Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (23)

Συνέχεια από Δευτέρα, 12  Οκτωβρίου 2015
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )

                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ  VIII   /   ΔΙΑΛΟΓΟΣ    ( συνέχεια )


Ο Ξενοφών ‘αφήνει’ να είναι στο δικό του «Συμπόσιο» απ’ την αρχή παρών και να συμμετέχη σε κάθε στιγμή τού διαλόγου ο Σωκράτης. Παραιτούμενος όμως έτσι από όλα εκείνα που προσδίδουν μιαν τόσο ισχυρή, διπλήν ένταση στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα: το ότι εμφανίζεται κατ’ αρχάς, αφού έχουν ήδη όλοι καθίσει εδώ και ώρα στο τραπέζι, και εκφωνεί το εγκώμιό του αφού έχουν ήδη όλοι μιλήσει, ο Σωκράτης. Υποχρεωνόμαστε λοιπόν δυό φορές, και με μια σοβαρότητα που μεγαλώνει, να τον περιμένουμε, και να τα αναφέρουμε όλα σ’ αυτόν. Τι να σημαίνη όμως, το ότι εμποδίζεται  από έναν λόξυγγα να μιλήση στη σειρά του ο Αριστοφάνης, το ότι τον αντικαθιστά ο διπλανός του στο τραπέζι, ο γιατρός Ερυξίμαχος, και το ότι παίρνει μετά απ’ αυτόν τον λόγο ο Αριστοφάνης; Γιατί δεν τους έδωσε δηλ. απ’ την αρχή τη θέση στο τραπέζι, ανάλογα με τη σειρά που είχε σκεφτή να τους δώση τον λόγο ο Πλάτων; Και τι θέλει άραγες να μας πη  ‘διασταυρώνοντάς’ τους’; Το έκανε για να αφήση να ξεκουραστή, μ’ ένα άσκοπο χαριτωμένο παιχνίδι, η φαντασία μας ανάμεσα στους λόγους, αναδεικνύοντας παράλληλα και τους ανθρώπους, τον κωμικό σε μια γελοία κατάσταση, και τον γιατρό στην ανάλαφρη σχολαστικότητα του ειδήμονα;  Ή για να διακόψη μια φορά τη μονοτονία τής δεξιόστροφης σειράς με μιαν αντίθετη κίνηση; Ισχύουν πράγματι όλα αυτά, και πιθανώς και κάποια ακόμη. Πηγαίνει όμως και παραπέρα η τελευταία ερώτηση: σε τί σκοπεύει άραγες η δεξιόστροφη σειρά, παρά να φτάση και στον Σωκράτη; Γιατί γνωρίζουμε, πως αυτός θα μιλήση στο τέλος, - αν έχουν αφήσει βέβαια οι άλλοι κάτι και σ’αυτόν να πη! Παραπέμπει έτσι στην ίδια την τάξη, την τάξη προς τον Σωκράτη, η διακοπή τής τάξης! Κάτι που με τόσα μακρά εγκώμια σχεδόν το ξεχάσαμε, προς τα πού κατευθύνονται δηλ. όλα αυτά, και που γίνεται τώρα ξανά ορατό, συνειδητοποιώντας με την αντίθετη κίνηση την (πραγματική…) κίνηση, και με την κίνηση τον σκοπό, και τον Σωκράτη έτσι ως ύψιστο κριτή, όπου και αναμετρώνται όλα όσα λένε και όσα είναι οι άλλοι.
Πρέπει να ερευνηθή έτσι, για να κατανοηθούν οι διάλογοι, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει η πνευματική σημασία τού σχηματισμένου χώρου και των σωματικών κινήσεων εντός του. Όχι σαν να πρόκειται για αλληγορίες (Allegorien) με την έννοια των νεοπλατωνικών, - που ανάμεσά τους λέει ωστόσο αξιολογώτατα πράγματα για τη γνήσια φιλοσοφική, και όχι απλώς και μόνο καλλιτεχνική και ιστορική όψη τών πλατωνικών διαλόγων ο Πρόκλος. Πρέπει να αντιληφθούμε δηλ. με το υπαρξιακό του περιεχόμενο αυτό το οποίο και ‘εγκαταλείπει’ σήμερα ευχάριστα στον φιλόλογο και τον ιστορικό ο φιλοσοφικός ερμηνευτής τού Πλάτωνα. Γιατί δεν ‘αντιπαρατίθενται’ τυχαία εκείνες οι ‘περιοχές’, καθώς δεν είναι μάλιστα φυσιοκρατική, αλλά κλασσική η τέχνη στα γραπτά τού Πλάτωνα. 


Παρόμοια ερωτήματα τίθενται και για τη σχέση τών διαλόγων αναμεταξύ τους. Γιατί μπορούσε ή και έπρεπε να αναφέρεται συχνά ο ένας διάλογος σε κάποιον προηγούμενο όσον αφορά στον ιστορικό Σωκράτη. Τον οποίον και βλέπουμε να παραπέμπη, καθόλου σπάνια, σε μια μελλοντική συνέχεια μιας συζήτησης που διακόπηκε στον Πλάτωνα. Ενώ διαβάζουμε και στον Ξενοφώντα, πώς χρειάζεται να ‘επενεργήση’ τρεις κατ’ αρχάς φορές στον νεαρό Ευθύδημο, για να τον θεραπεύση απ’ την έπαρσή του ο Σωκράτης (Απομν. IV 2). Υπάρχει όμως δίπλα σ’ αυτό και το πλήθος τών συναντήσεων με τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους, που είναι εντελώς συμπτωματικές (στον Ξενοφώντα…). Στο έργο τού μεγάλου καλλιτέχνη κυριαρχεί αντίθετα η αναγκαιότητα. Και θεωρήθηκε κάποτε ελάττωμα, το ότι δεν ‘συγχρωτίζει’ με χειροτέχνες τον δάσκαλό του ο Πλάτων, όπως το έπραξε οπωσδήποτε στους χαμένους για μας διαλόγους του ο Φαίδων απ’ την Ηλεία. Ενώ θα ήταν πιο σωστό να αναγνωρίσουμε, ότι διαλέγει μόνον τέτοιους συνομιλητές και καταστάσεις, που να μπορούν να καρποφορήσουν ο Πλάτων. Συνιστούν δε τα επαγγέλματα του γεωργού, του τσαγκάρη, του ξυλουργού, του αυλητή και όλα τα άλλα τα χειροτεχνικά επαγγέλματα το πιο χαρακτηριστικό σ’ αυτόν παράδειγμα για κείνον, που έχει διδαχθή αυτό που εξασκή, και μπορεί πράγματι να επιτελέση αυτό που λέει και το επάγγελμά του. Δεν ανοιγόταν όμως κανένας πνευματικός κόσμος πίσω απ’ τον καθ’ εαυτόν χειροτέχνη για να τον προφυλάξη, και καμμιά ‘ανθοφόρα’ δύναμη για να τον διαπαιδαγωγήση.  Και για να συμπληρωθή από πλευράς πραγματικότητας και εμπειρίας η εικόνα, δεν θα μπορούσε να ‘συμβή’ τίποτα σε κείνον, που θα  επιθυμούσε (ωστόσο…) να φθάση στο βάθος τής πραγματικότητας. Υπήρχε λοιπόν η επιλογή απ’ τη μια μεριά στην κατεύθυνση της πλατωνικής δημιουργίας (ποίησης ή πράξης…), και η ολοκλήρωση απ’ την άλλη αυτού που είχε επιλεχθή. Αν δημιουργή τώρα (ιστορικός ενεστώς…) καθ’ όλην την μακράν ζωή του έναν συγκεκριμένον, εν πάση περιπτώσει, αριθμό έργων ο μεγάλος καλλιτέχνης, αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι εκπονεί κατ’ αρχάς ένα σχέδιο, το οποίο και απλώς εκτελεί κατόπιν, ούτε όμως ότι θα ήταν, ακόμα λιγότερο, ένας τυχαίος καρπός από διαθέσεις και αφορμές το κάθε ξεχωριστό έργο. Βλέπουμε δε να σχηματίζονται, ακόμα και με την πρώτη ματιά, ομάδες έργων στην πραγματικότητα, όπως είναι τα έργα τής πρώτης περιόδου με το απορητικό τους σχήμα και την ενιαία τους κατεύθυνση προς έναν προαισθανόμενον σκοπό,  η «Πολιτεία», ο «Τίμαιος» κι ο «Κριτίας» απ’ τη μια πλευρά, ο «Θεαίτητος», ο «Σοφιστής» κι ο «Πολιτικός», με τους κοινούς συνομιλητές και την ενιαία ‘πλοκή’ απ’ την άλλη. Ενώ αντιλαμβανόμαστε εύκολα και σαφείς παραπομπές, του «Φαίδωνα» στον «Μένωνα», και των «Νόμων» στην «Πολιτεία». Τα βλέπουμε δε αυτά με την πρώτη ήδη ματιά, ενώ πρέπει να είμαστε και σίγουροι, ότι υπάρχουν και πολλά που δεν θα τα δούμε αμέσως. Και μπορεί να πρόκειται για μιαν ‘ατελεύτητη’ εργασία, την οποίαν πρέπει όμως να επιχειρήσουμε, «να αντιληφθούμε δηλ. ως ένα αστρικό σύστημα, όπου δεν μπορεί να παραμεληθή και να αγνοηθή κανένα φως και καμμιά δύναμη, τα κείμενα του Πλάτωνα».
Μπορούμε να σταθούμε ωστόσο εδώ και να θυμηθούμε, πως υπάρχει – χωρίς καμμιά βέβαια ιστορική συνάρτηση με τον πλατωνικό Διάλογο (Dialog) – σ’ έναν εντελώς διαφορετικό πνευματικό κόσμο, στους Ινδούς δηλ., μια μεγάλη ‘λογοτεχνία’ φιλοσοφικών διαλόγων   (( Σημ. τ. μετ.: Μοιάζει να χάνη εδώ απ’ τον νου του τί είναι πράγματι η φιλοσοφία, ‘κατάκτηση’ των Ελλήνων για όλην την ανθρωπότητα, παρ’ όλο που την πραγματεύεται με τόση ‘τέχνη’ μέχρις εδώ, ο συγγραφέας μας… )) . Που αποτελούν κι αυτοί την ποιητική απεικόνιση μιας διαλεκτικά κινούμενης ζωής, και μπορούν, παρ’ όλην τη διαφορετικότητα αναμεταξύ τους και την αντίθεση προς την ελληνική μορφή, να συγκριθούν προς τους διαλόγους τών σωκρατικών, ως προς το ότι αντιπαρατίθενται (κι αυτοί!…)ως λογοτεχνικά έργα στον φυσικό διάλογο όπως η αρχιτεκτονική σ’ έναν φυσικά ‘αναπτυγμένο’ βράχο. Αυτό θα ήταν όμως και το τέλος κάθε σύγκρισης. Γιατί είναι εντελώς διαφορετική η πραγματικότητα που απεικονίζεται εδώ κι εκεί: Ο ένας που γνωρίζει και αγνοεί, ο αναζητητής, ο εξεταστής, ο παιδαγωγός στους Έλληνες. – Οι πολλοί σοφοί, που τους ρωτάει κανείς, που καταπολεμούνται μεταξύ τους, που μιλούν με δόγματα (Dogmen) απ’ το βάθος τής σοφίας τους στις Ουπανισάδες. Κι όταν ακόμα ‘ξεχωρίζη’ κάποιος ανάμεσά τους, όταν νικά στον αγώνα τών λόγων απέναντι σε όλους τους Βραχμάνους ο Yajnavalkja, έχει ωστόσο ένα διαφορετικό πνεύμα απ’ τον Σωκράτη. Έχει δε τόσο μικρή σημασία (εδώ…) το συγκεκριμένο πρόσωπο, ώστε να καθίσταται ίσως σε άλλες Ουπανισάδες ο ασκητής Aruni, ή ακόμα κι ο θεός Prajapati φορέας τής ίδιας σοφίας.
Μοιάζουν ωστόσο πλησιέστεροι στους σωκρατικούς διαλόγους εκείνοι οι διδακτικοί και εριστικοί διάλογοι που συναντάμε ανάμεσα στους «Λόγους τού Gotamo Buddha». Γιατί βλέπουμε να εντυπώνη πράγματι εκεί στους μοναχούς του ο ένας που ‘υπερέχει’, κι όταν δεν τους «ενθαρρύνη, παροτρύνη, παρακινή και τέρπη» με το κήρυγμά του, μ’ έναν διδακτικό διάλογο το δόγμα τού πόνου, της εξέλιξης και της διάλυσης του πόνου, και της ‘ατραπού’ (το ‘μονοπάτι’…), ή και να μεταστρέφη έναν οξύνου και εριστικό αντίπαλο σ’ αυτήν τη διδασκαλία. Και υπάρχουν πράγματι κάποιες ομοιότητες στην όλη ‘κατάσταση’ και τις μορφές τής συζήτησης με τους σωκρατικούς διαλόγους. Αποσιωπώντας ωστόσο εντελώς το ασύγκριτο των δύο κόσμων που απεικονίζονται εδώ κι εκεί – αποσιωπώντας ότι είναι στέρεα και ακλόνητα π.χ. διαμορφωμένη, μέχρι και τη διατύπωσή της, η διδασκαλία τού Gotamo, ότι αποδίδει ο ίδιος «κρίση, αυτο-εμβάθυνση και σοφία» στον εαυτό του, κι ότι απειλεί ένα πνεύμα με χέρια σαν αστραπές να ανατινάξη σε επτά κομμάτια το κεφάλι τού αντιπάλου του Saccako, που δεν θέλει πια να απαντήση - : πουθενά δεν υπάρχει όπως είπαμε ένας μοναδικός και μεγάλος διαμορφωτής ως διδάσκαλος και στους Ινδούς, και γι’ αυτό λείπει παντελώς τόσο στις πολλές συζητήσεις τού ‘υπερέχοντος’ όσο και στις πολλές (πράγματι…) Ουπανισάδες εκείνη η ανώτερη και οργανική ενότητα, που συναντάμε στο συνολικό γραπτό έργο τού Πλάτωνα. Δεν έχουμε όμως ούτε και μ’ αυτό πη το πιο σημαντικό, και είναι ακριβώς εδώ που θα μας βοηθήση να γίνουμε ακόμα πιο σαφείς η σύγκριση.

Στις Ινδίες δεν έχει τίποτα να διδάξη ο συντάκτης τού ‘διαλόγου’ ή του λόγου, που να μην επαναλαμβάνη ή να νομίζη πως επαναλαμβάνει τον διδάσκαλο.  Και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα ανάμεσα στον δικό του στοχασμό κι εκείνον που ‘παρουσιάζει’, που θα μπορούσαμε να το αντιληφθούμε ως μιαν ελάχιστη έστω ‘ένταση’ ή ‘διάσταση’. Ο πλατωνικός όμως κόσμος ‘αντιπαρατίθεται’ ως ένας άλλος κόσμος, με δικό του κέντρο και δικό του περίγυρο, στον σωκρατικό.
Διακρίνεται έτσι τελικά και προπάντων απ’ τον σωκρατικό ο πλατωνικός διάλογος, καθώς θέλει, εκτός απ’ το να καθρεφτίση τη σωκρατική ζωή, να παρουσιάση – για να το εκφράσουμε εντελώς προσωρινά – και την πλατωνική φιλοσοφία. Δυό ριζικά διαφορετικές, όπως φαίνεται, απόψεις, για τις οποίες και έντονα αναρωτιόμαστε, πώς συμβιβάζονται η μια με την άλλη. Έχει ειπωθή, πως ‘ζημιώνονται’ αναμεταξύ τους. Πως βρίσκεται ο ‘είρων’, ο ‘αγνοών’ που πάντοτε αναζητά και ερευνά (…), σε συνεχή ‘αγώνα’ με τον ‘δογματικό’ (Dogmatiker), που μιλά ή μάλλον θέλει να μιλά εκ μέρους τού Πλάτωνα, και που εμποδίζεται από μιαν αυτο-επιβαλλόμενη ανάγκη να εκφρασθή πλήρως. Θα είχε επιλέξει (όμως…) τότε μιαν τέτοια μορφή έκφρασης και θα είχε μείνει σταθερός σ’ αυτήν μέχρι τα βαθειά του γηρατειά ο Πλάτων, η οποία και θα τον έφερνε σε συνεχή σύγκρουση με τον εαυτό του; Και δεν θα είχε ποτέ απαλλαγή απ’ αυτό το βάρος, ή θα απαλλασσόταν για πρώτη φορά στους «Νόμους», όπου δεν μιλά άλλωστε πια ο Σωκράτης, χωρίς να απελευθερώνεται όμως γι’ αυτό το ‘τέλος’ τής ίδιας του της διδασκαλίας, αλλά να μένη μάλιστα ακόμα περισσότερο ‘κρυφό’ απ’ τον κόσμο; Δεν μπορεί όμως να ισχύη, ύστερα απ’ όλα όσα έχουμε πη, αυτή η άποψη, γιατί ζη στον Πλάτωνα και μιλά μέσα απ’ αυτόν ο Σωκράτης. Και είναι προτιμότερο ν’ αναζητήσουμε, μήπως συναντώνται αληθινά στο βάθος τους οι δυό αντιπαρατιθέμενες φαινομενικά ως προς την κατεύθυνσή τους απόψεις. 
Τί σημαίνει λοιπόν τελικά ο Διάλογος, ο σωκρατικός προπάντων Διάλογος στον Πλάτωνα; Εκφράσθηκε μερικές φορές η άποψη, και προϋποτέθηκε ακόμα πιο συχνά σιωπηλά, ότι άρχισε να γράφη κάποτε σωκρατικούς διαλόγους και παρέμεινε ( ! ) μετά σ’ αυτό ο Πλάτων, σαν να εξαρτιόταν απ’ τον χρόνο το να εγκαταλείψη αυτή τη μορφή και να διαλέξη τον τρόπο τών διδακτικών κειμένων, που είχαν από μακρού διαμορφώσει οι Ίωνες γιατροί, και τον οποίον χρησιμοποιεί κατόπιν και ο Αριστοτέλης. Αν είναι όμως σωστό αυτό, ας είμαστε και συνεπείς: καταδικάζεται μαζί κι η «Πολιτεία», το ύψιστο αυτό έργο τού Πλάτωνα. Τί τερατώδες πράγματι: ένας διάλογος που τον αφηγείται ‘με μιαν αναπνοή’ ο Σωκράτης, τον οποίον έπρεπε να τον χωρίσουν σε δέκα βιβλία κατόπιν οι μεταγενέστεροι, και τον οποίον δεν μπορεί ούτε να τον ακροασθή ‘με μιαν αναπνοή’ κανείς! Κι ένας διάλογος που περιέχει ή φαίνεται να περιέχη εκτός αυτού, όσα και μόνο λέει και διδάσκει ο Σωκράτης, περιορίζοντας σ’ ένα Ναι ή Όχι και σ’ ένα Πώς το εννοείς αυτό; τους συνομιλητές. Θα είχε λοιπόν ξεγελαστή στο ουσιώδες ένας απ’ τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες, και θα είχε αφήσει ‘κληρονομιά’ ένα τραγικό λάθος στους επόμενους; (…) Το ότι προσέκρουε στην κοινή πραγματικότητα, αυτό το γνώριζε σίγουρα καλύτερα απ’ όλους ο Πλάτων. Και θα αποδείκνυε επαρκώς, αν ήταν απαραίτητο, η αρχή τού «Θεαίτητου», ότι είχε σαφή αντίληψη, πέραν τών αρχών τής διαλογικής του ποίησης, και της θεωρίας (Theorie). Κι όπως ‘επιτρέπει’ να πη εκεί ο αφηγητής, πως διαλέγεται με καθαρά δραματική τεχνική, ώστε να μη γίνη φορτικός με τις ενδιάμεσες παρατηρήσεις τής αφήγησης, έτσι δεν θα ‘φοβόταν’ και καθόλου να παραλείψη εντελώς τούς ενδιάμεσους λόγους αυτών που συμμετέχουν στον διαλογο. Θα πρέπη να ήταν τόσο δυνατή όμως η εσωτερική αναγκαιότητα για τον Διάλογο, ώστε να νικήση όλες τις άλλες ‘σκέψεις’ και να ‘επιβάλη’ για  μιαν ολόκληρη ζωή τη μοναδική αυτή μορφή. Και είναι καλό να αποσαφηνίσουμε εδώ αυτήν την αναγκαιότητα.
Ζούσε τόσο αποκλειστικά και χωρίς να αμφιταλαντεύεται εσωτερικά τον προφορικό διάλογο ο Σωκράτης, ώστε δεν μπορεί ποτέ να σκέφτηκε να καταγράψη τη φιλοσοφία, ενώ είναι και εξαιρετικά αμφίβολο, αν σκέφτηκε ποτέ και για την αξία ή απαξία γενικά τής συγγραφής. Και το κάνει αυτό στον Πλάτωνα, ήδη στον «Πρωταγόρα» αλλά και στον «Φαίδρο», επειδή είναι ο Πλάτων που το κάνει. Γιατί αυτό που ήταν ένα απλό ‘στοιχείο ζωής’ στον Σωκράτη, συνεχίζεται ως αμφιβολία τής συγγραφής στον Πλάτωνα, πεποίθηση ενδοιασμού, ή και απαξίωσης κάθε συγγραφής, για την οποία και ‘αφήνει’ να μιλήση ο Σωκράτης σε κείνους τούς Διαλόγους, ενώ μιλά κι ο ίδιος στις Επιστολές του. Και ζούσε παρ’ όλ’ αυτά με τεράστια δύναμη η ορμή τού ‘διαμορφωτή’ καλλιτέχνη εντός του. Είχε βέβαια ‘κάψει’ τις τραγωδίες (που έγραφε νέος…), αλλά έπρεπε να δώση μορφή στην καινούργια ‘εμπειρία’, που δεν ονομαζόταν πια Οιδίπους ή Φιλοκτήτης, αλλά αποκλειστικά και μόνο Σωκράτης. Όσο για το αν πέτυχε τώρα, κι αν βρήκε το μέσον, να ανυψώση  τον ίδιον τον σωκρατικό διάλογο στο ύψος μιας καινούργιας, μεγάλης δραματικής τέχνης, μπορούμε να πούμε πως υπερνικήθηκε κατά το δυνατόν η αδυναμία τουλάχιστον ενός βιβλίου, να είναι ‘άκαμπτο’ και να μην ξεύρη να απαντήση, αντηχώντας μονότονα σαν ένα μεταλλικό κύμβαλο. Γιατί περνά απ’ τον γραπτό διάλογο η διαλογική κίνηση στον αναγνώστη. Στον οποίον και απευθύνεται η ερώτηση του Σωκράτη, και γίνεται δικό του επίσης το κάθε Ναι – ή και το Όχι – του Γλαύκωνα ή του Λύσι, και συνεχίζει να αντηχή στο τέλος η διαλογική κίνηση εντός του. Είναι (όντως…) η μοναδική μορφή βιβλίου, που μοιάζει να αναιρή το ίδιο το βιβλίο ο Διάλογος.
Περνά απ’ τον Σωκράτη και στον Πλάτωνα αυτή η επίγνωση, ότι δεν υπάρχει καμμιά δηλ. εύκολη και μεταβιβάσιμη γνώση, παρά μόνον ένα ‘φιλοσοφείν’, που το ‘ύψος’ του προσδιορίζεται κάθε φορά απ’ αυτό ή απ’ αυτόν που έχει απέναντί του. Φιλοσοφεί με τον καθέναν ‘εκ νέου’, και με τον καθέναν αλλιώς, κι αυτός είναι ο βασικός νόμος τής παιδαγωγίας τού Σωκράτη:  «Δεν λέει ποτέ αυτό που σκέφτεται ο ίδιος ένας παιδαγωγός: αλλά πάντοτε αυτό που αντιλαμβάνεται να ωφελή εκείνον, τον οποίον και παιδαγωγεί», λέει με το βλέμμα όχι τόσο στον εαυτό του αλλά στον ‘ιδανικό’ του Σωκράτη ο Νίτσε. Διαθέτει σοφία και διδασκαλία για να μεταδώση ο Πλάτων. Είναι όμως τόσο επιτακτικός ακόμα σ’ αυτόν ο βασικός εκείνος σωκρατικός νόμος, ώστε να σημαίνη «πλάνη» και γι’ αυτόν μια γνώση, που θα ίσχυε το ίδιο και με τον ίδιον πάντοτε τρόπο για όλους   (( Σημ. τ. μετ.: Βρισκόμαστε πράγματι στον ‘αντίποδα’ – 2.500 χρόνια πριν! – αυτού που, δαιμονικά, επιχειρείται σήμερα: να ισοπεδωθούν όλα και όλοι κάτω από μιαν παγκόσμια εξουσία… Και στον αντί-ποδα επίσης τών λόγων τού Χριστού: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…» και «ο έχων ώτα ακουέτω…» και «εν τω οίκω τού πατρός μου πολλαί μοναί εισιν…»… Ο πόλεμος είναι βαρύς!... )) . Φιλοσοφεί από μια μεταλασσόμενη πάντοτε κανείς σκοπιά, μ’ ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο άλλοτε εύρος τού ορίζοντα, και μ’ ένα διαφορετικό πάντοτε ύψος και κατεύθυνση της θεωρίας. Και δεν ‘καθησυχάζει’ τρόπον τινά,  αφ’ ότου μια φορά αποχτήθηκε, η ανθρώπινη γνώση. -  Όπως δημιουργούσε δε με την απλή του ύπαρξη τους εχθρούς ο Σωκράτης, έτσι τους προξενεί και το νέο ‘όραμα’ του Πλάτωνα, κι αν δεν είναι εκεί παρόντες, πρέπει να τους δημιουργήση αφ’ εαυτού ο ίδιος. Είναι Κόσμος (Kosmos) μέσα απ’ το Χάος (Chaos) η Φιλοσοφία. Απειλείται όμως αιώνια και πρέπει να προστατευθή απέναντι στις επικίνδυνες δυνάμεις κάθε τι το Υψηλό και Τακτικό. Ενώ πρέπει να παραμείνη και εντελώς μακριά απ’ τις ‘ευμένειες’ του αντιθέτου του το Αγαθό. Δεν μπορεί ωστόσο να αναγνωρισθή και να κατονομασθή το Φως χωρίς το Σκοτάδι. Και θα σκληρύνονταν, ακόμα περισσότερο, ή θα παρέλυε, αν δεν επιβεβαιώνονταν πάντοτε εκ νέου στον αγώνα κατά τής ‘εξέγερσης’ η ανθρώπινη τάξη. Υπάρχει λοιπόν κάτι που αναμφισβήτητα ισχύει, στο ανθρώπινο τουλάχιστον ‘επίπεδο’, στην πρόταση που τίθεται – και αντικρούεται κατόπιν στον διάλογο «Λύσις»: ότι επιδιώκεται «λόγω τής παρουσίας τού Κακού» το Αγαθό. Δεν μπορεί να δράση χωρίς τον Καλλικλή ο Σωκράτης    (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ μοιάζει να ‘πιστεύη’ σε δυό ‘θεούς’ ο συγγραφέας μας… Ή να το πάρουμε από μιαν άλλη πλευρά, φέρνοντας στον νου μας τη φράση απ’ το «Γεροντικό»: «Πάρε τούς πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος»… )) . Δεν πρόκειται άλλωστε μόνο για μια ‘νίκη’ («υπερνικάται» άλλωστε τελικά ο Καλλικλής;)· γιατί πιο σημαντικός κι απ’ τη νίκη είναι ο ίδιος ο αγώνας, που είναι κι εδώ πατέρας όλων τών πραγμάτων («Πατήρ πάντων πόλεμος»…). «Τίποτα δεν μας χαροποιεί παρά η μάχη, και καθόλου η νίκη», γράφει ο Πασκάλ· και «Δεν ζητάμε ποτέ τα πράγματα, αλλά την αναζήτηση των πραγμάτων». Έτσι πρέπει λοιπόν να μεταδώση, μέσα στη διαλεκτική ένταση ενός τέτοιου αγώνα τη γνώση του, που μόνον τότε είναι ζωντανή, κι ο Πλάτων. Ενώ συνιστά αυτή η πνευματική και στοχαστική μορφή τη δραματική, από μιαν άλλη πλευρά, κατάρτισή του. Γιατί είναι δραματικός καλλιτέχνης (Dramatiker) εκείνος που βιώνει άμεσα ως αγώνα αντίθετων, και διαμορφωτικών (μάλιστα…) δυνάμεων τον κόσμο. Αποτελεί έτσι για τον Πλάτωνα τη μοναδική μορφή τέχνης αυτός ο Διάλογος του Έρωτα και του Αγώνα, ο Διάλογος στον οποίον δεν έχουν ήδη από μακρού υπερνικηθή και διευθετηθή όλες οι αντιθέσεις, αλλά που απεικονίζει ο ίδιος και τον αγώνα και την υπερνίκηση. Κι όπως υπάρχει, υφίσταται και στον Tasso και στον Antonio ο Γκαίτε, έτσι ‘υφίσταται’, όχι μόνο στον Σωκράτη – και στους μαθητές τού Σωκράτη, τον Χαρμίδη, τον Θεάγη, τον Αλκιβιάδη -, αλλά σ’ έναν κάποιον βαθμό και μ’ έναν κάποιον τρόπο και στους ‘αντιπάλους’ τού Σωκράτη ο Πλάτων. Είναι βέβαια ‘ατελής’ για μας αυτή η σχέση, όταν αντιλαμβανόμαστε πως μπορούμε να αμυνθούμε και μόνο απέναντι σε μιαν ξένη ύπαρξη, σκέψη και ‘επίθεση’. Είναι σαν να καταπολεμάμε όμως τον εαυτό μας η ‘πολεμική’ (η διαμάχη, η έρις… - Polemik και δεν ισχύει εν τέλει αυτή η οξεία διατύπωση του Novalis για τον Πλάτωνα. Πρέπει να αμφιβάλλουμε (ωστόσο…) για το αν ‘αντικειμενοποιούσε’  όπως ο Πλάτων τούς αντιπάλους του ο ιστορικός Σωκράτης. Γιατί είναι και εντελώς διαφορετική η ‘φύση’ τού ίδιου του Πλάτωνα. Ο οποίος και ‘απολαμβάνει’ τούς ηχηρούς και εντυπωσιακούς  λόγους, γιατί δεν θα ‘ανέβαζε’ αλλιώς τον Αγάθωνα και τον Πρωταγόρα ‘στη σκηνή’. ‘Χαίρεται’ με όλες τις κατεργαριές και τους ‘δόλους’ τής λογομαχίας, όπως τις γελοιογραφεί μεν, αλλά και τις ‘ενσαρκώνει’ στους διαξιφισμούς τού «Ευθύδημου». Κι αν δεν υπήρχε κάτι απ’ τον Καλλικλή και το «δυνατό του πνεύμα» και σ’ αυτόν, δεν θα μπορούσε και να τον παραστήση με τέτοιαν επιβλητική δύναμη τόσο εύκολα, ώστε να υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι, και μάλιστα νέοι, που να τους γοητεύη περισσότερο αυτός που πολεμήθηκε και κατανικήθηκε απ’ τον Σωκράτη απ’ ό,τι ο ίδιος ο Σωκράτης. Δεν διέθετε και ο Πλάτων κάτι ως ταλέντο και κίνδυνο από κείνο το ‘πανευλύγιστο’ των σοφιστών του, ή κι από κείνη την υποκριτική «θεοσέβεια» του δικού του Ευθύφρονα;  «Υπάρχουν πολλά στοιχεία ενός αφιερωμένου ιερέα στον Πλάτωνα», έλεγε παρατηρώντας το ‘στυλ’ του ένας τόσο λεπτός κριτικός τής τέχνης όπως ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Και δεν είναι και ο αγώνας που διεξάγει απέναντι στους ποιητές κι απέναντι στον αρχηγέτη τους (Archeget) προπάντων Όμηρο στην «Πολιτεία», ένας αγώνας ενάντια στη δύναμη ομολογουμένως που τον είχε (κι αυτόν…) επηρεάσει (607 C), ένας αγώνας που η ορμή του προέρχεται σίγουρα απ’ τον γνήσια ελληνικό πόθο για εξουσία, αλλά κι απ’ τον αρχαίον εξίσου έρωτα και θαυμασμό;  Ένας αγώνας ενάντια άρα στον ίδιον του τον εαυτό; Είχε πολλά περισσότερα να υπερνικήση απ’ όσα υποψιαζόμαστε, ως μια εξαιρετικά προικισμένη φύση ο Πλάτων.’ Έφερε’ όμως και τον Σωκράτη εντός του, και συνέβησαν οι πιο σημαντικοί αγώνες κι οι νίκες που φανερώνει σ’ αυτόν τον ίδιον.
Ήταν (βλέπετε…) μια απ’ τις βασικές παροτρύνσεις τού σωκρατικού διαλόγου, να καταστρέφη στον μαθητή την πίστη ότι (και καλά…) γνωρίζει, να του ξυπνά την κατανόηση ότι δεν γνωρίζει, όχι για να πάψη βέβαια να σκέπτεται (Skepsis), αλλά για να τον ‘ξεσηκώση’ μάλλον προς μιαν αιώνια κοινή αναζήτηση για το Αληθινό. Επεκτάθηκε λοιπόν μέσα στον πλατωνικό κόσμο και αναπτύχθηκε εκεί αυτή η απλή ‘προσταγή’: πρέπει να ξεριζωθή πρώτα το λανθασμένο, να εξολοθρευθή αυτή η αντίθετη δύναμη, για να φανερωθή το Αληθινό και να μπορέση ν’αποκτήση θεμέλια το καινούργιο βασίλειο. Είναι δε σαφές με όσα έχουμε ήδη πη, ότι πρέπει να επιτευχθή μ’ ένα κοινό ‘έργο’ αυτό, κι ότι πρέπει να φανερωθή εντελώς διαλεκτικά αδυσώπητος αυτός ο αγώνας. Έχουν λοιπόν (τουλάχιστον φαινομενικά) αυτήν και μόνον την ‘αποστολή’, παρ’ όλο που προετοιμάζουν και για τα επόμενα, οι πρώιμοι πλατωνικοί διάλογοι. ‘Καταστρέφουν’ πρώτα και μετά οικοδομούν εκ νέου ο «Μεγάλος Αλκιβιάδης», ο «Γοργίας» και στη μεγαλύτερη απ’ όλους έκταση η «Πολιτεία». Δημιουργείται όμως και το καινούργιο ‘συν-φιλοσοφώντας’. Γιατί, καθώς γεννιέται μόνον «από μιαν μακρά, κοινή ζωή γύρω απ’ το αντικείμενο» η σπίθα που ανάβει και πρέπει να συντελεσθή «μέσα από όλες τις βαθμίδες τής γνώσης η καθοδήγηση» κατά την «Έβδομη Επιστολή», είναι και αναγκαίο να πραγματοποιηθή κι εδώ απ’ τον ίδιον ‘αυτοτελώς’ τον μαθητή και με μια συγκεκριμένη τάξη το κάθε βήμα. Στην περιοχή τής φιλοσοφικής ζωής συνιστά αυτή η κλίμακα της γνώσης τη «διαλεκτική οδό», και στην περιοχή τής φιλοσοφικής ποίησης απεικονίζεται στον Διάλογο.
Aγγίξαμε ωστόσο μιαν αντίθεση του σωκρατικού και του πλατωνικού ‘φιλοσοφείν’ (τρόπου φιλοσοφίας…) εδώ. Δεν ‘καταλήγει’ στην άγνοια όπως ο Σωκράτης ο Πλάτων. Ανακάλυψε έναν μεταφυσικό κόσμο, και θεώρησε ‘αποστολή’ του και ‘έργο’ του, να οδηγήση και τους άλλους να δούνε με τα δικά του μάτια. Πώς μπορεί να επαρκή λοιπόν, εν όψει αυτής τής αντίθεσης, και για να εκφράση το εντελώς καινούργιο η μορφή τού σωκρατικού διαλόγου; Και γιατί αποτελεί, ακόμα περισσότερο, τη μοναδική μορφή στην οποία μπορεί να εκφρασθή αυτό το εντελώς καινούργιο εκείνη η μορφή;
Δεν βρίσκεται μακριά η απάντηση. Ανακάλυψε δηλ. εκείνο το οποίο και «μόνον» αναζητούσε, και δίδασκε την αναζήτησή του ο Σωκράτης, ο Πλάτων. «Βρίσκεται στο ερώτημα η απάντηση, το αίσθημα ότι μπορείς να σκεφθής και να αντιληφθής κάτι πέρα απ’ αυτό το σημείο» (‘πάνω’ σ’ αυτό το σημείο…), λέει ο Γκαίτε. Καθώς αφιερώθηκε στη σωκρατική διαλεκτική ο Πλάτων, ‘απελευθερώθηκε’ στις αιώνιες μορφές η ματιά του. Και είδε μέσα από και στον ίδιον τον Σωκράτη το Δίκαιο καθ’ εαυτό. Του ‘παραδόθηκε’ λοιπόν στην καινούργια βαθμίδα όπου ‘ανήλθε’ και μόνον ακριβώς σ’ αυτήν, η ‘υποχρέωση’ να αναλάβη εντελώς τη σωκρατική διαλογική κι ο ίδιος, για να την οδηγήση ωστόσο πέρα κι απ’ τον ‘εαυτό’ της, όχι σ’ ένα σκεπτι(στι)κό (skeptisch), αρνητικό τέλος, αλλά στην απάντηση των τεθέντων ερωτημάτων, και στη γνώση, αν ήταν δυνατόν, του ίδιου του Όντος. Και μπορούσε να μεταφέρη μόνον η «διαλεκτική οδός», πέρα από ένα υποκειμενικό και ‘ανεύθυνο’ (τρόπον τινά…) όραμα, αυτή τη γνώση. Έτσι μόνο μπορούσε να καταστή κάτι περισσότερο από ένας «παραμυθάς», όπως τού φαίνονταν άλλωστε κι εκείνου οι παλιοί φυσιολόγοι (Σοφιστής 242 C), ο Πλάτων. Κι έτσι μπορούσε να «λογοδοτήση» και μόνο, με ‘σωκρατικό’ αλλά και με περισσότερο από ‘σωκρατικό’ τρόπο, για την καινούργια του θεώρηση και να «στερεώση ‘τακτοποιώντας’ το ως προς την αιτία» (Μένων 98 Α) αυτό που είχε ‘βρη’. Κι έτσι μπορούσε να ανέλθη και μόνο, απ’ την κλίμακα των υποθέσεων (των ‘θεμελιώσεων’…) στο ανυπόθετο (Πολιτεία 510 Β, 511 Β).
Υπάρχει όμως και μια τελευταία ΄πλευρά’, απ’ όπου και οράται ως αναγκαία για τον Πλάτωνα η διαλογική μορφή, επειδή φαίνεται να επαναλαμβάνη από εκεί με μεγαλύτερο τρόπον τινά εύρος τη σωκρατική ωστόσο δομή και διάρθρωση η δομή τής πλατωνικής ‘κοσμοθεωρίας’.  ‘Χανόταν’ για τον Σωκράτη στην άγνοια η απάντηση στα ερωτήματά του. Ενώ οδηγεί για τον Πλάτωνα προς τα επάνω, στο «επέκεινα του Είναι», η διαλεκτική οδός. Δεν γνωρίζεται όμως, δεν μπορεί άρα και να ‘μεταδοθή’ το Επέκεινα (Epekeina). Κι είναι μόνον η οδός που μπορεί εδώ να ‘προετοιμασθή’. Γι’ αυτό και συνιστά ‘απαγωγή’ βήμα το βήμα προς έναν σκοπό ο διάλογος, έναν σκοπό που κρύβεται με το ζωντανό πρόσωπο του δασκάλου ως πραγματικότητα, πίσω απ’ τη σωκρατική άγνοια και πίσω απ’ το άρρητο του υψίστου πλατωνικού οράματος. Κι όπως ανήκει στο ‘φαινόμενο’ (στο ‘φαίνεσθαι’…) του σωκρατικού διαλόγου, το να τελειώνη με την άγνοια, έτσι ανήκει και στο ‘φαίνεσθαι’ του πλατωνικού διαλόγου, ότι σταματά μπροστά στο Έσχατο, χωρίς να το ‘κοιτάζη’ παρά από μακριά. Κάτι που καθίσταται εξάλλου στην ίδια τη διάρθρωση της «Πολιτείας» περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, για κάθε προσεκτικόν παρατηρητή σαφές.
Αν ειπώθηκε προηγουμένως, πως χαρακτηρίζει το κέντρο τής πλατωνικής κοσμοθεωρίας το όνομα Σωκράτης, πρέπει αυτό να συμπληρωθή τώρα: γιατί καλύπτεται ταυτόχρονα και το πλατωνικό Έσχατο με το ίδιο όνομα. Κι αυτή είναι η διπλή λειτουργία τού Ειρωνικού (Ironiker) στο πλατωνικό έργο, όπως την είδαμε ως διπλή λειτουργία τής (ίδιας της…) ειρωνίας προηγουμένως. Κι είμαστε πολύ μακριά απ’ το να υφίσταται εδώ ένας ‘αγώνας’ ανάμεσα στον μεταφυσικό Πλάτωνα και τον ειρωνικό ‘ζητηματία’ (Zetematiker, που θέτει απλώς ‘ζητήματα’…) Σωκράτη, τη στιγμή που έβλεπε μάλλον το σύμβολο πάντοτε για την πραγματικότητα ταυτόχρονα όπως και για το άρρητο αυτού που – εντελώς απλά – ονόμαζε «το Αγαθό», στον διαλογικό και διαλεκτικό Σωκράτη ο Πλάτων.

 (τέλος τού κεφαλαίου «Διάλογος» - συνεχίζεται με το 9ο κεφάλαιο «Μύθος»)

Δεν υπάρχουν σχόλια: