Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (79)

                                      
                                      PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος

           ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ - «ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»

                                           17.  Γ Ο Ρ Γ Ι Α Σ 
                                                   ( συνέχεια )
                                               

Aναφερθήκαμε επανειλημμένα στο πώς διαθέτει ένα διπλό τρόπον τινά επίπεδο συζήτησης, εκείνο για τις ηθικές (ethisch) ‘αρχές’ κι αυτό για τα ‘επαγγέλματα’ (ή τούς ‘προορισμούς’…) τής ζωής, ο «Γοργίας». Αντέταξε κι ο Καλλικλής στην αρχή την πολιτική ρητορεία ενάντια στη φιλοσοφία. Για να οδηγηθή μετά, παραβλέποντας αυτές τις αντιθέσεις της καθημερινής πραγματικότητας, στο επίπεδο των καθαρών εννοιών ο αγώνας, όπου και παρουσιάζεται το ασυμβίβαστο του Είναι προς τις λογικές αντιφάσεις. Δεν έχει όμως ακόμα την αίσθηση της ανατροπής της, παρ’ όλο που ‘καταστράφηκε’ η συλλογιστική της βάση, εκείνη η πρακτική κατεύθυνση  ζωής, που ενσαρκώνεται, ως έναν ανερχόμενον πολιτικό τής αγοράς, απ’ τον Καλλικλή. Και πρέπει να διεξαχθή έτσι μέχρι τέλους ο αγώνας για τη μορφή τής ζωής και το επάγγελμα, προς το οποίο και ‘γλιστρά’ τώρα η συζήτηση, καθώς παραδέχεται κι ο Σωκράτης, πως αν αναγνωρίσουμε το Καλό (το Αγαθό…) ως μέτρο, δεν είναι τότε τού καθενός να το ξεχωρίση εδώ, αλλά θα χρειαζόταν (πράγματι…) ένας ‘ειδικός’ (ένας ‘γνώστης’ – τεχνικός). Δεν θα υπάρξη βέβαια, στον αγώνα αυτόν, τον τελευταίο, που τώρα ξεκινά, καμμιά ‘επιστροφή’ για τον Καλλικλή. Ο οποίος και ‘αφιέρωσε’ ήδη πάρα πολλά στην ζωή που διάλεξε. Και ο οποίος θα πρέπη να παραδεχτή πάντως, αφού τού παρουσίασε την προτεραιότητα της δίκαιης ζωής ακόμα και μπροστά στον ίδιον τον κίνδυνο του θανάτου ο Σωκράτης, πως ήδη έχει ειπωθή αυτό (513 C) ( ; ). Χωρίς να μπορή ωστόσο να καταλάβη και τη συνέπεια για την ίδια του την ζωή απ’ αυτό, και γνωρίζει το γιατί ο Σωκράτης: είναι η κλίση του προς τον Δήμο (Demos) (o δήμου έρως) που τον δελεάζει και αντιτίθεται σ’ αυτό που δηλώνει ο Σωκράτης   (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο προσοχή θέλουν όλα στην ζωή μας, και πώς εξάσκησαν αυτήν την αρετή εκείνοι οι άνθρωποι, ή εκείνοι οι λίγοι έστω που αφιέρωσαν και την ζωή τους ακόμα στην αλήθεια ανάμεσα στους πολλούς… Μόνον η διδασκαλία τού Κυρίου μπόρεσε και μπορεί να ξεπεράση κι αυτό το αδιέξοδο, διδάσκοντας στους μαθητές Του, να μην ζητούν να εξουσιάζουν όπως οι άρχοντες στα έθνη, αλλά να ζητούν να είναι πάντα οι ‘τελευταίοι’, οι έσχατοι ανάμεσα στους αδελφούς… )) . Συμπυκνώνεται εδώ η τυπική (ανθρώπινη…) μοίρα, που ‘εντείνεται’ πιο πυκνή ανάμεσα στην αρχή και το τέλος τού διαλόγου «Αλκιβιάδης». Έχει άλλωστε ακριβώς ξεκινήσει, εκείνο που ακόμα σχεδιάζει ο Αλκιβιάδης, ο Καλλικλής: να συμμετάσχη στη δημόσια ζωή (Γοργ. 515 Α, Αλκ. 106 C)· θέλουν και οι δύο να εξουσιάσουν (510 Α, 125 Β)· και ακούν και οι δυό, πως θά ’πρεπε (όμως…) κάτι να έχουν διδαχθή και να έχουν μάθει και οι ίδιοι προηγουμένως (514 Β, 109 D). Το ‘τέλος’ είναι δε η παραίτηση εδώ τού Σωκράτη απέναντι στην προς τον Δήμο κλίση τού Καλλικλή (513 C), και η βαθειά θεμελιωμένη εκεί έγνοια, πως θα μπορούσε να ‘αποστατήση’ απ’ αυτόν μέσα απ’ την ίδια κλίση (δημεραστής γενόμενος) ο Αλκιβιάδης.
      Ο αγώνας για τον σωστό τρόπο ζωής διεξάγεται σε τρεις μεγάλες κινήσεις, οι οποίες και διακρίνονται σαφώς, χωρίς να αντιπαραβάλλονται με οξύτητα αναμεταξύ τους, απ’ τη συμπεριφορά και τη στάση τού συνομιλητή. Όπου και τραχύνεται μέχρι την ανοιχτή αποχώρηση του Καλλικλή στο πρώτο μέρος η αντίσταση. Ενώ μένει σχεδόν μόνος στο δεύτερο μέρος, ξεδιπλώνοντας άλλη μια φορά τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η πράξη του, ο Σωκράτης· οδηγώντας τες μέχρις εκεί, όπου και θα ‘δεθή’ με χαλύβδινους και σιδηρούς λόγους η ‘υπεροχή’ τού να αδικηθής δίχως να φταις απέναντι στο να νικήσης αδικώντας. Για να διεξαχθή τελικά πάνω σ’ αυτήν τη βάση (Basis), μέχρι τη νίκη τού σωκρατικού τρόπου ζωής, ο αγώνας για τη διαμόρφωση της κάθε ξεχωριστής ζωής στην πολιτεία. Και το εκφράζει απ’ την αρχή με ύψιστη σοβαρότητα (500 CD), πως πρόκειται για τη μεγάλη απόφαση εδώ, με ποιον απ’ τους δυό τρόπους θά ’πρεπε κανείς να ζη, για την πιο σημαντική δηλ. απόφαση, ο Σωκράτης.
       Aνακαλεί το σύστημα (System) των γνήσιων και των κολακευτικών τεχνών, που το είχε παρουσιάσει προηγουμένως στον διάλογο με τον Πώλο (463 κ.ε.), ο Σωκράτης. Και υπήρξε ένα ‘χτύπημα’ η κατάταξη της ρητορικής δίπλα στην τέχνη τής μαγειρικής και του στολίσματος εκεί, που δεν έφτασε όμως στο βάθος, γιατί δεν είχε ακόμα αναπτυχθή η αρχή αυτής τής τάξεως. Εμφανίστηκε ωστόσο τώρα, στην αντίθεση ακριβώς ανάμεσα στο «καλό» και το «ευχάριστο» ή στο «καλό» και την «ηδονή», και η διπλή εκείνη ‘αρχή’, που προσδιορίζει και την κατεύθυνση εκείνων τών δυό συστημάτων. Και διαπιστώθηκε έτσι ακράδαντα η διαφορά τής αξίας, ώστε να μπορή να συγκαταριθμηθή και μια ολόκληρη σειρά άλλων τεχνών σε κείνο το σύστημα της ηδονής: η ταυτόχρονη οργανική μουσική, η διθυραμβική ποίηση, η τραγωδία (Tragdie). Το προβλέπουμε: αν πρόκειται να διευρύνη στο βασικό σχέδιο της «Πολιτείας» το βασικό σχέδιο του «Γοργία», και να οικοδομήση την πολιτεία τού Καλού και Αγαθού απέναντι στην πολιτεία τής Ευχαρίστησης και Ηδονής, θα πρέπη τότε να ‘εξαγνίση’ από τέτοιες ‘κολακευτικές’ τέχνες την πολιτεία ο Πλάτων, και θα το κάνη επειδή γνωρίζει πως πρέπει να θέση δράματα (Dramen) και διθυράμβους (Dithyramben) εντελώς άλλου είδους στη θέση τών παλαιών μορφών. Πρόκειται όμως τώρα για τη ρητορική εδώ στον «Γοργία», που συνδέεται βέβαια μέσα απ’ τον ίδιον σκοπό τής ευχαρίστησης του κοινού με κείνες τις ‘κολακείες’. Και είναι αυτή η ρητορική που ασκείται στην πραγματικότητα. Ενώ υπάρχει και μια άλλη ίσως ακόμα, που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίση ως την παιδαγωγική τέχνη τού λόγου κανείς, επειδή αποσκοπεί στο «να γίνουν κατά το δυνατόν καλοί μέσα απ’ τους λόγους της οι πολίτες» (502 Ε). Αλλά δεν επιτρέπεται να συγκαταλεγούν – προς έκπληξη του Κ       αλλικλή και προς τρόμο τού αναγνώστη (που πρέπει να τρομάξη!) – ούτε οι ίδιοι οι μεγάλοι πολιτικοί τής Αθήνας σ’ αυτήν την τέχνη· γιατί σκόπευαν στις επιθυμίες και τα πάθη (την απληστία!...), τα δικά τους και των άλλων, κι αυτοί. Όποιος ασκεί όμως αυτήν τη γνήσια τέχνη, δεν μιλά εξ αυτής (ουκ εική ερεί), αλλά «κοιτάζει προς κάτι», που προσδιορίζει τον λόγο του, όπως δίνει μια «μορφή» στο έργο του μ’ ένα τέτοιο ‘κοίταγμα’ και το καθιστά ένα ‘ταχτοποιημένο’ (‘καλοφτιαγμένο’…) πράγμα και ο χειροτέχνης (τεταγμένον τε και κεκοσμημένον πράγμα). Και θα πρέπη να έχη τότε μια μορφή και να είναι επίσης ‘ταχτοποιημένο’ κι εκείνο το Κάτι. Βλέπουμε ήδη  την «Πολιτεία» (VI 500 C) μπροστά μας, όπου και κατευθύνει το βλέμμα του προς το ‘τακτοποιημένο’ (τεταγμένα) και υφιστάμενο πάντοτε με τον ίδιον τρόπο ο φιλόσοφος, αλλά και τον ξυλουργό του «Κρατύλου» (389 Α), που ‘κοιτάζει’ την αρχέγονη μορφή τής σαίτας (τού αργαλειού…) απ’ την άλλη. Πρέπει άρα να απομακρύνη, κατά το πρότυπο του καλού τεχνίτη, το άδικο και το άμετρο (ακολασία) απ’ την ψυχή και να την παρακινήση προς την ‘τάξη’, προς την αρετή δηλ., μετριάζοντάς την (κολάζει) εκείνη η καλή τέχνη τού λόγου. Κι αποκτά μια στερεότητα εδώ, καθώς οράται το Είδος (Eidos), το Αγαθόν (Agathon) ως σημείο κατεύθυνσης, αυτό που αναδύθηκε ως παράδοξο (paradox) στο τέλος τού διαλόγου με τον Πώλο. Και διαισθανόμαστε, πως εκπροσωπεί μόνον ο Σωκράτης αυτήν την τέχνη τού λόγου. Εδώ λοιπόν, όπου προσκρούει στο Αγαθόν ο ‘έκλυτος βίος’, και αντιπαρατίθεται στην κυρίαρχη ΄πλαστή’ τέχνη ο λόγος τής αληθινής ‘ρητορείας’, αποσύρεται απ’ τη δέσμευση του διαλόγου κι ο Καλλικλής: πρόκειται για το ίδιο αχαλίνωτο στοιχείο εντός τού Λόγου (Logos), το οποίο διακηρύσσει και για την ζωή η θεωρία του (ουχ υπομένει… κολαζόμενος – 505 C 3).
      H δεύτερη ‘κίνηση’ ξεκινά άλλη μια φορά «απ’ την αρχή». Απ’ την αντίθεση του «Καλού» και του «Ευχάριστου», αποσαφηνίζοντας το «Καλό» ως τον πραγματικό σκοπό τής πράξης, την «αρετή» ως την πραγματοποίηση του Καλού σε μας, και ως την τάξη συγκεκριμένα τής ψυχής. Εδώ ανήκει όμως η ενότητα όλων τών «αρετών», και θυμόμαστε, πως ήθελε να τις ξεχωρίση αναμεταξύ τους αυθαίρετα ο Καλλικλής (ΙΙΙ 1). Ενώ θυμόμαστε επίσης, πως υπερασπίστηκε την ενότητά τους απέναντι στη σοφιστική στον «Πρωταγόρα» ο Σωκράτης, πως κατέστησε ορατή τη σύγκλισή τους στους απορητικούς, ‘οριστικούς’ διαλόγους, και πως θα στηρίξη κάθε αγωγή, τόσο για τον καθέναν ξεχωριστά όσο και για το οικοδόμημα της πόλης, στο ενωμένο τους σύστημα στην «Πολιτεία». Όποιος είναι καλός (καγαθός…), αυτός πράττει και καλά, και του συμβαίνει ταυτόχρονα – και είναι μια λεκτική επίσης ενότητα αυτό στα ελληνικά – και ‘καλώς’ (εύ τε καί καλώς πράττει – 507 C 3), και είναι άρα «ευδαίμων». Ενώ πράττει κακώς ο κακός, και του συμβαίνει και ‘κακώς’, και είναι άρα δυστυχής. Και τη γνωρίζουμε απ’ τον «Χαρμίδη» (172 Α) και τον «Αλκιβιάδη» (133 Ε κ.ε.) αυτήν τη διαβάθμιση. Συνάγεται όμως και η συνέπεια εδώ στον «Γοργία»: πρέπει να εξασκή λοιπόν τη σωφροσύνη (Soprhrosyne), και να αποφεύγη την τόσο παινεμένη απ’ τον Καλλικλή ‘απειθαρχία’ (την αφροσύνη, και τον ‘έκλυτο και αχαλίνωτο βίο’…) κανείς. Και φωτίζεται έτσι εκ νέου η αξία τού «σωφρονισμού», την οποίαν και επενεργεί αυτή η «πειθαρχία» και «τάξη» και «ευπρέπεια». Εμφανίζεται, ως περιεκτικό πρότυπο, ο κόσμος (Kosmos) τού σύμπαντος δίπλα στον κόσμο τής ψυχής. Ενώ αποδεικνύεται ως άγνοια της μαθηματικής αναλογίας, και ως υποτίμηση της γεωμετρίας (Geometrie) η πλεονεξία, και η θέληση για δύναμη (508 Α): πόσο ειρωνική και παράδοξη αντηχεί η παιδαγωγική αρχή τής πλατωνικής «Πολιτείας» και της Ακαδημίας! Για να επιστρέψουν φράσεις από προηγούμενα μέρη τού διαλόγου μας κατόπιν, που ίσχυαν ως παραδοξότητες ή έμειναν ανολοκλήρωτα και αμφισβητούμενα εκεί: ότι ανήκει στην ‘ευπρέπεια’ της αδικίας η ρητορική, κι ότι είναι προτιμότερο απ’ το να πράττη άδικα το να αδικείται χωρίς να φταίη κανείς· κι ότι θά ’πρεπε να γνωρίζη το δίκαιο ο αληθινός ρήτορας (ορθώς ρητορικός). Για να αναδυθή ξανά και κείνο το επιχείρημα, με το οποίο και είχε απειλήσει στο τέλος τής πρώτης του μεγάλης ‘επιθετικής’ ομιλίας τον Σωκράτη ο Καλλικλής (486 Α κ.ε.), και το οποίο αποκρούεται πανηγυρικά και αποφασιστικά τώρα (508 D κ.ε.). Παρίσταται «στερεωμένο με σιδηρούς και χαλύβδινους λόγους» αυτό που κερδήθηκε και αποκτήθηκε – ούτε κι αυτό βέβαια ως δόγμα (Dogma), αλλά γνήσια σωκρατικά, έτοιμο να υποστή την κάθε γνήσια εξέταση. 
      Eισχώρησε έτσι ξανά η συζήτηση των ηθικών αρχών στον αγώνα τών δυό συστημάτων ζωής, και θα διεξαχθή τώρα για μιαν τελευταία φορά πάνω σε σίγουρη βάση αυτός ο αγών. Παραμένει ακόμα πεπεισμένος, πως πρέπει να κυβερνά για την ίδια του την προστασία στην πόλη (άρχειν ή καί τυραννείν) ή να είναι σύντροφος στο υφιστάμενο καθεστώς κανείς, ο Καλλικλής (510 Α)· πως δεν απέβλεψαν στην καλυτέρευση των πολιτών, με την έννοια του Σωκράτη, και πολλαπλασίασαν παρ’ όλ’ αυτά την πόλη (Polis) οι μεγάλοι πολιτικοί τής Αθήνας (515 C)· πως θα ήταν ντροπή, να μη μπορή να βοηθήση κανείς τον εαυτό του (522 C)· και πως θά ’πρεπε, για την ίδια του την ασφάλεια, να προσαρμοστή στις κυρίαρχες εξουσίες και να εξασφαλισθή απέναντι στους κινδύνους ο Σωκράτης (511 Α. 521 ΑΒ). Ο οποίος συνάγει όμως απ’ το ηθικό σύστημα αξιών, που κατευθύνεται αταλάντευτα προς το Αγαθόν, τη συνέπειά του. Οδηγώντας μας άλλη μια φορά να δούμε, πως είναι σημαντικότερο να αποφύγουμε το να αδικήσουμε, απ’ το να προστατευτούμε από μιαν ξένη αδικία. Τοποθετεί δε στη νέα διάσταση της πολιτικής πραγματικότητας και των ανταγωνιζομένων μεταξύ τους μορφών (τρόπων…) ζωής την ηθική αντίθεση. Υπερνικώντας έτσι το αίτημα της πολιτικής ρητορείας, που αποφεύγει (αποσοβεί…) το να αδικηθής, καταντώντας όμως ακριβώς μ’ αυτό στο να αδικής, βασιζόμενη σε μιαν υπερτίμηση τελικά τής ‘απλής και μόνον’ απέναντι στη σωστή ζωή (εύ ζήν) (510 Α – 512 Ε). Και υπερνικώντας και το αίτημα των πολιτικών – οφθαλμοφανέστατο στην υψίστη μορφή τους, τους τέσσερις μεγάλους δηλ. πολιτικούς τής Αθήνας – να ‘πολλαπλασιάσουν’ την πόλη, εφ’ όσον διογκώθηκε στην πραγματικότητα και γέμισε πληγές και έλκη με τη δραστηριότητά τους, και αναιρέθηκε μέσα απ’ τη μοίρα που την προσέβαλε η πόλη, και η οποία μοίρα δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξη, αν είχαν καλυτερεύσει στην πραγματικότητα τους πολίτες οι πολιτικοί (515 C έως 519 C)   (( Παντοτινά ζητήματα… )) . Και υπερνικώντας και το αίτημα τελικά τής συναδελφωμένης με τη ρητορική σοφιστικής να παιδαγωγή τούς νέους, το οποίο και αναιρείται ήδη με το ότι πληρώνεται, παραπονούμενος μάλιστα για ‘σκληροτράχηλους’ πληρωτές ο σοφιστής, τη στιγμή που θα έπρεπε να προξενή ωστόσο, αν ήταν βέβαια δίκαιο το αίτημά του, την επιθυμία να ευεργετούν κι αυτοί για την ευεργεσία που έλαβαν στους μαθητές του (519 C – 520 E). Yπερνικά πράγματι σ’ αυτόν τον αγώνα, ως το σωστό έργο ενός πολιτικού ανθρώπου η αληθινή του υπηρεσία προς τους συμπολίτες: να τους κάνη πράγματι καλούς (513 Ε). Και απαιτείται, να έχη μαθητεύσει προηγουμένως σε κάποιον (σε ποιον άραγες;) όποιος θα ήθελε να κυβερνήση, και να έχη αποδείξει στα μικρά πράγματα προηγουμένως την ικανότητά του «να βελτιώση τους άλλους», για να μην «το μάθη κατόπιν ‘στου κασίδη το κεφάλι’» (514 Α – 515 Β). Φανερώνεται η αληθινή απέναντι στην ψευδή ρητορεία (517 Α 5), με το να εκφράζη μάλιστα με περήφανη TELIK;A παραδοξότητα το εξής ο Σωκράτης: ότι «συντελεί ο ίδιος, με λίγους ακόμα Αθηναίους, για να μην πη και μόνος, στην αληθινή πολιτική τέχνη, καταγινόμενος μόνος αυτός ανάμεσα σε όλους τούς συγχρόνους του με τα (αυθεντικά…) πολιτικά πράγματα» (521 D). Και ήταν (πράγματι…) ο μόνος που ‘διέφθειρε’ τους Αθηναίους, κατά την κατηγορία τού Μέλητου στην «Απολογία» (25 Α), ο Σωκράτης! Όπου διαθέτουμε βέβαια την πιο οξεία απάντηση σ’ αυτό, με την παραδοξότητα εδώ τού «Γοργία». Για να κορυφωθή έτσι με την ομολογία τού έργου ζωής και της ίδιας της «ύπαρξης» τελικά τού Σωκράτη ο ‘αγωνιστικός’ αυτός διάλογος με τον Καλλικλή. Είναι (πράγματι…) μια υπόθεση ζωής και θανάτου (κάτι που δεν το γνώριζε ο Καντ) η φιλοσοφία. Και τόσο καλά γνωρίζει τη μοίρα του σ’ αυτήν την πόλη, ώστε να προβλέπη μέχρι και την ακρίβεια των λέξεων την εναντίον του κατηγορία (521 Ε κ.ε.) ο Σωκράτης. Που δεν έχει όμως καμμιάν αμφιβολία για το ότι πρέπει να είναι το Αγαθό και όχι το Ευχάριστο ο σκοπός τού λόγου και της διδασκαλίας του. Γνωρίζοντας πως είναι δίπλα στον ιατρό και τον αρχιτέκτονα, και όχι στον επικεφαλής μιας ‘κουζίνας’ (με τα διάφορα ‘μαγειρέματα’…) η θέση του. Και προβλέποντας, πως δεν θα τον ωφελήση καθόλου η υπεράσπιση του εαυτού του, εφ’ όσον θα επικαλείται το «δίκαιο» των ενεργειών του. Κάτι που απαξιώνει όμως εντελώς στα μάτια του, κάθε προειδοποίηση ότι κινδυνεύει η ζωή του. Γιατί δεν κρίνεται απ’ το αν θα μπορούσε να «βοηθηθή» ο ίδιος, αλλά απ’ το Πώς αυτής τής βοήθειας η απόφαση για το τί αξίζει και δεν αξίζει (σ’ αυτήν, και στην ‘άλλην’ ζωή…). ‘Εξαφανίζεται’ μπροστά στο ερώτημα δίκαιο ή άδικο, εκείνο το ‘άλλο’ ερώτημα για ζωή ή θάνατο. Και είναι η θεωρία τού Αγαθού που αποφασίζει ή έχει ήδη από καιρό αποφασίσει για την αποστολή τής ζωής του.
        Και βλέπουμε συγκεντρωμένα σε μια ‘στιγμή’ εδώ: τον αγώνα τής ηδονής με το καλό, τον αγώνα τής ψευδούς σοφιστικής και ρητορικής με την αληθινή φιλοσοφία, που είναι ταυτόχρονα η γνήσια ρητορεία και η γνήσια τέχνη τού πολιτεύεσθαι, και τον αγώνα των Αθηναίων με τον Σωκράτη. Όχι βέβαια μ’ έναν τρόπο, σαν να είχε συντελεσθή μία δια παντός αυτός ο αγώνας. Αλλά σαν να είναι πάντοτε, αντίθετα, ζωντανός, απαραίτητος ακόμα και για την υπόθεση του Αγαθού, για την οποία και αγωνίζεται – κλονίζοντας μιαν άκαμπτη πλέον όσο και αμυδρή ‘νομιμότητα’ – και ο ίδιος ακριβώς ο Καλλικλής.
      Στον μύθο (Mythos) που κατακλείει το σύνολο, επανελέγχεται απ’ το δικαστήριο της αιωνιότητας η δίκη τού Σωκράτη, και καθαγιάζεται απ’ το Επέκεινα ό,τι ‘κατακτήθηκε’ εδώ στον διαλεκτικόν αγώνα. Υπάρχει για πρώτη φορά ένας σωκρατικός εδώ μύθος στο πλατωνικό έργο, και δηλώνει για πρώτη φορά πως «σιωπά και ησυχάζει ο Λόγος» - που ήταν ακόμα μια ευχή στον «Ευθύφρονα» (11 D) – ο Σωκράτης (527 Β). Γιατί είναι για πρώτη φορά, όχι μόνον οδοδείκτης ο διάλογος, αλλά συγκεντρώνεται πανηγυρικά όπως σε μια συλλογή νόμων, έχοντας διατρέξει τον μύθο και εφοδιασμένο με τη σφραγίδα τού Παντοτινού, ό,τι ανακαλύφθηκε σ’ αυτόν τον δρόμο στο τέλος. Χωρίς να αποτελή δόγμα βέβαια, αλλά να επιδέχεται περαιτέρω έρευνα κάθε στιγμή μέσα στη διαλεκτική συζήτηση, ακόμα κι αυτό το πιο απαρασάλευτο απ’ όλα. Φανερώθηκε ωστόσο τώρα ο Λόγος· και πρέπει (καλείται…) σύμφωνα μ’ αυτόν να ζήση κανείς ή – ‘προσθέτοντας’ εδώ και τη μοίρα τού Σωκράτη - και να πεθάνη.


     ( τέλος τού κεφαλαίου «Γοργίας», ενός απ’ τα σημαντικώτερα κείμενα της ανθρωπότητας – συνεχίζεται με το τελευταίο κεφάλαιο του 2ου τόμου, «Μένων» )  

Δεν υπάρχουν σχόλια: