Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Ένα σημαντικό βιβλίο "Υπέρ της των Πάντων Ενώσεως"

John Panteleimon Manoussakis, For the Unity of All. Contributions to the Theological Dialogue between East and West, Foreword Ecumenical Patriarch Bartholomew, (Cascade Books: Eugene, Oregon, 2015).

Η έκδοση του σημαντικού αυτού βιβλίου βλέπει το φως της δημοσιότητας λίγους μήνες προτού οι ορθόδοξες Εκκλησίες συνέλθουν σε σύνοδο έπειτα από αρκετούς αιώνες πανορθόδοξης συνοδικής «αφασίας», επιχειρώντας να μαρτυρήσουν την ενότητά τους, αλλά και σε μια εποχή κατά την οποία ο επίσημος διμερής διάλογος μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων έχει μάλλον περιέλθει σε αδιέξοδο, λόγω μεταξύ άλλων των παρελκυστικών πολιτικών από την πλευρά πολλών ορθοδόξων. Την αφορμή ωστόσο, για τη συγγραφή του έδωσε η επέτειος των 50 ετών από την ιστορική συνάντηση των Προκαθημένων των δύο Εκκλησιών (Πάπας Παύλος Στ' και Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας) στο Όρος των Ελαιών, μια κομβική στιγμή στη νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία. 
Ο π. Παντελεήμων Μανουσάκης, αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας στο καθολικό Κολλέγιο του Τίμιου Σταυρού.
Γραμμένο από την πένα του γνωστού λόγιου αρχιμανδρίτη Ιωάννη Παντελεήμονος Μανουσάκη, Αναπληρωτή Καθηγητή Φιλοσοφίας στο Κολλέγιο του Τίμιου Σταυρού στο Γούστερ (Worcester) των Η.Π.Α., έρχεται να συμβάλλει με έναν ιδιαίτερα ζωντανό και δυναμικό τρόπο στον πολύπαθο διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

Το παρόν βιβλίο χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο περιλαμβάνονται τρείς μελέτες και ένα παράρτημα όπου διαλαμβάνονται κρίσιμα ζητήματα, όπως το ζήτημα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου, η εκπόρευση του αγίου Πνεύματος, το πρωτείο του Πέτρου και το Διάταγμα της Β' Βατικανής Συνόδου Unitatis Redintegratio, τα οποία ανέκαθεν υπήρξαν εστία θεολογικών διαφοροποιήσεων, ή μάλλον αντιπαραθέσεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το δεύτερο μέρος αποτελείται από δυο μελέτες όπου εξετάζονται οι διαφορές στο θεολογικό ύφος μεταξύ των δυο παραδόσεων, σε σχέση με τον κτιστό και άκτιστο χαρακτήρα του θείου φωτός, τη σχέση μεταξύ θελήσεως και χάριτος, με επίκεντρο τη σκέψη του ιερού Αυγουστίνου και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή και Γρηγορίου Παλαμά.

