ΠΗΓΗ: Φ Ι Λ Ο Τ Ι Μ Ι Α
Γράφει ο καθηγητής Γιώργος Βοσκόπουλος*
Τα πρωτογενή χαρακτηριστικά της σημερινής Ελλάδας είναι η σιωπηλή αποδοχή, η έλλειψη αντανακλαστικών και αυτοσεβασμού, η καταβαράθρωση της εθνικής αξιοπρέπειας, η έλλειψη συλλογικής μνήμης. Προέκυψαν από μία πορεία εθνικών συμβιβασμών, ηττοπάθειας, φοβικών συμπλεγμάτων, κυριαρχίας του εγώ έναντι του εμείς.
Η κρίση των Ιμίων και ο τρόπος αντιμετώπισης της ως ένα περίπου φυσιολογικό γεγονός σηματοδότησε μία νέα εποχή για τον αυτοσεβασμό μας ως πολιτικό σύστημα και συλλογικότητα, για το εθνικό σύστημα αξιών μας, την αποφασιστικότητα και αγωνιστικότητα μας, τη διάθεση να αναλάβουμε ρίσκο. Η τελευταία παράμετρος αποτελεί θεμέλιο λίθο οποιασδήποτε εθνικής στρατηγικής. Ήταν η ιστορική στιγμή αποδοχής της εθνικής ήττας ως «ορθολογικής» πράξης, η τελευταία σκηνή του δράματος της πτώσης στο κενό σε επίπεδο διεθνούς κύρους και αξιολόγησης από πλευράς τρίτων.
Ακολούθησε η «εθνική ανάταση» με τη σαθρή όπως απεδείχθη ένταξη μας στην ευρωζώνη, στον σκληρό πυρήνα του ευρώ. Η εθνική νιρβάνα συνεχίστηκε με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων και τη σκύλευση του οικονομικού πτώματος της χώρας. Επικοινωνιακά τρυκ και η πλασματική ευφορία ενός αποπροσανατολισμένου λαού δεν επέτρεψαν στην κοινή γνώμη να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του κινδύνου και το επερχόμενο αδιέξοδο.
Σε ένα άρθρο του ο Α. Καρακούσης («Αγοράζουμε όπλα για να πάρουμε δάνεια», ΤΟ ΒΗΜΑ, 3-2-2009) περιέγραψε το μέγεθος του προβλήματος επισημαίνοντας: «Η ελληνική οικονομική περιπλοκή, σχεδόν μόνιμη από τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, εξέθετε σχεδόν πάντα- πολύ περισσότερο σε περιόδους κρίσης- τη χώρα σε πιέσεις και εκβιασμούς από τις μεγάλες δυνάμεις. Στην παρούσα συγκυρία της διεθνούς πιστωτικής κρίσης η ασθενής και εξαρτώμενη από τους δανειστές της Ελλάδα είναι αναγκασμένη και πάλι να προσφέρει ή να παζαρέψει βαρύτατα αντισταθμίσματα, προκειμένου να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους των 260 δισ. ευρώ. Παλεύει σε δυσμενείς συνθήκες, υποβαθμιζόμενη ως προς την πιστοληπτική δυνατότητά της από τους οίκους αξιολόγησης, να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση των παλαιών χρεών και την εξεύρεση νέων χρηματοδοτικών πόρων για την κάλυψη των υπερβολικών ελλειμμάτων. Ήδη από την αρχή του νέου χρόνου αντιμετωπίζει δύσκολες αγορές, πληρώνει πανύψηλα επιτόκια… Με την πλάτη λοιπόν στον τοίχο, με το χρέος να πιέζει ασφυκτικά και με τις αγγλοσαξονικές, τις γερμανικές και τις γαλλικές εφημερίδες να περιγράφουν την Ελλάδα ως ασθενή κρίκο της ευρωζώνης και να την αντιμετωπίζουν ως οιονεί κίνδυνο της σταθερότητας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δεν έχει και μεγάλη σημασία τι συνέβη πρώτο: Αν δηλαδή εμείς προσφέραμε ως αντιστάθμισμα της σχετικής χρηματοδοτικής μας άνεσης το δέλεαρ των εξοπλιστικών προμηθειών ή μας επιβλήθηκε από τις «φίλιες» κυβερνήσεις ως εχέγγυο για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους».
Ήταν σαφές ότι το δημοσιονομικό αδιέξοδο εγκλώβιζε τη χώρα σε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης που περιόριζε τα όρια δράσης της και την οδηγούσε στην καταστροφή. Στο ίδιο διάστημα (1996 και εντεύθεν) στο εσωτερικό η χώρα μετεβλήθη σε ένα εργαστήρι αντιπαράθεσης «μετα-νεωτερικών αντιλήψεων». Η έννοια πατρίδα ισοπεδώθηκε από τον κοσμοπολιτισμό, τις ιδεοληψίες, την αποστασιοποίηση από το εθνικό κέντρο ενός τμήματος της αριστεράς και την απόρριψη από πλευράς της, της έννοιας του «εθνικού» ως μία παρωχημένη αντίληψη.
Για ένα πολιτικό σύστημα και μία κοινωνία όπου οι εθνικοί στόχοι αποτελούσαν ένα νεφέλωμα συλλογικής ψευδαίσθησης, οι όροι πρόβλεψη και επιβίωση συνιστούσαν καινοφανή ορθολογικά διαβήματα και αιτήματα στον μικρόκοσμο μίας αμέριμνα εποχούμενης χώρας σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον.
Σταδιακά ο καταναλωτισμός και το προσωπικό όφελος, επί μέρους, κατατετμημένα και ανταγωνιστικά μεταξύ τους ατομικά συμφέροντα εκπαραθύρωσαν κάθε έννοια συλλογικής αξιοπρέπειας, αξιοπιστίας και εθνικών στόχων. Υπό αυτές τις συνθήκες η πτώση ήταν αναμενόμενη. Συνιστούσε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Το έδαφος προλειάνθηκε από έναν συμβιβαστικό μινιμαλισμό, την αδυναμία, ανικανότητα και απροθυμία ενός λαού να προασπίσει εθνικές κόκκινες γραμμές, τα μειωμένα αντανακλαστικά της κοινωνίας, την κυριαρχία πολιτικών πυγμαίων, την εξαΰλωση μη υλικών αξιών από τον εφήμερο υλισμό, τη ματαιοδοξία ενός ευρωπαίου επαρχιώτη.
Σήμερα η Ελλάδα κατέστη η πατρίδα του κλαυσίγελου. Εκεί όπου η συντριβή βαφτίζεται επιτυχία. Όπου η εθνική ήττα μπορεί να προσδιοριστεί «αξιοπρεπής». Όπου το βουβό κλάμα στο εσωτερικό στροβιλίζεται στον αέρα με το γέλιο των εκτός των πυλών. Αυτών που στο εσωτερικό δεν γνωρίζουν το μέγεθος της ήττας που υπέστησαν και αυτών στο εξωτερικό που γνωρίζουν το μέγεθος της νίκης τους.
Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Γράφει ο καθηγητής Γιώργος Βοσκόπουλος*
Τα πρωτογενή χαρακτηριστικά της σημερινής Ελλάδας είναι η σιωπηλή αποδοχή, η έλλειψη αντανακλαστικών και αυτοσεβασμού, η καταβαράθρωση της εθνικής αξιοπρέπειας, η έλλειψη συλλογικής μνήμης. Προέκυψαν από μία πορεία εθνικών συμβιβασμών, ηττοπάθειας, φοβικών συμπλεγμάτων, κυριαρχίας του εγώ έναντι του εμείς.
Η κρίση των Ιμίων και ο τρόπος αντιμετώπισης της ως ένα περίπου φυσιολογικό γεγονός σηματοδότησε μία νέα εποχή για τον αυτοσεβασμό μας ως πολιτικό σύστημα και συλλογικότητα, για το εθνικό σύστημα αξιών μας, την αποφασιστικότητα και αγωνιστικότητα μας, τη διάθεση να αναλάβουμε ρίσκο. Η τελευταία παράμετρος αποτελεί θεμέλιο λίθο οποιασδήποτε εθνικής στρατηγικής. Ήταν η ιστορική στιγμή αποδοχής της εθνικής ήττας ως «ορθολογικής» πράξης, η τελευταία σκηνή του δράματος της πτώσης στο κενό σε επίπεδο διεθνούς κύρους και αξιολόγησης από πλευράς τρίτων.
Ακολούθησε η «εθνική ανάταση» με τη σαθρή όπως απεδείχθη ένταξη μας στην ευρωζώνη, στον σκληρό πυρήνα του ευρώ. Η εθνική νιρβάνα συνεχίστηκε με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων και τη σκύλευση του οικονομικού πτώματος της χώρας. Επικοινωνιακά τρυκ και η πλασματική ευφορία ενός αποπροσανατολισμένου λαού δεν επέτρεψαν στην κοινή γνώμη να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του κινδύνου και το επερχόμενο αδιέξοδο.
Σε ένα άρθρο του ο Α. Καρακούσης («Αγοράζουμε όπλα για να πάρουμε δάνεια», ΤΟ ΒΗΜΑ, 3-2-2009) περιέγραψε το μέγεθος του προβλήματος επισημαίνοντας: «Η ελληνική οικονομική περιπλοκή, σχεδόν μόνιμη από τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, εξέθετε σχεδόν πάντα- πολύ περισσότερο σε περιόδους κρίσης- τη χώρα σε πιέσεις και εκβιασμούς από τις μεγάλες δυνάμεις. Στην παρούσα συγκυρία της διεθνούς πιστωτικής κρίσης η ασθενής και εξαρτώμενη από τους δανειστές της Ελλάδα είναι αναγκασμένη και πάλι να προσφέρει ή να παζαρέψει βαρύτατα αντισταθμίσματα, προκειμένου να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους των 260 δισ. ευρώ. Παλεύει σε δυσμενείς συνθήκες, υποβαθμιζόμενη ως προς την πιστοληπτική δυνατότητά της από τους οίκους αξιολόγησης, να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση των παλαιών χρεών και την εξεύρεση νέων χρηματοδοτικών πόρων για την κάλυψη των υπερβολικών ελλειμμάτων. Ήδη από την αρχή του νέου χρόνου αντιμετωπίζει δύσκολες αγορές, πληρώνει πανύψηλα επιτόκια… Με την πλάτη λοιπόν στον τοίχο, με το χρέος να πιέζει ασφυκτικά και με τις αγγλοσαξονικές, τις γερμανικές και τις γαλλικές εφημερίδες να περιγράφουν την Ελλάδα ως ασθενή κρίκο της ευρωζώνης και να την αντιμετωπίζουν ως οιονεί κίνδυνο της σταθερότητας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δεν έχει και μεγάλη σημασία τι συνέβη πρώτο: Αν δηλαδή εμείς προσφέραμε ως αντιστάθμισμα της σχετικής χρηματοδοτικής μας άνεσης το δέλεαρ των εξοπλιστικών προμηθειών ή μας επιβλήθηκε από τις «φίλιες» κυβερνήσεις ως εχέγγυο για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους».
Ήταν σαφές ότι το δημοσιονομικό αδιέξοδο εγκλώβιζε τη χώρα σε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης που περιόριζε τα όρια δράσης της και την οδηγούσε στην καταστροφή. Στο ίδιο διάστημα (1996 και εντεύθεν) στο εσωτερικό η χώρα μετεβλήθη σε ένα εργαστήρι αντιπαράθεσης «μετα-νεωτερικών αντιλήψεων». Η έννοια πατρίδα ισοπεδώθηκε από τον κοσμοπολιτισμό, τις ιδεοληψίες, την αποστασιοποίηση από το εθνικό κέντρο ενός τμήματος της αριστεράς και την απόρριψη από πλευράς της, της έννοιας του «εθνικού» ως μία παρωχημένη αντίληψη.
Για ένα πολιτικό σύστημα και μία κοινωνία όπου οι εθνικοί στόχοι αποτελούσαν ένα νεφέλωμα συλλογικής ψευδαίσθησης, οι όροι πρόβλεψη και επιβίωση συνιστούσαν καινοφανή ορθολογικά διαβήματα και αιτήματα στον μικρόκοσμο μίας αμέριμνα εποχούμενης χώρας σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό και επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον.
Σταδιακά ο καταναλωτισμός και το προσωπικό όφελος, επί μέρους, κατατετμημένα και ανταγωνιστικά μεταξύ τους ατομικά συμφέροντα εκπαραθύρωσαν κάθε έννοια συλλογικής αξιοπρέπειας, αξιοπιστίας και εθνικών στόχων. Υπό αυτές τις συνθήκες η πτώση ήταν αναμενόμενη. Συνιστούσε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Το έδαφος προλειάνθηκε από έναν συμβιβαστικό μινιμαλισμό, την αδυναμία, ανικανότητα και απροθυμία ενός λαού να προασπίσει εθνικές κόκκινες γραμμές, τα μειωμένα αντανακλαστικά της κοινωνίας, την κυριαρχία πολιτικών πυγμαίων, την εξαΰλωση μη υλικών αξιών από τον εφήμερο υλισμό, τη ματαιοδοξία ενός ευρωπαίου επαρχιώτη.
Σήμερα η Ελλάδα κατέστη η πατρίδα του κλαυσίγελου. Εκεί όπου η συντριβή βαφτίζεται επιτυχία. Όπου η εθνική ήττα μπορεί να προσδιοριστεί «αξιοπρεπής». Όπου το βουβό κλάμα στο εσωτερικό στροβιλίζεται στον αέρα με το γέλιο των εκτός των πυλών. Αυτών που στο εσωτερικό δεν γνωρίζουν το μέγεθος της ήττας που υπέστησαν και αυτών στο εξωτερικό που γνωρίζουν το μέγεθος της νίκης τους.
Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου