Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(15)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από: Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄:


2. Η παρουσία του Νεοπλατωνισμού στην Παράφραση του Γεωργίου Παχυμέρη στό Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτη.

Ο Παχυμέρης ήταν γνώστης όχι μόνο του συνόλου των Πλατωνικών έργων αλλά και των νεοπλατωνικών,όπως του Πρόκλου. Εύλογο, λοιπόν ήταν να χρησιμοποιήσει και τις νεοπλατωνικές ιδέες εκτός από τις ρητές πλατωνικές και αριστοτελικές, με τέτοιο όμως τρόπο, ώστε να μην μπορεί κάποιος να του απευθύνει μομφή ότι φιλοσοφεί και ότι δεν θεολογεί.

Επηρεασμένος από τις σχετικές κατηγοριοποιήσεις του Πρόκλου
στην Παράφρασή του κινείται μεταξύ Ενολογίας και Οντολογίας, δύο αλληλοσυμπληρούμενων περιοχών που συγκροτούν από κοινού τη θεωρία για το Ἕν. Οι δύο αὐτές πραγματικότητες βρίσκονται σε μία σχέση διακρίσεως και επικοινωνίας μεταξύ του Ενός και των όντων, τα οποία προέρχονται από το Εν ως την ανώτατη Αρχή315.

Ο Παχυμέρης μάλιστα, ακόμη και στις εξειδικεύσεις στις οποίες προβαίνει, τελεί υπό την επιρροή του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου. Το υπό επεξεργασία κείμενο συνοψίζει τον θεολογικό
αποφατισμό της ελληνικής εκκλησιαστικής παραδόσεως, αξιοποιώντας τη νεοπλατωνική ορολογία και προβληματική υπό την οικεία του κοσμοθεωρητική μεθερμηνεία. Είναι, λοιπόν, εμμέσως διάχυτη η νεοπλατωνική σκέψη του Πρόκλου στην Παράφραση του Παχυμέρη. Η Γνώση για τον Θεό ταυτίζεται με την αγνωσία. Όσο σε μείζονα βαθμό γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περαιτέρω συνειδητοποιεί το ακατάληπτο της ουσίας Του, δηλαδή τήν υπερούσιο αοριστία. Και τα ανωτέρω συμβαίνουν, αφού ο Θεός βρίσκεται επέκεινα τόπου, χρόνου, αριθμού ή τάξεως.

Έτσι, ο Παχυμέρης, από την άλλη πλευρά, αναφέρεται στην πίστη στο υπερλογικό, στον Θεό, η γνώση της ουσίας του οποίου υπερβαίνει τον ανθρώπινο λόγο, καθώς ο Ίδιος είναι ακατάληπτος καί ακατανόητος. Παράλληλα, εκφράζει την -και νεοπλατωνική- άποψη ότι αν παραμείνουμε αποκλειστικά στα αντικείμενα του οντικού χώρου, δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε θετική γνωστική αναφορά για το υπεροντικό, όχι διότι το υπεροντικό δεν έχει ουσία, αλλά διότι η ουσία αυτή βρίσκεται απέκεινα του φωτός και του σκότους, της γνώσεως και της αγνωσίας316.

Η γνώση του Θεού αναζητείται από τον Παχυμέρη μέσω της μυήσεως, την οποία, αν και φαίνεται να την προσλαμβάνει από τον μυστικισμό των Νεοπλατωνικῶν, εντούτοις την θεωρεί ως θεολογικά έγκυρη, με κριτήριο τον βαθμό πίστης στο όνομα του Χριστού. Μάλιστα αντιδιαστέλλει την μύηση των Χριστιανών στο πρόωπο και στη διδασκαλία του Χριστού με τους μετόχους στις μυστικές τελετές της ειδωλολατρίας317. Προβαίνει σε μία όμως έμμεση αναφορά στους αμύητους των μυστηρίων, προφανώς του αρχαίου μυστικισμού, αφού υπογραμμμίζει: «ἀμύστους δέ λέγει τούς παντάπασι πάντων τῶν μυστικῶν ἀμετόχους εἰδωλολάτρας»318.

Ο Παχυμέρης αναφέρεται στους αμύητους, στους αμύστους των θείων μυσταγωγιών, του υψηλού και δυσθεώρητου των θεωρημάτων του περί της Τριαδικής Θεολογίας ή της μυστικής Οικονομίας του Θεού Λόγου. Σε αυτό το σημείο ανακαλεί στη μνήμη, από τη μία πλευρά τον Πυθαγόρα, ο οποίος έλεγε: «Οὐ τὰ πάντα τοῖς πᾶσι ρητά», καί, από τήν άλλη, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος είχε συμβουλέψει τούς μαθητές του: «μὴ δότε τὰ ἁγία τοῖς κυσί, καὶ μὴ θέτετε τοὺς μαργαρίτας ενώπιον τῶν χοίρων»319.

Η προτροπή του να μην ακούσει κάποιος αμύητος τα μυστικά περί του Θεού320 παραλληλίζεται με τον κήρυκα των Ελευσινίων μυστηρίων, ο οποίος ολίγον πριν την μύησή του στις τελετές φώναζε επιτακτικά για να απομακρυνθούν οι ανέτοιμοι «Ἑκάς, ἑκάς οι βέβηλοι»321. Γενικότερα, όμως, οι αμύητοι και οι ασεβείς δεν ήταν ευπρόσδεκτοι ακόμα και αν ήταν κατηχούμενοι χριστιανοί, ειδικά κατά τους πρώτους αιώνες της διάδοσης του Χριστιανισμού. Έτσι, οι κατηχούμενοι έπρεπε να αποσυρθούν, μόλις άρχιζε η λειτουργία των πιστών, των μυημένων στον Χριστιανισμό. Η ώρα της αποχώρησής τους ορίζετο με τη φράση: «τὰς θύρας- τὰς θύρας». Έτσι, διεσφάλιζε το γεγονός ότι ουδείς αλλόθρησκος δεν θα άκουγε τα σχετικά με τα σύμβολα της πίστεως ούτε θα ελάμβανε μέρος στα διάφορα «δρώμενα» κατά τη θεία Λειτουργία. Επιπλέον, οι αμύητοι έπρεπε να ευρίσκονται στα περιθώριο κάθε θρησκευτικής εκδηλώσεως που ανεφέρετο αποκλειστικώς και μόνον στους μυημένους, στους βαπτισμένους στο όνομα της Αγίας Τριάδος και στα άρρητα μυστήρια Αυτής. Αυτοί δε που είχαν βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού και δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι για τα μυστικά θέματα εχαρακτηρίζοντο επίσης ως αμύητοι στις υψηλές αλήθειες. Οι άλλοι που παρέμεναν στην ειδωλολατρία ήταν οι «ἄμυστοι», δηλαδή οι αμυσταγώγητοι. «Ἀμύητοι» ορίζονται από τον Παχυμέρη όσοι είναι προσκολλημένοι στα γήινα και πιστεύουν ότι μπορούν να εκφέρουν λόγο για τον υπερούσιο Θεό με βάση τα όσα προσλαμβάνουν από την αισθητηριακότητα. Και εδώ ο όρος «ὑπερουσίως» ως υπερκείμενος πάσης επωνυμίας διαδραματίζει κεφαλαιώδη θρησκευτικό και γνωσιολογικό ρόλο, καθότι παραπέμπει στην διαφορά μεταξύ της ουσίας –φύσεως των κτιστών έναντι της ουσίας –φύσεως του Θεού. Ως υπερούσιος η θεία ουσία είναι ακατάληπτος, υπεράνω πάσης καταληψίας. Όθεν δεν κατέχει τις προϋποθέσεις ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους να διατυπώσει ούτε να εννοήσει ούτε να θεωρήσει το απολύτως υπερβατικό έναντι της αντιληπτότητάς του322.

Η μεταφυσική ωστόσο της εμμένειας δεν παραθεωρείται. Ο Θεός είναι το -ποιητικό, παραδειγματικό, τελικό- αίτιο της υπάρξεως του κτιστού κόσμου. Κατά συνέπεια, ο κόσμος είναι το αιτιατό, οπότε
αναλόγως θα διαμορφωθούν και οι μεταξύ τους σχέσεις. Συνεπής πάντως στα προηγηθέντα ο Παχυμέρης επισημαίνει ότι ο κόσμος δεν είναι ομοούσιος με τον Θεό. Ωστόσο, δεν είναι αντίθετος στο να υποστηρίξει ότι τα αιτιατά έχουν ομοιότητα προς το υπερβατικό αίτιόν, τους. Δεν μπορεί όμως να συμβεί το αντίθετο. Ο Θεός ως αίτιο βρίσκεται στον άξονα που ορίζουν οι εκφράσεις: «ὑπέρ γνώσης» και «ὑπέρ ἀγνωσίας»323. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που χρησιμοποιεί, για να δείξει ότι ο Θεός δεν εγκλωβίζεται σε ορισμένες ιδέες, έννοιες και ότι ούτε γίνεται δέσμιος της οντολογίας των πραγμάτων που χρησιμοποιούνται για να τον «προσδιορίσουν»: «Λέγω ἐπὶ Θεοῦ φῶς· ἀναιρεῖ τὶς τοῦτο, ὅτι οὐ φῶς, ὑπονοῶ ὅτι ἄλλο τί παρὰ τὸ φῶς· ἀναιρεῖ κακεῖνο, καὶ εἰς ἄλλο μεταπεσοῦμαι· ἀνεῖλε πάντα, καὶ τὸ μηδαμῆ μηδαμῶς ὑπενόησα. Ἐλθὲ καὶ ἐπὶ τῆς στερήσεως. Ἰδού λέγειν στέρησιν, ὅτι ἡ ἀκροτάτη κορυφή ἄγνωστός ἐστιν»324. Άρα, εδώ ο Παχυμέρης έμμεσα φέρει στο προσκήνιο την εκτίμηση που έχει αναφερθεί διεξοδικά στο παρελθόν τόσο από το Γρηγόριο Νύσσης όσο και από το Διονύσιο πού παραφράζει. Επισημαίνεται, επομένως, ότι τα ονόματα, που αποδίδονται στον Θεό, προκύπτουν από το πώς αποκαλύπτονται οι Θείες ενέργειες, οι οποίες κατέρχονται προς τον κόσμο της παραγωγής. Επ' ουδενί, όμως δεν συγκροτούν θετικές αναλογίες για την απρόσιτη ουσία Του. Κατά συνέπεια, κάθε έννοια που αναφέρεται στον Θεό θα μπορούσε έως έναν βαθμό να θεωρηθεί ότι είναι ομοίωμα, απατηλή εικόνα, είδωλο. Τα ονόματα λοιπόν τα οποία προσδίδονται ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί στον Θεό συγκροτούν ενδεχόμενες αποτυπώσεις του τρόπου ύπαρξής Του, χωρίς όμως να γίνεται η αποκάλυψη του πραγματικού είναι του ως υπέρτατης πραγματικότητας325.

Έτσι, όταν τα αιτιατά προστεθούν στο Αίτιο -Θεό (καταφατικά) η αφαιρεθούν (αποφατικά), από την υπόστασή του, δεν συντελούν ώστε να προστίθεται ή να αφαιρείται ουδεμία κατάσταση από Εκείνον. Αυτό συμβαίνει, διότι η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων υπερβαίνει κάθε ορισμό και κάθε πρόσθεση καθώς επίσης και κάθε αφαίρεση η υπεροχή Εκείνου, ο οποίος με απλό τρόπο έχει αποδεσμευθεί από όλα, καθώς αυτοιδρυτικώς τά υπερβαίνει326. Είναι σαφές ότι ο Παχυμέρης φαίνεται ότι εναρμονίζεται με την μέχρι τότε Πατερική αντίληψη πως δεν είναι εφικτό ένας άνθρωπος, κάποιος μέσω της διανοίας του να γνωρίσει και να κατανοήσει την ουσία του Θεού, «ἐπέκεινα πάσης φύσεώς ἐστι καὶ ἀνθρωπίνης ἐπινοίας»327, αφού δεν γνωρίζει ούτε τον Θεό, ούτε τι είναι Θεός328. Συγχρόνως, ο Παχυμέρης σημειώνει ότι οι ανθρωποι είναι ενδεχόμενο να αποκτήσουν γνώση των όντων, την οποία αναντιλέκτως κατέχει ο Θεός ως δημιουργός τους. Σημειωτέον ότι εδώ ο φιλόσοφος-θεολόγος της παλαιολόγειας Αναγεννήσεως υποστηρίζει μία προκλητική εκ πρώτης όψεως θέση, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη διδασκαλία των Πατέρων περί Θεού. Έχει βεβαίως ως αφετηρία ότι ουδείς προσεγγίζει την ουσία του Θεοῦ, αλλά προσθέτει ότι και ο Θεός δεν γνωρίζει τα όντα, «οὐδέ αὐτός ὁ Θεός γινώσκει τά ὄντα ᾖ ὄντα ἐστί»329. Προφανώς εδώ ο Παχυμέρης θα εννοεί ότι ο Θεός είναι γνώστης των όντων υπερουσίως και όχι κατά τις γνωσιολογικές κατηγορίες τους δια των οποίων αυτά περιγράφονται. Άλλωστε, ο ίδιος δεν έχει στα εσωτερικά Του την παραμικρή ύλη, αφού είναι δημιουργός των όντων, της ύλης και, κατά συνέπεια, ευρίσκεται υπεράνω αυτών. Επί του ζητήματος, σημειώνει ο Δ. Μπαλτάς ότι εάν, ο Θεός δημιουργεί τα όντα με μία δημιουργική δύναμη, κατά παρόμοιο τρόπο γνωρίζει τα όντα δηλαδή με μία γνώση η οποία χαρακτηρίζεται από την απουσία πληθωριστικών καταστάσεων. Οδηγείται δε στό συμπέρασμα ότι ο «Θεός οὐκ κατ᾿ ἄλλην μέν γνῶσιν γνώσεται ἑαυτόν, κατ᾿ ἄλλην δέ τά δημιουργήματα»330. Άρα, οι απόψεις του δέν βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τη ρήση του Παύλου στην Πρός Γαλάτας: «γνῶντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ»331.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, επίσης, ότι στο χριστιανικό παράδειγμα ο Θεός καθιστά ικανούς τους ανθρώπους, ώστε η γνώση αυτή για Εκείνον νά λαμβάνει χώρα μέσα στα δεδομένα όρια των δυνατοτήτων του ανθρώπινου λόγου332. Συγχρόνως όμως, με αυτήν τήν «πτωχεία» πού διακρίνει τον νου και τη γλώσσα τού ανθρωπίνου «φυράματος»333. Για τον λόγο αυτόν, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση της γλώσσας, ώστε να αποτυπώσει όλα όσα χρειάζεται νά εκφράσει και να μην εκτραπεί σε άστοχες διατυπώσεις334.

Εν κατακλείδι, για τον Παχυμέρη ο Θεός είναι το Ἕν ως υποκείμενο, το οποίο υπέρκειται πάσης ουσίας, χρόνου και τόπου. Υπογραμμίζει, ακολουθώντας την παράδοση των βυζαντινών φιλοσόφων και σαφώς των νεοπλατωνικών, ότι «τό θεῖο εἶναι ἀσχημάτιστον, καί ἀνείδεον, καί ἄποσον, καί ἄποιον, καί ἄογκον ... οὐδ᾿ ἐπαφήν ἔχει, ὅτι οὐδ᾿ αἰσθητόν ἐστίν, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ αἰσθάνεται»335. Τονίζει δε ότι ο νους δεν μπορεί να εγγράφει στα θεωρητικά κέντρα του το τι ακριβώς είναι ο Θεός. Εν τούτω όμως, οφείλει να απομακρυνθεί ο νους από κάθε είδους νοητό και αισθητό ον, προκειμένου ως απαθής να προσεγγίσει τον Θεό μέσω της εκστάσεως ή ενώσεως με τον τρόπο των αναγωγικών προβολών του. Όθεν, μέ καθαρά, και εδώ, την επιρροή από τους Νεοπλατωνικούς ο Παχυμέρης χρησιμοποιεί την έκσταση ως μέσο για να γνωρίσει κάποιος, όσο επιτρέπεται από την υλική φύση του, τον άπειρο Θεό. Γενικότερα, μέσα από τό συγκεκριμένο έργο του Παχυμέρη, σαφηνίζεται για άλλη μία φορά ότι ο ίδιος ως διανοητής και ερευνητής χρησιμοποιεί την αριστοτελική, την πλατωνική καί την νεοπλατωνική φιλοσοφία, χωρίς να υιοθετεῖ εκείνες τις θέσεις τους οι οποίες θα τον περιθωριοποιούσαν ως αιρετικό. Αναλαμβάνει το εγχείρημα να επιλέξει στοιχεία, όπως την
ορολογία, από τις ανωτέρω φιλοσοφίες, προκειμένου να προβάλει τις θέσεις της βυζαντινής φιλοσοφίας σε συνδυασμό με την πατερική παράδοση. Έτσι, αναφέρεται στην παράδοση των Πατέρων μέσα όμως από τό πλαίσιο της θύραθεν φιλοσοφίας, αποκλείοντας κάθετι που δεν μπορεί να προσαρμοστεί εποικοδομητικά στην χριστιανική διδασκαλία, η οποία έχει παγιωθεί στα συγγράμματα των Πατέρων και στις αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων.

Σημειώσεις
315. Χρ. Τερέζη, Διάμεσα - Αρχέτυπα στον Πρόκλο και τον Ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Από τον ύστερο Νεοπλατωνισμό στις απαρχές της Βυζαντινής φιλοσοφίας, Ιωάννινα 1986, σ. 28.
316. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1016D.
317. Αυτόθι.
318. Αυτόθι, PG 3, 1017D.
319. Ματθ. 7,6.
320. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1017D.
321. Λέγεται ότι στην είσοδο της Σχολής του Πυθαγόρα υπήρχε η επιγραφή «Ἑκάς οἱ βέβηλοι». Πρόκειται για εντολή που δανείστηκαν οι Πυθαγόρειοι από τα Ελευσίνια μυστήρια και σημαίνει «μακράν οἱ μιαροί, οἱ ἀκάθαρτοι». Προφανώς με τη λέξη «βέβηλοι» εννοούνται οι αμαθείς, οι αμύητοι, οι «μή κοινωνοί» των μυστικών των θιασωτών της Σχολής. Σε έναν Ορφικό ύμνο δε ο Ορφέας φέρεται να επισημαίνει: «θα απευθύνω τους λόγους μου προς εκείνους, προς τους οποίους είναι θεμιτόν να ομιλήσω. Αλλά εις τους αμύητους, εις όλους ομαδικώς, κλείσατε τας θύρας…».
322. Ν. Γ. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική. Η Θεολογία του Ομοουσίου, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006, σ. 68.
323. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας,PG 3, 1020Β. Τοῦ ἰδίου, Παράφρασις εἰς τό περί Θείων Ὀνομάτων, PG 3, 929D-932A.
324 Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3,
1020C.
325. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, Εἰσαγωγή: Vladimir Losky, Φιλόσοφος λόγος, έκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983, σ. 23.
326. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1020C.
327. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτη, Ἐπιστ. ΙV, ΟΓ΄ - Εὐσεβίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 1133Α.
328. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1061Β.
329. Αυτόθι, PG 3, 1061ΑC.
330. Του ιδίου, Παράφρασις εἰς τό περί Θείων Ὀνομάτων, PG 3, 884D.
331. Γαλ. 4,3. Δ. Μπαλτᾶ, Οντολογικά ζητήματα στό έργο του Γεωργίου Παχυμέρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2002, σ. 84.
332. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ε΄, PG 76, 740A: «…οἱ θεηγόροι διερμηνεύοντες, ταῖς κάθ' ἠμᾶς τὲ καὶ ἀνθρωπίναις ὑπηρετοῦνται φωναῖς, οὒχ ἐτέρως ἔχοντες εἰπεῖν».
333. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εἰς τάς Βασιλειῶν βίβλους, Γ΄, PG 69, 689B. Συναφῶς βλ. του ιδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, V, Ε΄, PG 70, 1369AB.
334. Του ιδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, ΙΙ, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 326-10 (=PG 76, 57C). Ψαλμ. 140, 3-4: «Ἡ γλῶσσα μέν πῦρ καί ἀκατάσχετόν ἐστι κακόν, καθά γέγραπται, (Ἰάκ. 3, 5-8), τὰ δὲ ἐντεῦθεν βλάβη διωθούμενος ὁ θεσπέσιος ψάλλει Δαβίδ· «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου, καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου· μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας, τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Τὸ μὲν γὰρ εὐστομεῖν δύνασθαι καὶ ακριβῆ τὴν ἐπιτήρησιν ἐπὶ γλώττης ἔχειν, ὧν ἂν δεήσῃ λέγειν, ἢ μὴ θεόδοτον ἀληθῶς εἴη ἂν». Βλ. σχετικώς Ε. Αρτέμη. Η περί του Τριαδικού Θεού διδασκαλία Ισιδώρου του Πηλουσιώτη και η σχέση της με τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Αθήνα 2012, σ. 395.
335. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1045Β.

Δεν υπάρχουν σχόλια: