Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (9) -ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Το μητρικό σύμπλεγμα
Κεφάλαιο 5ο
Έρως και Ψυχή ΙΙ

Η Ψυχή θεωρούνταν στην ύστερη αρχαιότητα λιγότερο ως μια θεά. Παριστάνεται σχεδόν πάντα μαζί με τον Έρωτα, μερικές φορές χωρίς φτερά, όταν αντιπροσωπεύη περισσότερο τη μορφή της ιστορίας που πραγματευόμαστε και βρίσκεται σε ισχυρή αντίθεση προς τον αθάνατο θεό Έρωτα. Έχει όμως συχνά και φτερά, με τις τυπικές τελίτσες ή στίγματα ή κύκλους, που χαρακτηρίζουν τα φτερά της πεταλούδας. Είναι μια μορφή του τύπου του θεϊκού κοριτσιού, της Κόρης, της κεντρικής μορφής των Ελευσινίων Μυστηρίων. Στα ελευσίνια Μυστήρια, που είναι κατά τον Γιουνγκ ουσιαστικά τα Μυστήρια της θηλυκής Ψυχής, είναι το κεντρικό θέμα η ιστορία της Δήμητρας, που η θυγατέρα της Κόρη (το θεϊκό κορίτσι) απάγεται βίαια απ’ τον Άδη, τον θεό του θανάτου και του κάτω κόσμου. Στο τέλος παίρνει με τη μεσολάβηση του Δία την άδεια, να έχη πάλι από καιρού εις καιρόν την κόρη της κοντά της. Αυτή είναι όμως μόνο μια όψη της ιστορίας. Πρέπει να συνέβαιναν πολύ περισσότερα στα Μυστήρια, για τα οποία δεν ξεύρουμε τίποτα. Γνωρίζουμε ωστόσο, πως η Κόρη χαρίζει στα Μυστήρια την ζωή σ’ ένα μυστικό αγόρι, που ονομάζεται γενικά Ίακχος ή Βρέμος (ο δυνατός) και σε μερικά μεταγενέστερα κείμενα και Τριπτόλεμος ή Έρως. Αυτό ήταν το μεγάλο γεγονός κατά τη νύχτα της μύησης στα Ελευσίνια Μυστήρια. Αυτό που πράγματι συνέβαινε σ’ αυτά τα Μυστήρια, δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, και μπορούμε να στηριχτούμε μόνο σε ορισμένους υπαινιγμούς των εκκλησιαστικών πατέρων, που είχαν μυηθή, πριν προσχωρήσουν στον χριστιανισμό. Αλλά ακόμα και ως χριστιανοί δεν είχαν όπως φαίνεται το θάρρος ή τόσο πολύ σεβασμό στο περιεχόμενο των Μυστηρίων, για να αποκαλύψουν, τί πραγματικά συνέβαινε. Έκαναν απλώς μερικές παραπομπές, που στη βάση τους πρέπει να ανοικοδομηθούν τα περαιτέρω. Γνωρίζουμε, πως οι επιλεγμένοι για τη μύηση καλούνταν μετά από μακριές νηστείες και πολλά τελετουργικά γύρω στα μεσάνυχτα στα εσώτατα του ναού, όπου τιμούσε (ανύψωνε) ο ιερέας έναν στάχυ δημητριακών και έλεγε: «Αναγγέλλω την καλήν είδηση, ότι ο Βρέμος έχει γεννήσει το θεϊκό παιδί Βρέμο (ή σύμφωνα με ένα άλλο κείμενο Ίακχο)». Στο μουσείο της Αθήνας υπάρχει το περίφημο ανάγλυφο του Τριπτόλεμου (Τριπτόλεμος είναι ένα άλλο όνομα για τον ίδιον θεό). Δείχνει τη Δήμητρα, που το χέρι της ακουμπά στο κεφάλι ενός περίπου 15χρονου αγοριού που στέκεται μπροστά της, ενώ η Κόρη στέκει απ’ την άλλην πλευρά. Δεν γνωρίζει κανείς πράγματι, όπως είπαμε, αρκετά γι’ αυτά τα Μυστήρια, τόσο πολλά ωστόσο, για το ότι είχαν να κάνουν με το πρόβλημα του μυστηρίου της μητέρας και της κόρης και τη γέννηση μιας αρσενικής θεότητας – υιού. Ο Οβίδιος έδωσε στον Ίακχο το επιβλητικό όνομα «puer aeternus» - το θεϊκό παιδί.

Σε μεταγενέστερους πολύτιμους λίθους ταυτίζεται συνήθως η Ψυχή με την Κόρη˙ θα ήταν γι’ αυτό και η μητέρα του Έρωτα. Είναι όμως τυπικό για τις μυθολογικές συγγενικές σχέσεις, ότι είναι η γυναίκα πάντα μητέρα, αδελφή, σύζυγος και κόρη του συζύγου, πατέρα της κ.τ.λ. Υπάρχει λοιπόν εδώ μια σχέση, που την είχαν όλοι οι θεοί αναμεταξύ τους και που υπήρχε παραδείγματος χάριν και μεταξύ της Ίσιδας και του Όσιρι.

Ο Έρως ήταν εκτός αυτού απ’ τη μεριά του μια κεντρική μορφή των ορφικών μυστηρίων, αλλ’ αυτό οδηγεί σε δύσκολο, διαφιλονικούμενο πεδίο, γιατί υπήρχε στην αρχαιότητα μια πρώιμη και μια ύστερη ορφική. Ήδη η πρώιμη ορφική ήταν επηρεασμένη από αιγυπτιακά πρότυπα. Σύμφωνα με την κοσμογονία της, γεννήθηκε ο κόσμος από ένα χρυσό στο επάνω μισό και ασημένιο στο κάτω αυγό. Το αυγό άνοιξε στα δύο, και πρόβαλε από μέσα του ένας θεός, με το όνομα Φάνης-Έρως. Ο Φάνης ήταν ένα θεϊκό αγόρι και δημιουργός θεός του κόσμου. Κατά τον ίδιον τρόπο χαρακτηριζόταν κι ο Όσιρις στην Αίγυπτο ως «βλαστός του θαυμάσιου και πολύτιμου αυγού. Υπάρχει το ερώτημα, αν και κατά πόσον ο αρχαίος βοιωτικός, τιμώμενος σε αγροτικές περιοχές ως πέτρα-φαλλός θεός έπαιζε έναν ρόλο στα αρχαιότερα ορφικά μυστήρια ή αν επρόκειτο εδώ για μια μεταγενέστερη μόνο σύνδεση των δύο αρχών. Σίγουρο είναι, πως στον καιρό του Απουλήιου τιμώνταν ο Έρως par excellence (κατ’ εξοχήν) ως η δημιουργός του κόσμου αρχή˙ έπαιζε επίσης έναν (λιγότερο γνωστό) ρόλο στα μιθρικά μυστήρια, όπου εμφανίζεται ως σύντροφος και λυτρωτής της θεάς Ψυχής.

Το παραμύθι του Έρωτα-Amor και της Ψυχής διηγείται στην αρχή για έναν βασιλιά και μια βασίλισσα, που έχουν τρεις κόρες. Η νεώτερη είναι τόσο όμορφη που προξενεί τον γενικό θαυμασμό και εξαπλώνεται η φήμη, ότι είναι μια ενσάρκωση της θεάς Αφροδίτης. Ο λαός αρχίζει να προτιμά και να σέβεται αυτήν τη συγκεκριμένη ενσάρκωση απ’ τη μάλλον αφηρημένη ολύμπεια θεά, κάτι που ανυψώνει την Ψυχή στην τάξη μιας θεάς. Αυτό της φέρνει μοναξιά και της καθιστά αδύνατο, να βρη έναν σύζυγο. Προσελκύει επίσης την ζήλεια και το μίσος των λιγότερο όμορφων αδελφών της και της Αφροδίτης, που βλέπει τους ναούς της και τους τόπους της λατρείας της εγκατελειμμένους. Η ιδέα του λαού, ότι αυτό το όμορφο κορίτσι η Ψυχή μπορούσε να είναι μια επανενσάρκωση ή μια ανθρώπινη ενσάρκωση της Αφροδίτης, δεν είναι εντελώς αφελής. Θα δούμε, ότι αυτό αντιστοιχεί σ’ έναν ορισμένο βαθμό στην πραγματικότητα, και γι’ αυτό ακριβώς εναντιώνεται η Αφροδίτη με τέτοιο πάθος απέναντί της.

Ψυχολογικά θα παρίστανε εδώ η Αφροδίτη το μητρικό και το σύμπλεγμα της anima του άντρα. Με τη ματιά του Κ.Γκ.Γιουνγκ παράγεται η μορφή της anima απ’ τη μορφή της μητέρας, της πρώτης θηλυκής μορφής, που επηρεάζει βαθειά το αρσενικό παιδί. Σημαίνει την πρώτη του συνάντηση με το θηλυκό, που διαμορφώνει ούτως ειπείν τη διάθεσή του για τη συμπεριφορά απέναντι στη γυναίκα και δίνει στην anima του συγκεκριμένες χαρακτηριστικές κλίσεις. Η μητρική και η μορφή της anima είναι επίσης σε μιαν υπανάπτυκτη διάρθρωση στο ασυνείδητο λιγότερο ή περισσότερο ένα. Γι’ αυτό θα μπορούσε να πη κανείς, πως η Αφροδίτη ενσαρκώνει per se (καθ’ εαυτή) το μητρικό και το αρχέτυπο της anima. Κάθε άντρας πρέπει να κάνη φυσιολογικά μιαν προ-διευθέτηση αυτής της εμπειρίας, καθώς η διάρθρωση αυτή υπάρχει λανθάνουσα στο συλλογικό ασυνείδητο, κάπου οπουδήποτε «στον Όλυμπο», για να το εκφράσουμε με τα λόγια του Απουλήιου. Αρχικά δεν υφίσταται καμμιά σύνδεση προς αυτήν τη δομή (διάρθρωση), μέχρι να γίνη ορατή μέσα από ένα ανθρώπινο δράμα: Η εμπειρία της anima ενός άντρα αρχίζει π.χ., όταν ενδιαφέρεται για πρώτη φορά για μια γυναίκα. Το αίσθημα, που αισθάνεται τότε, αντιστοιχεί όχι μόνο στην προσωπική του συνειδητή ανάμνηση, αλλά συμμετέχει ολόκληρο το μητρικό και το σύμπλεγμα της anima στο παιχνίδι και τον οδηγεί στην εμπειρία του έρωτα με όλον της τον πλούτο των σχέσεων προς το άλλο φύλο, με τις δυσκολίες και τις περιπλοκές τους. Ακόμα αργότερα, μπορεί να οδηγήση στην πραγματοποίηση ενός εσωψυχικού παράγοντα, ανεξάρτητα απ’ την εξωτερική γυναίκα: στην ίδιαν την anima. Η εμπειρία αυτής της ψυχικής περιοχής φέρνει για την ανθρώπινη ύπαρξη μια γόνιμη διεύρυνση της προσωπικότητας, στην οποία και συνίσταται η θεραπευτική επίδραση. Εδώ βρίσκεται ο λόγος, για τον οποίον λατρεύονταν ο Έρως και η Μέθη στην Επίδαυρο ως ιαματικοί θεοί. Η ψυχική ανάρρωση είναι πάντα συνδεδεμένη με μια διεύρυνση της προσωπικότητας. Ενεργοποιεί περαιτέρω όψεις της προσωπικότητας και τις καθιστά πιο ζωντανές ως όλον. Μπορεί να πη κανείς, πως το μεγαλύτερο μέρος των νευρωτικών ενοχλήσεων στηρίζεται γενικά στο γεγονός, ότι το Εγώ έχει κλειστή υπερβολικά απέναντι στις επιβεβλημένες πραγματικότητες της ζωής. Γι’ αυτό και επικαλύπτονται η θεραπεία και η διεύρυνση της συνείδησης. Αυτό σημαίνει για την ανθρώπινη ύπαρξη μιαν ανύψωση στη θρησκευτική εμπειρία, την ανακάλυψη του βαθύτερου νοήματος της ζωής και των θεραπευτικών συγκινήσεων. Ιδωμένο όμως ως είδωλο στον καθρέφτη είναι και μια κάθοδος ενός λαμπρού, πανίσχυρου θεού στον αξιολύπητο περιορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Το εικονογραφεί αυτό μια ιδέα της χριστιανικής θεολογίας: το γεγονός της κενώσεως. Σημαίνει πως ο Χριστός (όταν ήταν ακόμα στον Πατέρα, πριν την ενσάρκωσή του ως Λόγος με την έννοια του Ιωάννη) είχε την πληρότητα του Πατέρα, την ενότητα που τα διαπερνά όλα με τον θεϊκό κόσμο, χωρίς περιορισμό. Μετά τα εγκατέλειψε ο ίδιος - εκένωσε εαυτόν - , όπως γράφει ο Παύλος, που σημαίνει, πως εγκατέλειψε την πληρότητα και ενότητά του που τα περιλαμβάνει όλα, για να γίνη ένας θνητός άνθρωπος. Ο άνθρωπος ανυψώνεται με την πραγματοποίηση του εσωτερικού Χριστού (π.χ. με τη χριστιανική διδασκαλία), ο ίδιος ο Χριστός υποβιβάζεται (ταπεινώνεται) με την κάθοδό του στον ανθρώπινο κόσμο. Αυτό το εκφράζει και η γέννησή του στον στάβλο.

Αυτό που αναφέρει η χριστιανική θεολογία για την κένωση του Χριστού, είναι πράγματι η ειδική παράσταση ενός γενικού αρχετυπικού συμβάντος. Όποτε λαμβάνει χώρα η ενσάρκωση ενός θεού, συμβαίνει γι’ αυτόν αυτό το συμβάν της κένωσης, του περιορισμού του, ενώ ταυτόχρονα η ανθρώπινη συνείδηση διευρύνεται. Μπορούμε να καταλάβουμε λοιπόν, πως η Αφροδίτη στο παραμύθι μας δεν θέλει να γίνη ανθρώπινη και είναι μάλλον οργισμένη για το γεγονός, που θα της άρπαζε την περιέχουσα τα πάντα θεϊκότητά της. Αισθάνεται μιαν τυπικά θηλυκή, δίκαιη ζήλεια για το κορίτσι Ψυχή.

Ο Ράινχολντ Μέρκελμπαχ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, για να επεξεργαστή βήμα προς βήμα την αναλογία της Ίσιδας και της Ψυχής. Είναι μέχρις έναν ορισμένο βαθμό πειστικός, σκοντάφτει όμως στο γεγονός, ότι πρέπει να ταυτιστούν τόσο η Ψυχή όσο και η Αφροδίτη με την Ίσιδα. Ότι η Αφροδίτη είναι η Ίσις, γίνεται σαφές, σημαίνει όμως τότε επίσης, ότι η Ίσις πολεμάει την Ίσιδα! Πρόκειται εδώ για μια διάσπαση του συμβόλου. Προκύπτει ένας αγώνας ανάμεσα στο ένα μέρος του αρχέτυπου, που θέλει να παραμείνη στην αρχική του μορφή, δηλ. την αδράνεια , και στο άλλο μέρος, που θα επιθυμούσε να ενσαρκωθή σε ανθρώπινη μορφή. Η σύγκρουση παριστάνεται σε μορφή προβολής ως ζήλεια, όταν λέη εξοργισμένη η Αφροδίτη: «Και τριγυρίζει τώρα ένα γήινο κορίτσι, που θα πεθάνη, σαν το ομοίωμά μου εδώ κι εκεί…», που εκφράζει πολύ καθαρά τα αισθήματά της. Διαμαρτύρεται ενάντια στη μείωση της αθάνατης παντοδυναμίας της.

Η Αφροδίτη διατάζει τότε τον γυιο της, τον Έρωτα, να ενεργήση, ώστε να ερωτευτή το κορίτσι την κατώτατη απ’ όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις. Όταν πλησιάζη όμως ο Έρως το θύμα του, προτιμά, να γίνη ο ίδιος αυτή η κατώτατη ανθρώπινη ύπαρξη. Διευθετείται τότε, να αναγγελθή, επειδή η κόρη του δεν είχε ακόμα παντρευτή, από έναν δελφικό χρησμό στον βασιλιά, ότι δεν θα παντρευόταν ποτέ, είχε όμως προοριστή για έναν τρομαχτικό δράκο ή τέρας και έπρεπε να εκτεθή γι’ αυτό στην κορυφή ενός βουνού. Πρόκειται για μιαν τυπικά ελληνική παραλλαγή.

Σε όλες τις νεώτερες λαϊκές αφηγήσεις είναι το ίδιο το κορίτσι, που προκαλεί αυτήν τη μοίρα. Μερικές παραλλαγές έχουν ως εξής: Ένας πατέρας ή ένας βασιλιάς έχει τρεις κόρες. Πηγαίνει ένα ταξίδι και τις ρωτά, τί να τους φέρη μαζί του. Η μια επιθυμεί φορέματα, η άλλη χρήματα και κοσμήματα, η νεώτερη όμως παρακαλεί για κάτι, που δεν υπάρχει καν, κάτι φανταστικό. Επιθυμεί για παράδειγμα «έναν κορυδαλλό που τραγουδά και πηδά» ή έναν θεό-σκίουρο με το όνομα «Kummer» («Θλίψη») ή μιαν άσπρη αρκούδα, την Βάλεμον, ή έναν «άσπρο σκύλο απ’ την οροσειρά» ή ένα παρόμοια ιδιόρρυθμο πράγμα. Κι όταν ο πατέρας το ανακαλύπτη – τον κορυδαλλό ή τον άσπρο λύκο ή αρκούδα ή έναν σκίουρο «Θλίψη» – του λέει αυτό: «Καλώς, μπορείς να με έχης, όμως μετά την επιστροφή σου η κόρη σου πρέπει να με παντρευτή». Προκαλεί έτσι το ίδιο το κορίτσι μέσα από ένα είδος επιθυμητικής φαντασίας τη μοίρα του. Εδώ έχει αντικατασταθή αυτό το περιστατικό με τον δελφικό χρησμό, που δεν σημαίνει καμμιά μεγάλη διαφορά, αν αποσαφηνίση κανείς, πως ο χρησμός ήταν απλώς ο τόπος, στον οποίον ρωτούσε κάποιος με τη βοήθεια ενός μέσου (μέντιουμ) για την παρούσα κατάσταση του συλλογικού ασυνείδητου.

Θα μπορούσε να πη κανείς επομένως, πως στη δική μας παραλλαγή εκφράζει κάτι απ’ το συλλογικό ασυνείδητο την επιθυμία για μια συνένωση του Έρωτα και της Ψυχής και μιαν ενσάρκωση της Αφροδίτης. Είναι η επιθυμία για έναν θεϊκό γάμο ανάμεσα στις αρσενικές και θηλυκές αρχές. Επειδή είναι δηλαδή η Αφροδίτη, η μητέρα του Έρωτα και της Ψυχής, ακριβώς η Αφροδίτη, πρόκειται για τον περίφημο «ιερό γάμο» ανάμεσα στη μητέρα-κόρη-αδελφή και τον ίδιον της τον γυιό, αυτήν τη φορά όμως σε εν μέρει ενσαρκωμένη μορφή, καθώς δεν δείχνει τώρα μόνο μια αρχετυπική εικόνα της Αφροδίτης την τάση, να πλησιάση την ανθρώπινη περιοχή, αλλά έπρεπε να κατέλθη και ολόκληρη η εικόνα του ιερού γάμου πάνω στη γη.

Το κορίτσι εκτίθεται πάνω στο βουνό και εγκαταλείπεται εκεί για έναν γάμο με τον θάνατο. Ο ιερός γάμος ταυτίζεται μυθολογικά με την εμπειρία του θανάτου. Δεν πρόκειται έτσι μόνο για ένα λογοπαίγνιο του Απουλήιου, αλλά η Ψυχή βιώνει προαισθητικά τον θάνατο. Τονίστηκε κι απ’ τον Μέρκελμπαχ, πως αυτό το πρώτο μέρος της ερωτικής σχέσης του Έρωτα και της Ψυχής είναι κάτι, που διαδραματίζεται στην πραγματικότητα στον άλλον κόσμο, στον κάτω κόσμο του θανάτου, έστω και στη θετική του όψη. Αυτό αληθεύει, γιατί η Ψυχή μεταφέρεται απ’ τον άνεμο σ’ ένα είδος μη πραγματικού, απέναντι, μαγικού κόσμου, πολύ μακριά από κάθε ανθρώπινη εμπειρία και ύπαρξη, όπου τη φροντίζουν αόρατοι υπηρέτες και ενώνεται μ’ έναν αόρατο σύντροφο.

Ο ταυτόσημος με το ασυνείδητο κάτω κόσμος δείχνει εδώ την παραδεισένια, μυθική, δελεαστική και αποκοιμιστική του ωραιότητα, κι η Ψυχή φυλακίζεται σ’ αυτό το μαγικό βασίλειο. Κάθε φορά που γεννιέται ένας βαθύς έρωτας ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, έχει ανοίξει μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας, εισβάλλει μια θεϊκή διάσταση στην Ψυχή και ξεπλένει μακριά την εγωκεντρική της μικρότητα. Κάθε παράφορη αγάπη περιέχει όμως κι ένα στοιχείο ρομαντικής μη πραγματικότητας, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, ένα είδος ολύμπειας ανοιξιάτικης άνθησης, όπου όλα εμφανίζονται θεϊκά και κατά κάποιον τρόπο ανησυχητικά μη πραγματικά. Αυτό είναι που προκαλεί το σκωπτικό μειδίαμα στο περιβάλλον των ερωτευμένων ανθρώπων. Αν είναι έξυπνοι, εξαφανίζονται απ’ την ανθρώπινη κοινότητα, γιατί βρίσκονται τώρα στο βασίλειο των θεών. Η κατάσταση αυτή προξενεί όμως τον φθόνο των αδελφών της Ψυχής.

Ο κλασσικός φιλόλογος C.S.Lewis έχει γράψει ένα γνωστό μυθιστόρημα, το «Till we have Faces» (Λονδίνο 1955), όπου και εξιστορεί με μεγάλη επιτυχία ένα είδος μοντέρνας παράφρασης αυτής της ιστορίας των ζηλότυπων αδελφών. Τις ερμηνεύει εκεί ως τις μορφές της σκιάς της Ψυχής. Το να χρησιμοποιής τη λέξη σκιά σ’ αυτήν την περίσταση είναι λιγάκι επικίνδυνο, γιατί αν είναι η Ψυχή ένας δαίμων, δεν μπορεί να είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη. Έχει όμως ένας δαίμων επίσης μια σκιά; Μπορούμε ν’ απαντήσουμε βέβαια μ’ ένα «ναι», πρέπει όμως να χρησιμοποιήσουμε τότε τη λέξη σκιά μ’ ένα κάπως διαφορετικό νόημα: cum grano salis είναι αυτές οι αδελφές η σκιά της Ψυχής, η άλλη όψη της ενανθρώπησης της θεάς, η εξώθησή της δηλαδή στο πάρα πολύ ανθρώπινο. Οι νέοι άνθρωποι δεν βλέπουν γενικώς ακόμα αυτήν τη ρεαλιστική και κυνική πλευρά της αγάπης (του έρωτα). Μόνον αργότερα στην ζωή, όταν έχη ζήσει κανείς τη γνήσια και θεϊκή όψη, μπορεί να αντέξη συνήθως την κυνική, ρεαλιστική πλευρά των ανθρωπίνων σχέσεων, που αν αποσβεστή ή απωθηθή, εξελίσσεται φυσικά σ’ έναν επικίνδυνο εξωτερικό παράγοντα. Κανένας ενήλικας δεν μπορεί να είναι μόνο ρομαντικός˙ έχει πολύ μεγάλη εμπειρία της ζωής, για να μη γνωρίζη, πως υπάρχει και μια πάρα πολύ ανθρώπινη όψη του έρωτα. Αυτή η όψη ενσαρκώνεται στις αδελφές. Αποσταλάζουν εδώ υποψία στ’ αυτιά και την καρδιά της Ψυχής, την κάνουν απρόσεχτη απέναντι σ’ αυτό, που της έχει ζητήσει ο Έρως. Η κεντρική μορφή στην παράφραση του C.S.Lewis είναι χαρακτηριστικά μια απ’ τις ζηλότυπες αδελφές, κι ο συγγραφέας επιχειρεί να δείξη, πως ήταν αυτή που καταστρέφει την πρώτη σχέση ανάμεσα στον Έρωτα και την Ψυχή. Ενσαρκώνεται σ’ αυτήν η γυναίκα, που αρνείται τον θεό τού έρωτα.

Θα μπορούσε να παρομοιάση κανείς το πιο καλά την ίδια την Ψυχή με τη νεαρή κόρη της Μεγάλης Μητέρας-θεάς. Απ’ την εργασία του Κερένυι για τον μύθο της Κόρης και το σχόλιο σ’ αυτόν του Κ.Γκ.Γιουνγκ σην «Εισαγωγή στην ουσία της μυθολογίας» μαθαίνουμε πιο συγκεκριμένα γι’ αυτές τις δυό μορφές. Θα μπορούσε να χαρακτηρίση κανείς σύμφωνα μ’ αυτά την Ψυχή ως μιαν παραλλαγή της ελληνικής θεάς Κόρης. Υπάρχει δίπλα στην ώριμη γυναίκα το νεαρό κορίτσι, που παριστάνει απλώς τη θεά-μητέρα στην ανανεωμένη της μορφή. Μητέρα και κόρη είναι ένα, όπως ακριβώς ο Πατέρας κι ο Υιός στη χριστιανική θρησκεία. Πρέπει να ρωτήσουμε όμως εδώ κατ’ αρχάς για τη διαφορά ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη-θεά και μπορούμε γενικά, mutatis mutandis (τηρουμένων των αναλογιών),να πούμε, πως η θεά-κόρη βρίσκεται πιο κοντά στο ανθρώπινο απ’ ό,τι η θεά-μητέρα, όπως είναι ακριβώς μακρύτερα απ’ τον άνθρωπο ο Θεός Πατέρας απ’ ό,τι ο Χριστός. Υπάρχει η ίδια διαφορά κι απ’ την άποψη της Κόρης. Το θεϊκό κορίτσι είναι πιο κοντά στον άνθρωπο απ’ ό,τι μια πλήρως ενσαρκωμένη μορφή της θεότητας-Μητέρας, και θα αναλογούσε η Ψυχή σε μιαν πιο εξανθρωπισμένη μορφή της Μεγάλης Μητέρας, μια μορφή, που έχει φτάσει σχεδόν εντελώς στο ανθρώπινο επίπεδο. Μόνο το όνομά της υποδηλώνει ακόμα, πως είναι θεϊκή. Στον μεγάλο μύθο της Δήμητρας και της Κόρης πρέπει να ζη η Κόρη για ένα χρονικό διάστημα κοντά στη μητέρα της στον επάνω κόσμο και για ένα άλλο κοντά στον Πλούτωνα στον κάτω. Είναι κι η Ψυχή δεσμευμένη στον κάτω κόσμο από έναν δαίμονα, που μοιάζει να είναι ένας θεός του θανάτου. Λυτρώνεται μόνο στο τέλος και απάγεται στον Όλυμπο. Αναγνωρίζουμε λοιπόν, πως η μοίρα της είναι μια νέα παραλλαγή του παλιού μύθου της Δήμητρας και της Κόρης και πως παριστάνει η ίδια μιαν ενσαρκωμένη μορφή της Μεγάλης Μητέρας. Αυτό σημαίνει στην ψυχολογία ενός άντρα το πρόβλημα της συνειδητοποίησης και ολοκλήρωσης της anima του. Αν είναι ικανός να ολοκληρώση ένας άντρας την anima και να αποκαταστήση έναν ανθρώπινο σύνδεσμο μαζί της, συμπεριλαμβάνει κάτι το αρχετυπικό στην ανθρωπινότητά του. Αυτό θα σήμαινε απ’ την πλευρά του άντρα μια συνειδητοποίηση της anima, ιδωμένο όμως απ’ την πλευρά του ίδιου του ασυνείδητου, την ενσάρκωση του αρχέτυπου. Όπως έλεγε ο Απουλήιος, είναι μακριά οι θεοί απ’ τους ανθρώπους, και δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά απευθείας σύνδεση μαζί τους. Οι θεοί αντιπροσωπεύουν ούτως ειπείν τις αρχετυπικές εικόνες στον ίδιον τους τον κόσμο, το ασυνείδητο, κι ανάμεσά τους βρίσκεται το αρχέτυπο της Μητέρας, η μεγάλη κυρίαρχος του ουρανού. Η Ψυχή βρίσκεται όμως, όπως αναφέραμε, πιο κοντά στους ανθρώπους. Και θά ’θελα να το εικονογραφήσω μ’ ένα παράδειγμα αυτό:

Ένας νεαρός άντρας μ’ ένα θετικό μητρικό σύμπλεγμα ονειρευόταν μια θεά-Μητέρα, μιαν τεράστια πράσινη γυναίκα με μεγάλα πράσινα, κρεμαστά στήθη, που προξενούσε μεγάλο φόβο. Έφευγε σε πολλά όνειρα μακριά της, κι έτσι τον παρότρυνα, να έχη μιαν ενεργητική φαντασία μ’ αυτό, που σημαίνει να αναλάβη σε μιαν ξυπνητή φαντασία την επαφή μαζί της. Ταξίδεψε προς αυτήν μέσα σε μια μικρή βάρκα και επιχείρησε να έρθη σε διάλογο, δεν μπορούσε ωστόσο να πλησιάση τη μορφή, γιατί ήταν τρομαχτική. Αντιλαμβανόταν ωστόσο, πως το σύνολο είχε να κάνη με το μητρικό του σύμπλεγμα και τη ρομαντική του λατρεία στη φύση. Απέκτησε τότε επαφή στην εξωτερική ζωή με μιαν όμορφη, κάπως υστερική φαινομενικά γυναίκα, που συμπεριφερόταν όπως ένας φυσικός δαίμων. Τον συμβούλεψα, πως έπρεπε να συνομιλήσουν μεταξύ τους μ’ αυτήν τη γυναίκα, κι όταν το έπραξε, του είπε εκείνη: «Είμαι η ίδια όπως η Πράσινη, με την οποία δεν μπορούσες να μιλήσης». Εκείνος απάντησε, πως δεν μπορούσε να το αποδεχθή αυτό, εκείνη όμως του ανταπάντησε, πως αυτή ήταν η αρχή και το τέλος, που έπρεπε να σημαίνη, πως ήταν ένας θεός. Ακολούθησε μετά μια μακριά συνομιλία, όπου αμφισβητήθηκε ολόκληρη η κοσμοθεωρία του. Έπρεπε να επανεξετάση εκ νέου τη στάση του απέναντι στην ζωή, που του την κατέστρεφε κομμάτι-κομμάτι. Μια προσέγγιση στην πράσινη γυναίκα είχε υπάρξει στην πρώτη βαθμίδα πρακτικά αδύνατη. Ως επόμενο βήμα έμενε η μορφή της Κόρης, που είχε μιαν προσωπική σχέση μαζί του και με την οποία μπορούσε να έρθη σε επαφή.

Το πρόβλημα αυτού του άντρα ήταν ο δονζουανισμός, όπως τον συναντά κανείς συχνά σε νεαρούς άντρες μ’ ένα θετικό μητρικό σύμπλεγμα. Με την ενεργητική φαντασία μπόρεσε να μάθη να καταλαβαίνη αυτό το σύμπλεγμα.

(Συνεχίζεται)
 
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: