Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Puer aeternus-Τρίτο μέρος (57)

Συνέχεια από:Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2015

Puer aeternus

Μέρος τρίτο
«Το βασίλειο άνευ χώρου» (Bruno Goetz)
 8 Σύγκρουση και παράνοια α

Το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου ονομάζεται «Η ανοικτή πύλη», όπου ο Μελχιόρ ακολουθεί τον δρόμο τού von Spät και αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Φο.
Όταν ο Μελχιόρ έμεινε μόνος, ταράχτηκε πολύ, αισθάνεται πως μέσα του χτυπούν καμπάνες που σημαίνουν κίνδυνο. Στο τέλος ουρλιάζει: «Πρέπει να έχω βεβαιότητα!», και χτυπά με τις γροθιές τον τοίχο. Και τότε ακούγεται ένα σφύριγμα, στύλοι αναδύονται από την γη και εμπρός του ανοίγεται μια πλατιά πύλη. Έξω από την πύλη βρίσκεται η νυχτερινή θάλασσα. Ένα ιστιοφόρο πλησιάζει αθόρυβα την ακτή. Μια άσχημη ησυχία κυριαρχεί, ο Μελχιόρ είναι σαν παραλυμένος. Και τότε χτυπά το ρολόι που βρίσκεται στο δωμάτιο του, η παράλυση φεύγει από αυτόν και ο Μελχιόρ περνά την πύλη έχοντας τα χέρια του ανοικτά και κλαίγοντας. Από όλες τις πλευρές ορμούν κατά πάνω του σκοτεινές μορφές και ένα σιδερένιο χέρι τον πιάνει από τον λαιμό. Τότε του πετάνε ένα μαύρο βιβλίο και αυτός χάνει τις αισθήσεις του. Όταν ξυπνάει, είναι δεμένος στον κατάστρωμα ενός πλοίου. Δίπλα του μια μορφή με κουκούλα. Όλο το πλοίο είναι γεμάτο κουκουλοφόρους, η θάλασσα φουρτουνιασμένη, δεν μιλάει κανείς. Μετά από πολλές ώρες ανάβει ένας δαυλός, τον οποίο στριφογυρίζει ένας τεράστιος άνδρας πάνω από το κεφάλι του. Από την ακτή έρχεται ως απάντηση ένας άλλος δαυλός, που στον Μελχιόρ φαντάζει ως πρώτος χαιρετισμός ενός νέου κόσμου. «Κατάπιε την ξένη πύρινη γραφή της άγνωστης χώρας, η καρδιά του έδινε σε κάθε σημάδι που ερχόταν μια πύρινη απάντηση...». Μια μικρή βάρκα προσαράζει στο πλοίο, κουκουλοφόροι έρχονται, τον πιάνουν, τον κλείνουν σε ένα μαύρο ρούχο και τον μεταφέρουν μέσα σε αυτό. Όταν ξυπνά πάλι από την λιποθυμία του, αισθάνεται πως προχωρά μέσα στο σκοτάδι, και γύρω του ακούει βηματισμό πολλών ποδιών. Διασχίζουν ατέλειωτους διαδρόμους και δωμάτια ενός τεράστιου παλατιού, μέχρι που σταμάτησαν λόγω συνωστισμού. Κάποιος χτυπά με δύναμη ένα μέταλλο και όλα σιωπούν. Τότε η ζωή επιστρέφει στον Μελχιόρ, ο οποίος θέλει να στηριχτεί στον φρουρό του, αλλά πιάνει μόνο αέρα. Είναι μόνος. Ξαφνικά τον κατακλύζει εκτυφλωτικό φως, και τα μάτια του πονάνε. Βρίσκεται σε μια τεράστια αίθουσα, οι τοίχοι της οποία είναι καλυμμένοι με κόκκινο βελούδο. Στον πίσω τοίχο βρίσκεται ένα μακρύ τραπέζι, όπου κάθονται τρεις κουκουλοφόροι με κόκκινα ρούχα. Στους τοίχους όμως κάθονται όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες που γνώρισε στην ζωή του, του ρίχνουν αυστηρά βλέμματα και ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
Στο επόμενο κεφάλαιο, «Το δικαστήριο», ο Μελχιόρ διαμαρτύρεται έντονα για την μεταχείριση του. Κανένας όμως δεν του απαντά. Με μεγάλη οργή πηγαίνει προς το τραπέζι και σηκώνει την γροθιά του. Τότε ακούει μια σκληρή φωνή: «Στέκεσαι ενώπιον των δικαστών σου, Μελχιόρ!» Συγκλονισμένος πέφτει στα γόνατα. Η φωνή λέει να προσέλθουν οι κατήγοροι. Ψίθυροι ακούγονται στο πλήθος, ένας ένας προσέρχονται, στέκονται μπροστά από το τραπέζι και κοιτάνε τον Μελχιόρ με αδειανό βλέμμα. Ο Μελχιόρ τους αναγνωρίζει όλους, φίλους, εχθρούς, γείτονες. Όλοι έχουν γκρίζα πρόσωπα, σαν να είναι καλυμμένα με σκόνη. Παραμορφωμένα χαρακτηριστικά, πλατιά ανοιγμένα μαύρα στόματα με μπλε χείλια. Η γυναίκα του Μελχιόρ στέκεται μπροστά από όλους, και του απευθύνει ένα παρανοϊκό και γεμάτο επιθυμία γέλιο. Αλλά και ο Cux με την γυναίκα του είναι εκεί, όπως και ο Trümpelsteg. Όλοι τον κατηγορούν πως ποτέ δεν τους φρόντισε, δεν τους αγάπησε, ούτε καν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς. Ξεχασμένοι συμμαθητές του βγάζουν την γλώσσα. Είναι και η Henriette εκεί. Διαρκώς εμφανίζονται νέες μορφές που συνωστίζονται γύρω του και κάτι μουρμουρίζουν. Ακόμα και η γριά πωλήτρια βρίζει. Το μουρμουρητό των κατηγόρων γίνεται όλο και πιο δυνατό, μέχρι που σε κάποια στιγμή ακούγεται  η φωνή του δικαστή: «Άκουσες τις κατηγορίες. Αναγνωρίζεις την ενοχή σου;» Ο Μελχιόρ σκύβει το κεφάλι και λέει σιγανά: «Είμαι ένοχος. Κάθε βήμα που έκανα είναι βυθισμένο στην ενοχή. Σκοτώνουμε όταν ζούμε. Ποιος όμως θέλει να είναι δικαστής;» Η φωνή του δικαστή καλεί σε ησυχία: «Είσαι λοιπόν ένοχος θανάτου!»-«Εδώ δεν βρίσκεται κανείς που μπορεί να με δικάσει», αποκρίνεται ο Μελχιόρ και σηκώνεται. «Δεν γνωρίζω άλλο δικαστή για μένα εκτός από τον εαυτό μου. Ποιος με κατηγορεί; Δεν άκουσα τίποτα εκτός από βρισιές και ψιθύρους άψυχων σκιών!»
Οι κατήγοροι ξεσπούν στο άκουσμα των λόγων του σε κλαψούρισμα. Οι τρεις κουκουλοφόροι όμως δεν δίνουν σημασία, και επαναλαμβάνουν την θανατική καταδίκη που είχε επιβάλει ο αόρατος δικαστής. Δυο ξύλινες φιγούρες πλησιάζουν τον Μελχιόρ και τον απομακρύνουν, πάλι δια μέσου ατέλειωτων σκοτεινών διαδρόμων. Στο τέλος τον κλείνουν σε ένα φωτεινό δωμάτιο, ο ένας τοίχος του οποίου ήταν γυάλινος, και δι’ αυτού εισερχόταν το «καυτό μπλε του ουρανού». Αποπνικτική ζέστη αναδύεται από το πάτωμα και τους τοίχους, όπου καθρεφτίζεται το μπλε του ουρανού. Ο Μελχιόρ δεν μπορεί να ξεφύγει. Σε κάποια στιγμή έρχονται οι δυο ξύλινοι άνδρες, φέρνοντας ένας μαύρο, με αίμα σπιλωμένο παλτό. Το καρφώνουν στους ώμους του Μελχιόρ, και το αίμα τρέχει πάνω στο κορμί του. Τότε τον μεταφέρουν  σε ένα τόπο στη θάλασσα, όπου βρίσκεται μια σκαλωσιά. Ο Μελχιόρ αναγνωρίζει τα τριγύρω σπίτια, εκεί έζησε κάποτε. Και το πυκνό πλήθος στην πλατεία αποτελείται από τις σκιές των κατηγόρων του, που περιμένουν να δουν την εκτέλεση. Ο δήμιος με το σπαθί τον ακολουθεί στην σκαλωσιά. Ένα μεγάλο άσπρο πουλί πετά πάνω από το πλήθος. «Στο στήθος του Μελχιόρ ακούστηκε ένα κουδούνισμα..Γελώντας δυνατά απέσπασε αστραπιαία από τον δήμιο το σπαθί, και του έκοψε το κεφάλι». Εκείνη την στιγμή αναδύεται από την θάλασσα ένα τεράστιο κύμα, που κινείται γρήγορα προς την πόλη. Μπροστά από το κύμα όμως τρέχει ένα άλογο που σταματά μπροστά στον Μελχιόρ. Γελώντας πηδά πάνω στην σέλα, και το άλογο αρχίζει να τρέχει για να ξεφύγουν από το κύμα, το οποίο τα καταπίνει όλα. Καταπνίγει και τα ουρλιαχτά των ανθρώπων.
Στο επόμενο κεφάλαιο, «Το κάλεσμα», ο Μελχιόρ ιππεύει μέχρι τους πρόποδες ενός δασώδους βουνού. Εκεί κατεβαίνει από το άλογο και πίνει από ένα ρυάκι. Τότε ησυχάζει. Ο εφιάλτης των κατηγόρων φεύγει. Όταν γυρίζει προς το άλογο του, διαπιστώνει πως εξαφανίστηκε. Αλλά το άσπρο πουλί τριγυρίζει πάλι από πάνω του. Ο Μελχιόρ το ακολουθεί στο δάσος και περπατά πάνω σε ένα στενό μονοπάτι. Νιώθει πως μετά από κάθε του βήμα ανοίγεται μια άβυσσος. Το τμήμα του δρόμου πού περπάτησε βυθίζεται στο τίποτα. Όταν φτάνει σε ένα ξέφωτο ψηλά στο βουνό, πέφτει η κρύα νύχτα. Ένας λύκος τού γαβγίζει, εκατοντάδες άλλοι γύρω του αποκρίνονται. 

Συνεχίζεται

      

Δεν υπάρχουν σχόλια: