πηγή: Aντίφωνο
Παύλος
Κλιματσάκης
Με το παρόν κείμενο συνδέω την ελπίδα
μιας καλύτερης συν-εννόησης με τους αναγνώστες του Αντιφώνου και κάθε
ενδιαφερομένου σε ζητήματα μεταφυσικής και διαλεκτικής.
Ορισμός: έννοια είναι το προϊόν
του νου.
Σημείωση: Δεν ορίζω την έννοια ως το
περιεχόμενο, αλλά ως το προϊόν, δηλαδή το αποτέλεσμα της ενέργειας του
νου. Η έννοια προκύπτει δια της ενέργειας του νοείν. Η ενέργεια αυτή δεν συνιστά
αφαίρεση, όπως συνηθίζεται να ονομάζεται η ανεύρεση του καθολικού στον
εμπειρισμό.
Τι είναι νους;
Ορισμός: Νους είναι το ον ως θέτον το
εαυτό του.
Σημείωση: Ο όρος αυτός μπορεί να
χρησιμοποιηθεί εξίσου καλά και για τον Θεό, εφόσον βέβαια ο Θεός δεν τίθεται εξ
άλλου τίνος παρά μόνο εξ εαυτού. Ωστόσο, ο Θεός δεν ταυτίζεται με τον νου, διότι
ο Θεός είναι περαιτέρω νόησις νοήσεως και έτι περαιτέρω κοινωνία
νοών, και μάλιστα άπειρων, αϊδίων, άναρχων νοών. Ας σημειωθεί ότι
εφόσον ο άνθρωπος, αλλά και οι άγγελοι, είναι νόες, μετέχουν μεν της θείας
φύσεως, αλλά ως κτιστοί και πεπερασμένοι νόες.
Ο νους, ως ον που θέτει τον εαυτό του,
στον μεν Θεό, όταν Αυτός νοεί, θέτει το νοούμενο στο ον. Τα νοούντα κτιστά όντα
όμως, όταν νοούν, δεν παράγουν το ον αντικειμενικά, αλλά μόνο υποκειμενικά ως
εννόημα (οι μεν άγγελοι άνευ λογισμού, άμεσα, ο δε άνθρωπος συλλογιστικά, έμμεσα
– (Δαμασκηνός)
Η «έννοια» στην ιστορία της
φιλοσοφίας
Ο άνθρωπος νοεί συλλογιστικά, είτε
επαγωγικά είτε παραγωγικά (Αριστοτέλης). Κατά την επαγωγή ο ανθρώπινος νους
άγεται σε ύπατες έννοιες, δια των οποίων νούνται όλα τα όντα.
Οι γενικές έννοιες, οι ιδέες, δεν
προέρχονται από την εμπειρία ή την αίσθηση, αν και δι’ αυτών και μόνον νοούνται
τα αισθητά. Ο Πλάτων τις νούσε ως αντικειμενικές πραγματικότητες, ουσίες, τις
οποίες γνωρίζει η ψυχή προτού ενωθεί με το σώμα. Ο Αριστοτέλης δεν τους αποδίδει
μεν χωριστή ύπαρξη, αλλά αποδέχεται ότι αυτές υπάρχουν αντικειμενικά ως ένυλες
μορφές (ένυλον είδος) εν τινί υπο-κειμένω. Πρώτος αυτός συνειδητοποιεί ότι
υπάρχουν κάποιες έννοιες, οι οποίες είναι γενικότατες, ύπατα γένη, οι
κατηγορίες.
Στην νεώτερη εποχή ο Καντ απέδωσε στις
κατηγορίες υποκειμενική μόνο σημασία, καθιστώντας τη γνώση γνώση απλώς των
φαινομένων, ενώ τα όντως όντα, τα νοούμενα παραμένουν άγνωστα. Ο Φίχτε ακολουθεί
το νήμα της σκέψης του Καντ, καταδεικνύοντας ότι οι κατηγορίες προέρχονται από
το Εγώ, από τον νου, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας παραγωγής του εαυτού του
(θέτειν του εαυτού) στις διάφορες μορφές της γνώσης, εντός των οποίων το Εγώ
συντίθεται με το μη-Εγώ.
Οι Σέλλινγκ και Χέγκελ απελευθέρωσαν την
νεώτερη φιλοσοφία από τις δεσμεύσεις της υποκειμενικότητας, καταδεικνύοντας τις
κατηγορίες ως προσδιορισμούς τόσο του ατομικού, πεπερασμένου ανθρώπινου νου όσο
και ως τρόπους κατανόησης του Απολύτου, του Θεού. Οι κατηγορίες είναι τόσο
καθορισμοί του ανθρωπίνου πνεύματος, δηλαδή τρόποι δια των οποίων νοούνται τα
όντα, όσο και προσδιορισμοί του Θεού. Έκαστη κατηγορία είναι ωστόσο ατελής
προσδιορισμός του Θεού, διότι ο Θεός κυρίως θέτει τον εαυτό του. Ο πληρέστερος,
κατ’ άνθρωπον προσδιορισμός του Θεού είναι η κοινωνία προσώπων. (Σε αυτήν
αντιστοιχούν διάφορες παραστάσεις, όπως αγάπη, αλληλοπεριχώρηση κλπ.)
Ο Χέγκελ ανέπτυξε μία ιδιαίτερη επιστήμη
των κατηγοριών (Επιστήμη της Λογικής). Σε αυτήν οι κατηγορίες
παράγονται, συντίθενται, κατασκευάζονται μέσω μιας συγκεκριμένης μεθόδου, ηοποία
ονομάζεται «διαλεκτική» (αφετηρίες της συναντάμε π.χ. στον Ηράκλειτο και στον
Σοφιστή του Πλάτωνα).
Υπό ποίαν έννοιαν οι κατηγορίες μπορούν
να θεωρηθούν τρόποι κατανόησης του Απολύτου; Το Απόλυτο νοείται ως αυτό το οποίο
είναι εξ εαυτού ή θέτει τον εαυτό του. Η φύση δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνον ως
ον που τίθεται εξ ετέρου όντος (στο πόνημά μου Θεός και Κόσμος έδειξα
πώς η φύση έχει αρχή όχι υπό την έννοια μιας αφηρημένης χρονικής αφετηρίας, αλλά
μίας πρωταρχικής καταστάσεως, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί σε πρότερη φυσική
κατάσταση και παραπέμπει επομένως λογικώ τω τρόπω στην αναγκαιότητα ενός όντος
που θέτει τη φύση· αυτό το τελευταίο πρέπει περαιτέρω να νοηθεί ως θέτον τον
εαυτόν του. Στο εν λόγω κείμενο παρήγαγα έτσι μια κοσμολογική απόδειξη της
ύπαρξης του Θεού και μάλιστα αυτού ως τριαδικού).
Τι είναι οι κατηγορίες;
Το ον που θέτει εαυτό μπορούμε να το
ονομάσουμε αυτοδιαμεσολαβημένο. Η αυτοδιαμεσολάβηση είναι η κατ’ εξοχήν σφαίρα
του απολύτου όντος. Αυτή θα την αναπτύξουμε λογικά σε περαιτέρω κείμενά μας,
όταν ο αναγνώστης εξοικοιωθεί ικανώς με την διαλεκτική. Θα δούμε τότε ότι ο κατ’
εξοχήν προσδιορισμός αυτής της σφαίρας είναι η κοινωνία και μάλιστα ως κοινωνία
προσώπων (άναρχων και αίδιων προσώπων).
Η αυτοδιαμεσολάβηση προϋποθέτει, έχει ως
λογικό της όρο, την μεσολάβηση, και αυτή με τη σειρά της την αμεσότητα (η
αυτοδιαμεσολάβηση συνιστά δηλαδή ενότητα αντιθέτων). Διαμορφώνονται έτσι δύο
σφαίρες της επιστήμης των κατηγοριών, την οποία εμείς δεν θα την ονομάσουμε
πλέον, όπως ο Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής, διότι όταν ακούει κανείς το
όρο «Λογική», συνήθως σκέφτεται την επιστήμη του ορθώς συλλογίζεσθαι. Η επιστήμη
των κατηγοριών θα μπορούσε τουλάχιστον στον βαθμό που ασχολείται με τον Θεό, ως
το ον που θέτει εαυτό να αποκληθεί «λογική θεολογία», αλλά εμείς προτιμούμε για
ιστορικούς λόγους τον όρο «μεταφυσική».
Εκείνη η σφαίρα της μεταφυσικής που
ασχολείται με τις κατηγορίες του απολύτου όντος ως εμμεσότητας, είναι η θεωρία
της Ουσίας. Ορισμός: Ουσία καλείται το ον ως έμμεσο. (Όταν θα ασχοληθούμε με την
ουσία, θα μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα τινά σχετικά με τη χρήση του όρου
αυτού αναφορικά με το Θεό και τα προβλήματα που δημιουργεί, αφού θα φανεί ότι σε
σχέση με τον Θεό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ορθώς ο όρος αυτός). Όλα τα όντα
πάντως έχουν κάποια ουσία, γνωρίζονται με άλλα λόγια κατά την ουσία τους, το
ουσιώδες γνώρισμά τους (Αριστοτέλης). Ο Θεός μπορεί σε σχέση με το κτιστό ον να
κληθεί «ουσία»· η ουσία των όντων είναι ο Θεός, αλλά ο Θεός δεν είναι μόνον η
ουσία των όντων αλλά και πέραν της ουσίας τους, είναι δηλαδή εξίσου καλά
υπερβατικός. (βλ. το άρθρο μας στο Αντίφωνο αναφορικά προς τη διάκριση
κτιστού-ακτίστου).
Η σφαίρα της μεταφυσικής που ασχολείται
με την αμεσότητα ονομάζεται η σφαίρα του Είναι (κατά Χέγκελ). Το Είναι δηλωνει
το ον ως άμεσο, η ουσία δηλώνει το ον ως έμμεσο, και ο νους ως
αυτοδιαμεσολαβημένο, ως ον που θέτει, όπως είπαμε, τον εαυτό του (σε σχέση με
αυτό το τρίτο ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι αποκλίνω από τον Χέγκελ).
Κατεξοχήν οι τρεις αυτές βασικές κατηγορίες αφορούν στον Θεό. Ο Θεός είναι το
Είναι, το ον εν γένει, ο Θεός είναι η Ουσία, ο Θεός είναι το ον που θέτει εαυτό
(υπερουσιότητα). Οι τρεις αυτές βασικές κατηγορίες εφαρμόζονται στα κτιστά όντα,
επειδή και εφόσον αυτά είναι εκ Θεού, δηλαδή δημιουργημένα. Τα κτιστά
μετέχουν πάντως ελλιπώς και στο Είναι και στην Ουσία και στον Νου, και συνιστούν
«εικόνα του ακτίστου» ανάλογα με το βαθμό που μετέχουν σε εκείνες τις βασικές
κατηγορίες, είναι δηλαδή ατελή σε σχέση με τον Θεό (δύναντι πάντως δια των
ακτίστων ενεργειών να μετάσχουν στον Θεό μπορούν να καταστούν τέλεια κατά την
ιδιαίτερη ουσία τους).
Κάθε μία από τις αναφερθείσες τρεις
σφαίρες περιέχει τις αρμόζουσες σε αυτήν κατηγορίες. Επειδή κάθε σφαίρα
αντιπροσωπεύει το απόλυτο, το ον ως αυτοδιαμεσολαβημένο, συνιστά εξίσου, όπως
και εκείνο, ενότητα αντιθέτων, αλλά εδώ πλέον σχετικών αντιθέτων. Οι στο πλάισιο
κάθε σφαίρας προκύπτουσες κατηγορίες είναι οι κατ’ εξοχήν λογικές
κατηγορίες, οι κατηγορίες του νοείν, οι έννοιες που όλοι ανεπίγνωστα
χρησιμοποιούμε διαρκώς.
Πώς προκύπτουν οι κατ΄εξοχήν κατηγορίες
του νοείν στις αναφερθείσες σφαίρες του απολύτου; Επειδή, όπως είπαμε, κάθε
σφαίρα δηλώνεται ως ενότητα αντιθέτων, περιέχει τρεις βασικές κατηγορίες, δηλαδή
την άμεση την έμμεση και την αυτοδιαμεσολαβημένη μορφή που προσιδιάζει σε έκαστη
σφαίρα. Έτσι το Είναι έχει τρεις βασικές κατηγορίες δια των οποίων θα αποδειχθεί
ενότητα αντιθέτων, την ποιότητα, την ποσότητα και το μέτρο. Ανακεφαλαιώνουμε: Το
Απόλυτο ως ενότητα αντιθέτων είναι αυτοδιαμεσολαβημένο, έμμεσο και άμεσο, δηλαδή
Είναι, Ουσία και Νους. Κάθε σφαίρα του είναι ενότητα σχετικών αντιθέτων, των
κατ’ εξοχήν κατηγοριών, και έτσι επί παραδείγματι το Είναι τίθεται ως ενότητα
αντιθέτων μέσω των κατηγοριών ποιότητα, ποσότητα και μέτρο. Αντιστοίχως, η
σφαίρα της ουσίας δηλώνεται μέσω των κατηγοριών: ουσία, φαινόμενο,
πραγματικότητα.
Οι στιγμές της έννοιας
Σε αυτό το σημείο βρίσκουμε την μεγάλη
συνεισφορά του Χέγκελ στην ιστορία της νόησης, διότι ο μεγάλος φιλόσοφος,
εκκινώντας από την διαπίστωση της ύπαρξης των κατηγοριών, επιτυγχάνει να δείξει
ότι αυτές παράγονται, προκύπτουν η μία μέσω της άλλης δια μιας συγκεκριμένης
μεθόδου, της διαλεκτικής. Η συνήθης αντίληψη σχετικά με αυτήν την μέθοδο είναι
ότι ο φιλόσοφος προβαίνει από τη θέση στην αντίθεση και από εκεί στην σύνθεση.
Πέραν του ότι δεν πρόκειται περί συνθέσεως, αλλά περί ενοποιήσεως, και ότι δεν
πρόκειται περί αντιθέσεως, αλλά περί αυτο-αρνήσεως, η αναφερθείσα κίνηση είναι
μόνο μία τοπική προσέγγιση· υπάρχει ταυτόχρονα και η εικόνα του όλου, της
ολότητας που οδηγεί την κίνηση της παραγωγής των εννοιών «εντελεχειακά». Για να
γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η παραγωγή των εννοιών
ακολουθεί τον νόμο των στιγμών ή των σταδίων της έννοιας, τα οποία πρέπει να
λάβουν χώρα, προκειμένου να ολοκληρωθεί μία κατηγορία και να πάμε στην
επόμενη.
Ποια είναι αυτά τα στάδια; Η έννοια κατά
τον Αριστοτέλη είναι είτε κατά γένος (δηλώνει το καθόλου) είτε κατ’ είδος
(δηλώνει το επιμέρους, καλύτερα, το συγκεκριμένο) είτε κατ’ άτομον (δηλώνει το
ατομικό) (Για μια πλήρη και ευσύνοπτη παρουσίαση της θεωρίας του Αριστοτέλη περί
εννοίας βλ. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά). Κάθε κατηγορία δηλώνεται, κατά
Χέγκελ, ως καθολικό, ως συγκεκριμένο και ως ατομικό. Παράδειγμα: Το Είναι είναι
το ον ως καθολικό, το ον εν γένει, η ποιότητα είναι το συγκεκριμένο ον, το Εν
δηλώνει το ον ως ατομικό. Η ποσότητα είναι καθολικότητα, το ποσό είναι
συγκεκριμένη ποσότητα, η αναλογία είναι ατομική ποσότητα. (Ο αναγνώστης του
Χέγκελ θα παρατηρήσει τις αποκλίσεις μου από την ορολογία του Χέγκελ, η σημασία
των οποίων θα φανερωθεί σταδιακά στα επόμενα κείμενα).
Όταν λοιπόν μια κατηγορία δηλωθεί, τεθεί
ως καθολικό, συγκεκριμένο και ατομικό, ολοκληρώνεται η ανάπτυξή της (υπό άλλην
έννοια φανερώνεται κατά την αλήθεια της) και μεταβαίνει στην επόμενη κατηγορία
της ίδιας σφαίρας μέχρι να ολοκληρωθεί και η ίδια η σφαίρα ως ενότητα αντιθέτων,
ώστε να μεταβούμε στην επόμενη σφαίρα, και εν τέλει να οδηγηθούμε στον τελικό
και πλήρη καθορισμό του όντος ως αυτοδιαμεσολαβημένου, ως Απολύτου.
Νέος καθορισμός των στιγμών της
έννοιας
Ο Χέγκελ, ακολουθώντας την ελληνική
φιλοσοφική παράδοση, καθόρισε για την έννοια τις τρεις αναφερθείσες στιγμές. Οι
δικές μας έρευνες μας οδήγησαν στη σκέψη ότι οι στιγμές της έννοιας δεν είναι
μόνον τρεις. Μάλιστα, η ανάγκη περαιτέρω διασαφήσεως των στιγμών της έννοιας
προκύπτει μέσω της ίδιας της εγελιανής φιλοσοφίας. Σε σχέση με το παραπάνω σχήμα
«καθολικό-συγκεκριμένο-ατομικό», αξίζει να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο Χέγκελ
αντιλαμβανόταν το ατομικό ως ενότητα του καθολικού και του συγκεκριμένου, εξ’ ου
και χρησιμοποιούσε συχνά τον όρο «συγκεκριμενο-καθολικό» (konkret-Allgemeines,
Anundfürsichsein). Το ατομικό αντιπροσωπεύει την ενότητα καθολικού και
συγκεκριμένου. Ο Σωκράτης είναι καθολικός υπό την έννοια ότι είναι παρών σε
όλους τους καθορισμούς του, στις ιδιότητές του, οι δε ιδιότητές του είναι
συγκεκριμένα γνωρίσματα, διαφέρουν μεν μεταξύ τους, αλλά στον Σωκράτη υπάρχουν
ως Σωκράτης, βαίνοντας πέραν της ιδιαίτερότητάς τους.
Το ατομικό εν γένει είναι καθολικό υπό
την έννοια ότι υπάρχει σε όλα τα γνωρίσματά του, είναι δε επίσης
συγκεκριμένο, καθώς τα γνωρίσματα ως τέτοια είναι διάφορα αλλήλων. Στο άτομο,
όμως, υπάρχουν ως έν, ως ά-τομο. Αυτό που λείπει από την εγελιανή
θεώρηση είναι αυτό που εκείνη ήδη υπαινίσσεται, ότι δηλαδή τα ιδιαίτερα
γνωρίσματα πρέπει επίσης να τεθούν ως καθολικότητες, οπότε το άτομο καθίσταται,
όπως θα δούμε, ολότητα, και έτσι προκύπτει η δυνατότητα της κοινωνίας των
ατομικοτήτων (πρόκειται για το θαυμασιακό στοιχείο).
Καθώς ο Χέγκελ ευρίσετο εκτός της
ορθόδοξης παραδόσεως, δεν είχε ικανοποιητικά ερεθίσματα, τα οποία θα μπορούσαν
να συνεπάγονται ότι το θαυμασιακό είναι αληθές, με αποτέλεσμα να μην κινηθεί
προς την κατεύθυνση της εννοήσεως της ατομικής ολότητας. Υπάρχει δηλαδή κάποιος
ιστορικός περιορισμός στην σκέψη του. Άνοιξε όμως σε εμάς τον δρόμο να το
σκεφθούμε.
Θεωρία του Είναι
Χωρίς άλλες περιστάσεις παρουσιάζω
λοιπόν την θεωρία της έννοιας του Είναι (καλύτερα, του όντος) στις βασικές του
στιγμές:
Το Είναι ως καθολικό, το ον εν
γένει
Το Είναι νοείται ως το
καθολικό, επειδή είναι όλα και καθετί ή, πράγμα που είναι το ίδιο, επειδή είαι
αφαίρεση από κάθε τι.
Καθίσταται άρνηση εαυτού,
μη-Είναι, επειδή τότε μόνο είναι αφαίρεση από κάθε τι, όταν αφαιρεί και
από τον εαυτό του ή επειδή τότε μόνο είναι όλα, όταν είναι και αυτό το οποίο δεν
είναι.
Το μη-Είναι ως το Είναι που αναιρεί τον
εαυτό του, ως αυτοάρνηση, αναιρεί και τον εαυτό του, παύει έτσι να είναι
άρνηση του Είναι και καθίσταται εκ νέου Είναι, οπότε ο κύκλος
ξαναρχίζει…
Είναι και μη-Είναι μεταβαίνουν συνεχώς
το ένα στο άλλο· αυτό είναι το Γίγνεσθαι. Το Γίγνεσθαι συνιστά το
αληθές καθολικό Είναι, αφού πραγματοποιεί αυτό που το αρχικό Είναι οφείλει να
είναι, αλλά δεν είναι.
Το Γίγνεσθαι είναι διπλό· αφενός
μετάβαση του μη-Είναι στο Είναι, Γένεση, και αφετέρου μετάβαση του
Είναι στο μη-Είναι, Φθορά.
Στο Γίγνεσθαι δεν συμβαίνει η μία
μετάβαση χωριστά από την άλλη, αλλά κάθε μία είναι τόσο ο εαυτός της όσο και η
άλλη (η Γένεση ποτέ δεν είναι μόνο Γενεση, είναι πάντοτε ταυτόχρονα και Φθορά)·
έτσι παύουν να διακρίνονται, ταυτίζονται· τόσο η μία όσο και η άλλη παύουν να
συνιστούν μετάβαση, και το Γίγνεσθαι αναιρείται, διότι το Γίγνεσθαι υπάρχει, όσο
υπάρχει μετάβαση. Η παύση της μετάβασης σημαίνει την ταύτιση του Είναι με το
μη-Είναι, και αυτό είναι το Συγκεκριμένο. (αυθυπέρβαση της
καθολικότητας)
Το Είναι ως συγκεκριμένο, το
συγκεκριμένο ον
Το Συγκεκριμένο είναι το Είναι που είναι
και μη-Είναι. Επειδή στο Συγκεκριμένο το Είναι και το μη-Είναι ταυτίζονται, το
Συγκεκριμένο είναι και δεν είναι ταυτόχρονα. Το Συγκεκριμένο είναι το Είναι που
αποκλείει έτερο Είναι. (καθετί συγκεκριμένο νοείται ως μη-ον το Είναι εν γένει,
αλλά ως ον που είναι και μη-ον).
Το Συγκεκριμένο ως ταύτιση (ενότητα
χωρίς μετάβαση) του Είναι και του μη-Είναι είναι άμεσα διπλό: ως Είναι που
διακρίνεται από το μη-Είναι, είναι Ποιότητα, και ως μη-Είναι που
διακρίνεται από το Είναι, είναι Άρνηση. (Το Συγκεκριμένο θεωρούμενο
απλώς ως ον, δηλαδή σύμφωνα μόνο με την πλευρά του Είναι, είναι η Ποιότητα, και
θεωρούμενο μόνο ως μη-ον, κατά το ότι είναι μη-Είναι, είναι Άρνηση, το
συγκεκριμένο μη-Είναι.)
Η Ποιότητα είναι το Συγκεκριμένο
εφόσον αυτό θεωρείται ως ον (ή άμεσο), εφόσον δηλαδή εντός του το Είναι
διακρίνεται από το μη-Είναι· αλλά η διάκριση αυτή εκλείπει, διότι το Είναι
μεταβαίνει στο μη-Είναι, και το Συγκεκριμένο θεωρείται τώρα ως μη-ον ή ως
Άρνηση. (Η ποιότητα «κόκκινο» είναι επίσης μη-πράσινο, μη-κίτρινο, κλπ.) Η
Άρνηση ως το Συγκεκριμένο, εντός του οποίου διακρίνεται το μη-Είναι, εκλείπει
επίσης, διότι το μη-Είναι μεταβαίνει στο Είναι. (Ποιότητα και άρνηση δεν είναι
δυνατόν να υπάρχουν χωριστά, μόνο η σκέψη μας τα διακρίνει). Το Συγκεκριμένο
αποδεικνύεται Ποιότητα που είναι Άρνηση και τούμπαλιν, ή αληθώς
Συγκεκριμένο, το τι (κάτι).
Το αληθώς Συγκεκριμένο
Το Τι είναι ομού Ποιότητα και Άρνηση.
Εντός του λαμβάνουν χώρα δύο κινήσεις: αφενός η Άρνηση μεταβαίνει στην Ποιότητα,
και η Ποιότητα είναι ως άρνηση της αρνήσεως (πρόκειται για το Αληθώς
Συγκεκριμένο ως αποχωριζόμενο την Άρνηση και νοούμενο ως πλήρη αμεσότητα).Το
Αληθώς Συγκεκριμένο, ως αυτό που αρνείται την άρνηση του, δηλαδή, ό,τι αρνείται
αυτό το ίδιο, είναι το ον Καθ’ Εαυτό. (Όταν νοούμε κάτι «καθ’ εαυτό»,
το θεωρούμε ως κάτι συγκεκριμένο μεν, αλλά ασυσχέτιστο). (Το ίδιο μπορεί να
εκφρασθεί και ως εξής: το αληθώς Συγκεκριμένο θεωρημένο απλώς από την
πλευρά της ποιότητας ή της αμεσότητάς του είναι αποχωρισμένο από την άρνηση ή
αρνείται την άρνηση που το ίδιο είναι. Αυτό όμως δεν αποτελεί επιστροφή στην
ποιότητα, η οποία είναι ούτως ή άλλως απλώς αμεσότητα, αλλά είναι πάλι το «τι»,
το οποίο βεβαίως αποτελεί άρνηση, μόνο που το θεωρούμε απλώς στον εαυτό του.
Έτσι, αυτό το κόκκινο που έχω εμπρός μου, είναι αληθώς συγκεκριμένο, αφού είναι
τόσο άμεσο όσο και άρνηση π.χ. των άλλων χρωμάτων, αλλά τώρα το θεωρώ μόνο ως
τον εαυτό του ή καθ’ εαυτό)
Αφετέρου, το Αληθώς Συγκεκριμένο είναι
μετάβαση της Ποιότητας στην Άρνηση, άρα η Άρνηση είναι ως άρνηση Ποιότητας,
δηλαδή η Άρνηση είναι άρνηση Συγκεκριμένου ή συγκεκριμένη άρνηση και επομένως
αρνητική συσχέτιση, Είναι δι’ έτερον. Πρόκειται για την σχέση ως
συγκεκριμένη άρνηση. (Το αληθώς Συγκεκριμένο, ως καθ’ εαυτό ον, απομονώνεται
στον εαυτό του· αλλά γρήγορα αποδεικνύεται ότι δεν είναι ασυσχέτιστο· π.χ. αυτό
το κόκκινο είναι το κόκκινο του ξύλου που έχω εμπρός μου) (αρχίζει ήδη να
διαφαίνεται ότι το Συγκεκριμένο υπάρχει στο άτομο).
Το Προσδιορισμένο
Το Αληθώς Συγκεκριμένο είναι καθ’ εαυτό
ον, μόνο εφόσον συσχετίζεται προς ό,τι αρνείται, είναι δηλαδή εξίσου
δι’ έτερον. (Έχω π.χ. ένα κόκκινο ρουμπίνι και λέω: Αυτό το «κόκκινο»
είναι ο εαυτός του δια της αρνητικής συσχετίσεως π.χ. προς το ρουμπίνι) (Εν
προκειμένω το έτερον είναι ακόμα εξωτερικό, είναι το διάφορον).
Το Συγκεκριμένο είναι έτσι στον εαυτό
του μόνο δια της σχέσεως προς έτερο ον, είναι δηλαδή Προσδιορισμένο.
(Το ρουμπινοκόκκινο οφείλεται στο ρουμπίνι, αλλά και το ρουμπίνι στο
ρουμπινοκόκκινο). (Εν προκειμένω το έτερον εισέρχεται στο Συγκεκριμένο).
Στο Προσδιορισμένο, ως το
Συγκεκριμένο που είναι για τον εαυτό του δια της σχέσεως του προς έτερο ον, το
να είναι καθορισμένο είναι αφενός ο εαυτός του, επειδή ο ίδιος ο εαυτός του
είναι η σχέση προς το έτερο ον, είναι Αυτοπροσδιορισμένο· ο εαυτός του
ως καθοριζόμενος καθίσταται έτσι έτερος ως προς τον εαυτό ως καθορίζον, και έτσι
το Προσδιορισμένο καθίσταται Ετεροπροσδιορισμένο. Κάθε πλευρά
παραπέμπει στην άλλη και είναι δια της άλλης. (Στο ρουμπινοκόκκινο το κόκκινο
καθορίζει τον εαυτό του ως ρουμπινοκόκκινο, αλλά και το ρουμπίνι καθορίζει το
κόκκινο ως ρουμπινοκόκκινο) (Εν προκειμένω το έτερον συνιστά αντίθεση, επομένως
η ετερότητα είναι εσωτερικά συσχετισμένη με τον εαυτό).
Το όριο
Το αυτοκαθοριζόμενο, ως ον που είναι δια
του εαυτού του, είναι ομού ετεροκαθοριζόμενο, δηλαδή ον που είναι δι’ ετέρου
όντος. Εκλείπει, επομένως, η διαφορά ανάμεσα στον εαυτό και στο έτερο· το
Συγκεκριμένο είναι ο εαυτός του, μόνο εφόσον ταυτίζεται με έτερο ον. Είναι ο
εαυτός του μόνο όντας έτερο ον, το οποίο έτερον επίσης είναι, μόνον εφόσον είναι
ο εαυτός του Συγκεκριμένου. (Το ρουμπίνι είναι, ό,τι είναι, όντας το
ρουμπινοκόκκινο). Το ένα Συγκεκριμένο είναι ό,τι είναι, όντας το έτερο
Συγκεκριμένο. Το Συγκεκριμένο ως εαυτός και επίσης έτερον είναι Όριο.
(Εν προκειμένω το Συγκεκριμένο καθίσταται το έτερον) (Βρισκόμαστε
κατ’ ουσίαν στην υπέρβαση του Συγκεκριμένου, η οποία πρέπει τώρα να τεθεί) (Ως
Όριο το Συγκεκριμένο δεν έχει ακόμα αποκαταστήσει το Καθολικό)
Το Όριο, ως ενότητα εαυτού και ετέρου,
έχει τον εαυτό του εκεί που δεν τον έχει, δηλαδή εκλείπει, είναι
Πεπερασμένο. (Το Όριο είναι, επομένως, αφενός το εκλείπον ή το
πεπερασμένο. Πρόκειται για το Όριο θεωρημένο αφηρημένα ως ετεροκαθορισμός.)
Ωστόσο η έκλειψη του πεπερασμένου συνιστά και την αποκατάστασή του, διότι το
Συγκεκριμένο εκλείπει, καθιστάμενο έτερο, δηλαδή πάλι Συγκεκριμένο, και ούτω
καθ’ εξής. Αυτή η συνεχής μετάβαση σε ένα νέο πεπερασμένο είναι η
Μεταβολή (συγκεκριμένο Γίγνεσθαι). (Το Πεπερασμένο αρχίζει να
αναδεικνύεται ως ολότητα, διότι μεταβαίνει συνεχώς στον εαυτό του).
Η διαρκής έκλειψη και αποκατάσταση του
πεπερασμένου είναι η Μεταβολή ή καλύτερα η ίδια η διαδικασία παραγωγής και
κατανάλωσης του πεπερασμένου, η οποία δεν εκλείπει, και είναι επομένως το
αντίθετο του πεπερασμένου ως εκλείποντος. (Αυτό είναι επίσης η ολότητα από την
πλευρά της διαδικασίας ή με τη μορφή της διαδικασίας).
Το άπειρο
Το πεπερασμένο ή εκλείπον και η διαρκής
διαδικασία έκλειψης και αποκατάστασης ως αντίθετα είναι αδύνατα χωριστά,
υπάρχουν δηλαδή μόνο ως η ενότητά τους, το Άπειρο. Το άπειρο είναι η
ενότητα του πεπερασμένου, του εκλείποντος, με τη μεταβολή, δηλαδή με τη
διαδικασία έκλειψης και αποκατάστασης του πεπερασμένου.
Η μεταβολή δηλώνει την έκλειψη τινός
συγκεκριμένου και την αποκατάσταση του δι’ ετέρου συγκεκριμένου. Αλλά το έτερο,
επειδή είναι συγκεκριμένο, είναι επίσης εκλείπον ή πεπερασμένο και η διαδικασία
επανέρχεται. Η διαδικασία είναι επομένως το παραμένον. Η μεταβολή είναι αυτό που
δεν μεταβάλλεται και μπορεί να νοηθεί ως το αντίθετο του πεπερασμένου.
Αυτό που είναι επομένως όντως αληθινό είναι η ενότητα της μεταβολής με το
πεπερασμένο, και αυτό μπορεί να ονομασθεί το αληθώς άπειρο ή εν γένει το άπειρο.
Το αληθώς άπειρο είναι η αποκατάσταση της καθολικότητας και έτσι η
υπέρβαση του Συγκεκριμένου.
Το Είναι ως συγκεκριμένο
καθολικό
Το Αληθές Άπειρο είναι υπέρβαση του
Συγκεκριμένου ή η αυτοαναίρεσή του. Είναι επομένως επιστροφή στο καθολικό Είναι,
το οποίο επίσης θέτει εκ νέου το Συγκεκριμένο, και ούτω κάθε εξής. Επομένως, το
Είναι δεν είναι ούτε απλώς καθολικό ούτε απλώς συγκεριμένο, αλλά και τα δύο
ομού. Το Είναι πρέπει να νοηθεί ως Συγκεκριμένο-Καθολικό ή ως
άτομο. (Το πλήρες και αληθές συγκεριμένο καθολικό είναι στην
πραγματικότητα η Κοινωνία· εκκινούμε από το άτομο, το οποίο είναι το γνωστό στον
άνθρωπο συγκεκριμένο καθολικό).
Το άτομο
Το άτομο είναι άμεσα διπλό, αφενός
συγκεκριμένο Είναι και αφετέρου καθολικό Είναι. Διακρίνοντας το καθολικό Είναι
μέσα στο άτομο, το αντιλαμβανόμαστε ως αυτό που καθιστά το άτομο ενότητα,
Ένα· διακρίνοντας το Συγκεκριμένο μέσα στο Άτομο, το αντιλαμβανόμαστε
ως αυτό που το καθιστά Πολλότητα. (Ενότητα και Πολλότητα δεν
είναι κατηγορίες της Ποσότητας). Το Άτομο δεν είναι απλώς το αφηρημένο
Εν· το Εν είναι το Άτομο θεωρημένο μόνο από την άποψη της καθολικότητας. Επίσης,
το Άτομο δεν είναι μόνο Εν, είναι επίσης και Πολλά, διότι είναι
συγκεκριμένο. Το Άτομο είναι συγκεκριμένο, αλλά δεν είναι μόνο συγκεκριμένο,
είναι το Συγκεκριμένο που είναι ομού και καθολικό.
Η Ενότητα στο άτομο είναι το άτομο ως
ενότητα Συγκεκριμένων, η δε πολλότητα του ατόμου είναι τα Συγκεκριμένα εν
ενότητι· άρα η ενότητά του είναι ενότητα της πολλότητας, η δε πολλότητά του
είναι η πολλότητα της ενότητας. Το Συγκεκριμένο-Καθολικό αποδεικνύεται
Ολότητα. (Το Συγκεκριμένο-Καθολικό συνιστά Ολότητα. Αυτή η πρώτη
Ολότητα δεν είναι όμως η ολότητα του όντος εν γένει. Αυτή πρέπει ακόμα να τεθεί
ως Κοινωνία. Επιπλέον, αυτή η πρώτη ολότητα δεν έχει διαφοροποιημένο
περιεχόμενο· αποτελείται από πολλά Ένα, και ως εκ τούτου δεν έχει τεθεί ως
αληθές Συγκεκριμένο-Καθολικό).
Η ολότητα είναι πολλότητα που είναι ομού
ενότητα. Η ολότητα άμεσα είναι ενότητα, η οποία, διακρινόμενη από την ολότητα ως
πολλότητα είναι το Αληθές Άτομο. (Ά-τομο ονομάζουμε ένα όλον -το οποίο
είναι ήδη ένα και πολλά-, αλλά το αντιλαμβανόμαστε μόνο από την άποψη
της ενότητας.) Το Αληθές Άτομο είναι ήδη πολλότητα, διότι είναι όλον. Το άτομο
διασπάται επομένως σε Πολλά, τα οποία είναι Πολλά μόνο ως Ολότητα· είναι οι
Ιδιότητες του Αληθούς Ατόμου.
Το Σύστημα
Το Αληθές Άτομο είναι η ενότητα των
Ιδιοτήτων του, και οι Ιδιότητες είναι η πολλότητα του Ατόμου. Άρα κάθε πλευρά
είναι δια της άλλης και συναιρούνται σε ένα νέο όλον, στο οποίο το Άτομο είναι
Ιδιότητες και οι Ιδιότητες είναι Άτομα, στο Σύστημα.
Το Σύστημα είναι Όλον όχι πολλών Εν,
αλλά Όλον που αποτελείται από Άτομα τα οποία είναι και Ιδιότητες, τα
Μέρη. Το Μέρη ως Άτομα είναι χωριστά, αλλά ως Ιδιότητες υπάγονται σε
μία ενότητα, σε ένα νέο Άτομο που αποτελείται από Άτομα, η Μονάδα.
(Unit – υπό την έννοια, ας πούμε, που μία συσκευή τηλεόρασης ως σύνολο
εξαρτημάτων είναι Μονάδα).
Η ατομική ολότητα
Η Μονάδα είναι τα Μέρη ως Ενότητα και τα
Μέρη είναι η Μονάδα ως Πολλότητα. Κάθε πλευρά είναι δια της άλλης και
συναιρούνται σε μία ενότητα, όπου το Μέρος είναι τέτοια ολότητα, όπως η Μονάδα,
και η Μονάδα είνναι τέτοιο Μέρος, όπως το Άτομο. Προκύπτει έτσι η έννοια της
Ατομικής Ολότητας, (ένα τρίτο Όλον που δεν αποτελείται ούτε απλώς από
πολλά Εν ούτε από Μέρη, αλλά από «Μονάδες» -Άτομα Ατόμων-.
Οι Ατομικές Ολότητες ως Άτομα ή Μονάδες
είναι χωριστές, συνιστούν Υποστάσεις, αλλά ως ολότητες είναι ενότητα (η
ενότητα ως αλληλοπεριχώρηση ατομικών ολοτήτων. Η ενότητα τους είναι ταυτόχρονα ο
χωρισμός τους και ο χωρισμός τους είναι η ομού και εν ταυτώ η ενότητά τους, η
Κοινωνία.
Η Κοινωνία
Η Κοινωνία είναι ο ύψιστος καθορισμός
του όντος. (Επειδή ευρισκόμεθα στην μεταπτωτική κατάσταση δεν έχουμε εμπειρία
της Κοινωνίας, η οποία μπορεί να καταστεί ωστόσο αντιληπτή δια της χάριτος). Στο
επίπεδο της φύσεως η κοινωνία παρουσιάζεται μόνο στο σύστημα του οργανισμού, του
εμβίου όντος, αλλά εν ατελεία. Ο οργανισμός, ως αληθές Σύστημα στη φύση,
παραπέμπει στην ανάγκη να καταστεί και ο ίδιος Ατομική Ολότητα, με άλλα λόγια,
στην ανάγκη να ξεπερασθεί ο θάνατος.
Ο ανθρώπινος νους είναι στα κτιστά όντα
το τελειότερο παράδειγμα Κοινωνίας, αλλά πάλι ελλιπώς, μόνον υποκειμενικώς, και
παραπέμπει στην ανάγκη υπέρβασης της εξατομίκευσης των ανθρώπινων προσώπων σε
μια πραγματοποιημένη κοινωνία των πνευμάτων, ενθαδικά στην εκκλησία και
ολοκληρωτικά στη Βασιλεία του Θεού, στην Κοινωνία κτιστού και ακτίστου δια Ιησού
Χριστού.
Επ’ αυτών, έπονται περισσότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου