Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Συνέχεια από: Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
Στον όρο «Αμύητοι» έγινε μία μικρή αναφορά ανωτέρω κατά τη συζήτηση για τον ορισμό του περιεχομένου της Μυστικής Θεολογίας. Ο όρος αυτός συνδέεται άμεσα και στενά στη διδασκαλία του Παχυμέρη, αφού οι μυημένοι μόνον μπορούν να κινηθούν ανοδικά προς τον Θεό, εκεί όπου αποκαλύπτεται το άκτιστο Φως της δόξης Του. Εκεί όπου η θεία ουσία προβάλλει την εκδήλωση των ενεργειών της και την αποκάλυψη της μεθεκτικής υπάρξεώς της448.
Ο αμύητος στη χριστιανική διδασκαλία δεν μπορεί να καταστήσει κτήμα του τη μυστική θεολογία και ούτε να αποδεχθεί τις ρεαλιστικές προδιαγραφές της υπερβατικής Οντολογίας και να προσεγγίσει τον Θεό, σημειώνει ο Παχυμέρης449. Επιπλέον, στην κατηγορία των αμύητων μπορεί να ανήκει και ο χριστιανός –εκείνος που δεν έχει εμβαθύνει στη θεολογία του Χριστιανισμού αλλά έχει μείνει απλώς στα σύμβολα και στα όσα επιφανειακά αντιλαμβάνεται: «ἀμύστους δέ λέγει τούς παντάπασι πάντων τῶν μυστικῶν αμετόχους εἰδωλολάτρας. Φησί τοίνυν· Ὅρα μή τις
ἐκ τούτων τῶν μυστικῶν επακούσηται· εἰ γάρ οἱ ἀμύητοι οὐδέν ἔχουσι ὑψηλότερον φαντασθῆναι, ἀλλά νομίζουσιν τοιοῦτον εἶναι τόν Θεόν, καθώς δύνανται αὐτοί νοεῖν, τόν θέμενον σκότος ἀποκρυφήν αὐτοῦ, κατά τήν Γραφήν»450.
«Ἀμύητοι» ορίζονται από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη όσοι είναι προσκολλημένοι στα γήινα και πιστεύουν ότι μπορούν να διατυπώσουν λόγο για τον υπερούσιο Θεό με βάση τα αισθητά όντα. Με τον όρο «ὑπερουσίως» επανέρχεται στο προσκήνιο το ακατάληπτο και το άρρητο της θείας ουσίας. Η διαφορά ακριβώς μεταξύ της ουσίας των κτιστών έναντι της ουσίας του Θεού δηλώνεται με τον όρο «ὑπερουσίως», δηλαδή υπεράνω της ουσίας. Η οντολογική υπερίδρυση θέτει τους όρους λειτουργίας των γνωσιολογικών διαδικασιών.
Με τον όρο «σκότος» υπογραμμίζεται για άλλη μία φορά, όπως
στην πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου αυτού, ότι η γνώση του Θεού βρίσκεται μέσα στο σκότος, στον γνόφο που αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης στον Βίο τοῦ Μωυσέως451. Αναντιλέκτως, έτσι δηλώνεται τό το μη εφικτό τού να γνωρίσει κάποιος την ουσία του Θεού.
Η προέκταση είναι ότι ο αμύητος είναι αδύνατο να κατανοήσει τις θείες μυσταγωγίες, καθότι ως μή μυημένος στα μυστήρια της χριστιανικής διδασκαλίας, της εν Χριστώ θείας αποκαλύψεως, δηλαδή ως αμυσταγώγητος452, δεν έχει δυνατότητες αναγωγών. Ο Παχυμέρης χρησιμοποιεί τον όρο «ἄμυστος», ο οποίος είναι συνώνυμος με τον αμύητο στη χριστιανική θεολογία. Ο άμυστος δεν γνωρίζει τον Θεό και ούτε επιτυγχάνει τη μέθεξη στις προβολές τών όσων τελούνται μονίμως μέσω των ουσιοποιών ενεργειών Του. Ο ευρισκόμενος στην εν λόγω κατάσταση ταυτίζει τον Θεό με τα είδωλα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται μακριά από τον Θεό για να αντικαταστήσουν την
παρουσία του με την χρήση τους453. Οδηγείται δηλαδή στην παραγωγή τών ειδώλων και τους αποδίδει θεϊκές τιμές.
Με τα απαρέμφατα «καταφάσκειν» καί «ἀποφάσκειν» ο Διονύσιος
Αρεοπαγίτης δεν αναπτύσσει διαλεκτική σχέση μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας, αφού το Θείο δεν ορίζεται ούτε με καταφατικούς όρους αλλά ούτε με αποφατικούς, «Δέον ἐπ΄ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡς πάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν͵ ὡς ὑπὲρ πάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσεις εἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν;»454.
Ο Παχυμέρης, επίσης, τονίζει, παρακολουθώντας την αρεοπαγιτική
παράδοση, ότι μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας υπάρχει άρρηκτη και λειτουργική ενότητα καί σχέση μεταξύ τους455. Η καταφατική και η αποφατική θεολογία στον Χριστιανισμό της Ανατολής, δεν θεωρούνται μόνον καρποί νοησιαρχικού στοχασμού, όπως συμβαίνει πολλάκις στη δυτική σχολαστική θεολογία, αλλά θεμελιώνονται εξ ολοκλήρου στη θεία αποκάλυψη και στην μυστική εμπειρία του πιστού. Η κατάφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από την απόφαση στην
ανάπτυξη της θεολογίας. Κινούμενος σε αυτήν την κατεύθυνση ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα αναλύσει με έμφαση ότι η απόδοση των διαφόρων ονομάτων στον Θεό δεν αποτελεί ούτε την αυτόνομη καταφατική ή αποφατική θεώρηση της ύπαρξής του, αλλά την λειτουργική συνάφεια και ταυτόχρονη χρήση των δύο αυτών γνωστικών μεθόδων: η «γλυκυτάτη δὲ καὶ ἡ ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια οἷον ἡ ὑπερούσιος οὐσία͵ ἡ ὑπέρθεος θεότης͵ ἡ ὑπεράρχιος αρχὴ»456.
Η αποφατική θεολογία συμπληρώνεται από τήν καταφατική. Τά θεῖα ονόματα αποτελοῦν τα ίχνη επί των οποίων θα ορίσουν την πορεία τους πνευματικά οι χριστιανοί, γιά νά πετύχουν τήν κοινωνία μέ τό Θεό, η οποία υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη νόηση καί γνώση457.
Μέσα από τό περιεχόμενο που δίδει ο Παχυμέρης στον όρο «Ἀμύητοι», δηλαδή διά της αναφοράς του σε όσους δεν έφτασαν στήν τέλεια γνώση458, μας θυμίζει τα κείμενα του Κλήμεντος Αλεξανδρέα, ο οποίος στο έργο του Στρωματεῖς καταγράφει την προϋπόθεση πώς μόνον η ορθή φιλοσοφία πρέπει να βρίσκεται σε άρρηκτη ενότητα με τη Χριστιανική πίστη459. Συνολικά θεωρεί πώς «ἀληθινός γνωστικός» είναι ο μυημένος στη Χριστιανική πίστη, στην οποία εμβαθύνει με τη γνώση της φιλοσοφίας. Τονίζει, λοιπόν, ότι η βαθύτερη γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας που μπορεί να αποκτήσει κάποιος με τη βοήθεια της φιλοσοφίας θα τον ικανώσει στο νά είναι μυημένος στη μυστική θεολογία460. Η τελευταία, με τη σειρά της, ορθώς βιουμένη αποτελεί έκφραση της πνευματικής ζωής κατά τον τρόπο βεβαίως που εκδιπλώνεται και στο πλαίσιο των λατρευτικών εκδηλώσεων.
Έτσι και σε μόνιμη υπέρβαση της εκκοσμικευμένης τυπικής λογικής, ο μυημένος στην αληθινή γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστεως είναι το πρόσωπο που έχει κατανοήσει το περιεχόμενο της αποφατικής άγνοιας, κατά τον Παχυμέρη461. Αυτή θεωρείται συνώνυμο όχι της απουσίας γνώσεως αλλά της τέλειας συνεκτικής και ολοτελούς γνώσης. Με την αντιστροφή των κατηγορηματικών προσδιορισμών η άγνοια αποτελεί την αληθινή γνώση του Θεού. Ο Θεός στην αυθεντικότητα της προς τα έξω εκδήλωσής του γνωρίζεται μέσα από μία υπερβαίνουσα την νόηση ένωση μαζί Του. Η ανώτερη γνώση αποκαλύπτεται στους μυημένους μέσα στο σκότος της άγνοιας, στην ούτως ειπείν χώρα της μυστηριώδους σιωπής, αφωνίας και θαυμασμού της θείας υπερτελειότητας, καταστάσεις που ορίζουν και τις διαδικασίες
της υπαρξιακής τελείωσης. Συγκεκριμένα462, βασική προϋπόθεση ώστε να αναρριχηθεί ο κατά περίπτωση αναγόμενος στο όρος της Θεολογίας και να καταστεί γνώστης των θείων μυστηρίων, είναι να εισέλθει στο «μυστηριῶδες σκότος τῆς ἀγνοίας», όπου ευρίσκεται ως απόλυτη αυτοῢπαρξη το Εν - Αγαθόν463. Ακόμη πάντως και ο μυημένος στο περιεχόμενο της μυστικής θεολογίας οφείλει, τελών τους διαλεκτικούς αναβαθμούς τους να έχει συνεχώς στον νου του ότι η θεία ουσία είναι γνωστή αποκλειστικώς στα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδας, διότι κάθε πρόσωπο είναι πλήρης και τέλειος φορέας αυτής. Εδώ ακριβώς ευρίσκεται η απόλυτη ενότητα –ταυτότητα της Οντολογίας με την Γνωσιολογία. Τα υπόλοιπα όντα, άγγελοι και άνθρωποι, ανεξάρτητα από τον βαθμό τελειότητας που μπορούν να κατακτήσουν, βρίσκονται σε παντελή αγνωσία. Με αφηγηματικούς όρους, θα σημειώναμε ότι ασθμαίνουν ενώπιον του αβυσσώδους μυστηρίου της θείας απειρίας464. Η κατάσταση,
ωστόσο, αυτή επ’ουδενί δεν παραπέμπει σε γνωστική αποκαρδίωση, αλλά οδηγεί σε όλο και περαιτέρω έφεση για πρόσληψη του θείου μυστηρίου υπό όρους μετοχής.
Σημειώσεις
448. Χρ. Τερέζη, Η θεολογική γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ. 96—97.
449. Αυτόθι, σ. 97.
450. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1017D.
451. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ βίου Μωυσέως ΙΙ, SC 1, p. 15210.
452. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικῆς Θεολογίας. Πρός Τιμόθεον, Ι, 2, PG 3, 1000Β.
453. Αυτόθι.
454. Αυτόθι.
455. Πρβλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ακριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, PG 94, 800Β: «Καὶ ταῦτα κοινῶς ἐπὶ πάσης λέγεται τῆς θεότητος τά τε αποφατικῶς καὶ καταφατικῶς λεγόμενα».
456. Αυτόθι, PG 94, 800ΒC: «Τὰ δὲ καταφατικῶς λεγόμενα ὡς αἰτίου τῶν πάντων κατηγορεῖται· ὡς γὰρ αἴτιος πάσης οὐσίας καὶ πάντων τῶν ὄντων λέγεται καὶ ὢν καὶ οὐσία͵ καὶ ὡς αἴτιος λόγου παντὸς καὶ σοφίας λογικοῦ τε καὶ σοφοῦ λέγεται λόγος καὶ λογικός͵ σοφία καὶ σοφός͵ ὁμοίως καὶ νοῦς καὶ νοερός͵ ζωὴ καὶ ζῶν͵ δύναμις καὶ δυνατός͵ καὶ ἐπὶ πάντων τῶν λοιπῶν ὁμοίως͵ μᾶλλον δὲ ἐκ τῶν
τιμιωτέρων καὶ πλησιαζόντων αὐτῷ οἰκειοτέρως ὀνομασθήσεται. Τιμιώτερα δὲ τὰ ἄυλα τῶν ὑλικῶν καὶ τὰ καθαρὰ τῶν ῥυπαρῶν καὶ τὰ ἅγια τῶν ἐναγῶν͵ καὶ μᾶλλον αὐτῷ πλησιάζοντα͵ ἐπεὶ καὶ πλέον μετέχουσιν αὐτοῦ. Οἰκειότερον οὖν μᾶλλον ὀνομασθήσεται ἥλιος καὶ φῶς ἤπερ σκότος͵ καὶ ἡμέρα ἤπερ νύξ͵ καὶ ζωὴ ἤπερ θάνατος͵ καὶ πῦρ καὶ πνεῦμα καὶ ὕδωρ ὡς ζωτικὰ ἤπερ γῆ͵ καὶ πρὸ πάντων
καὶ πλέον ἀγαθότης ἤπερ κακία͵ ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν ὢν ἤπερ μὴ ὤν· τὸ γὰρ ἀγαθὸν ὕπαρξις καὶ ὑπάρξεως αἴτιον͵ τὸ δὲ κακὸν ἀγαθοῦ ἤτοι ὑπάρξεως στέρησις. Καὶ αὗται μὲν αἱ ἀποφάσεις· γλυκυτάτη δὲ καὶ ἡ ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια οἷον ἡ ὑπερούσιος οὐσία͵ ἡ ὑπέρθεος θεότης͵ ἡ ὑπεράρχιος ἀρχὴ καὶ τὰ τοιαῦτα. Εἰσὶ δὲ καί τινα καταφατικῶς ἐπὶ θεοῦ λεγόμενα δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα οἷον σκότος· οὐχ ὅτι ὁ θεὸς σκότος ἐστίν͵ ἀλλ΄ ὅτι οὐκ ἔστι φῶς ἀλλ΄ ὑπὲρ
τὸ φῶς. Λέγεται μὲν οὖν ὁ θεὸς νοῦς καὶ λόγος καὶ πνεῦμα σοφία τε καὶ δύναμις ὡς τούτων αἴτιος καὶ ὡς ἄυλος καὶ ὡς παντουργὸς καὶ παντοδύναμος».
457. Ιω. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Α΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 77-78. Συναφώς πρβλ. Β. Καλλιακμάνη, «Η συμβολική γλώσσα της Εκκλησίας», http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ig_kalliakmanis.pdf (2014), σ. 7. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 12 PG 94, 845C:«ἐκ πάντων τῶν ὄντων κατονομάζεται, καί ἐκ τῶν εναντίων· οἷον φωτός καί σκότους, ὕδατος καί πυρός· ἵνα γνῶμεν, ὅτι οὐ ταῦτα κατ’ οὐσίαν ἐστίν· ἀλλ’ ἔστι μέν ὑπερούσιος καί ἀκατονόμαστος· ὡς δέ πάντων τῶν ὄντων αἴτιος, ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ὀνομάζεται».
458. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1017D.
459. E. Artemi, ««In a man who loves wisdom the father will be glad» (Stromata A1). Clement's of Alexandria teaching about the cryptic philosophical tradition», De Medio Aevo 8 (2015/2), 131-142.
460. Αυτόθι.
461. Χρ. Τερέζη, Η θεολογική γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ. 41.
462. Αυτόθι, σ. 42, 73. Πρβλ. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί τῶν θείων ὀνομάτων, 2.7, PG 3, 669D-672A: «Τοῦτο γάρ ἐστι καί ἡ ἐν ἀγνωσίᾳ γνῶσις, ἐν ᾗ οὐδεμίαν ὁρῶμεν ἤ θέωσιν ἤ ζωήν ἤ οὐσίαν ἤ τι ἀκριβῶς ἐξισωθήσεται τῇ κατά πᾶσαν ὑπεροχήν ἐξῃρημένην αἰτία».
463. Χρ. Τερέζη, Η θεολογική γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ.48.
464. E. Artemi, ««In a man who loves wisdom the father will be glad» (Stromata A1). Clement's of Alexandria teaching about the cryptic philosophical tradition», De Medio Aevo 8 (2015/2), 131-142.
Συνέχεια από: Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
1. Το καθεστώς των εννοιών στο κείμενο του Παχυμέρη
1.5 «Ἀμύητοι» ως προς τη θεία γνώση: «τούς πιστεύσαντας μέν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, μή μήν ἐπί τελειωτέραν ἐλθόντας γνῶσιν».
1.5 «Ἀμύητοι» ως προς τη θεία γνώση: «τούς πιστεύσαντας μέν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, μή μήν ἐπί τελειωτέραν ἐλθόντας γνῶσιν».
Στον όρο «Αμύητοι» έγινε μία μικρή αναφορά ανωτέρω κατά τη συζήτηση για τον ορισμό του περιεχομένου της Μυστικής Θεολογίας. Ο όρος αυτός συνδέεται άμεσα και στενά στη διδασκαλία του Παχυμέρη, αφού οι μυημένοι μόνον μπορούν να κινηθούν ανοδικά προς τον Θεό, εκεί όπου αποκαλύπτεται το άκτιστο Φως της δόξης Του. Εκεί όπου η θεία ουσία προβάλλει την εκδήλωση των ενεργειών της και την αποκάλυψη της μεθεκτικής υπάρξεώς της448.
Ο αμύητος στη χριστιανική διδασκαλία δεν μπορεί να καταστήσει κτήμα του τη μυστική θεολογία και ούτε να αποδεχθεί τις ρεαλιστικές προδιαγραφές της υπερβατικής Οντολογίας και να προσεγγίσει τον Θεό, σημειώνει ο Παχυμέρης449. Επιπλέον, στην κατηγορία των αμύητων μπορεί να ανήκει και ο χριστιανός –εκείνος που δεν έχει εμβαθύνει στη θεολογία του Χριστιανισμού αλλά έχει μείνει απλώς στα σύμβολα και στα όσα επιφανειακά αντιλαμβάνεται: «ἀμύστους δέ λέγει τούς παντάπασι πάντων τῶν μυστικῶν αμετόχους εἰδωλολάτρας. Φησί τοίνυν· Ὅρα μή τις
ἐκ τούτων τῶν μυστικῶν επακούσηται· εἰ γάρ οἱ ἀμύητοι οὐδέν ἔχουσι ὑψηλότερον φαντασθῆναι, ἀλλά νομίζουσιν τοιοῦτον εἶναι τόν Θεόν, καθώς δύνανται αὐτοί νοεῖν, τόν θέμενον σκότος ἀποκρυφήν αὐτοῦ, κατά τήν Γραφήν»450.
«Ἀμύητοι» ορίζονται από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη όσοι είναι προσκολλημένοι στα γήινα και πιστεύουν ότι μπορούν να διατυπώσουν λόγο για τον υπερούσιο Θεό με βάση τα αισθητά όντα. Με τον όρο «ὑπερουσίως» επανέρχεται στο προσκήνιο το ακατάληπτο και το άρρητο της θείας ουσίας. Η διαφορά ακριβώς μεταξύ της ουσίας των κτιστών έναντι της ουσίας του Θεού δηλώνεται με τον όρο «ὑπερουσίως», δηλαδή υπεράνω της ουσίας. Η οντολογική υπερίδρυση θέτει τους όρους λειτουργίας των γνωσιολογικών διαδικασιών.
Με τον όρο «σκότος» υπογραμμίζεται για άλλη μία φορά, όπως
στην πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου αυτού, ότι η γνώση του Θεού βρίσκεται μέσα στο σκότος, στον γνόφο που αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης στον Βίο τοῦ Μωυσέως451. Αναντιλέκτως, έτσι δηλώνεται τό το μη εφικτό τού να γνωρίσει κάποιος την ουσία του Θεού.
Η προέκταση είναι ότι ο αμύητος είναι αδύνατο να κατανοήσει τις θείες μυσταγωγίες, καθότι ως μή μυημένος στα μυστήρια της χριστιανικής διδασκαλίας, της εν Χριστώ θείας αποκαλύψεως, δηλαδή ως αμυσταγώγητος452, δεν έχει δυνατότητες αναγωγών. Ο Παχυμέρης χρησιμοποιεί τον όρο «ἄμυστος», ο οποίος είναι συνώνυμος με τον αμύητο στη χριστιανική θεολογία. Ο άμυστος δεν γνωρίζει τον Θεό και ούτε επιτυγχάνει τη μέθεξη στις προβολές τών όσων τελούνται μονίμως μέσω των ουσιοποιών ενεργειών Του. Ο ευρισκόμενος στην εν λόγω κατάσταση ταυτίζει τον Θεό με τα είδωλα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται μακριά από τον Θεό για να αντικαταστήσουν την
παρουσία του με την χρήση τους453. Οδηγείται δηλαδή στην παραγωγή τών ειδώλων και τους αποδίδει θεϊκές τιμές.
Με τα απαρέμφατα «καταφάσκειν» καί «ἀποφάσκειν» ο Διονύσιος
Αρεοπαγίτης δεν αναπτύσσει διαλεκτική σχέση μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας, αφού το Θείο δεν ορίζεται ούτε με καταφατικούς όρους αλλά ούτε με αποφατικούς, «Δέον ἐπ΄ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡς πάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν͵ ὡς ὑπὲρ πάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσεις εἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν;»454.
Ο Παχυμέρης, επίσης, τονίζει, παρακολουθώντας την αρεοπαγιτική
παράδοση, ότι μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας υπάρχει άρρηκτη και λειτουργική ενότητα καί σχέση μεταξύ τους455. Η καταφατική και η αποφατική θεολογία στον Χριστιανισμό της Ανατολής, δεν θεωρούνται μόνον καρποί νοησιαρχικού στοχασμού, όπως συμβαίνει πολλάκις στη δυτική σχολαστική θεολογία, αλλά θεμελιώνονται εξ ολοκλήρου στη θεία αποκάλυψη και στην μυστική εμπειρία του πιστού. Η κατάφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από την απόφαση στην
ανάπτυξη της θεολογίας. Κινούμενος σε αυτήν την κατεύθυνση ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα αναλύσει με έμφαση ότι η απόδοση των διαφόρων ονομάτων στον Θεό δεν αποτελεί ούτε την αυτόνομη καταφατική ή αποφατική θεώρηση της ύπαρξής του, αλλά την λειτουργική συνάφεια και ταυτόχρονη χρήση των δύο αυτών γνωστικών μεθόδων: η «γλυκυτάτη δὲ καὶ ἡ ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια οἷον ἡ ὑπερούσιος οὐσία͵ ἡ ὑπέρθεος θεότης͵ ἡ ὑπεράρχιος αρχὴ»456.
Η αποφατική θεολογία συμπληρώνεται από τήν καταφατική. Τά θεῖα ονόματα αποτελοῦν τα ίχνη επί των οποίων θα ορίσουν την πορεία τους πνευματικά οι χριστιανοί, γιά νά πετύχουν τήν κοινωνία μέ τό Θεό, η οποία υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη νόηση καί γνώση457.
Μέσα από τό περιεχόμενο που δίδει ο Παχυμέρης στον όρο «Ἀμύητοι», δηλαδή διά της αναφοράς του σε όσους δεν έφτασαν στήν τέλεια γνώση458, μας θυμίζει τα κείμενα του Κλήμεντος Αλεξανδρέα, ο οποίος στο έργο του Στρωματεῖς καταγράφει την προϋπόθεση πώς μόνον η ορθή φιλοσοφία πρέπει να βρίσκεται σε άρρηκτη ενότητα με τη Χριστιανική πίστη459. Συνολικά θεωρεί πώς «ἀληθινός γνωστικός» είναι ο μυημένος στη Χριστιανική πίστη, στην οποία εμβαθύνει με τη γνώση της φιλοσοφίας. Τονίζει, λοιπόν, ότι η βαθύτερη γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας που μπορεί να αποκτήσει κάποιος με τη βοήθεια της φιλοσοφίας θα τον ικανώσει στο νά είναι μυημένος στη μυστική θεολογία460. Η τελευταία, με τη σειρά της, ορθώς βιουμένη αποτελεί έκφραση της πνευματικής ζωής κατά τον τρόπο βεβαίως που εκδιπλώνεται και στο πλαίσιο των λατρευτικών εκδηλώσεων.
Έτσι και σε μόνιμη υπέρβαση της εκκοσμικευμένης τυπικής λογικής, ο μυημένος στην αληθινή γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστεως είναι το πρόσωπο που έχει κατανοήσει το περιεχόμενο της αποφατικής άγνοιας, κατά τον Παχυμέρη461. Αυτή θεωρείται συνώνυμο όχι της απουσίας γνώσεως αλλά της τέλειας συνεκτικής και ολοτελούς γνώσης. Με την αντιστροφή των κατηγορηματικών προσδιορισμών η άγνοια αποτελεί την αληθινή γνώση του Θεού. Ο Θεός στην αυθεντικότητα της προς τα έξω εκδήλωσής του γνωρίζεται μέσα από μία υπερβαίνουσα την νόηση ένωση μαζί Του. Η ανώτερη γνώση αποκαλύπτεται στους μυημένους μέσα στο σκότος της άγνοιας, στην ούτως ειπείν χώρα της μυστηριώδους σιωπής, αφωνίας και θαυμασμού της θείας υπερτελειότητας, καταστάσεις που ορίζουν και τις διαδικασίες
της υπαρξιακής τελείωσης. Συγκεκριμένα462, βασική προϋπόθεση ώστε να αναρριχηθεί ο κατά περίπτωση αναγόμενος στο όρος της Θεολογίας και να καταστεί γνώστης των θείων μυστηρίων, είναι να εισέλθει στο «μυστηριῶδες σκότος τῆς ἀγνοίας», όπου ευρίσκεται ως απόλυτη αυτοῢπαρξη το Εν - Αγαθόν463. Ακόμη πάντως και ο μυημένος στο περιεχόμενο της μυστικής θεολογίας οφείλει, τελών τους διαλεκτικούς αναβαθμούς τους να έχει συνεχώς στον νου του ότι η θεία ουσία είναι γνωστή αποκλειστικώς στα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδας, διότι κάθε πρόσωπο είναι πλήρης και τέλειος φορέας αυτής. Εδώ ακριβώς ευρίσκεται η απόλυτη ενότητα –ταυτότητα της Οντολογίας με την Γνωσιολογία. Τα υπόλοιπα όντα, άγγελοι και άνθρωποι, ανεξάρτητα από τον βαθμό τελειότητας που μπορούν να κατακτήσουν, βρίσκονται σε παντελή αγνωσία. Με αφηγηματικούς όρους, θα σημειώναμε ότι ασθμαίνουν ενώπιον του αβυσσώδους μυστηρίου της θείας απειρίας464. Η κατάσταση,
ωστόσο, αυτή επ’ουδενί δεν παραπέμπει σε γνωστική αποκαρδίωση, αλλά οδηγεί σε όλο και περαιτέρω έφεση για πρόσληψη του θείου μυστηρίου υπό όρους μετοχής.
Σημειώσεις
448. Χρ. Τερέζη, Η θεολογική γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ. 96—97.
449. Αυτόθι, σ. 97.
450. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1017D.
451. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ βίου Μωυσέως ΙΙ, SC 1, p. 15210.
452. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικῆς Θεολογίας. Πρός Τιμόθεον, Ι, 2, PG 3, 1000Β.
453. Αυτόθι.
454. Αυτόθι.
455. Πρβλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ακριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, PG 94, 800Β: «Καὶ ταῦτα κοινῶς ἐπὶ πάσης λέγεται τῆς θεότητος τά τε αποφατικῶς καὶ καταφατικῶς λεγόμενα».
456. Αυτόθι, PG 94, 800ΒC: «Τὰ δὲ καταφατικῶς λεγόμενα ὡς αἰτίου τῶν πάντων κατηγορεῖται· ὡς γὰρ αἴτιος πάσης οὐσίας καὶ πάντων τῶν ὄντων λέγεται καὶ ὢν καὶ οὐσία͵ καὶ ὡς αἴτιος λόγου παντὸς καὶ σοφίας λογικοῦ τε καὶ σοφοῦ λέγεται λόγος καὶ λογικός͵ σοφία καὶ σοφός͵ ὁμοίως καὶ νοῦς καὶ νοερός͵ ζωὴ καὶ ζῶν͵ δύναμις καὶ δυνατός͵ καὶ ἐπὶ πάντων τῶν λοιπῶν ὁμοίως͵ μᾶλλον δὲ ἐκ τῶν
τιμιωτέρων καὶ πλησιαζόντων αὐτῷ οἰκειοτέρως ὀνομασθήσεται. Τιμιώτερα δὲ τὰ ἄυλα τῶν ὑλικῶν καὶ τὰ καθαρὰ τῶν ῥυπαρῶν καὶ τὰ ἅγια τῶν ἐναγῶν͵ καὶ μᾶλλον αὐτῷ πλησιάζοντα͵ ἐπεὶ καὶ πλέον μετέχουσιν αὐτοῦ. Οἰκειότερον οὖν μᾶλλον ὀνομασθήσεται ἥλιος καὶ φῶς ἤπερ σκότος͵ καὶ ἡμέρα ἤπερ νύξ͵ καὶ ζωὴ ἤπερ θάνατος͵ καὶ πῦρ καὶ πνεῦμα καὶ ὕδωρ ὡς ζωτικὰ ἤπερ γῆ͵ καὶ πρὸ πάντων
καὶ πλέον ἀγαθότης ἤπερ κακία͵ ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν ὢν ἤπερ μὴ ὤν· τὸ γὰρ ἀγαθὸν ὕπαρξις καὶ ὑπάρξεως αἴτιον͵ τὸ δὲ κακὸν ἀγαθοῦ ἤτοι ὑπάρξεως στέρησις. Καὶ αὗται μὲν αἱ ἀποφάσεις· γλυκυτάτη δὲ καὶ ἡ ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια οἷον ἡ ὑπερούσιος οὐσία͵ ἡ ὑπέρθεος θεότης͵ ἡ ὑπεράρχιος ἀρχὴ καὶ τὰ τοιαῦτα. Εἰσὶ δὲ καί τινα καταφατικῶς ἐπὶ θεοῦ λεγόμενα δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα οἷον σκότος· οὐχ ὅτι ὁ θεὸς σκότος ἐστίν͵ ἀλλ΄ ὅτι οὐκ ἔστι φῶς ἀλλ΄ ὑπὲρ
τὸ φῶς. Λέγεται μὲν οὖν ὁ θεὸς νοῦς καὶ λόγος καὶ πνεῦμα σοφία τε καὶ δύναμις ὡς τούτων αἴτιος καὶ ὡς ἄυλος καὶ ὡς παντουργὸς καὶ παντοδύναμος».
457. Ιω. Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Α΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 77-78. Συναφώς πρβλ. Β. Καλλιακμάνη, «Η συμβολική γλώσσα της Εκκλησίας», http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ig_kalliakmanis.pdf (2014), σ. 7. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 12 PG 94, 845C:«ἐκ πάντων τῶν ὄντων κατονομάζεται, καί ἐκ τῶν εναντίων· οἷον φωτός καί σκότους, ὕδατος καί πυρός· ἵνα γνῶμεν, ὅτι οὐ ταῦτα κατ’ οὐσίαν ἐστίν· ἀλλ’ ἔστι μέν ὑπερούσιος καί ἀκατονόμαστος· ὡς δέ πάντων τῶν ὄντων αἴτιος, ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ὀνομάζεται».
458. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1017D.
459. E. Artemi, ««In a man who loves wisdom the father will be glad» (Stromata A1). Clement's of Alexandria teaching about the cryptic philosophical tradition», De Medio Aevo 8 (2015/2), 131-142.
460. Αυτόθι.
461. Χρ. Τερέζη, Η θεολογική γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ. 41.
462. Αυτόθι, σ. 42, 73. Πρβλ. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί τῶν θείων ὀνομάτων, 2.7, PG 3, 669D-672A: «Τοῦτο γάρ ἐστι καί ἡ ἐν ἀγνωσίᾳ γνῶσις, ἐν ᾗ οὐδεμίαν ὁρῶμεν ἤ θέωσιν ἤ ζωήν ἤ οὐσίαν ἤ τι ἀκριβῶς ἐξισωθήσεται τῇ κατά πᾶσαν ὑπεροχήν ἐξῃρημένην αἰτία».
463. Χρ. Τερέζη, Η θεολογική γνωσιολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σ.48.
464. E. Artemi, ««In a man who loves wisdom the father will be glad» (Stromata A1). Clement's of Alexandria teaching about the cryptic philosophical tradition», De Medio Aevo 8 (2015/2), 131-142.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου