Πράγματι: ποίος από τους ανθρώπους υπήρξε τόσον ταπεινός; Διότι «ούκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίναι». Δεν είχεν υποζύγιον, ούτε δεύτερον υποκάμισον, ούτε άλλον χιτώνα. «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει, πάσχων ούκ ηπείλει». «Ως αρνίον άκακον ήγετο (ωδηγείτο) του θύεσθαι, ούκ ερίζων, ουδέ κραυγάζων»΄ τον ερράπιζαν και έδιδε προθύμως την σιαγόνα σ’ αυτόν που τον εκτυπούσε΄ «ούκ απέστρεφε το πρόσωπόν του από αισχύνης εμπτυσμάτων». Ενώ τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένον και τον κατεδίωκαν, αυτός τα υπέμενε, ώστε να ακολουθήσωμε κι εμείς τα βήματά του. Όλα αυτά τα επιτελούσε με την ευδοκίαν τού Πατρός. Επειδή δηλαδή είναι Υιός ιδικός του μονογενής και ομοούσιος, μας εγνώρισε την αγάπην του Πατρός. Διότι τόσον πολύ μας ηγάπησεν ο Θεός και Πατήρ, ώστε έδωσε τον μονογενή Υιόν του ως λύτρον υπέρ ημών. Ω αγάπη ανυπέρβλητος! Τον Υιόν του τον μονογενή έδωσε, τον συμβασιλέα του, προς χάριν δούλων παρηκόων, προς χάριν των εχθρών που τον εβλασφημούσαν, ελάτρευαν τον νοητόν εχθρό και αυτόν ανεκήρυτταν Θεόν. Ω βάθος πλούτου της αγαθότητος του Θεού! Δεν προέβαλε αντίστασιν όμως ο μονογενής Υιός, δεν ηθέτησε την πατρικήν βουλή. Διότι αυτός ο ίδιος ήταν η βουλή και η θέλησις του Πατρός. Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή ήταν κοινωνός και μέτοχος της φύσεως εκείνου (μία είναι η φύσις του Πατρός και του Υιού), υπηρετεί το θέλημα του Πατρός σαν ιδικό του και γίνεται άνθρωπος, και γίνεται υπήκοος στον Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού, θεραπεύοντας έτσι την ιδική μας παρακοήν. Επείγεται λοιπόν προς το Πάθος και βιάζεται να πιή το ποτήριον του θανάτου, το σωτήριον για όλον τον κόσμο. Έρχεται πεινασμένος για την σωτηρίαν της ανθρωπίνης φύσεως και δεν ευρίσκει σ’ αυτήν καρπόν΄ διότι αυτήν υποδηλώνει παραβολικώς το δένδρον της συκής… Σ’ αυτήν την συκήν, την φύσι της ανθρωπότητος, ήλθεν ο Σωτήρ οδηγούμενος από την πείνα του΄ και ζητούσε από αυτήν τον γλυκύτατον καρπόν, δηλαδή την γλυκυτάτη για τον Θεόν αρετήν, που είναι η προϋπόθεσις της σωτηρίας. Δεν ευρήκε όμως καρπόν, αλλά μόνον φύλλα, την τραχυτάτην και μοχθηροτάτην αμαρτίαν και τα κακά που φυτρώνουν από αυτήν. Γι’ αυτό την επιτιμά λέγοντας «ούκ έτι εκ σου καρπός ελεύσεται». Διότι η σωτηρία δεν θα προέλθη από άνθρωπον, ούτε η αρετή προέρχεται από ανθρωπίνην δύναμι. Εγώ θα πραγματοποιήσω την σωτηρίαν, χαρίζοντας δια του πάθους μου την ανάστασι΄ σας απαλλάσω δωρεάν από την τόσο σκληρά ζωήν. Πράγμα που βεβαίως έκαμε.
Έπειτα, ολοκληρώνοντας εμπράκτως την παραβολήν, εισέρχεται στον ναόν, επισκεπτόμενος τον πατρικόν οίκον, και ευρίσκει εκεί τους κακούς γεωργούς, τους αρχιερείς, οι οποίοι εκάθισαν μεν στον θρόνον του Μωϋσέως, απεδείχθησαν όμως λύκοι με ένδυμα προβάτου΄ αυτοί ομοιάζουν με την άκαρπον συκήν, επειδή δεν έχουν τον γλυκύτατον καρπόν, αλλά μόνο την τραχύτητα των φύλλων. Πρόσεχε λοιπόν την τραχύτητα της γλώσσης τους: «Εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; Και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην»; Βλέπεις ακαρπίαν ψυχής και απιστίας; Αντί να ειπούν «εύγε, διδάσκαλε αγαθέ, που ανέστησες τον Λάζαρο νεκρόν τετραήμερον, που εδίδαξες τους χωλούς να βαδίζουν σωστά, που εδώρησες στους τυφλούς την δύναμη της οράσεως, που εθεράπευσες τους παραλυτικούς και μας απήλλαξες από όλες τις ασθένειες, που εξεδίωξες τους δαίμονες, που διδάσκεις την οδό τής σωτηρίας, αυτοί λέγουν «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;» Ω αχάριστοι! Και αν σας ειπή θα πιστεύσετε; Αφού στον Ιωάννην, προς τον οποίον ετρέχατε σαν ρεύμα ποταμού και εξομολογούμενοι τις αμαρτίες σας εθεωρούσατε ότι ελαμβάνατε το βάπτισμα, δεν επιστεύσατε, θα πιστεύσετε τώρα αν σας ειπώ εγώ;
Ω γενεά πονηρά και άπιστος! Σεις είσθε οι πονηροί γεωργοί, οι οποίοι κατατρώγετε τον αμπελώνα του Κυρίου Σαβαώθ. Ποίον από τους Προφήτες δεν εφονεύσατε; Σας έστειλεν ο Πατήρ τους δούλους μου τους Προφήτες, για να σας ζητήσουν τον καρπόν του αμπελώνος. Εξερρίζωσα τον αμπελώνα μου από την Αίγυπτο, χρησιμοποιώντας τον Μωϋσή, και τον εφύτευσα σε γόνιμον γην, αφού εξέβαλα τα έθνη που την εκατοικούσαν και σας την εκληροδότησα, συμφώνως με τους κανόνες της κληροδοσίας. Εφύτευσα τις ρίζες του με τον νόμο και τον λόγο των Προφητών και γέμισε όλη την γη΄ τα κλήματά του έφθασαν έως την θάλασσαν και οι παραφυάδες του κατέλαβαν τους ποταμούς των εθνών. Εσείς όμως κατηδαφίσατε τον φράκτη του, την βοήθεια του νόμου, και τώρα τον τριγούν οι δαίμονες που βαδίζουν στην οδό της ζωής, αφού τον ευρίσκουν αφύλακτον΄ ο ληστής, ο αγροιόχοιρος του δάσους τον ελεηλάτησε και τον κατέφαγε το άγριο μοναχικό θηρίο.
Αυτού του καλού αμπελώνος που είχα φυτεύσει, του καρποφόρου και αληθινού, σας εζητήθη ο καρπός από τους δούλους μου, τους Προφήτες, και σεις άλλον τον ερραπίσατε, άλλον τον κατεδικάσατε σε λάκκο γεμάτο βούρκο, και άλλον τον ελιθοβολήσατε. Ιδού λοιπόν, ήλθα εγώ ο Ίδιος ο Υιός και κληρονόμος: σεβασθήτε την ιδιότητα του Υιού, εντραπήτε το αξίωμά μου, το ότι έχω μίαν και την αυτήν φύσι με τον Πατέρα. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί» και όμως κατήλθα κοντά σας. Ευσπλαγχνίζομαι τον αμπελώνα μου. Αν και κατέβηκα στη γην, ωστόσο παραμένω στην αυλή του Πατρός μου. Αποδώσετέ μου τον καρπόν του αμπελώνος μου. Αλλά όντως, εσείς σαν κακοί γεωργοί θα ολοκληρώσετε το έργο των πατέρων σας. Εκείνοι έγιναν προφητοκτόνοι, σεις θα γίνετε θεοκτόνοι. Διότι στην κακίαν είσθε γενναιόδωροι. Εγώ είμαι ο κληρονόμος, ο λίθος ο ακρωγωνιαίος΄ αν και σεις θα με απορρίψετε, θα συντριβήτε, ενώ εγώ θα συνενώσω τους δύο λαούς, τα διεστώτα, τα επίγεια με τα επουράνια. Με εμένα οι άγγελοι και οι άνθρωποι θα γίνουν μία Εκκλησία, και ενώ είσθε εχθροί με τον Πατέρα μου, θα συμφιλιωθήτε μαζί του. Θα σας ειρηνεύσω και θα κάμω σπονδές ειρήνης το αίμα μου, που θα χυθή για την σωτηρίαν του κόσμου.
Ενώ υπαινίσσετο αυτά με παραβολές, δεν τους έπειθε. Διότι προετίμησαν να κλείσουν τους οφθαλμούς τους, ώστε να μη βλέπουν και τα ώτα τους, ώστε να μην ακούν. Γι’ αυτό δεν ανέτειλε γι’ αυτούς το φως του Ευαγγελίου. Ω παράλογος πώρωσις των ανιέρων ιερέων! Οι ίδιοι κατεδίκαζαν τους εαυτούς των, μη γνωρίζοντας τι λέγουν. Πράγματι οι ίδιοι υπέγραψαν την καταδίκη τους. Διότι όταν ηρωτήθησαν «τί ποιήσει τοις γεωργοίς εκείνοις», χωρίς να το θέλουν απεκρίθησαν αληθώς: «Κακούς, κακώς απολέσει αυτούς». Είναι όντως δίκαιον να πάσχη όποιος έγινε κακός με την ιδική του προαίρεσι. «Τον δε αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσι τον καρπόν εν καιρώ». Ως ιερείς που ήσαν και είχαν το αξίωμα της ιερωσύνης, προφητεύουν και χωρίς να γνωρίζουν τα αληθινά. Πράγματι ο αμπελώνας, ο λαός του Κυρίου, παρεχωρήθη στους γεωργούς εκείνους, οι οποίοι απέδωσαν στον Δεσπότην άφθονον και πλούσιον καρπόν. «Εις γαρ πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών». «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων τα αγαθά». Αυτοί επήγαιναν ως πρόβατα μεταξύ των λύκων και μετέβαλαν τους λύκους σε πρόβατα΄ τους εθνικούς δηλαδή οι οποίοι στην αρχή τους κατεδίωκαν, τους μετέτρεψαν σε πρόβατα Χριστού και εδημιούργησαν «τω Κυρίω λαόν περιούσιον (εκλεκτόν), ζηλωτήν καλών έργων».
Ελάτε λοιπόν, αδελφοί, όσοι ελάβαμε το όνομα της πίστεως, όσοι έχουμε αξιωθή να ονομαζώμεθα λαός του Χριστού, ας μην αθετήσωμε την κλήσι μας, ας μη καταρυπώσωμε την πίστι με άτοπα έργα. Δεν αρκεί μόνο να ονομαζώμεθα πιστοί, αλλά ας δείξωμε την πίστι μας με έργα. Ένας πατέρας είχε, λέγει, δύο υιούς, και είπε στον ένα «πορεύου, εργάζου εις τον αμπελώνα» και εκείνος υπεσχέθη μεν, αλλά δεν εξεπλήρωσε την υπόσχεσι. Έπειτα λέγει και προς τον άλλον το ίδιο. Εκείνος ηρνήθη μεν με τα λόγια, εξετέλεσε όμως την προσταγή. Και έτσι ο μεν πρώτος κατηγορείτε, ενώ ο δεύτερος επαινείται. Και εμείς λοιπόν ας ενθυμηθούμε ποίον αποτασσόμεθα και με ποίον συντασσόμεθα στο βάπτισμα. Αποταχθήκαμε τον διάβολον και τους αγγέλους αυτού και κάθε τρόπον προσκυνήσεώς του΄ ας τηρήσωμε την αποταγήν αυτήν, ας μη επιστρέψωμεν όπως ο σκύλος στον εμετόν μας. Έργα του διαβόλου είναι: μοιχείες, πορνείες, ακαθαρσίες, φθόνοι, έριδες, φιλονεικίες, υποκρίσεις, υποκρισίες, καταλαλιές, ειρωνείες, θυμοί, μνησικακίες, κατακρίσεις, βλασφημίες, επωδές, επιλαλιές. Τα σημάδια της απιστίας είναι: ασπλαγχνίες, προσκολλήσεις στα κτίσματα, φιληδονίες, φιλαργυρίες, διασκεδάσεις και μέθες. Η πομπή του διαβόλου είναι: υπερηφάνειες, κενοδοξίες, η οίησις, έπαρσις, αλαζονεία, επίδειξις, ο καλλωπισμός του σώματος. Αφού αρνηθούμε κάθε σχέσι με όλα αυτά, σύμφώνα με την υπόσχεσι που εδώσαμε στον Χριστόν, ας ποθήσωμε τις αντίθετες προς αυτά αρετές΄ την αγνείαν, την σωφροσύνην, την πτωχείαν, την υπομονήν, την ειρήνην, την αγάπην, την συμπάθειαν, την ελεημοσύνην, την προσφορά σ’ αυτούς που έχουν ανάγκην, την σεμνήν εμφάνισι, την συστολή και το κόσμιον βάδισμα, τον αληθινόν λόγον, την ταπείνωσι και επάνω απ’ όλα τον ονειδισμόν του Χριστού, ώστε γινόμενοι κοινωνοί των παθημάτων του, να συμμετάσχωμε και στην δόξαν του, προσφερόμενοι στον Θεόν και Πατέρα θυσία ζωντανή και άμωμο, στην Εκκλησίαν των πρωτοτόκων, όπου είναι η κατοικία των ευφραινομένων.
από
Ομιλία εις την παραβολήν του αμπελώνος και εις την ξηρανθείσαν συκήν (Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός)
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2019/04/blog-post_22.html#ixzz5lrDZeNqL
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου