Κώστας Βεργόπουλος
Το σαρωτικό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έναντι των ΗΠΑ δηλητηριάζει τις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών. Το 2016 ανερχόταν σε 65 δισ. δολάρια, αυξημένο κατά 35% σε σχέση με τις επιδόσεις της τελευταίας 10ετιας. Ο πρόεδρος Τραμπ δεν παύει να διατυμπανίζει ότι «αυτό είναι πολύ κακό για την Αμερική και θα το σταματήσει». Ωστόσο, το ακαταμάχητο γερμανικό πλεόνασμα απειλεί εξ ίσου την παγκόσμια οικονομία.
Με το διογκούμενο πλεόνασμα της, η Γερμανία αποσπά από τον υπόλοιπο κόσμο περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, έναντι 200 δισεκατομμυρίων που με τη σειρά της αφαιρει η Κίνα με το δικό της πλεόνασμα. Οι διεθνείς επικρίσεις προς την δεύτερη ωχριούν σε σύγκριση με ότι προσάπτεται στην πρώτη.
Η Γερμανία δεν ανακυκλώνει μέσω επενδύσεων της στο εξωτερικό παρά μόνον 11,5% του πλεονάσματός της, κατακρατώντας το υπόλοιπο. Αντιθέτως, οι Κινέζοι επενδύουν στο εξωτερικό, ανακυκλώνοντας σχεδόν το σύνολο του δικού τους πλεονάσματος.
Η αρχή της ανακύκλωσης
Οι διεθνείς ανισορροπίες –είτε ελλείμματα είτε πλεονάσματα- αναγνωρίζονται ως εμπόδια στο διεθνές εμπόριο και με αρνητική επίπτωση στη διεθνή σταθερότητα. Προς διόρθωση αυτών, εξηγούσε ο Κέυνς, μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι πλεονασματικές χώρες παρά οι ελλειμματικές.
Οι τελευταίες καθηλώνονται σε περιοριστικές πολιτικές με μοιραίες συρρικνωτικές επιπτώσεις στην διεθνή οικονομία. Αντιθέτως, οι πρώτες διαθέτουν, λόγω των πλεονασμάτων τους, απείρως περισσότερα μέσα για να αναπληρώνουν τα κενά στη διεθνή οικονομία από τις συρρικνωτικές επιλογές των δεύτερων.
Η ανακύκλωση των πλεονασμάτων, είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό των πλεονασματικών χωρών, συνιστά απαράκαμπτη προϋπόθεση για την σταθερότητα και δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας. Ταυτόχρονα, η ίδια αποτελεί απαρέγκλιτο όρο για την διατήρηση των πλεονασμάτων τους στο μέλλον. Εάν αυτή η αρχή δεν τηρείται, τότε υπονομεύεται όχι μόνον η διεθνής σταθερότητα, αλλά και η ικανότητα των πλεονασματικών χωρών να διατηρούν τα πλεονάσματα τους στο μέλλον.
Το «αθέμιτο» γερμανικό πλεόνασμα
Σε αντιδιαστολή με τις διεθνείς υποχρεώσεις της, η Γερμανία επαίρεται για τα πλεονάσματα της, χωρίς να λογοδοτεί για την «αθέμιτη» -έναντι του διεθνούς συστήματος- χρήση τους. Όταν ο Τραμπ επισείει την επιβολή προστατευτικών δασμών στις γερμανικές εισαγωγές, η Μέρκελ επικαλείται την ελευθερία του διεθνούς εμπορίου.
Ωστόσο, με τα ωφελήματα που εξ αυτού αποκομίζει μέσω των παρακινδυνευμένων επιλογών της, η καγκελάριος αποβαίνει «ελάχιστα πειστικός συνήγορος» της υπόθεσης της, σημειώνει το βρετανικό περιοδικό Economist (14/6/17).
Κάποιοι αποδίδουν το πλεόνασμα της Γερμανίας σε υποθετική υπεροχή της στην διεθνή ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η αμερικανική ανταγωνιστικότητα υπερέχει της αντίστοιχης γερμανικής. Η Γερμανία όχι μόνον υστερεί της Αμερικής σε ανταγωνιστικότητα, αλλά και καταγράφει μείζον επενδυτικό έλλειμμα στις παραγωγικές αλυσίδες της.
Ο Γερμανός οικονομολόγος Μάρσελ Φρέτσερ εντοπίζει επενδυτική υστέρηση στη χώρα του κατά τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ ετησίως. Με εθνική αποταμίευση 27,4% του ΑΕΠ και σχηματισμό κεφαλαίου μόλις 19,4% του ΑΕΠ, η επενδυτική υστέρηση της Γερμανίας προσεγγίζει το 8% του ΑΕΠ. Επόμενο είναι η υστέρηση να διαχέεται ταυτόχρονα όχι μόνον στην παραγωγικότητα της εργασίας, στην ανταγωνιστικότητα των τιμών, αλλά επίσης στις τεχνολογικές προδιαγραφές και προοπτικές της γερμανικής οικονομίας.
Σφιχτή δημοσιονομική πολιτική
Με τόσες αρνητικές προϋποθέσεις, πώς εξηγείται το γερμανικό πλεόνασμα εις βάρος της Αμερικής και της διεθνούς οικονομίας; Η αρχή του ελεύθερου εμπορίου αποβαίνει για όλους επωφελής υπό τον όρο ότι οι εταίροι στο παιχνίδι τηρούν όχι μόνον τους ίδιους κανόνες, αλλά και οικονομική πολιτική προς την ίδια κατεύθυνση.
Όταν ένας εξ αυτών προσφεύγει σε περιοριστική επιλογή, ενώ οι άλλοι παραμένουν σε επεκτατική, αυτό συνεπάγεται μοιραία και αθέμιτα οφέλη για τον πρώτο εις βάρος των άλλων. Εάν σήμερα η Γερμανία εγκαλείται από την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, δεν είναι διόλου για την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της, αλλά απλούστατα για το ότι «μεγιστοποιεί τις αποταμιεύσεις της, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει τις δαπάνες της».
Με αλλά λόγια, το πλεόνασμα δεν οφείλεται τόσο σε κάποιο θεμιτό εμπορικό πλεονέκτημα των γερμανικών επιχειρήσεων, που θα νομιμοποιούσε την διεισδυτικότητα των γερμανικών εξαγωγών στις αγορές του κόσμου. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αδυναμία διείσδυσης των ξένων προϊόντων στην γερμανική αγορά, εξ αιτίας της σφικτής δημοσιονομικής πολιτικής του Βερολίνου.
Εάν η Αμερική επιδιώκει την αναθέρμανση της οικονομίας της, ενώ η Γερμανία παραμένει προσκολλώμενη στον αντιπληθωριστικό στόχο, επόμενο είναι τα γερμανικά προϊόντα να εισάγονται απεριόριστα στην πρώτη, ενώ τα αμερικανικά να προσκρούουν στους ελέγχους δαπανών της δεύτερης.
Με αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία «σβήνει» θέσεις εργασίας στις συναλλασσόμενες με αυτήν χώρες, χωρίς όμως να μεταφέρει αλλού την απασχόληση. Τουλάχιστον ενόσω η ίδια δεν ανακυκλώνει τα πλεονάσματα της.
Επιπτώσεις σε Ελλάδα και Ευρωζώνη
Τόσο η Κομισιόν, όσο και το ΔΝΤ εγκαλούν την Γερμανία για την υποτονικότητα της εσωτερικής αγοράς της και την υστέρηση κυρίως δημόσιων επενδύσεων στις γερμανικές υποδομές. Το Βερολίνο, όμως, δεν τους εισακούει.
Παρά τα διογκούμενα πλεονάσματα της Γερμανίας, η εσωτερική κατανάλωση της δεν παύει να συρρικνώνεται. Κινείται στο 52,3% του ΑΕΠ, έναντι 69% στις ΗΠΑ και 55% στο σύνολο της Ευρωζώνης. Στην προβληματική υπεραποταμίευση πρωταγωνιστεί το γερμανικό δημόσιο, που κατακρατεί περίπου 40% του εξωτερικού πλεονάσματος. Ακολουθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, που διαχειρίζονται το υπόλοιπο, ενώ το μερίδιο των νοικοκυριών παραμένει αμέτοχο και αμετάβλητο, 9,8% του ΑΕΠ.
Για την κρίση στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό Νότο, ο Economist σημειώνει τον αρνητικό ρόλο των γερμανικών πλεονασμάτων και υπεραποταμιεύσεων που δεν διευκολύνουν την προσαρμογή των υπερχρεωμένων χωρών. Αντίθετα, την περιπλέκουν με τρόπο όλο και περισσότερο επώδυνο, αλλά και ανώφελο.
Εξάγει ύφεση και ανεργία
Η δημοσιονομικά ελεγχόμενη χαμηλή πορεία της γερμανικής οικονομίας (+1,3% έναντι +3,3% για την παγκόσμια), της αποφέρει πλεονάσματα, των οποίων όμως η χρήση δεν προωθεί, αλλά αποσταθεροποιεί τους εταίρους και την διεθνή οικονομία. Αυτό δεν ήταν αναγκαίο, ούτε είναι διατηρήσιμο.
Συνιστά γερμανική επιλογή, σε αντιδιαστολή με αυτές του υπόλοιπου πλανήτη. Η Γερμανία εμφανίζεται υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, αλλά κυρίως για τις συναλλασσόμενες με αυτήν χώρες. Η ίδια, με τις δημοσιονομικές επιλογές της, ελέγχει την εσωτερική της ζήτηση, μεταφέροντας τα πλεονάσματά της εκτός παραγωγής.
Στην ιστορία, όσες χώρες επέκτειναν την επιρροή τους παρείχαν στήριξη, σταθερότητα και προστασία στις αδύναμες. Δικαιούται η σημερινή Γερμανία να μην επιδιώκει αύξηση της επιρροής της στον σύγχρονο κόσμο. Δικαιούται, επίσης, να μην συμβάλει θετικά στην διόρθωση των ανισορροπιών που απειλούν την παγκόσμια σταθερότητα.
Ωστόσο, όταν οι επιλογές της επιδεινώνουν τις ανισορροπίες του κόσμου, όταν επιβαρύνουν υπέρμετρα και ανελέητα το κόστος προσαρμογής εις βάρος των εταίρων της, τότε εξάγουν ύφεση και ανεργία στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργούν συνθήκες διεθνούς αντιπαράθεσης και αυτό τουλάχιστον θα έπρεπε να απασχολεί το Βερολίνο.
Από τον 16ο αιώνα, ο Δόκτωρ Φάουστ είχε προσάψει στους συμπατριώτες του ότι «περιπλέκουν ανώφελα τα προβλήματα τόσο για τους ίδιους, όσο και για όλους τους άλλους». Σήμερα, ακόμη μια φορά, το γερμανικό πρόβλημα αποβαίνει παγκόσμιο. Με ανησυχία ο πλανήτης παρατηρεί την Γερμανία, σημειώνει ο Economist, «όχι επειδή την ακολουθεί στις επιλογές της, αλλά επειδή δεν την ακολουθεί καθόλου».
Τό είδαμε ΕΔΩ
1 σχόλιο:
Για άλλη μια φορά η Γερμανία 'συσπειρώνεται'... Απλός αυτοματισμός και συνήθεια;
Δημοσίευση σχολίου