Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (12)

Συνέχεια από Τρίτη, 28 Απριλίου 2015
               
   PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )


                                 K E Φ Α Λ Α Ι Ο   IV   /   Α Κ Α Δ Η Μ Ι Α

Δεν ήταν ελεύθερος να θελήση ή να μη θελήση να «φτιάξη σχολεία» ο Πλάτων. Είχε συναντήσει μια τέτοια δύναμη στο πρόσωπο του Σωκράτη, για την οποία ήταν τόσο αξεχώριστη ενότητα ζωής η σκέψη και η διδασκαλία, ώστε να μη μπορή να μιλήση για μια ξεχωριστή απ’ τη διδασκαλία του σωκρατική φιλοσοφία κανείς. Ο Πλάτων είναι μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο θεωρητικός στοχαστής απ’ ό,τι ο δάσκαλός του, κι αντί τών στιγμών εκείνων μιας βαθειάς ‘καταβύθισης’, που μένουν ανεξήγητες στην ζωή τού πλατωνικού Σωκράτη, πρέπει να υπήρχαν μακριά χρονικά διαστήματα μοναχικής σκέψης, έρευνας, θεωρίας και συγγραφής στον ίδιον τον Πλάτωνα. Είναι όμως τόσο συνολική η βασική του ‘συγκίνηση’ απ’ τον Σωκράτη, ώστε να μπορούν να ειδωθούν μόνον ως δυό ‘στρώματα’ της ίδιας, εκπορευόμενης απ’ το ίδιο κέντρο δυνάμεως η φιλοσοφία και η ‘εκπαίδευση’ (η ‘παιδαγωγία’…). Κι αν είναι πράγματι σωστό, ότι κατευθυνόταν προς την ανανέωση της ουσίας τής πόλεως η θέλησή του, πώς θα μπορούσε να το πραγματοποιήση παρά με τη διδασκαλία αυτό;  ‘Αφήνει’ λοιπόν να πη στον «Μένωνα» (100 Α ) ο Σωκράτης – που είναι πρότυπο και απεικόνισή του ταυτόχρονα - , πως μόνον εκείνος είναι ένας αληθινός πολιτικός άνδρας, ο οποίος και μπορεί να καταστήση κι έναν άλλον πολιτικό άνδρα, και να ονομάση παράδοξα σ’ ένα περίφημο σημείο τού «Γοργία» (521 D) τον εαυτό του ως τον μοναδικό, που ‘ψηλαφά’ την αληθινή πολιτική τέχνη και ασχολείται, μόνος αυτός ανάμεσα στους ανθρώπους τής εποχής του, με τις υποθέσεις τής πολιτείας. Και το λέει αυτό ο ίδιος εκείνος Σωκράτης, που υπερασπίζεται στην «Απολογία» την απόστασή του απ’ την πόλη με το επιχείρημα, ότι «θα έπρεπε να είναι αναγκαίως εκείνος που θα ήθελε πράγματι να πολεμήση για το δίκαιο, ακόμα κι αν έπρεπε να μείνη για λίγο χρόνο ζωντανός, ένας ιδιώτης κι όχι ένα δημόσιο πρόσωπο» (32 Α). Τόσο πολύ κατέστη εδώ το πραγματικό πολιτικό έργο η παιδαγωγία.
Αυτό που αποτελεί υποχρεωτικό Είναι για τον Σωκράτη, αυτό αποτελεί εξίσου υποχρεωτική όσο και ηθελημένη ‘θεμελίωση’ για τον Πλάτωνα. Συνομιλεί τριγυρίζοντας εδώ κι εκεί με τον καθέναν ο Σωκράτης, και διδάσκει με τον εξεταστικό του λόγο όλους όσους θέλουν να διδαχθούν. Κι αν σχηματίζεται ένας στενώτερος κύκλος απ’ τους καλύτερους ανάμεσα στους νέους ολόγυρά του, αυτό συμβαίνει όπως κατά έναν φυσικό σχεδόν, θα θέλαμε να πιστέψουμε, νόμο. Ο Πλάτων συνδέει (αντίθετα…) το ίδρυμά του μ’ έναν τόπο, φροντίζοντας για την εξωτερική του υπόσταση και ορίζοντας ένα ιερό τών Μουσών στο ‘ιερό’ του κέντρο. Οι ανασκαφές τών τελευταίων δεκαετιών στην περιοχή τής Ακαδημίας (Akademie) έφεραν στο φως τις στοές με τους κίονες, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και μιαν αναπάντεχη επιγραφή τού πέμπτου ακόμα π.Χ. αιώνα, παλαιότερη άρα απ’ την εποχή  ίδρυσης απ’ τον Πλάτωνα, με ονόματα που μας ξαναγυρίζουν στον κύκλο τού Σωκράτη και την οικογένεια του Πλάτωνα. Το ερώτημα ωστόσο, τί ήταν (άραγες…) η Ακαδημία τού Πλάτωνα, δεν μπορεί να το απαντήση καμμιά ανασκαφή.
Aπαιτεί ένα τέτοιο σχολείο, με όποιον τρόπο κι αν συγκεντρώθηκαν γύρω του οι πρώτοι ‘οπαδοί’ του, να επιλεγούν συνειδητά οι κατάλληλοι μαθητές. Και το επιβεβαιώνει αυτό η « Έβδομη επιστολή», όπου και μιλά σε ‘πρώτο πρόσωπο’, άρα για την Ακαδημία ο Πλάτων. Διαβαθμίζοντας κατ’ αρχάς την άνοδο προς τις αιώνιες «μορφές», και συνεχίζοντας ως εξής κατόπιν (343 Ε): «Η οδός μέσα απ’ όλες αυτές, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας, τις βαθμίδες γεννά με μεγάλο κόπο τη γνώση τού ‘καλοκαμωμένου’ (αντικειμένου) στον ‘καλοκαμωμένον’ (άνθρωπο). Εκεί όπου υπάρχει όμως κακή ‘φύτρα’ (όπως έχει καταστή κακή προς μάθηση και κακή σ’ αυτό που ονομάζεται χαρακτήρας, εν μέρει εξαρχής, και εν μέρει λόγω φθοράς, η ψυχή τών περισσοτέρων) – ανθρώπους τέτοιου είδους δεν μπορεί ούτε ο Λύνκαιος να τους κάνη να δουν. Και με μια λέξη: όποιος δεν έχει κάποια συγγένεια προς το αντικείμενο, δεν μπορεί να την αποκτήση ούτε με κάποια (φυσική…) ευκολία στη μάθηση ούτε με κάποια δυνατή μνήμη. Γιατί δεν βρίσκει κατ’ αρχάς ούτε καν θέση σε μια ξένη (γι’ αυτόν…) ‘διάπλαση’. Εκείνοι που δεν ανήκουν και δεν συγγενεύουν λοιπόν με το δίκαιο και γενικά με το ευγενές, έστω κι αν μαθαίνουν εύκολα στο ένα ή στο άλλο πεδίο κι έχουν ταυτόχρονα καλή μνήμη, ή εκείνοι που συγγενεύουν μεν, αλλά είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως και δίχως μνήμη, - απ’ αυτούς όλους δεν μπορεί να γνωρίση κανένας την αλήθεια για το καλό (όσο είναι αυτό δυνατόν) και το κακό». Εύκολη αντίληψη και οξεία ακοή, και μια τάση ταυτόχρονα προς την «αρετή», και μακριά από «απόλαυση και κάθε τρυφή», αυτά είναι που εξυμνεί σ’ ένα άλλο σημείο τής ίδιας επιστολής (327 Α κ.ε.) για τον νεαρό Δίωνα ο Πλάτων, απ’ τον καιρό τού πρώτου ταξιδιού στη Σικελία, λίγο πριν ιδρυθή δηλ. η Ακαδημία. Ενώ προσδιορίζουν εντελώς παρόμοιες πνευματικές και ηθικές απαιτήσεις την εκλογή αυτού που είναι κατάλληλος για την αποστολή τού φιλοσοφικού ηγεμόνα στην ουτοπία τής «Πολιτείας». «Πρέπει να γνωρίση πρώτα τη φύση τους κανείς» (485 Α). Και πώς πρέπει να είναι ‘διαμορφωμένοι’; Με καλή μνήμη και με το προσόν τής μάθησης, υψηλόφρονες, ‘σύμμετροι’ και χαρίεντες (έμμετροι και εύχαρεις), φίλοι και ‘συγγενείς’ προς την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την ανδρεία και τη σωφροσύνη (Sophrosyne) (487 Α). Και συμφωνεί εδώ πλήρως το αίτημα που θέτει στο στόμα τού Σωκράτη, με κείνο που εκφέρει απ’ το δικό του στόμα στην επιστολή ο Πλάτων. Πολλά δε από εκείνα που αναφέρονται για την ‘κλιμακωτή τάξη’ τής αγωγής στην ‘ουτοπία’, εφαρμόζονται, αν δεν εκπληρώνονται κιόλας, στην Ακαδημία.
Απεικονίζουν όμως άραγες την ζωή στην Ακαδημία οι πλατωνικοί Διάλογοι; Δεν το επιζητούν πάντως, καθώς καθρεπτίζουν τον σωκρατικό κόσμο. Και για τη σύγκρουση μεταξύ Σωκράτη και των εχθρικών απέναντί του δυνάμεων, που φανερώνεται στους Διαλόγους, δεν μπορεί να υπήρξε άμεσα σχεδόν ούτε προτύπωση στη σχολή. Ενώ είναι αδιανόητο απ’ την άλλη, πώς θα μπορούσε να μη σχετίζεται λειτουργικά προς τη διδασκαλία του το συγγραφικό του ‘έργο’ – με την τριπλή μάλιστα έννοια, ότι ‘συνελάμβαναν’ άλλοτε ακτίνες απ’ την Ακαδημία οι Διάλογοί του, ‘ακτινοβολούσαν’ άλλοτε οι ίδιοι στην ζωή τής Ακαδημίας, κι ήταν τελικά εκείνος ο χώρος η Ακαδημία, όπου και «δημοσιοποιούνταν» και φυλάσσονταν τα κείμενά του.
                Όποτε προσπάθησε όμως να συγκεκριμενοποιήση αυτή τη γενικότητα κανείς, παρουσιάστηκαν εντελώς διαφορετικές αναμεταξύ τους φανταστικές εικόνες. Όποιος εμπνέονταν απ’ το «Συμπόσιο», έβλεπε σαν μια εορταστική κοινότητα, κυριαρχημένη απ’ τη θεϊκή ‘μανία’ την Ακαδημία, όπου τραγουδούσαν ύμνους (Hymnen) στον Έρωτα (Eros) ή ερμήνευαν την ερωτική ουσία. Έτσι πίστεψαν μάλιστα πως την ανανεώνουν οι Φλωρεντινοί. Ατενίζοντας ωστόσο (κάποιο άλλοι…) σταθερά στον «Φαίδωνα», καθίσταται μια λυτρωτική ‘αίρεση’ η Ακαδημία, συγκεντρωμένη γύρω απ’ την εικόνα τού δίκαιου Κριτή. Κινδυνεύουν να τη μπερδέψουν με ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο οι Γερμανοί καθηγητές, και βλέπει άθελά του όποιος ανήκει σε μια διδακτική κοινότητα, την οργανωμένη επιστήμη τών σημερινών Ακαδημιών εκεί. Εντελώς διαφορετική είναι πάλι η εικόνα της στη σημαντικότερη προσπάθεια των τελευταίων χρόνων, να αποσαφηνισθή η ουσία της, τόσο ‘καλά’ ώστε να φανερωθή σαν μια σχολή μαθηματικών, μ’ έναν Πλάτωνα να γράφη φιλοσοφικούς διαλόγους, εκεί ή παραδίπλα. Ένα γίνεται βέβαια μ’ αυτές τις αντικρουόμενες εικόνες σίγουρο: ότι δεν μπορούμε να ‘συλλάβουμε’ ποτέ το όλον, απολυτοποιώντας ένα επιμέρους περιεχόμενο· αλλά κι ένα δεύτερο: ότι πρέπει να διακρίνουμε πιο καθαρά απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει, ανάμεσα στην Ακαδημία ως θεσμό και την Ακαδημία ως πνευματικό χώρο, κι ότι έχει πολύ μικρότερη σημασία το πρώτο απ’ ό,τι το δεύτερο, κι ότι μπορούμε να γνωρίσουμε ευτυχώς περισσότερα γι’ αυτό το δεύτερο απ’ ό,τι για το πρώτο.
           Πρέπει να λάβουμε κατ’ αρχάς μόνον αυτό υπ’ όψιν μας για την Ακαδημία τού Πλάτωνα, το οποίο και προκύπτει ως κοινό σε όλους τούς Διαλόγους: τον ανεξάντλητο προσανατολισμό, έλεγχο και έρευνα προς τη γνώση, και μάλιστα προς την «πραγματική γνώση». Και κατόπιν κάτι, το οποίο και προσδίδει όπως ένας αόρατος μαγνήτης σε όλους τούς διαλόγους τη συγκεκριμένη τροπή τους: Το ότι σκοπεύουν δηλ. όλοι και περιστρέφονται γύρω απ’ την Ιδέα (Idee). Μπορεί να αμφιβάλη ίσως κανείς για το «αν βρίσκονταν ήδη τόσο μακριά» στους πρώιμους διαλόγους ο Πλάτων. Μας ‘προαναφέρει’ ωστόσο από κει και πέρα ολοένα και σαφέστερα σε κείνο το κέντρο, γύρω απ’ το οποίο και περιστρέφονται, λιγότερο ή περισσότερο, τα έργα τής ωριμότητας. Γιατί αν αποτελή, ‘μυστικά’ ή σαφέστερα, το σημείο βαρύτητας όλων τών πλατωνικών έργων η Ιδέα, συνιστά ωστόσο το κέντρο, με κάθε έννοια, της πλατωνικής πολιτείας. Δεν μπορούν άρα να διαχωριστούν εδώ η Ιδέα και η Πόλη, αλλά περιβάλλεται, όπως από το προστατευτικό κέλυφος ο πυρήνας και ο σπόρος, η Ιδέα απ’ την Πόλη. Θεωρείται έτσι επαρκώς γενικά η βασική διάρθρωση του γραπτού έργου, ώστε να μπορή να μεταφερθή και στην Ακαδημία. Γιατί εκινείτο και η Ακαδημία διαλογικά ως κοινότητα. Περιστρεφόταν κι αυτή γύρω απ’ το Είδος (Eidos). Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, ήταν αυτό που έδινε το τελικό νόημα σε ό,τι λεγόταν εκεί. Και στρέφονταν τελικά, με κάποιον τρόπο που θα γίνη αργότερα σαφής, προς την Πόλη η Ακαδημία, παρ’ όλο ή ακριβώς επειδή  εγκατέλειπε την αθηναϊκή πολιτική (σκηνή…) τής εποχής της. Δεν μπορούσαν δε να είναι διαφορετικά όλ’ αυτά, αν θυμηθούμε ότι ανακάλυψε το βασίλειο των Ιδεών αναζητώντας την αληθινή Πολιτεία ο Πλάτων, κι ότι ίδρυσε την Ακαδημία, όταν πίστεψε πως έπρεπε να παραιτηθή απ’ το ‘έργο’ στην Πολιτεία τού καιρού του.
           Πρέπει να μεταφέρουμε κι απ’ το «Συμπόσιο» και τον «Φαίδωνα», λιγότερο τη «διάθεση» - και βλέπει αυτήν ακριβώς τη «διάθεση» εύκολα σε οξεία αντίθεση ο σύγχρονος αναγνώστης – και περισσότερο τη ‘βασική κίνηση’ (τη διαλογική ‘περιστροφή’ περί το Είδος…) στην Ακαδημία. ‘Γιορτάζει’ την ανάμνηση του θνήσκοντος Σωκράτη ο «Φαίδων». Κι αυτό πρέπει να ‘γιόρταζε’ και η Ακαδημία. Ο οποίος «Φαίδων» διδάσκει όμως με κείνην την εικόνα, το ότι είναι ένα μάθημα θανάτου η ζωή. Και δεν σημαίνει να αναζητά κανείς λυτρωτικά τον θάνατο αυτό, αλλά να ζη κανείς με την παρουσία μάλλον τής Ιδέας, και έτσι ώστε να ‘νομοθετή’ η γνώση για τον θάνατο την ζωή, ώστε να μη σημαίνη τίποτα γι’ αυτήν την ζωή ο σωματικός θάνατος, που δίνει μάλιστα ένα τέλος σ’ αυτήν (εδώ…) την ζωή. Μιλά για τον έρωτα και τη γιορτή το «Συμπόσιο». Κι όπως δεν θεωρούνταν τίποτα πιο σοβαρό απ’ το παιχνίδι τής γιορτής στην πόλη τής Αθήνας, έτσι ανήκε στην πληρότητα της ζωής και η γιορτή στην Ακαδημία. Αναφέρονταν δε στον «Πλάτωνα και τον Σπεύσιππο» και για τα δικά της συμπόσια η σχολή τού Αριστοτέλη. Σημαντικότερη είναι όμως η εσωτερική κίνηση, εκείνη η «άνοδος» απ’ την αισθητή προς την αιώνια ωραιότητα, η άνοδος προς την Ιδέα. Κι ακόμα και την αντίθετη ένταση μεταξύ φυγής και κατάφασης προς την ζωή που συναντάμε στα δυό κείμενα (το «Συμπόσιο» και τον «Φαίδωνα»…), πρέπει να την ‘εντάξουμε’ με τις σκέψεις μας εντελώς μέσα στην Ακαδημία. Γιατί όσο κι αν αποτελή σίγουρα τον τόπο τής ψυχής το «επέκεινα» και την κατάλληλη γι’ αυτήν κίνηση η «άνοδος», τόσο μαρτυρά, όπως διδάσκει ο «Τίμαιος», για την αγαθότητα του Δημιουργού με την τάξη του, ‘πλήρης’ απ’ τις απεικονίσεις τών καθαρών υπάρξεων, αυτός ο κόσμος. Τότε όμως εκπληρώνει μόνον η περιστροφή, άνοδος και κάθοδος σε αιώνια αλυσίδα, τη σύνολη πραγματικότητα. Και λέγεται έτσι στην «Πολιτεία», ότι όποιος έχει αφήσει πια πίσω του την υψηλότερη βαθμίδα τής διδασκαλίας, πρέπει να εξαναγκαστή να επιστρέψη σ’ αυτόν τον κόσμο και να επενεργήση σ’ αυτόν (539 Ε). Η ισχυρή δε έμφαση που υπάρχει στον «εξαναγκασμό» μπορεί να μας δείξη, πόσο ‘βαρειά’, πόσο δύσκολη, αλλά και πόσο απαραίτητη ήταν (αυτή…) η ‘εξίσωση’. Και ‘δικαιώνουμε’ μόνον τότε την πληρότητα της ζωής, όπως την αντιλαμβανόταν η Ακαδημία, όταν σκεφθούμε (κι εμείς…) πως κυριαρχούσαν ισόβαρα σ’ αυτήν και οι δυό δυνάμεις τού πλατωνικού Κόσμου ( Kosmos), εκείνη που ‘έφευγε’ κι εκείνη που ‘στρεφόταν’ σ’ αυτόν.
             Θα μπορούσε να ρωτήση αναφορικά με τους Διαλόγους κανείς, αν περιστρεφόταν γύρω απ’ τον ζωντανό δάσκαλο ή γύρω απ’ την εικόνα τού σοφού Σωκράτη η Ακαδημία. Δεν θα χρειαζόταν να αποφασίσουμε ωστόσο για τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αν έχη φανερωθή το πώς είχε προσλάβει όλες τις ζωντανές δυνάμεις τού Σωκράτη στον εαυτό του ολόκληρον ο Πλάτων. «Επιτρέψτε μου να σας πω, πως δεν γνωρίζει κανένας σας τον Σωκράτη· θέλω ωστόσο να σας τον φανερώσω», λέει ο πλατωνικός Αλκιβιάδης (Συμπ. 216 C). Με τον ίδιον ωστόσο τρόπο έβλεπε και η Ακαδημία, μέσα απ’ τον Πλάτωνα τρόπον τινά τον Σωκράτη, που της τον ‘εξηγούσε’ (ο Πλάτων…) συνεχώς εκ νέου, και ο οποίος (Σωκράτης…) εξακολουθούσε να ζη ‘μπροστά’ της. Και το ότι επρόκειτο για μια κοινότητα από αγαπώντες διδάσκοντες και αγαπώντες διδασκόμενους, αυτό το μαρτυρούν παντού, απ’ τους πιο πρώιμους μέχρι και τον «Φαίδρο», όλοι οι πλατωνικοί διάλογοι. Γιατί όσο κι αν δίκαια ‘φυλάγεται’ απ’ το να συναγάγη λεπτομέρειες για την Ακαδημία απ’ αυτούς τούς διαλόγους κανείς, δεν νοείται ωστόσο χωρίς τη δύναμη του μεγάλου ‘Δαίμονα’ (Dӓmon) που τα κινεί όλα η Ακαδημία. Που ενσαρκώνει, ακόμα περισσότερο, σε μιαν ιστορική μοναδικότητα και παραδειγματικά τον ίδιον τον ‘Δαίμονα’ (το σωκρατικό ‘δαιμόνιο’, τη ‘συνείδηση’ του Σωκράτη…).
Ενώ μετέφερε τις μετατρεπτικές και διαμορφωτικές δυνάμεις, που είχε βιώσει ο ίδιος και είχε δη και σε άλλους κατά τη συναστροφή με τον Σωκράτη, στη δική του μορφή έκφρασης ο Πλάτων, δημιουργόταν (ωστόσο…) μια εικόνα τού αρχικού Σωκράτη, που έμοιαζε πολύ περισσότερο στα πυθαγόρεια ‘τάγματα’. Είχε δε έρθει σε επαφή με μια πυθαγόρεια κοινότητα στη Νότια Ιταλία ο Πλάτων. Ο οποίος και εγκωμιάζει ως «οδηγό τής αγωγής» (ηγεμών παιδείας) στην «Πολιτεία» (600 ΑΒ) τον Πυθαγόρα, αγαπημένον και θαυμαζόμενον ‘αρχηγό’ ενός πλήθους μαθητών και ιδρυτών αυτού, που ονομάζουν πυθαγόρειο τρόπο ζωής (Πυθαγόρειος τρόπος τού βίου) οι μεταγενέστεροι οπαδοί του. Συγκρίνοντας την πυθαγόρεια και την πλατωνική Σχολή, βλέπει κανείς τόσο εδώ όσο κι εκεί τον δάσκαλο στο μέσον, κι ολόγυρα τον κύκλο τών μαθητών που τον κοιτούν με τιμή, που φτάνει μέχρι και να τον ‘αποθεώσουν’ (Apotheose). Και είναι τόσο εδώ όσο κι εκεί μια πνευματική ενότητα, που περιέχει αδιαχώριστα θρησκεία και γνώση, ηθική και πολιτική, το αντικείμενο μιας κοινής ‘διδακτικής’ και ‘μανθάνουσας’ ζωής. Διακρίνονται δε εντελώς απ’ τη διδασκαλία τών σοφιστών αυτές οι δυό ‘συνάξεις’. Γιατί έχουν δημιουργηθή, και δεν κατασκευάστηκαν, και είναι πραγματικά ‘διαμορφωμένες’, χωρίς σκόπιμη ‘διοργάνωση’. ‘Χαρίζεται’ δε σ’ αυτές ελεύθερα απ’ τον δάσκαλο το πνεύμα , που το φθείρουν ως εμπόρευμα οι σοφιστές, ενώ συντηρείται με τις ελεύθερες συνεισφορές τών μελών η εξωτερική τους ‘υπόσταση’. Και είναι σταθερά θεμελιωμένες στον χώρο και με χρονική διάρκεια, αντί να ξεκινούν συνεχώς σε καινούργια σημεία όπως οι κύκλοι μαθημάτων τών περιοδευόντων διδασκάλων.   
Διακρίνεται ωστόσο ξανά απ’ αυτές που της μοιάζουν το πιο πολύ, με το πνεύμα τού Σωκράτη που είχε αποδεχθή πλήρως η πλατωνική κοινότητα. Eίχε ωραίον λόγο κατά τον Πλούταρχο ο Σωκράτης, στον οποίον λόγο δεν συναντάμε ωστόσο παρά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τού πλατωνικού Σωκράτη, που είχε «καταστήσει, χωρίς να μωρολογή και με απλότητα, στον μέγιστο βαθμό ανθρώπινη τη φιλοσοφία». Και για όποιον προερχόταν απ’ αυτόν, δεν αποτελούσαν τα μυστικά σύμβολα κι οι συνήθειες, αλλά κι η άσκηση (Askese) στην ενδυμασία και την τροφή, παρά ‘πνιγηρές’ δεσμεύσεις στην περιοχή τής δεισιδαιμονίας, χωρίς καμμιάν αναφορά στο πραγματικό όν. Μοιάζει να έχη τεθή ηθελημένα και να περιβάλλεται από απαγορεύσεις σιωπής το πυθαγόρειο μυστικό, ενώ δημιουργείται ‘αναπόφευκτα’ απ’ το ότι «δεν μπορεί να ειπωθή κατά κανέναν τρόπο όπως τα άλλα αντικείμενα της διδασκαλίας, αλλά γεννιέται όπως ένα φως που ανάβει από μια σπίθα φωτιάς, μέσα από μακριά συμβίωση και κοινή, πραγματική ενασχόληση στην ψυχή, τρεφόμενο το ίδιο από κεί και πέρα» η ύψιστη γνώση στο πλατωνικό (7η Επιστολή, 341 C). Kαι για να επισημάνουμε και την πιο βαθειά ίσως αντίθεση: απαντάται εκεί με τη φράση «Το είπε ο ίδιος» το κάθε ερώτημα, ενώ αποτελεί τη μεγάλη κληρονομιά τού Σωκράτη στην πλατωνική Σχολή, το ότι ‘γεννιέται’ στον διάλογο μεταξύ δασκάλου και μαθητή η φιλοσοφία, και ανεβαίνουν αναζητώντας από κοινού και οι δυό τη διαλεκτική οδό προς τις Ιδέες και το «επέκεινα».
Αυτό υπήρξε ο κανόνας. Στις λεπτομέρειες έπρεπε όμως ν’ αλλάξουν πολλά, και σχεδόν όλα, κατά τις τέσσερις δεκαετίες όπου διηύθυνε ο Πλάτων την Ακαδημία του. Οι νέοι, που συγκεντρώθηκαν κατ’ αρχάς γύρω απ’ τον αγαπημένο δάσκαλο, γίνονται άντρες. Κι όταν φεύγουν, όπως ο Ευφραίος για τη Μακεδονία, κι ο Κορίσκος κι ο Έραστος για την Άσσο, παίρνουν μαζί τους κι ένα ‘κομμάτι’ τής Ακαδημίας εκεί που πάνε, κι επιδρά μέσω αυτών στα ‘πέρατα’ ο Πλάτων. Ενώ άλλοι παραμένουν στο Άλσος τού Ακάδημου και γίνονται οι ίδιοι δάσκαλοι άλλων μαθητών, με παρόμοιον ίσως τρόπο όπως υπάρχει μια κλίμακα των «νεανίσκων», των «πρεσβυτέρων» και του «άρχοντα» στον Περίπατο (Peripatos). Έτσι είναι ο Ηρακλείδης π.χ. απ’ τον Πόντο   (( Σημ. τ. μετ.: Ω, αρχαιότατες ελληνικές πατρίδες… )) , ο γνωστός αστρονόμος (Astronom), πολιτικός και ‘πολύστροφος’ συγγραφέας, μαθητής εν μέρει τού Πλάτωνα, και μαθητής επίσης εν μέρει τού μαθητή τού Πλάτωνα Σπεύσιππου. Όταν παραμένη όμως ένας ευγενής άνδρας όπως ο Δίων στην Αθήνα και την Ακαδημία, όταν προσχωρούν σ’ αυτήν ένας αστρονόμος όπως ο Ελικών, και προσχωρούν επίσης μια ολόκλήρη σειρά μαθηματικών, κι ανάμεσά τους μαθητές τού Εύδοξου, και χαρακτηρίζεται ως σύντροφος του πλατωνικού κύκλου ο ίδιος ο Εύδοξος, τότε δεν έχει η αρχική σχέση δασκάλου και νεανιών απλή πλέον μορφή, αλλά έχει αντικατασταθή από ένα πολλαπλό σύστημα ανθρωπίνων και πνευματικών σχέσεων. Και μας δίνουν και γι’ αυτό ίσως μιαν εικόνα οι Διάλογοι: Όταν παρουσιάζη τη φυσική του φιλοσοφία ο Τίμαιος, και θέλη να μιλήση για πολιτική (Politik) ο Ερμοκράτης, και ξεκινά το αφήγημά του για την Πολιτεία ο Κριτίας, ή κι όταν αναλαμβάνη εκτεταμένες διαλεκτικές ασκήσεις με τους νεαρούς άνδρες που του παρουσιάζουν ο «ξένος απ’ την Ελέα», είναι βέβαια παρών ο Σωκράτης, χωρίς να παίρνη όμως παρά ‘συμπτωματικά’ μέρος. Είναι όμως πάντοτε εκεί, και παίρνουν όλα όσα λέγονται σε σχέση με τη «διδασκαλία» του «των Ιδεών» το τελικό τους νόημα. Παρόμοια θα σιωπούσε λοιπόν – όπως μπορούμε να σκεφθούμε – και ο Πλάτων, όταν διάβαζε για τη θεωρία του τού παράλογου ή για τις σφαίρες τών άστρων ο Εύδοξος. Προσδιορίζοντας ωστόσο, ακόμα και σιωπώντας, την έννοια που αποκτούσαν όλα αυτά, απλώς και μόνον επειδή δεν παρουσιάζονταν στο αστεροσκοπείο τής Κυζίκου, αλλά στην Ακαδημία τής Αθήνας.  

                 ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: