε, καθώς ο υπουργός εξωτερικών von Schoeler αποκρίθηκε: «Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση».
Mετάφραση Πετρος
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: