Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Το μέτρο στην κριτική του Καντ ιγ-ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Συνέχεια από:Πέμπτη, 14 Μαΐου 2015

  Το μέτρο στην κριτική του Καντ
Του Gerhard Krüger

ΙΙΙ. Η εφαρμογή του μέτρου( περί οντολογίας)


Η «Κριτική του καθαρού λόγου» ξεκινούσε από το «αυτό-επινοημένο» Είναι, λες και στην περίπτωση των αντικειμένων τής ανθρώπινης εμπειρίας πρόκειται μόνο περί «μιάς πλευράς» τού αντικειμενικού χαρακτήρα, ενώ η άλλη παραμένει «άγνωστη». Η υπερβατική αναγωγή, λόγω του χαρακτήρα της, δεν μπορούσε να προσπεράσει το γεγονός, πως η αυθόρμητη έννοια τού Είναι δεν εξαντλεί το είναι τής φύσεως, ούτε και το εμπειρικό Είναι. Με αυτό ως το είναι τών φαινομένων, επιδεικνύεται το καθ’εαυτώ είναι. Έτσι λέει στην κατάληξη της υπερβατικής αναγωγής: «για πολλούς νόμους, περισσότερους από αυτούς πάνω στους οποίους στηρίζεται η φύση ως νομοτέλεια των φαινομένων στον χώρο και τον χρόνο, δεν επαρκεί η καθαρή δυνατότητα της διάνοιας, ώστε με τις κατηγορίες να προσδώσει a priori νόμους στα φαινόμενα. Ιδιαίτεροι νόμοι, που αφορούν σε εμπειρικά καθορισμένα φαινόμενα, δεν μπορούν να αναχθούν πλήρως από τα φαινόμενα, έστω και αν όλοι τους κυριαρχούνται από τα φαινόμενα» (r.V.B165). Η «Κριτική της κριτικής δυνάμεως» συνεχίζει από αυτό το σημείο: «Είναι τόσες οι πολλαπλές οι μορφές της φύσης, όσες και οι παραλλαγές των γενικών υπερβατικών εννοιών τής φύσης, που μέσω εκείνων των νόμων, τούς οποίους δίδει a priori ο καθαρός λόγος, καθώς οι νόμοι αυτοί αναφέρονται στη δυνατότητα μιας φύσης (ως αντικείμενο των αισθήσεων). Οι νόμοι αυτοί αφήνονται απροσδιόριστοι, και βάσει της λογικής μας μπορεί να είναι τυχαίοι, αλλά αν θέλουν να ονομάζονται νόμοι (όπως το απαιτεί και η έννοια της φύσεως) πρέπει να θεωρηθούν πως προέρχονται αναγκαστικά από την αρχή τής ενότητας τού πολλαπλού» (V 248). Φαίνεται ίσως πώς στο σημείο αυτό δεν υπάρχει κάποιο άλλο οντολογικό πρόβλημα, καθώς το τυχαίο μεμονωμένο, ως το απλώς αντιληπτό, έχει από την αρχή αποκλεισθεί από την λογική και την προβληματική της. Δεν έχουμε όμως να κάνουμε μόνο με το μεμονωμένο εδώ και το γενικό εκεί, αλλά και με το «ιδιαίτερο», για εκείνο το γενικό δηλαδή που δεν μπορεί να χωριστεί από το μεμονωμένο. Για τον λόγο αυτό, αν και είναι θέμα της λογικής, δεν είναι δυνατόν να το στοχαστεί κανείς αυθόρμητα. Η μοντέρνα επιστήμη προσπαθεί βέβαια να απαλείψει το «ιδιαίτερο», κατανοώντας όλα τα μεμονωμένα «δεδομένα»-λαμβάνοντας υπόψιν της κάθε φορά «αρχικές συνθήκες»-άμεσα από την γενικότητα του λειτουργικού νόμου, ο οποίος σύμφωνα με τον Καντ, βάσει του Είναι του δεν είναι «δεδομένος» αλλά «τοποθετημένος». Ο Καντ όμως μένει πιστός στην παλαιότερη τελεολογική εμπειρία του κόσμου, η οποία κατά τον 18ο αιώνα θεωρείται ακόμα η πιο κοντινή, απέναντι στην οποία η «μηχανική» εμπειρία πρέπει να επικρατήσει. Πιο πηγαία από την μοντέρνα σκέψη που βασίζεται σε «νόμους», είναι για τον Καντ η αρχαία και η μεσαιωνική σκέψη που βασίζεται στην «κατάταξη σε γένη και είδη» (V 253). Για τον λόγο αυτό, για τον Καντ δεν είναι σημαντική μόνο η «συσχέτιση  μεταξύ των πραγμάτων βάσει του γένους τους, δηλαδή ως πράγματα της φύσεως», αλλά ασχολείται επίσης «εξειδικευμένα» με τα πράγματα ως «ιδιαίτερα όντα της φύσεως» (V 252). Η αυτόνομη λογική στοχάζεται για παράδειγμα την «φύση καθ’ όλου» και την καθιστά «αισθητή» βάσει του «σχήματος» της διαδοχής. «Τώρα όμως, τα αντικείμενα τής εμπειρικής γνώσης,  εκτός εκείνης της τυπικής συνθήκης που επιβάλλει ο χρόνος, είναι κατά κάποιο τρόπο καθορισμένα, ή κατά την a priori δυνατότητα, είναι δυνατόν να καθορισθούν. Με τον τρόπο αυτό οι εξειδικευμένες-διαφορετικές φύσεις, εκτός από αυτά που έχουν από την φύση τους κοινά, μπορούν να είναι με άπειρους τρόπους αιτίες. Κάθε ένα από αυτά τα είδη (βάσει της έννοιας της αιτίας) πρέπει να έχει τον κανόνα του, που είναι νόμος, και φέρει την αναγκαιότητα μαζί του...» (V 252). Το τι εννοεί ο Καντ όταν μιλά περί «εξειδικευμένων-διαφορετικών φύσεων», το μαθαίνουμε στην αρχή της εισαγωγής (V 240), όπου γίνεται λόγος για το ότι, η βούληση, ως ικανότητα επιθυμίας, είναι «μια από τις φυσικές αιτίες μέσα στον κόσμο», «εκείνη δηλαδή η αιτία η οποία δρα βάσει των εννοιών», ενώ κατά την φυσική επίδραση, «η αιτία δεν ορίζεται από τις έννοιες που οδηγούν στην αιτιότητα (αλλά, όπως στην νεκρή ύλη μέσω μηχανισμών, και στα ζώα μέσω ενστίκτων). Κάθε είδος πράγματος έχει τον δικό του τρόπο με τον οποίο δρα και έχει ένα ιδιαίτερο «χαρακτήρα» (r.V.A 539). Με αυτή την αντίληψη των «εξειδικευμένων φύσεων», των ιδιαίτερων όντων, συνδέεται η αντίληψη του διαφορετικού ύψους του Είναι, η οποία καθορίζει την δομή της «ανθρώπινης φύσης» στην ανθρωπολογία του Καντ. Στην συνάφεια αυτή, ο μηχανισμός κατεβαίνει στο επίπεδο ενός «ιδιαίτερου νόμου», που είναι και «το κατώτερο» επίπεδο του Είναι. Στο σημείο αυτό γίνεται σαφές πως η αντίληψη τού Είναι της πραγματικής εμπειρίας δεν μπορεί να είναι αυτόνομη. Οι «ιδιαίτεροι νόμοι» είναι τυχαίοι, όχι μόνο κατά την υλική, εμπειρική εκπλήρωσή τους, αλλά και στην μορφή τους ως νόμοι (V 252). Η φύση ως νομοτελειακή με την έννοια αυτή έχει μια «τυπική σκοπιμότητα» (V 250), καθώς η «σκοπιμότητα είναι μια νομοτελιακότητα του τυχαίου» (πρώτη εισαγωγή, V198). Η «ιδιαίτερη» νομοτελιακότητα της φύσεως την οποία ο Καντ ονομάζει «νόμο της εξειδίκευσης της φύσεως» (V 254), δεν προκύπτει από την ανθρώπινη διάνοια, αλλά έγκειται στην δεδομένη κοσμική συνάφεια. Η κριτική δύναμη «δεν είναι σε θέση να λάβει από αλλού» τον υπερβατικό της νόμο-δηλαδή από την διάνοια-«ούτε να τον επιβάλλει στην φύση, γιατί ο στοχασμός περί των νόμων τής φύσης προσανατολίζεται προς την φύση. Η φύση όμως δεν προσανατολίζεται προς τις συνθήκες, στις οποίες εμείς ψάχνουμε να βρούμε την εντελώς τυχαία περί αυτής έννοια» (V 248f). Η υπερβατική κριτική δύναμη, η οποία βρίσκει στην διάνοια τούς γενικούς νόμους τού Είναι που αφορούν στην φύση, χρειάζεται απλώς να αναφέρει τις συνθήκες χρήσης (σήματα), ώστε να αναπαραστήσει «εμπειρικά» τους νόμους. Η υπερβατική κριτική δύναμη είναι «καθορίζουσα». Η κριτική δύναμη, η οποία έχει τον νόμο της εξειδίκευσης ως υπερβατική αρχή, πρέπει να «βρει» πρώτα το γενικό. Είναι «στοχαζόμενη». Η οντολογία λοιπόν, δεν μπορεί να αποφύγει, να αποδίδει την συστηματική τάξη των δεδομένων όντων σε μια διάνοια (αυτό είναι από μόνο του πρόβλημα), αλλά η διάνοια αυτή είναι η θεϊκή, όχι η δική μας. Στους ιδιαίτερους νόμους πρέπει να «προσέξουμε αυτή την ενότητα, σαν νά τους έδωσε μια διάνοια (αν και όχι η δική μας) με σκοπό να καταστήσει την ικανότητα μας προς γνώση, την δυνατότητα ενός συστήματος της εμπειρίας με ιδιαίτερους νόμους της φύσεως» (V 249). Έτσι λοιπόν, η δυνατότητα τής συγκεκριμένης εμπειρίας βασίζεται στην «αυτονομία» του Θεού. Η φαινομενικότητα είναι για μάς η «σκόπιμη», για μας διαθέσιμη «πλευρά» των θεολογικών νοουμένων του κόσμου.
Στην πραγματικότητα,  αυτή η επίγνωση του Είναι  σημαίνει μια αποδοχή της από τον Θεό τού δεδομένου Είναι. Ο Καντ όμως, και στην  «Κριτική της κριτικής δυνάμεως», παραμένει πιστός στην μοντέρνα έννοια περί γνώσεως, με όλες τις φιλοσοφικές της συνέπειες. Δια της αρχής τού συγκεκριμένου είναι της φύσεως, «ούτε επιβάλλει κανείς στην φύση κάποιο νόμο, ούτε μαθαίνει από αυτή κάποιο νόμο, δια της παρατήρησης» (V 255): αυτή είναι η γνωστή εναλλακτική μεταξύ τής αυθορμησίας τής λογικής και της δεκτικότητας τής αισθητηριακής θεώρησης. Οι «ιδιαίτεροι νόμοι» δεν έχουν εδώ καμιά θέση. Το Είναι τους απαιτεί την έννοια της δεκτικής διάνοιας, της σκέψης ως μοναδικής θεώρησης. Για τον Καντ όμως, η έννοια αυτή αποκλείεται, καθώς ο μοντέρνος του μεθοδολογικός στοχασμός αναγνωρίζει μόνο μια συνθήκη του ατόμου και αντίστοιχα της ύπαρξης. Μια a priori αρχή μπορεί να τοποθετηθεί μόνο στο πεδίο της αυθορμητικότητας. Για τον λόγο αυτό λέει, πως και η κριτική δύναμη επιβάλλει ένα νόμο, όχι στην φύση αλλά στον εαυτό της (V 254). Έτσι δημιουργείται η εντύπωση, πως η υπερβατική αρχή τής κριτικής δυνάμεως είναι ακόμα πιο «υποκειμενική» από αυτήν της διάνοιας. Στην πραγματικότητα όμως, η αυτονομία τής διάνοιας σήμαινε αντίθετα την αναγνώριση τού καθ’εαυτώ είναι, και η «εαυτονομία» τής κριτικής δυνάμεως συγκεκριμενοποιεί την τάση αυτή. Η συμπερίληψη του πράγματος στην έννοια «εαυτονομία», προκαλεί και για τήν πρακτικά δεδομένη αρχή το πρόβλημα μιας «υπερβατικής αναγωγής». Αυτή η αναγωγή προκύπτει από τήν ήδη παρουσιασμένη σημασία τής αρχής τής σκοπιμότητας για την δυνατότητα τής εμπειρίας: «γιατί δε θα λάμβανε χώρα καμιά άλλη συνάφεια εμπειρικών διαπιστώσεων που θα οδηγούσε σε ένα όλο της εμπειρίας» (V 252). Αν όλα τα καθόριζε η δυνατότητα της εμπειρίας, τότε η αρχή τής «σκοπιμότητας» τής μορφής τής φύσεως θα είχε την ίδια, και μάλιστα ακόμα πιο σαφή αντικειμενική ισχύ, από την «νομοτελιακότητά» της (V 267). Πέρα από αυτά, βασίζεται στην μοντέρνα έννοια της γνώσης και την οντολογία της (της έννοιας). Η αινιγματική έκφραση «εαυτονομία», που κυριαρχεί στην μεθοδολογία ολόκληρης της «Κριτικής της κριτικής δυνάμεως» εκφράζει την απορία τής κριτικής: την επίμονη αντίθεση μεταξύ του θέματός της και του γεγονότος πως θεωρεί την ύπαρξή της αυτονόητη. Είναι όμως σαφές, πως το θέμα εκφράζεται καλύτερα στην «Κριτική της κριτικής δυνάμεως» παρά στην «Κριτική του καθαρού λόγου».
Η «επιστήμη» δεν είναι το πραγματικό αντικειμενικό μέτρο της κριτικής. Είναι μόνο το υπόδειγμα για την έννοια τής γνώσης. Με τον τρόπο αυτό, η «επιστήμη» αποκτά μια σημασία, η οποία είναι παντού ενεργός, αλλά δευτερεύουσα για την μεθοδολογική συνείδηση του Καντ. Η «δουλειά» τής κριτικής δε θα μπορούσε να ξεκινήσει χωρίς τον προσανατολισμό στο «νοητό υπόστρωμα» τής φύσεως, και ο καθαρός πρακτικός λόγος είναι τώρα που «της δίνει (στην εργασία της κριτικής), δια του πρακτικού νόμου, τον προορισμό της a priori» (V 265 f.). Η κριτική δύναμη  καθιστά το υπεραισθητό «καθοριζόμενο». Απέναντι στην μηχανιστική θεώρηση του κόσμου , από την οποία η κριτική λαμβάνει την αφορμή της, η κριτική δύναμη ανοίγει την θέα προς μιά θεολογικά θεμελιωμένη τελεολογία. Με την έννοιά της περί σκοπιμότητας, βρίσκεται στην μετάβαση μεταξύ της θεωρητικής προς την πρακτική σκέψη. Η πραγματική όμως ενότητα αυτών των τρόπων σκέψης, η οποία ανήκει στην αληθινή μεταφυσική γνώση, γίνεται εφαρμόσιμη μόνο μέσω τής «καθορίζουσας» σκέψης, η οποία πραγματοποιεί την δυνατότητα προς σκέψη, αναφερόμενη στον ηθικό νόμο. Μέσα σε αυτή την σκέψη η αναγκαστική τάξη του κόσμου βρίσκει  το αρμόζον τέλος της. Στην παρούσα μελέτη αρκεί απλώς να υποδείξουμε αυτή την συσχέτιση μεταξύ τελεολογίας και ηθικής, την οποία διδάσκει σαφώς η «Κριτική της κριτικής δυνάμεως». Αν η έννοια περί της δυνατότητας τής εμπειρίας, έχει πράγματι τελεολογικό υπόβαθρο, τότε αυτό σημαίνει πως «η υπερβατική διδασκαλία περί στοιχείων» τής «Κριτικής του καθαρού λόγου» έχει την ηθική για κανόνα της.
Στο σημείο αυτό δίνεται στον ερμηνευτή ακόμα μια δυνατότητα να κατανοήσει την μεθοδολογική προσκόλληση του Καντ: ο προσανατολισμός στην προς κριτική τιθέμενη βέβαιη γνώση τού Διαφωτισμού, είναι μια απόκλιση από το μέτρο της ηθικής. Είναι λοιπόν μια αθέλητη αναγνώριση τού δεδομένου που ο Καντ τίμησε ποικιλοτρόπως, πως η λογική αντιστρατεύεται τον κανόνα της. Όταν ο Καντ λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης την «νατουραλιστική» πτυχή τού κόσμου, όταν επιτρέπει στην τελεολογική γνώση περί κόσμου να εκφραστεί μόνο δια του πρακτικού λόγου, αυτό δηλώνει πως για τον Καντ η ανθρώπινη λογική δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Το μεθοδολογικό πρωτείο τής «μη πίστεως του ελεύθερου πνεύματος» επιβάλλεται, επειδή ο Καντ θεωρεί τον ηθικό κανόνα της κριτικής, όπου ασχολείται θεματικά μαζί του, ως μια προσταγή, η οποία πρέπει να αναγκάσει τον άνθρωπο στην σωστή χρήση της λογικής. Η «γνώση» του Διαφωτισμού είναι σε θέση να πει τόσα πολλά, επειδή για την πραγματική γνώση τού κόσμου πρέπει να δημιουργηθεί πρώτα «τόπος». Και έτσι έρχονται τα πράγματα, και η αληθινή γνώση τολμά να κατανοήσει τον εαυτό της μόνο ως «πίστη». Με τον τρόπο αυτό, η «στοχαζόμενη κριτική δύναμη» η οποία εκτελεί την κριτική  μέσα στην «Κριτική του καθαρού λόγου», χρειάζεται και η ίδια κριτική: η «Κριτική της κριτικής δυνάμεως» είναι κριτική της κριτικής. Αλλά και αυτή-κυρίως αυτή-προσανατολίζεται στο μέτρο του ηθικού νόμου.
Η παρουσίαση του αληθινού μέτρου της κριτικής είναι καταρχάς μια προσπάθεια να βρεθεί ένας δρόμος προς τον ιστορικό Καντ. Ένας άλλος σκοπός θα ήταν να έρθουμε σε μια αντικειμενική συζήτηση με αυτή την φιλοσοφία η οποία κατάντησε για μας ξένη. Όλοι βρισκόμαστε κάτω από την επιρροή της φιλοσοφίας του Καντ. Η σχέση μας προς τα ανεξίτηλα μεταφυσικά ερωτήματα, που αφορούν εμάς, τον κόσμο και τον Θεό, καθορίζεται από το κριτικό ερώτημα περί της δυνατότητας αυτής της μεταφυσικής. Όταν όμως έρχεται στην συνείδησή μας επίμονα, πως η μεταφυσική είναι η αναγκαία «ρίζα της φύσεως μας», τότε θα πρέπει να μάθουμε να καταλαβαίνουμε την κριτική ερώτηση στην πρωταρχική, καντιανή μορφή της. Η σημερινή υπαρξιακή φιλοσοφία θεωρεί πάλι το μεταφυσικό ερώτημα ως θέμα του «υπαρκτού», και όχι απλώς του «γνωρίζοντος» ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό  η σημερινή φιλοσοφία μπορεί να πλησιάσει στην πρωταρχική προβληματική του Καντ περί της σχέσης μεταξύ «γνώσης» και «πίστης», θετικά και αρνητικά, όσο και η φιλοσοφία του Jaspers. Αν ταυτόχρονα όμως πρέπει να μάθουμε πως ο κόσμος, μέσα στον οποίο «υπάρχουμε», δεν είναι μόνο έτσι όπως εμείς επινοούμε το Είναι του, όταν δρώντας μέσα στον κόσμο πρέπει να προσαρμοστούμε, τότε θα γίνει για μας πάλι σημαντικό, μαζί με το αρχικό πρόβλημα  του Καντ, και το μέτρο της κριτικής του. 

                                         ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: