Του Ugo Ugazio.
2. Πνεύμα και χρόνος (συνέχεια)
Ο σκοπός όλου τού πράγματος είναι να αφαιρεθεί από τήν προαίρεση(τήν θέληση) τής συνειδήσεως, η απόφαση η οποία λαμβάνεται απέναντι στο "όν στην ολότητά του" και να κατανοηθεί σαν αλήθεια εκείνο μόνον που προαισθάνθηκε, πρόβλεψε και αποφάσισε τήν σκέψη! Στο βασικό σχέδιο τών θεμελίων τής Φιλοσοφίας, η σκέψη και η λέξη δέν βρίσκονται απέναντι σ'αυτό που θα'πρεπε να κατανοήσουν και να αναφέρουν, αλλά αυτό που λέγεται έχει την απαίτηση να υπερπηδήσει κάθε αναφορά και να είναι αυτό το ίδιο ένα συμβάν (Ereignis) στο πέρασμα απο το ελληνικό ξεκίνημα στο άλλο ξεκίνημα. Η σκέψη και η λέξη τής φιλοσοφίας θα ήταν αυτά τα ίδια μία ταλάντευση, με την έννοια ότι το μή-προσβάσιμο τής καταγωγής όπως το κατενόησαν οι Έλληνες είχε αφήσει την θέση του στον στοχαστή, σε μία μοναχική πορεία κατα μήκος τής οποίας η σκέψη δέν θα ήταν απέναντι σε εκείνο που θα έπρεπε να σκεφτεί και να πεί, αλλά θα ήταν αυτό το ίδιο η σκέψη του και ο λόγος του!
Γι'αυτόν τον λόγο, η ακρίβεια τής
αγγελίας αναφέρεται πάντοτε στην πρωταρχική αλήθεια, παρότι μ'έναν τρόπο
παράγωγο. Η ύπαρξη δέν είναι κάτι που μπορούμε να δούμε ή να φανταστούμε ούτε
ένας καθορισμός απλώς λογικός. Ο Χάϊντεγκερ διευκρινίζει ότι η ύπαρξη, διαφορετικά
απο την παρούσα ύπαρξη, τού Είναι και Χρόνος, δέν διατηρεί καμμία σχέση με το
όν. Για το Είναι και Χρόνος ο Χάιντεγκερ κατασκευάζει τώρα τον όρο oντικότης, ο
οποίος δείχνει αυτό που είναι γενικό για το όν και βρίσκει το θεμέλιο του στην
γνώση. Σε μία αλυσσίδα περασμάτων τα οποία συνδέουν το τέλος τής ελληνικής
σκέψης με τον μοντερνισμό, ενοποίησις και ταυτότης γίνονται θεμέλιο τής
επιστήμης: η στροφή την οποία πραγματοποίησαν ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς, ο Κάντ,
ο γερμανικός ιδεαλισμός, ανοίγει ταυτοχρόνως τον δρόμο στην ψυχολογία και στον
δικό της τρόπο να κατανοεί το θεμέλιο σαν απλή υποκειμενικότητα. Μετά την εμπειρία
τού μηδενισμού-εμπειρία στην οποία είχε αποδοθεί σαν αποτέλεσμα η εκμηδένιση
οποιασδήποτε ιεραρχίας στο όν-το ίδιο το Είναι επιστρέφει και απαιτεί το θεμέλιο
του! Η απασχόληση τής επιστήμης και τής μετα-φυσικής γίνεται τώρα αποκλειστικώς
η προσπάθεια να προσφέρει στο όν την σωστή θεμελίωση και να θέσει το Είναι στην
υπηρεσία του όντος, ακόμη και όταν το εννοεί σαν αιτία. Στην σκέψη τώρα πλέον
τίθεται το αίτημα να πραγματοποιήσει το πέρασμα το οποίο δέν είχαν κατορθώσει
οι Έλληνες και το οποίο είχαν εγκαταλείψει μαλλον υπέρ του όντος και μίας
γνώσεως η οποία αναφερόταν πρώτα απ'όλα στο όν.
Στην βιογραφία τού Χάιντεγκερ, αυτή η
προσπάθεια να επαναλάβει την πορεία την οποία είχαν εγκαταλείψει οι Έλληνες
αντιστοιχούσε κατά κάποιο τρόπο με μία μαζική επανεμφάνιση στο λεξιλόγιο τού Χάιντεγκερ του όρου "πνεύμα" και τών παραγώγων του. Εξ'άλλου ήδη η
προτελευταία παράγραφος τής εκδόσεως τού Είναι και Χρόνος είχε ανακαλέσει την
προσοχή στο "πνεύμα", με την πρόθεση να αποδείξει την ακαταλληλότητα
τού χρόνου που είχε αγκαλιάσει η μετα-φυσική, όπως παραδειγματικά παρουσιάζεται
στον Χέγκελ, σαν δεσμός τού Είναι και Χρόνος. Εννοείται ότι τό πλήρες σχέδιο τού Είναι καί Χρόνος στόχευε εξ'αρχής να υπερπηδήσει τα
γνωσιολογικά θεμέλια του Ιδεαλισμού και να πλησιάσει με εντελώς άλλο τρόπο το
θεμέλιο. Σε μία χειρόγραφη σημείωση σχετική με την παρ.18 καί αναφορικά
με το Dasein (την ύπαρξη Εδώ τώρα) το οποίο περιέχεται στο δικό του
Είναι μόνον καθόσον κάθε φορά απέστειλε τον εαυτό του στο όν που το
περιτριγυρίζει και το οποίο σημασιολογικά κατενόησε αυτό το όν σαν κόσμο ο
οποίος έρχεται πρός συνάντησή του, ο Χάιντεγκερ διευκρινίζει ότι αυτή η κίνηση
όμως δέν εννοείται σαν εγωϊστική πράξη ενός υποκειμένου αλλά σαν πράξη τής
πράξης.
Στον ιδεαλισμό διέφυγε τής προσοχής το
γεγονός ότι οι σχέσεις τής ικανοποιήσεως οι οποίες καθορίζουν τον κόσμο σαν
πλοκή σημασιών, λόγω τής απλότητος τους,δέν είναι "κάτι που τίθεται
κατ'αρχάς απο την σκέψη". Με άλλους λόγους ο ιδεαλισμός δέν έβλεπε πλέον
ότι εκείνο που ήταν θεμελιωμένο στην σκέψη δέν είχε καμμία ανάγκη να
αντιπαρατεθεί στο ιδιαίτερο και στο εκπτωτο. Ενάντια στον Χέγκελ ο οποίος
σκέφτεται ακριβώς στην πτώση του πνεύματος στον χρόνο, ο Χάιντεγκερ απαντά
κατ'αρχάς, ότι ο χρόνος για τον οποίο μιλά ο Χέγκελ είναι ο κοινός, κανονικός-για τον οποίο μάλιστα κάνει λόγο στο δεύτερο μέρος τής
Εγκυκλοπαίδειας, η οποία είναι αφιερωμένη στην φιλοσοφία τής φύσεως (s 254...)
και κατά δεύτερον, ότι η οντολογική συγγένεια του πνεύματος και του χρόνου-και
τα δύο είναι άρνηση της αρνήσεως, επομένως μία πρόοδος, δέν δικαιώνει την
"πτώση" παρά μόνον με την έννοια εκ νέου μίας ανομολόγητης προσλήψεως του επίπεδου χρόνου τής κοινότυπης συνειδήσεως : "έτσι όπως ο Χέγκελ δέν
διευκρινίζει την καταγωγή τού επιπέδου χρόνου αλλά τόσο δέν αναρωτιέται εάν η ουσιώδης σύσταση του πνεύματος σαν άρνηση τής αρνήσεως είναι εφικτή
διαφορετικά απο ότι είναι το θεμέλιο της καταγωγικής χρονικότητος". Οι
αντιρρήσεις τού Χάιντεγκερ τείνουν στην απόδειξη ότι η "συγκεκριμενοποίηση"
τού πνεύματος στην φύση και στην ιστορία δέν είναι καθόλου μία
"πτώση", διότι είναι η ίδια η ύπαρξη καθότι ριγμένη ακριβώς ώστε να
φανερωθεί απο την καταγωγή της ακόμη, σαν χρονικώς προσδιορισμένη. Το πνεύμα δέν
μπορεί να πέσει στον χρόνο, διότι η ίδια του η ύπαρξη είναι η πρωτογενής
χρονικοποίηση τής χρονικότητος! Είναι αλήθεια αντιθέτως ότι η ύπαρξη
πραγματικά, στην ανάπτυξη και πρόοδό της, πέφτει καθότι τυλιγμένη στο
περιττό, απο υπερβολική συσσώρευση του περιττού, έξω απο την πρωτογενή
αυθεντική χρονικότητα! Παρότι λοιπόν ο Χέγκελ είχε αναγνωρίσει περισσότερο απο
κάθε άλλον "τον σύνδεσμο ανάμεσα στον χρόνο εννοημένο στην κοινότυπη
σημασία και στο πνεύμα "παρ'όλα αυτά διέφυγε και σ'αυτόν, όπως ήδη στον
Αριστοτέλη και στον Αυγουστίνο, ότι η κοσμική χρονικότης-ο επίπεδος χρόνος της
κοινότυπης σημασίας-απαιτεί ένα επι πλέον οντολογικό ξεκαθάρισμα. Είναι δύσκολο
να πούμε εάν όλη η υπόλοιπη εργασία του Χάιντεγκερ ερεύνησε αυτό το ξεκαθάρισμα
ή εάν αναγκάστηκε με την σειρά του να ομολογήσει ότι είναι αδύνατον να προσφέρουμε
στον κοσμικό χρόνο το οντολογικό του θεμέλιο! Γνωρίζω ότι ο κοσμικός χρόνος
είναι επέκταση, είχε πεί ο Αυγουστίνος. (Εξ. 11,26).
Η κριτική στον Χέγκελ αποκαλύπτει ότι
η επιδίωξη, η οποία έμεινε ανικανοποίητη, τού Είναι και Χρόνος, ίσως ήταν η
πρόσληψη τής πρωτογενούς, καταγωγικής χρονικότητος χωρίς να μπερδευτεί με την
αυτοταυτότητα ενός όντος το οποίο μόνον δευτερευόντως θα είχε συλλάβει τον
εαυτό του στον χρόνο. Δέν είναι δύσκολο όμως να δούμε ότι, με κάποιες αλλαγές
τής ορολογίας ίσως αυτή ήταν και η επιδίωξη τού Χέγκελ, τού "πνεύματος" του Χέγκελ. Εξ'άλλου η κατηγορία εναντίον του Χέγκελ,
είναι ακριβώς ότι καθόρισε το πνεύμα και τον χρόνο με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή
σαν άρνηση της αρνήσεως και ότι άφησε οντολογικώς απροσδιόριστη την πτώση που
τα συνδέει. Το κάλεσμα στον "χρόνο" το οποίο αντλεί ο Χάιντεγκερ απο
το δεύτερο μέρος τής Εγκυκλοπαίδειας του Χέγκελ δέν είναι καθόλου μία εννοιολόγηση
τού Χρόνου, αλλά μόνο ένα αναγκαίο πέρασμα στην φιλοσοφία της φύσης. Ο Χέγκελ δέν
διακρίνει αντίθετα απο τον Χάιντεγκερ, τον κοινό κανονικό χρόνο, τον επίπεδο,
απο τον καταγωγικό χρόνο. Όταν όμως μιλά για την έννοια του χρόνου εννοεί
πάντοτε την κοινή επίπεδη έννοια!
Σ'αυτή ακριβώς την εννοιολόγηση
αντιπαραθέτει το πνεύμα! Μέ άλλους όρους, η Χάιντεγκεριανή εννοιολόγηση τής
χρονικότητος του Dasein (ύπαρξη τώρα) μοιάζει να συμφωνεί με του Χέγκελ, ενώ το
ερώτημα της Fundamentalontologie
(θεμελιώδους οντολογίας) έχει μία αντίθετη κατεύθυνση απο
την Εγελιανή.-
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου