Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος(1)

Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος
-Τα ζώα και τα άψυχα δεν μετέχουν αγιότητας
-Κτιστές χάριτες δεν Θεώνουν
Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά
Κείμενο - Μετάφραση

Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 κεφ. 41. Σελ. 212-219.


 Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ξεκινώντας την αναίρεση τών επιχειρημάτων εκείνων τών Δυτικότροπων αιρετικών που βλασφημούσαν το Άκτιστο φως ως κτιστό, χρησιμοποιεί ένα πρώτο αμυντικό επιχείρημα που θα δούμε στο παρόν 1ο μέρος αυτού τού έργου του. Απαντώντας στο επιχείρημα που τού έλεγαν οι αιρετικοί, ότι αν οι άγιοι μετέχουν Ακτίστων ενεργειών τού Θεού, τότε μετέχουν δήθεν αγιότητας και τα άλλα κτίσματα, ξεκαθαρίζει ότι άλλο είναι η αγιαστική Χάρις και άλλο είναι οι λοιπές Άκτιστες ενέργειες στις οποίες μετέχουν τα λοιπά κτίσματα, γιατί αν η αγιότητα θα ήταν κοινή, θα οδηγούμασταν σε αγιοποίηση ακόμα και τών ζώων.

Λέει λοιπόν ο άγιος, ότι ακόμα και κτιστή αν λέγαμε ότι είναι η Χάρη τού Θεού, το αδιέξοδο θα παρέμενε, καθώς όπως μία δήθεν κτιστή χάρη θα αγίαζε τους ανθρώπους, θα αγίαζε ομοίως και όλα τα λοιπά κτίσματα, εφ' όσον μετέχουν όλα τής ίδιας Χάριτος. Συνεπώς πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ Αγιαστικής Ακτίστου Χάριτος και λοιπών "μοιρών" τής ιδίας Ακτίστου Χάριτος, αλλά με διαφορετικό αποτέλεσμα και όχι αγιαστικό, ανάλογα με το ον στο οποίο μετέχεται.

1. Εμπρός λοιπόν τώρα, ας προβάλουμε αυτό που λένε φανερά κάποιοι και θεωρούν ότι προκαλεί απορία. Επειδή μάς λένε:

«Αν λέτε τη Χάρη που βρίσκεται μέσα στους Αγίους Άκτιστη, δεν λέτε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι όλα τα κτίσματα μετέχουν του Θεού, επειδή ο Θεός διέρχεται μέσα απ' όλα και μεταδίδει σε όλα, σε άλλα μεν το "είναι", σε άλλα δε εκτός από το "είναι" και τη ζωή, αισθητικά ή λογικά ή νοερά. Τότε θα είναι Άκτιστο σε όλα αυτά, σε άλλα μεν το "είναι", σε άλλα η ζωή, και σε άλλα απ' αυτά, (μαζί με τα προηγούμενα), και η σκέψη (το λογίζεσθαι) και η λογική (το νοείν)».

Όσο για εμάς, συμφωνώντας με τους Αγίους, δεν θα τους αξιώναμε καμιάς συλλογιστικής απαντήσεως· επειδή στα Χριστιανικά δόγματα κυριαρχεί η πίστη, και όχι η απόδειξη. Για χάρη όμως των παρασυρόμενων από την επιχειρηματολογία εκείνων, χρειάζεται να απαντήσουμε προς αυτούς ως εξής:

Ώ λαμπρότατοι, αν λέτε κτιστή τη θεουργό Χάρη στους Αγίους, επειδή όλα τα κτιστά μετέχουν του Θεού, τότε όλα θα ονομασθούν από σάς άγια και θα θεοποιηθεί από σάς όλη η κτίση! Επειδή δεν θα είναι άγια μόνο τα λογικά, με την μεγαλύτερη μετοχή τής θεοποιού δωρεάς τού Πνεύματος σε κάποιους από τους λογικούς, αλλά και τα άλογα, καθώς επίσης μαζί με αυτά και τα άψυχα.

Τι σημασία έχει αν το ένα έχει λάβει καλύτερη ύπαρξη και ζωή από το άλλο; Θα παρατηρήσεις μάλιστα διαφορά και στα άγια. Έτσι θα σού φανεί αγιότερη η μέλισσα από τη μύγα, η προβατίνα από τη μέλισσα, άλλα πράγματα από την αμνάδα, και από αυτά ο άνθρωπος, έστω και αν τύχει να είναι Ιεζάβελ. Και επίσης, το μυρμήγκι είναι αγιότερο από τα κουνούπια, και από τα κουνούπια ο κριός· και αν θέλεις ο ταύρος ή ο ελέφαντας ή άλλο θηρίο· κι από αυτά πάλι ο άνθρωπος, ακόμη και αν είναι σάν τον Αχαάβ. Τέτοιος άγιος μπορεί να είναι και αυτός που μάς σύρει σε τέτοιες χαμηλού επιπέδου γελοιότητες εξ αιτίας των καταγέλαστων δοξασιών του, ο οποίος προφανώς είναι αντιτασσόμενος και στο Ευαγγέλιο του Χριστού.

2. Εάν πράγματι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος στους Αγίους είναι κτιστή, και μάλιστα ως συνήθεια ή μίμησις φυσική, (όπως τριγυρίζει διδάσκοντας αυτός που μάς διαβάλλει), τότε οι Άγιοι Θεούμενοι δεν υπερβαίνουν τη φύση· ούτε γεννώνται από τον Θεό, ούτε είναι πνεύμα ως γεννημένοι από Πνεύμα, ούτε είναι ένα πνεύμα μαζί με τον Κύριο ως ενωμένοι σ' Αυτόν· ούτε μόνο στους πιστεύοντες στο όνομά Του έδωσε ο Χριστός εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού με την ενανθρώπισή Του (Βλέπε Ιω. 1: 12 ε. 3: 6. Α' Κορινθίους 6: 17). Επειδή και πριν από την ενανθρώπησή Του υπήρχε αυτό σε όλα τα έθνη, (αν τουλάχιστον υπάρχει μέσα σ' εμάς με φυσικό τρόπο), και επίσης σε όλους τους τωρινούς δυσσεβείς και ασεβείς.

Άκουσε τον σεβαστό Μάξιμο κατά την ανάπτυξή του προς τον Πύρρο, λέγοντας: «με το νεύμα του Θεού εκινούντο και ο Μωυσής και ο Δαβίδ και όσοι χώρεσαν τη θεία ενέργεια μετά την απόθεση τών ανθρώπινων και σαρκικών ιδιωμάτων»(
Ζήτησις μετά Πύρρου, ΡG 91, 297Α).

Και πάλι αλλού, «έτσι ώστε η εικόνα να ανέλθει προς το αρχέτυπο και να προσλάβει τη θεία ενέργεια, (ή μάλλον να γίνει θεός με τη θέωση), και πλέον να απολαύσει την έκσταση αυτών που υπάρχουν και νοούνται φυσικά σ' αυτή, λόγω της χάριτος του Πνεύματος που τη γοήτευσε (την υπερενίκησε)»(Περί αποριών, ΡG 91, 1076C).

3Επομένως δεν βελτιώνονται απλώς κατά τη φύση οι θεωθέντες, αλλά προσλαμβάνουν την ίδια τη θεία ενέργεια, αυτό το Πνεύμα το άγιον· επειδή αυτό είναι το ίδιο κατά τον μέγα Βασίλειο: «όταν το κατανοούμε με τη συναφή του αξία, το αντιλαμβανόμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, και όταν θυμηθούμε την ενεργούμενη Χάρη στους μετόχους, λέμε ότι είναι μέσα μας»(Περί Αγίου Πνεύματος 26, 63, ΡG 32, 184C).
Αν όμως είναι μέσα στα κτίσματα όλα όπως και μέσα στους Αγίους, και κατά τις σοφές σκέψεις σας κτίζει ως Θεός και στους Αγίους την αγιότητα, όπως και στα άλλα δημιουργεί ό,τι είναι κατάλληλο, τι χρειαζόταν ο Χριστός και η παρουσία του; Ποια είναι η ανάγκη τού κατά Χριστόν βαπτίσματος, και τής εξουσίας και δυνάμεως που προκύπτει σ' εμάς απ' αυτό; Ποια η ανάγκη Πνεύματος που εμφυσάται και πάλι απ' την αρχή, και στέλνεται να κατοικεί μέσα μας; Επειδή θα είναι μέσα μας όπως και μέσα στο κάθε τι. Και θα είναι και ο Θεός κατά τον ίδιο τρόπο και Κτίστης και Θεοποιός.
Και όμως ο μέγας Βασίλειος λέει σαφώς, «εάν ο Θεός ομοίως κτίζει και γεννά, κατά τον ίδιο τρόπο κτίστης μας και πατήρ είναι και ο Χριστός, αφού είναι Θεός, και δεν χρειάζεται η υιοθεσία του Αγίου Πνεύματος»(Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου 4, ΡG 29, 692Α). «Μάς συνανέστησε», -λέει ο Απόστολος-, και μάς συνεκάθισε στα επουράνια εν Χριστώ Ιησού, για να δείξει στους επερχόμενους αιώνες τον υπερβάλλοντα πλούτο της Χάριτός Του με καλοσύνη προς εμάς, εν Χριστώ Ιησού. Επειδή είστε σωσμένοι με την Χάρη μέσω της πίστεως· και αυτό δεν είναι από σάς· το δώρο είναι του Θεού, όχι από έργα, για να μη καυχηθεί κανείς».
Εσύ όμως μάς κατασκευάζεις τη θέωση μόνο από τα έργα τής κατά φύσιν μιμήσεως, λέγοντας ότι η εκ φύσεως μίμηση είναι θεοποιό δώρο και θεία Χάρη;
«Όποιος δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι δικός Του», και «το Πνεύμα τού Θεού κατοικεί σ' εμάς», και «όλοι σε ένα Πνεύμα ποτισθήκαμε», και «αυτός που ενώνεται με τον Κύριο είναι ένα πνεύμα με Αυτόν», και «ο Χριστός κατοικεί στις καρδιές των πιστών δια του Πνεύματος», και «αφού ακούσαμε το λόγο τής αληθείας, στον οποίο αφού πιστέψαμε σφραγισθήκαμε μέσω του Αγίου Πνεύματος της επαγγελίας, το Οποίο είναι αρραβώνας της κληρονομιάς μας» και «απ' αυτό γνωρίζουμε ότι μένουμε σ' Αυτόν και Αυτός μένει σ' εμάς, επειδή μάς έδωσε από το Πνεύμα Του», και «δεν λάβατε πνεύμα δουλείας αλλά Πνεύμα υιοθεσίας».

4
. Εσύ μετόχους καί θεωρούς κτισμάτων αποκαλείς και τους από άκραν καθαρότητα καρδίας ιδόντες καί δοκιμάσαντες την λαμπρότητα του Θεού και υποδεχθέντες τον Υιόν ελθόντα μαζί με τον Πατέρα να κατασκευάσει διαμονήν εις αυτούς καί κατά τήν επαγγελίαν να έμφανίση εαυτόν εις αυτούς; Τί λέγεις, άνθρωπεΤο Πνεύμα του Χριστού, το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα τής επαγγελίας το άγιον, τον αρραβώνα της κληρονομιάς των άγιων, το Πνεύμα της υιοθεσίας, την επαγγελία του Πνεύματος, την οποία έλαβε από τον Πατέρα ο Υιός και εχάρισε στους πιστούς του, το εκκεχυμένο -από του Πνεύματος αυτού στους δούλους και τις δούλες του Θεού, κατά τον προφήτην Ιωήλ- Πνεύμα, θεωρείς κτίσμα και φυσική μίμησιν, και τριγυρίζεις κηρύσσοντας δυσσεβείς τους μή ανεχομένους να βλασφημούν κατά τον δικό σου τρόπο; Δεν σέβεσαι τον απόστολον, άνθρωπε, λέγοντα «ότι τα στόματα ημών είναι ναός του μέσα μας αγίου Πνεύματος»; Καί πάλιν, «είσθε ναός Θεού καί το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας;». Άραγε θα κατεδέχετο ποτέ να τιμήσει με την προσηγορίαν τού ναού το δουλικόν κατοικητήριον; Εάν δέ αυτός είναι μέσα μας, με όποιον τρόπον είναι καί μέσα σ' όλα, τότε ναός του Θεού είναι και έκαστον των αλόγων και των θηρίων και των ερπετών, διότι παραλείπω να αναφέρω ότι είναι καί έκαστος τών λατρευσάντων ταύτα Ελλήνων, καί τών άλλων σεβασμάτων αυτών. Εις μάτην δε καί ο απόστολος κατά τούτο εγκωμιάζει τους πιστούς, και μάλιστα τους δοκίμους, λέγων, «δέν γνωρίζετε ότι είσθε ναός Θεού καί τό Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας;», «εάν βεβαίως δεν είσθε αδόκιμοι».

5. Aλλά, λέγει, «κατακερματίζετε το Πνεύμα το θείον, χαρακτηρίζοντες αυτό υφειμένον, άκτιστον καί υπερκείμενον, καί μετρείτε τον Θεόν λέγοντες ότι είς τον ένα μέν άγιον προσυπάρχει μεγαλυτέρα είς τόν άλλον δέ ολιγωτέρα χάρις καί ότι αυτη δεν είναι εκείνη η ομοίωσις την οποίαν προσέδωσεν έκαστος εις τόν εαυτόν του διά τής μιμήσεως του Θεού, αλλα κάτι διάφορον από αυτήν, ερχόμενον άνωθεν ως άκτιστον δώρον». Σε ποιον νομίζεις ότι απευθύνεις ταύτα, σ' εμας ή στον προφήτην; Μάλλον δε τα απευθύνεις εις τον Θεόν ο οποίος δι' ενός αυτών των προφητών είπε, «θα εκχύσω εις πάσαν σάρκα από το Πνεύμα» καί εις τον απόστολον λέγοντα «μερισμούς Πνεύματος άγιου» καί εις τον Διονύσιον γράφοντα σαφώς, «υπάρχει εν το οποίον επιθυμούν πάντες οι ενοειδείς, μετέχουν δε εις αυτό όχι ενιαίως, αν καί είναι ταυτό καί εν, αλλά όπως η θεία ζυγαριά διανέμει εις εκαστον κατ’ αξίαν τον κλήρον». Δεν ζυγίζεται ούτε μετρείται λοιπόν το Πνεύμα, αλλ' αυτό μάλλον μετρεί τα μετέχοντα, κατανέμον εις έκαστον εαυτό κατά την σωστικήν δικαιοσύνην του· ούτε εκείνο είναι το μεριζόμενον, αλλ' εμείς είμεθα οι μη δυνάμενοι να χωρέσωμεν τό όλον, όταν εκείνο επιλάμπει αμερώς.

6Είναι σχετικώς γεγραμμένον ότι καί ο Παύλος ήλθεν εις επαφήν με βραχείαν λάμψιν τού μεγάλου φωτός. Καί τήν επί τού όρους δόξαν τού Κυρίου είδαν οί συναναβάντες με αυτόν μαθητές «όχι ολόκληρον, για να μη χάσουν καί την ζωήν μαζί με την όρασιν». Εκείνο δέ όχι μόνον είναι αμέριστον εν τω μέσω μεριστών, αλλά καί τούς κατά το δυνατόν μετέχοντες ενώνει ως ενοποιός δύναμις πρός την ενότητα καί θεοποιόν απλότητα του συντονιστού (σνναγωγού) Πατρός. Έτσι το Πνεύμα προβαίνοντας αγαθοπρεπώς καί πληθυνόμενον δια την ένωσιν των προνοουμένων μένει εντός εαυτού κατά υπερούσιον δύναμιν. Εάν δέ η τοιαύτη πρόχυσις καί αποστολή καί πρόοδος είναι επίσης καί φανέρωσις (διότι λέγει, «εις έκαστον δίδεται η φανέρωσις τού Πνεύματος πρός το συμφέρον του»), θά είναι μετρητόν τό Πνεύμα, μετρούν τήν φανέρωσιν κατά τήν αναλογίαν των μυστικώς συναντώντων αυτό; Καί ως ανωφελές εις όλους, αφού ποτέ δεν εκφαίνεται τελείως καί υπερέχει απειροπλασίως πάσης εκφάνσεως καί νοήσεως, μερίζεται ή είναι συντεθειμένον από κατώτερον καί ανώτερον; Καί ούτε εκείνο δέν καταλαμβάνετε, σείς οι εις όλα σοφοί, ότι το φαινόμενον ή νοούμενον ή μετεχόμενον δέν είναι μέρος του Θεού, διά να υποστεί έτσι καί μερισμόν ο Θεός κατά την άποψίν σας, αλλά κατά κάποιον τρόπον καί όλος έκφαίνεται καί μή όλος, καί νοείται καί δεν νοείται, καί μετέχεται καί δεν μετέχεται;

7. Εάν δε και κατά τον μέγαν Διονύσιον «θέωσις είναι η προς τόν Θεόν αφομοίωσις καί ένωσις», πώς θα ήταν δυνατόν νά δεχθούμε εμείς ότι η θέωσις είναι φυσική μίμησις; Βεβαίως μας είναι απαραίτητος η ομοίωσις, για να γίνουμε προσαρμοστικοί πρός την ένωσιν εκείνην, διά τής οποίας επιτελείται η θέωσις. Χωρίς όμως τήν ενωσιν η ομοίωσις δεν θα επαρκέσει πρός θέωσιν. Λέγω δέ ότι είναι άναγκαία εκείνη η θέωσις να προσγίνεται από την ενέργειαν καί τήρησιν των θείων εντολών, η οποία δεν τελείται απλώς από φυσικήν μίμησιν, αλλά από την δύναμιν του Πνεύματος, η οποια εφίπταται από άνω κατά την ιεράν αναγέννησίν μας καί προσφύεται απορρήτως στους βαπτισθέντες. Δι' αύτής «οι μη γεννηθέντες από αίματα, ούτε από θέλημα ανδρός, ούτε από θέλημα σαρκός, αλλά εκ Θεού ως αρτιγέννητα βρέφη «δύνανται να φθάσουν εις το μέτρον του πληρώματος του Χρίστου»Διότι λέγει, «εκείνος ο οποίος δεν έχει αποκτήσει ένθεον ύπαρξιν δέν δύναται ποτέ να γνωρίσει ούτε να ενεργήσει κάτι από τα θεοπαράδοτα». Διδάξου λοιπόν κατά το λόγιον από την βάσιν, ω φίλε, το υπερφυές τής θεώσεως· διότι αυτής της οποίας η φύσις δέν αναφύεται εν αρχή παρ' έαυτής, πώς θα είναι το τέλος φυσικόν καί κτιστόν; Καί άν υπέρκειται σε μεγάλον βαθμόν τής φυσικής μιμήσεως κατά τήν αρχήν της, πώς τελειωθείσα θα είναι κτιστή και φυσική μίμησις; Βαπτίζει καί ο Ιωάννης ο υιός του Ζαχαρία, αλλά μόνον είς τό ύδωρ· βαπτίζει καί ο Ιησούς ο Υιός του Θεού, αλλά είς ύδωρ καί Πνεύμα. Ποία λοιπόν είναι η πρόσληψις; Αραγε μόνον το όνομα; Καθόλου. Είναι αυτή η θεουργός χάρις καί δύναμις, το ίδιο το Πνεύμα το άγιον, όχι περιχεόμενον κατ' ουσίαν εις τον βαπτιζόμενον, αλλά περιφυόμενον κατά την εμφύτως ενυπάρχουσαν χάριν τού αγιασμού. Εάν δε αυτή είναι κτίσμα καί εμείς οι μεταλαβόντες αυτής μετελάβομεν κάτι κτιστόν, πώς είναι άκτιστον το άγιον Πνεύμα;

8. Διά να πούμε δέ κατά τον μέγαν Αθανάσιον, «αν γινώμεθα θείας φύσεως κοινωνοί διά της μετουσίας τού Πνεύματος, παραφρονεί όποιος λέγει ότι το Πνεύμα είναι της κτιστής φύσεως και όχι της τού Υιού». Πώς δε και ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, αν βαπτίζει καί αυτός εν κτίσματι κατά τον Ιωάννην καί εμβάλλει κτιστήν δύναμιν καί χάριν εις τούς βαπτιζομένους, ο κατά τον Παύλον «ορισθείς», δηλαδή αναγνωρισθείς και επικυρωθείς, «Υιός του Θεού εν δυνάμει κατά το Πνεύμα της αγιωσύνης δια της αναστάσεως νεκρών»;. Τί είναι λοιπόν η δύναμις η οποία εφάνη και ανεκήρυξε τον Ιησούν Υιόν τού Θεού; Κτίσμα; Καί πώς εγνωρίσθη από αυτήν ότι είναι Θεός; Και μην υπολογίσεις τήν δύναμιν η οποια εκαθάρισε τούς λεπρούς, εφώτισε τούς τυφλούς, ανώρθωσε τούς κυρτούς, συνέσφιξε τούς παραλύτους, διότι είναι δείγμα φαρισαϊκής αμβλυωπίας να βλέπει κανείς πρώτα εκείνην, αλλά να προσέχεις πρώτα εκείνην η οποία έλυσεν αφανώς τήν σειράν τών αμαρτημάτων καί άνοιξε δρόμον είς το Πνεύμα τής αγιωσύνης, και ανορθώνει και φωτίζει τον έσω άνθρωπον διά τής πρός τόν Θεόν συνάφειας ανιστώσαν εκ νεκρών και επιτρέποντας στην ψυχήν να ζει θείως, δίδουσα θείαν αίδιον πράγματι ζωήν Θεού. Η δε ανάστασις του σώματος συνηθίζει να ακολουθεί αυτήν, καθώς και ο θάνατος αρχικώς ακολούθησε τόν θάνατον τής ψυχής· διότι τούτο είναι θάνατος της ψυχής, η αλλοτρίωσις της εν Θεώ ζωής. Και αυτός είναι πράγματι δεινός θάνατος, ο δε μετ' αυτόν, δηλαδή ο του σώματος είναι μετ’ αυτόν ευκταίος, διότι αποτελεί καρπόν φιλανθρωπίας, της οποίας φευ θα στερηθούν οι του ομίλου των καταδίκων κατά την μέλλουσαν κρίσιν. Διότι τοιαύτη ανάστασις αναμένει τους μη χρησιμοποιήσαντες καλώς το δοθέν από τον Θεόν τάλαντον της θείας χάριτος, η οποία είναι συνημμένη διηνεκώς με εκείνον τον δεύτερον θάνατον, όπως μας το εφανέρωσεν ο Ιωάννης δια της Απокαλύψεως! Και είναι χειροτέρα θανάτου. Αν δε εκείνοι με τον τρόπον αυτόν ζουν αθάνατα καί συγχρόνως έχουν αποθάνει, πολλοί των εδώ ζώντων είναι νεκροί, όπως έδειξε ό Κύριος ζωής καί θανάτου· υπάρχει λοιπόν καί ψυχής νέκρωσις, ενώ κατά την φύσιν αυτη μένει αθάνατος. Πώς λοιπόν θα ζήσει, αφού κατέχει κτιστήν ζωήν; Αλλά ζώσα κατ’ αύτήν είναι νεκρά. Εάν είναι να αναβιώσει αυτη είς ανωτέραν σφαίραν, πρέπει να μεταλάβει της ακτίστου ζωής, αυτής η οποία δεν χωρίζεται από το πνεύμα. Διά τούτο λέγει ο Βασίλειος, ο οποίος μετέσχε ταύτης καί ομιλεί έκ πείρας· «καί η ζωή τήν οποίαν μεταβιβάζει τό Πνεύμα είς τήν υπόστασιν άλλου δέν χωρίζεται από αυτό, αλλά καί αυτό έχει εν εαυτώ τήν ζωήν καί οι μετέχοντες αυτού ζούν θεοπρεπώς, κατέχοντες θείαν καί επουράνιον ζωήν».

9. Θέλεις όμως να διδαχθείς καί τούτο σαφώς, ότι οι καταξιωμένοι να θεωθούν λαμβάνουν το Πνεύμα το άγιον όχι κατά την ούσίαν αλλά κατά τήν άκτιστον ελλαμψιν καί χάριν; Ακούσε τόν λέγοντα, «σκοπός τής ουρανίου ιεραρχίας είναι η πρός τόν Θεόν κατά τό δυνατόν αφομοίωσις καί ένωσις, αφού ο Θεός καταστήσει τούς θιασώτες του θεία αγάλματα, διαυγέστατα καί ακηλίδωτα, δεκτικά τής αρχιφώτου καί θεαρχικής ακτίνος». Εάν δε το μεθεκτόν είς όλους, αν και είναι εν, μετέχεται όχι ενιαίως αλλά διαφόρως, τί εμποδίζει να μετέχουν μέν του Θεού καί οί άγιοι, καί οί μή άγιοι νά υπάρχει όμως διαφορά σ' αυτές τις μεθέξεις κατά τούτο, ότι η μία είναι άκτιστος ή δε άλλη κτιστή; Ό μέγας Αθανάσιος είπεν «εις Θεός υπάρχει, ο Πατήρ», η αρχή των πάντων κατά τόν άπόστολον, «διότι ο Λόγος προέρχεται εξ αυτού γεννητώς και τό Πνεύμα εξ αυτού εκπορευτώς». Αν τον ερώτα κανείς, πώς λοιπόν από όλα τα όντα εκ του Πατρός μόνον τον Υιόν και το Πνεύμα λέγεις αληθινόν Θεόν καί αδιαίρετον από τον Πατέρα, θα απεκρίνετο ευθέως, ότι τούτο συμβαίνει εξ αιτίας τής διαφοράς υπάρξεως, (διότι ο μέν Υιός καί τό Πνεύμα προέρχονται από τόν Πατέρα ως άπαύγασμα καί ακτίς φωτός, αυθυποστάτως όμως, όλα δε τα άλλα προέρχονται ώς κτίσματα από τόν δημιουργόν). Έτσι και εμείς θα πούμε ότι, αν καί όλα μετέχουν του Θεού, βλέπομεν πάντως πολλήν καί μεγίστην διαφοράν τής μεθέξεως τών άγιων. Πράγματι, πες μου, πώς έκ τών μετεχόντων εις τήν ζωήν του Θεού αίσθητικώς ή λογικώς ή νοερώς κανενός η ζωή δεν λέγεται θεοειδής ή ένθεος, καί κανένα από αυτά δέν γίνεται θείον ή θεόληπτον ή θεοφόρον, μάλλον δέ Θεός, αν δέν ανήκει εις τά θεωμένα; Οσα δέ ζουν κατ' αίσθησιν, ώς καί τά στερούμενα τελείως αίσθήσεως, δέν υπάρχει πιθανότης νά ζήσουν ποτέ ενθέως, μολονότι καί αυτά μετέχουν του Θεού.

10. Βλέπεις ότι, αν και το θειον είναι μέσα εις όλα καί μετέχεται από όλα, όμως μόνον εις τούς αγίους είναι κυρίως μέσα καί από αυτούς μόνον μετέχεται κυρίως; Καί τόσον είναι τούτο βέβαιον καί αληθές, ώστε όπως ενώ είναι καί λέγονται πολλοί θεοί, είς είναι δι' ημάς ο αληθινός Θεός, καί όπως, ενώ είναι καί λέγονται πολλοί υιοί, από εμάς κηρύσσεται είς αληθινά Υιός Θεού, διό καί μονογενής άλλωστε, έτσι, άν καί πολλοί μάλλον δέ πάντες μετέχουν του Θεού, μόνοι μέτοχοι Θεού καί μέτοχοι Χριστού λέγονται οι άγιοι. Διότι, λέγει ό Παύλος, «είναι αδύνατον οί άπαξ φωτισθέντες καί γευσάμενοι τής επουρανίου δωρεάς καί γενόμενοι μέτοχοι του άγιου Πνεύματος», εννοών οπωσδήποτε ότι δέν ήσαν μέτοχοι προηγουμένως. Καί ο Κύριος υπόσχεται νά έλθει καί νά εγκαταστήσει μονήν είς τούς αγαπήσαντας αυτόν καί αγαπηθέντας από αυτόν, πάντως μέ την έννοιαν ότι δέν ήταν παρών καί δέν κατώκει (δεν ήταν ενοικών) εις αυτούς προηγουμένως. "Επρεπε δέ πάντως oι θεωθέντες νά έχουν πολλήν ομοιότητα πρός τόν Θεόν καί οι υιοποιηθέντες πολλήν ομοιότητα πρός τόν Υιόν". Οπως λοιπόν ο Θεός είναι μόνος ών, μόνος ζών, μόνος άγιος, μόνος αγαθός, «μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών άπρόσιτον», μολονότι πολλοί υπάρχουν και πολλοί ζουν, είναι άγιοι και αγαθοί και αθάνατοι, κατοικούν εις φως καί χώρον ζώντων, έτσι και μόνοι οι άγιοι είναι μέτοχοι Θεού, μολονότι όλοι μετέχουν.

ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΘΕΟ ΕΝΝΟΟΥΝ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ. Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Ο ΟΡΟΣ ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΝΟΜΑ ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ Π.Δ..

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΛΟΙΠΟΝ έχουμε την Χάρη του ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ και την Χάρη του Αγιου Πνεύματος , υπάρχει και Χάρη ΤΟΥ ΘΕΟΥ -Πατρός;;

amethystos είπε...

Τήν ευδοκία.