Στην πολύ χρήσιμη, για την κατανόηση της σχετικής συζήτησης εισαγωγή, ο συγγραφέας διευκρινίζει από νωρίς το σημείο εκκίνησής του, που δεν είναι άλλο από την ίδια την καρδιά της εκκλησιαστικής ζωής, την λατρεία. Στοιχημένος με την θεμελιώδη από τη μια προτεραιότητα του lex orandi (και συγκεκριμένα με την «μεγάλη συναπτή» με την οποία αρχίζει κάθε ακολουθία) έναντι του lex crendendi, και από την άλλη με το βιβλικό κανόνα (Ιω. 17), ο Μανουσάκης ξεκαθαρίζει εξ αρχής τη θέση του, η οποία δεν είναι η υπεράσπιση ορισμένης ομολογιακής ταυτότητας, αλλά η διακονία της ενότητας. Στην προοπτική αυτή ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι υιοθετεί ένα είδος «οικουμενικής θεολογίας», (υιοθετώντας το σχετικό ορισμό του κορυφαίου λειτουργιολόγου R. Taft), η οποία δίνει έμφαση και προτεραιότητα σε ό,τι ενώνει και όχι σε αυτά που χωρίζουν (xiv). Αξιοποιώντας τις ερμηνευτικές δυνατότητες της σύγχρονης φαινομενολογίας, του κυρίαρχου αυτού ρεύματος στο πεδίο της ηπειρωτικής φιλοσοφίας τις τελευταίες δεκαετίες (όντας ο ίδιος άλλωστε μαθητής του επιφανούς Γάλλου φιλοσόφου J. - L. Marion), θα επιχειρήσει να προσφέρει μια σύνθεση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ (απατώντας έμμεσα στο κλασικό ερώτημα του Τερτυλλιανού). Είναι προφανές, ήδη από τις πρώτες γραμμές ότι ο Μανουσάκης θεολογεί με τρόπο «ειρηνικό», διαδηλώνοντας κάθε στιγμή και με κάθε τρόπο την εμμονή του να υπερβεί ερμηνευτικά παραδείγματα του παρελθόντος, αλλά και θεολογικές θέσεις που θεμελιώνονταν κατεξοχήν στη ρήξη και όχι στη σχέση. Η στάση του αυτή επηρεάζει και τη μεθοδολογία του, καθώς το ερμηνευτικό του εγχείρημα αποτελεί πρωτίστως περιληπτική έκφραση της ίδιας καθολικότητας της Εκκλησίας, και όχι μια άσκηση στην υπεράσπιση της ορθόδοξης ή της ρωμαιοκαθολικής πλευράς. Αυτή η αφετηριακή ανοικτότητα έναντι του άλλου τού επιτρέπει να αξιοποιεί κάθε δυνατή πηγή (είτε προέρχεται από την μια ή την άλλη χριστιανική παράδοση, όπως επίσης και τη σύγχρονη φιλοσοφία) προκειμένου να υπηρετήσει τη θεολογική ερμηνευτική του σαφήνεια, επέκεινα της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας, που έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο.
Στην πρώτη μελέτη του βιβλίου ο συγγραφέας ασχολείται ένα ιδιαίτερα λεπτό ζήτημα, με σαφείς σωτηριολογικές αναφορές, που αφορά στη σχέση της αειπαρθένου Μαρίας με την αμαρτία, στον ορίζοντα του δόγματος της άσπιλης σύλληψης όπως αυτό ορίστηκε από την Α' Βατικανή Σύνοδο. Το κεντρικό ερώτημα στην περίπτωση αυτή είναι, όπως σημειώνει ο θεολόγος μας, «το εάν η αμαρτία αποτελεί μια φυσική κατάσταση για τον άνθρωπο» (6). Στο ερώτημα αυτό, η ορθή αντίληψή μας για το πρόσωπο της Θεοτόκου δίνει εξάπαντος μια αρνητική απάντηση στον ορίζοντα της λειτουργικής παράδοσης της Εκκλησίας. Λαμβάνοντας μια λιγότερο ή περισσότερο ουδέτερη στάση ή καλύτερα μια απόσταση έναντι και των δυο παραδόσεων, ο συγγραφέας διερευνά το σημείο στο οποίο έγκειται η σχετική διαφοροποίηση δηλαδή, στο πότε, στον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου, με το οποίο συνδέεται η άσπιλη κατάσταση της Θεοτόκου: μετά την Σταύρωση του Χριστού, κατά την Κοίμησή της ή με τη σύλληψή της; Αφού εξετάσει τα σχετικά επιχειρήματα της παράδοσης (Ωριγένης, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιωάννης Δαμασκηνός, κ.ά.) θα προκρίνει την αρχή του «θεολογικού μαξιμαλισμού» στην προοπτική του οποίου η Παναγία είχε «από αιώνων» απαλλαγεί από κάθε είδος αμαρτίας. Υιοθετώντας μια εσχατολογική προοπτική (κι οντολογία) ο συγγραφέας θα τονίσει ότι η Θεοτόκος συνιστά ένα (εμπειρικό) παράδειγμα της νέας εν Χριστώ ανθρωπότητας, πρόκειται δηλαδή για ένα εσχατολογικό πρόσωπο, το οποίο δεν μπορεί (επί τη βάσει της Ενσάρκωσης) να εξακολουθεί να κρίνεται με βάση κατηγορίες του πτωτικού κόσμου, ή βιολογικούς όρους (12). Συνεπώς υπό το φως αυτό είναι ο ίδιος ο Χριστός που «γεννά» τη Θεοτόκο και μέσω αυτής ολάκερη την ανθρωπότητα. Η ελευθερία της από την προπατορική αμαρτία, αλλά κι από κάθε αμαρτία, συνιστά αποτέλεσμα του λυτρωτικού έργου του ίδιου του Χριστού, όταν αυτό ιδωθεί μέσα από μια εσχατολογική ματιά. Η ρηξικέλευθη λύση που προτείνεται από το συγγραφέα στον ορίζοντα μιας εσχατολογικής οντολογίας (όπου το έσχατο κρίνει και αναδεικνύει την αλήθεια του όντος) η οποία προσδιορίζεται από το πρόσωπο και το απολυτρωτικό έργο του ίδιου του Χριστού και σε συστοιχία με το lex orandi, αν και δεν ακολουθεί τη λογική του καινοφανούς παπικού δόγματος, ή δεν φαίνεται να βρίσκει αναλογίες τόσο μεταξύ σημαντικού αριθμού εκκλησιαστικών συγγραφέων της Δύσεως, όπως λ.χ. ο άγιος Βερνάρδος, ή οι μεγάλοι σχολαστικοί του 13 και 14ου αιώνα, αλλά και μεταξύ εκπροσώπων λ.χ. της νεώτερης ορθόδοξης θεολογίας (Π.Τρεμπέλας, Ν. Ματσούκας, κ.ά), θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο σύγκλισης μεταξύ των δυο σχετικών θεωρήσεων.

Το δεύτερο κείμενο καταπιάνεται με ένα κλασικό ζήτημα, αυτό της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος, το οποίο έχει από αιώνες προκαλέσει έντονα προβλήματα στις διαχριστιανικές σχέσεις. Ο συγγραφέας από την αρχή δηλώνει με παρρησία ότι θεωρεί προβληματικές τις θέσεις και των δυο παραδόσεων (15). Το πρόβλημα που υπονοείται πίσω από τη σχετική συζήτηση αφορά στις ενδοτριαδικές σχέσεις μεταξύ του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Με άλλα λόγια, ο Υιός διαδραματίζει κάποιο ρόλο ή όχι στην εκπόρευση από τον Θεό Πατέρα του αγίου Πνεύματος; Αν και η παράδοση της Ανατολής δεν φάνηκε να καταπιάνεται (η απόπειρα του ιερού Φωτίου, πολεμική στον χαρακτήρα της, δεν συζητάει το ρόλο του Υιού) και εξακολουθεί να μην ασχολείται με το ζήτημα αυτό (καθώς κατά βάση κυριαρχεί ο πολεμικός χαρακτήρας), η Δύση από πολύ νωρίς επιχείρησε να διευκρινίσει τη μεταξύ τους σχέση. Ο Μανουσάκης με τη βοήθεια του ιερού Αυγουστίνου αποπειράται να προτείνει μια δυνατότητα υπέρβασης του αδιεξόδου, καθώς η διπλή εκπόρευση που προτείνει ο μεγάλος πατέρας της Δύσης, από τη μια διασφαλίζει την πατρική μοναρχία (που δηλώνεται με τον όρο «εκπόρευση»), βασικό στοιχείο του δόγματος τόσο σε Ανατολή όσο και Δύση, ενώ ταυτόχρονα επεξηγεί το διαμεσολαβητικό ρόλο του Υιού (που δηλώνεται με τον όρο procedere, «προχωρείν»). Πρόκειται για απόπειρα πατερικής σύνθεσης των δύο παραδόσεων σε Ανατολή και Δύση στο επίπεδο της Θεο-λογίας, που διακρίνεται από το εγχείρημα του Μάξιμου του Ομολογητή, ο οποίος δείχνει να δικαιώνει μια κατανόηση του filioque στο επίπεδο της Οικονομίας, της δράσης της αγίας Τριάδος στον κόσμο. Δυστυχώς η στείρα αντιπαλότητα δεν έχει επιτρέψει, παρά τις ελπιδοφόρες πρόσφατες προσπάθειες επανερμηνείας, στην εκ μέρους των ορθοδόξων αξιοποίηση της κληρονομιάς του Αυγουστίνου, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην τριαδική του θεολογία, του οποίου οι σχετικές εννοήσεις κρίνονται (ήδη από τον ίδιο τον Φλωρόφσκυ) ότι βρίσκονται περισσότερο κοντά με τους Καππαδόκες Πατέρες, από ό,τι φανταζόταν η κυρίαρχη ακόμη πολεμική ρητορική λ.χ. ενός Λόσκυ ή ενός Ρωμανίδη.

Ο Μανουσάκης με το τρίτο κείμενο του πρώτους μέρους φαίνεται ότι φτάνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει τις πιο σοβαρές διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης, στο βαθμό που τα δυο προηγούμενα θέματα εξαρτώνται απόλυτα από την εξουσία του Ρωμαίου Ποντίφικα να περιβάλει με δογματικό κύρος νέες διδασκαλίες. Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας μας ξετυλίγει με μαεστρία το θεολογικό του οπλισμό στην επιχειρηματολογία του υπέρ της ανάγκης του πρωτείου στην Εκκλησία, μια ανάγκη που υπαγορεύεται τόσο από την ίδια τη δομή της Εκκλησίας όσο και από την ιστορική εμπειρία της. Θέτοντας ως προϋπόθεση την απαράβατη θεολογική αρχή του προσώπου, που βρίσκει εφαρμογή τόσο σε επίπεδο τριαδικής θεολογίας, χριστολογίας όσο και εκκλησιολογίας, ο Μανουσάκης θα καυτηριάσει χωρίς ενδοιασμό τις κυρίαρχες τάσεις στον ορθόδοξο χώρο που, επιθυμώντας να αντιπαρατεθούν προς το πρωτείο του Πάπα, αναζητούν ή κατασκευάζουν ποικίλες εστίες ενότητας, όπως την αυθεντία της Οικουμενικής Συνόδου, την κοινή πίστη, την κοινή λειτουργική πρακτική, ή το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού. Στη συνάφεια αυτή θα ασκήσει επίσης αυστηρή κριτική στο πνεύμα του αντι-παπισμού (θα χαρακτηριστεί ως «αίρεση») που τείνει να καθορίζει την ορθόδοξη ταυτότητα, σημειώνοντας ότι η απουσία ενός πρωτείου, όπως του Ρώμης, εντός της Ορθοδοξίας, συνιστά σήμερα το βασικό της πρόβλημά στην πορεία του διαλόγου. Ωστόσο, ενώ σε ολάκερο το βιβλίο η θεολογική αφετηρία κατέχει την προτεραιότητα στην προσέγγιση των επιμέρους θεμάτων, προκαλεί εντύπωση η έμφαση που δίνεται από το συγγραφέα στη διοικητική ανισότητα μεταξύ συγκεκριμένων πόλεων στις οποίες προ-ίστανται επίσκοποι (ο Ρώμης, κ.λπ.), έστω κι αν αυτή (η ορισμένη τάξη) περιβλήθηκε με το κύρος αποφάσεων διαφόρων Οικουμενικών Συνόδων. Εδώ υποδηλώνεται η περίφημη «αρχή της προσαρμογής (principle of accommodation)» (F. Dvornik), η οποία υιοθετεί την κρατούσα, σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, πολιτική οργάνωση προκειμένου να δικαιώσει (και εκ των υστέρων) ορισμένη εκκλησιαστική τάξη. Αν και η ιεραρχία και το πρωτείο έχουν σαφείς δογματικές (αγία Τριάδα), βιβλικές (Πέτρος) και άλλες καταβολές και βάσεις δεν είναι δυνατό ωστόσο, να επιχειρείται να δικαιολογηθεί με αφετηρία εξω-θεολογικά κριτήρια, τα οποία κάλλιστα δύνανται να αντιστραφούν, από μια μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδο. Ασφαλέστερο κριτήριο για τη διασφάλιση της ενότητας και των μεταξύ των επιμέρους ορθοδόξων Εκκλησιών σχέσεων, θα μπορούσε να αποτελέσει εδώ η αποστολικότητα ενός θρόνου, τόσο στην ιστορική όσο και στη θεολογική προοπτική της. Την ίδια στιγμή ο Μανουσάκης θα κάνει επίκληση της βαθιάς διασύνδεσης μεταξύ πρωτείου και καθαυτό θεολογίας που προτείνεται από τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα στο πεδίο της Ευχαριστίας, προκειμένου να υπερασπιστεί τον προσωπικό χαρακτήρα του πρωτείου, ως απαράβατο στοιχείο που αποτρέπει την διασύνδεσή του με φυλετικά ή εθνικά κριτήρια, ενώ θα στοιχηθεί μαζί του στην πεποίθηση ότι το πρωτείο συν-υποδηλώνει αναγκαία ορισμένη μορφή άσκησης εξουσίας και δεν μπορεί να θεωρείται απλά ως «πρωτείο τιμής», μια στάση που πολύ αγαπά η πλειονότητα των νεώτερων ορθόδοξων θεολόγων. Ο συγγραφέας μας δεν θα αποφύγει να εμπλακεί και στη συζήτηση για την κατανόηση και την ανάγκη του πρωτείου σε ενδο-ορθόδοξη προοπτική, με το σκεπτικό ότι εφόσον δεν υπάρχει κοινή ενδο-ορθόδοξη αντιμετώπιση του θέματος αυτού, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στο διαχριστιανικό επίπεδο. Στο σημείο αυτό δεν θα αποφύγει τις νύξεις για μια «γεω-πολιτική» και «εθνική» ερμηνεία του όλου θέματος από την πλευρά του Πατριαρχείου της Μόσχας, σημειώνοντας πολύ ορθά (στον αντίποδα, ωστόσο της υπερέξαρσης της διοικητικής ανισότητας μεταξύ των θρόνων και επισκόπων) ότι το ζήτημα του πρωτείου δεν είναι θέμα αριθμητικής ποσότητας και ισχύος αλλά ποιότητας, που αφορά στο ίδιο το είναι, την ταυτότητα της Εκκλησίας.
Στο παράρτημα του πρώτου μέρους ο συγγραφέας αποπειράται μια νέα ανάγνωση και συγκαιρινή αποτίμηση της περίφημης εγκυκλίου Unitatis Redintegratio που αφορά στη σχέση της Καθολικής Εκκλησίας με τις λοιπές χριστιανικές παραδόσεις, ένα κείμενο στο οποίο κανείς θα μπορούσε να εντοπίσει προφητικές υποδηλώσεις στον «πνευματικό οικουμενισμό», ή τον «οικουμενισμό του μαρτυρίου» όπως πραγματώνεται στις μέρες μας με το διαρκές μαρτύριο των χριστιανών στις περιοχές της Μ. Ανατολής.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αν και περιλαμβάνει μονάχα δυο κεφάλαια είναι εκτενέστερο, καλύπτοντας το ήμισυ της εκτάσεώς του. Το πρώτο κείμενο σχετίζεται με μια συγκριτική ή μάλλον συνθετική θεώρηση της αυγουστίνειας και παλαμικής προσέγγισης της φύσεως και του χαρακτήρα του θείου φωτός, με άλλα λόγια της φύσης και του χαρακτήρα των θεοφανειών της Παλαιάς Διαθήκης. Αν και μάλλον με κάποια υπερβολή ο Μανουσάκης θα σημειώσει ότι στο θέμα αυτό οι οπτικές διακρίνονται σε δυο στρατόπεδα αυτό που ακολουθεί τον Αυγουστίνο και εκείνο που αντιτίθεται στον μεγάλο Λατίνο Πατέρα (51), ενώ έμμεσα θέτει το πλαίσιο του διαλόγου με όρους νεωτερικότητας (δυτική άποψη) και προ-νεωτερικότητας (ανατολική άποψη). Στην απόπειρα υπέρβασης της φαινομενικής αντίθεσης, ο συγγραφέας θα αξιοποιήσει ως οδηγό ένα σημαντικό ρωμαιοκαθολικό θεολόγο τον Hans urs von Balthasar. Αυτό που φαίνεται ότι διακυβεύεται στην περίπτωση αυτή δεν είναι απλά η επιλογή διαφορετικής ερμηνευτικής προοπτικής, όσο η ίδια η δυνατότητα της θεανθρώπινης κοινωνίας, ή με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, η δυνατότητα της «εμπειρίας του Θεού».

Το ερώτημα που υποκρύπτεται πίσω από τις θεοφάνειες της Π.Δ. αφορά στο ποιος και το πώς της θείας φανέρωσης. Ενώ για τους Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας η απάντηση φαινόταν απλή, καθώς αφορούσε στην ίδια την ενσάρκωση, δίνοντας έμφαση στο ερώτημα του ποιος, με τον Αυγουστίνο, λόγω διαφορετικών ιστορικών αφορμήσεων η συζήτηση στρέφεται στο πως ο Θεός φανερώνεται στους προφήτες και τη Κτίση. Έτσι αρχίζει να διαμορφώνεται μια βασική αντίθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης που κάποτε θα λάβει και ριζικές διαστάσεις. Από την μεριά μια για τον Αυγουστίνο τα μέσα φανέρωσης του Θεού είναι η ίδια η δημιουργία μεταμορφωμένη από το άγγιγμα του, ενώ για τον Παλαμά αυτό που παρουσιάζεται, φανερώνεται στη δημιουργία είναι ο ίδιος ο Θεός. Μοιάζει στην περίπτωση αυτή να υπάρχει πλήρης ασυνεννοησία μεταξύ των δυο προσεγγίσεων, στο βαθμό που επιχειρούν να απαντήσουν σε διαφορετικά ερωτήματα. Ενώ και οι δυο παραδόσεις συμφωνούν, λίγο πολύ, στην απάντηση του ποιος είναι πίσω από τις θεοφάνειες, το κρίσιμο ερώτημα που δημιουργεί και την διαφοροποίηση φαίνεται ότι εντοπίζεται στο ερώτημα του πως της θεοφανείας. Αν και οι δυο παραδόσεις θα συμφωνήσουν ότι τα μέσα με τα οποία φανερώνεται ο Θεός είναι κάτι περισσότερο από απλά φυσικά φαινόμενα, το πρόβλημα εμφανίζεται όταν επιχειρείται η ερμηνευτική προσέγγιση της σχετικής ορολογίας που αξιοποιείται από πλευράς Αυγουστίνου προς την κατεύθυνση αυτή, στο βαθμό που κάνει λόγο για κτιστά (creatura) σύμβολα ή σημεία. Η αμφίσημη αυτή ορολογία του ιερού Πατέρα της Δύσης σε συνδυασμό με τη συχνή προβολή στο έργο του της περίφημης διάκρισης μεταξύ θείας ουσίας και ενεργειών (που αποβαίνει συχνά το απόλυτο κριτήριο ορθοδοξίας), οδηγεί τους ορθοδόξους σε παρανόηση της βαθύτερης διάθεσης του ιερού Αυγουστίνου. Μελετώντας προσεκτικά το έργο του, ο Μανουσάκης σημειώνει ότι ο επίσκοπος Ιππώνος επιθυμεί να βεβαιώσει την αλήθεια των θεοφανειών και όχι απαραίτητα τον κτιστό χαρακτήρα τους. Η προτεινόμενη διπλή λεπτή διάκριση (μεταξύ αληθινού - φανταστικού και αληθινού - φυσικού), όπως και η ερμηνεία του creatura με όρους αληθινού, από το συγγραφέα μας, δύναται να συμβάλει στην υπέρβαση παγιωμένων πεποιθήσεων που πόρρω απέχουν από τις βαθύτερες αντιλήψεις των πρωτογενών συγγραφέων που συχνά οφείλονται σε ετεροχρονισμένες και ιδεολογικές αναγνώσεις. Επομένως αυτό που επιδιώκει να αναδείξει ο ιερός Αυγουστίνος δεν είναι ο δήθεν κτιστός χαρακτήρας της θεοφάνειας, γεγονός που θα καθιστούσε προβληματική την ίδια τη θεανθρώπινη κοινωνία, όσο η δια της κτίσεως φανέρωση του Θεού, γεγονός που καθιστά ολάκερη τη κτίση (κι όχι μονάχα τον πνευματικό κόσμο) δεκτικό της θείας παρουσίας. Ανάλογες ερμηνείες που προσδίδουν στην υλική δημιουργία την (εγγενή;) δυνατότητα να φανερώνει τον Θεό, απηχούνται μεταξύ άλλων λ.χ. στον Γρηγόριο Παλαμά, όπου γίνεται λόγος για τον «όλον άνθρωπο», όσο και σε νεώτερες εκφάνσεις της ορθόδοξης θεολογίας, όπως τον π. Σέργιο Bulgakov, ή τον Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστο Ware, που κάνουν λόγο για έναν χριστιανικό «πανενθεϊσμό» (ο Θεός βρίσκεται μέσα σε όλα και όλα μέσα στον Θεό στον αντίποδα με τον πανθεϊσμό όπου τα πάντα είναι Θεός και vice versa). Στην προσπάθεια του να επεξηγήσει ακόμη παραπέρα τον χαρακτήρα των θεοφανειών ο Μανουσάκης θα καταφύγει στην φαινομενολογία (Husserl), ως την πλέον κατάλληλη γλώσσα προκειμένου να «μεταφράσει» (J. Habermas) την εκκλησιαστική εμπειρία στο σύγχρονο κοσμοείδωλο. Σε ενδεχόμενη αντίρρηση ορισμένων ότι μονάχα η ελληνική φιλοσοφία με την καθαρά οντολογική της γλώσσα αποτελεί το κανονιστικό και το πλέον κατάλληλο εργαλείο για την εκάστοτε ενσάρκωση και διατύπωση του ευαγγελικού λόγου στην περιβάλλουσα πραγματικότητα (λ.χ. διάφοροι επίγονοι του Φλωρόφσκυ), ο Μανουσάκης αποδεικνύει ότι αυτό δεν είναι ολάκερη η αλήθεια, καθώς όπως έκαναν και οι Πατέρες, είναι δυνατή σε κάθε εποχή και μια νέα σύνθεση με τη χρήση της φιλοσοφίας της εποχής, αρκεί να διασώζονται οι απαράβατοι παράμετροι μιας τέτοιας συνάντησης, δηλ. η ιστορικότητα και λογικότητα της πίστης. Εμμένοντας στον Χαλκηδόνιο όρο του «αδιαιρέτως και ασυγχύτως», ο Μανουσάκης δείχνει ότι οι φαινομενικά διαφορετικές οπτικές είναι κατ' ουσίαν συμπληρωματικές, καθώς από την πλευρά του Θεού αυτό που φανερώνεται στην θεοφάνεια δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον ίδιο το Θεό, το άκτιστο, ενώ την ίδια στιγμή από την πλευρά της κτίσης η ίδια η αποκάλυψη δεν μπορεί παρά να διαμεσολαβηθεί από την ίδια την κτίση και την υλικότητα. Η φαινομενολογία θα δώσει στο θεολόγο μας τα εργαλεία εκείνα με τα οποία θα μπορέσει να προχωρήσει σε μια πολύ κρίσιμη διάκριση μεταξύ φυσικού και αισθητού. Η θεοφάνεια, αν και παραμένει άκτιστη στη ουσία της, δεν μπορει παρά να γίνεται αισθητή, διαφορετικά αυτό που διακυβεύεται είναι εξάπαντος η πραγματικότητα της θεανθρώπινης κοινωνίας.

Το τελευταίο κείμενο σχετίζεται με την αυγουστίνεια και μαξιμιανή προσέγγιση στο ζήτημα της θελήσεως και της χάριτος. Και εδώ ο συγγραφέας μάς εφιστά την προσοχή στην διαφορετική προοπτική και πλαίσιο θεώρησης του ζητήματος από τους δυο κορυφαίους χριστιανούς στοχαστές. Ενώ για τον Αυγουστίνο, που βρίσκεται σε διάλογο με τον Πελάγιο, το πρόβλημα τίθεται με τους όρους της σχέσης μεταξύ θελήσεως και θείας χάριτος, για τον Μάξιμο που αντιμετωπίζει τις χριστολογικές προκλήσεις για τις δυο φύσεις του θείου Λόγου, το ζήτημα τίθεται γύρω από τη σχέση θελήσεως και φύσεως. Κι εδώ όπως και στα προηγούμενα κείμενα, ο Μανουσάκης επιχειρεί μια συναφειακή ανάγνωση των Πατέρων, καθώς τους εντάσσει στο πλαίσιο της εποχής τους σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, αποφεύγοντας να τους προσεγγίσει σε ένα οιωνοί μεταφυσικό διηνεκές. Η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση θα δείξει ότι και οι δυο θεολόγοι της πρώτης χιλιετίας βρίσκονται κατά βάση σε συμφωνία, αν και προσεγγίζουν το ίδιο θέμα από διαφορετική οπτική γωνία. Ενώ ο Μάξιμος εξετάζει το όλο ζήτημα σε μια κοσμολογική προοπτική (από την ιστορία προς τα έσχατα), κι ο Αυγουστίνος με τις ψυχολογικές του τριάδες επιλέγει να στρέψει την προσοχή του στον έσω άνθρωπο, και οι δυο προϋποθέτουν μια διαλεκτική μεταξύ φύσεως και θελήσεως.

Το βιβλίο του Μανουσάκη είναι ιδιαίτερα σημαντικό από πολλές πλευρές: πρόκειται για μια από τις λίγες απόπειρες ορθοδόξων να θεολογήσουν και να στοχαστούν από μια μη ομολογιακή προοπτική, υπερβαίνοντας τις ακρότητες και τα ιστορικά αδιέξοδα ή αστοχίες και των δυο παραδόσεων. Χωρίς να είναι μια πολεμική μελέτη διαθέτει ένα κριτικό χαρακτήρα, είναι με άλλα λόγια μια ειρηνική επανατοποθέτηση πάνω σε βασικά θέματα που αφορούν στην ίδια την εμπειρία της θεανθρώπινης κοινωνίας. 0 συγγραφέας καταπιάνεται και δοκιμάζεται με τα πλέον φλέγοντα ζητήματα που κρατούν το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής και της Δύσης σε απόσταση εμποδίζοντας την ποθούμενη ένωση, καθώς ιστορικές παρερμηνείες, αναχρονιστικά ερμηνευτικά κριτήρια νοθεύουν ή συσκοτίζουν την καθαρότητα, την πολυφωνία αλλά ενίοτε και τη βαθύτερη συμφωνία της παράδοσης. Την ίδια στιγμή επιχειρεί με το δικό του τρόπο μια πρωτοποριακή σύνθεση, καθώς με τη χρήση της φαινομενολογίας ως εργαλείου στοχεύει στην εκ νέου μετάφραση της εκκλησιαστικής εμπειρίας σε γλώσσα συμβατή με τον άνθρωπο της ύστερης νεωτερικότητας, υπερβαίνοντας τυχόν υπόρρητες αγκυλώσεις της Ορθοδοξίας στην προνεωτερικότητα. Η έμφασή του, εξάλλου, στην προσωποκεντρική προοπτική ως βασικού ερμηνευτικού άξονα, απόρροια της δογματικής πίστης της αδιαίρετης Εκκλησίας, συμβάλει αποφασιστικά στην υπέρβαση ακροτήτων που συχνά εμφιλοχωρούν και στις δυο παραδόσεις. Τέλος το lex orandi, η προτεραιότητα της λατρείας, η εμπειρία της κοινότητας, έναντι των (θεωρητικών) δογματικών διατυπώσεων αναδεικνύεται και πάλι ως η ασφαλής αφετηρία προσέγγισης επιμέρους ζητημάτων που χωρίζουν τους χριστιανούς. Μπορεί άραγε κάποιος να συνεχίζει το κυνήγι μαγισσών αντί να αθλείται στον καλό αγώνα της συμφιλίωσης, εφόσον μετέχει στο κοινό ποτήριο της θείας λειτουργίας όπου ο ιερουργός εύχεται υπέρ «της των πάντων ενώσεως»; Το ερώτημα αν και ρητορικό είναι βαθιά υπαρξιακό και καθορίζει, θα λέγαμε, τη ίδια μας τη θέση, ως ατομικότητες (πρόσωπα) και ως συλλογικότητες (εκκλησιαστικές κοινότητες), μέσα στο σχέδιο της θείας Οικονομίας.


Νικόλαος Ασπρούλης, Μάστερ θεολογίας, Υπ. Δρ. Φιλοσοφίας ΕΑΠ, Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και περιοδικού Θεολογία.

Πηγές:www.amen.gr/ και apologitikaa.blogspot.com

ΣΧΟΛΙΟ: Ας πούμε μόνο ότι η νέα εκκλησία μέ τήν ιδεολογία "τής τών Πάντων Ενώσεως" καταργεί ή υπερβαίνει, όπως πιστεύει καί ο διαμαρτυρόμενος Μανουσάκης, τήν Αποκάλυψη ή τήν Δευτέρα Παρουσία. Κάποιος πρέπει νά τού μιλήσει γιά τούς Χιλιαστές, τού ανθρώπου. Μελέτησε λέει καί τίς σκέψεις τού Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού. Ομολογούνται οι σκέψεις;

Αμέθυστος


6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δηλαδή οι ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ παντού θα υποχωρούν όπως οι πολιτικοί δεν πειράζει το ένα το άλλο στο δόγμα μόνοι μας να ανοίξουμε τις κερκόπορτες ...

χαλαρωσε είπε...

Το βιβλίο του Μανουσάκη είναι ιδιαίτερα σημαντικό από πολλές πλευρές: πρόκειται για μια από τις λίγες απόπειρες ορθοδόξων να θεολογήσουν και να στοχαστούν από μια μη ομολογιακή προοπτική, υπερβαίνοντας τις ακρότητες και τα ιστορικά αδιέξοδα ή αστοχίες και των δυο παραδόσεων.

πρόκειται για μια από τις λίγες απόπειρες ορθοδόξων να θεολογήσουν και να στοχαστούν από μια μη ομολογιακή προοπτική

αζαξ ο ασπρουλης. Ολα τα κανει αορατα.

Ανώνυμος είπε...

Χαράμισα πάνω από 1 ώρα για να διαβάσω προσεκτικά το κείμενο προσπαθώντας να βρω κάποια αλήθεια που να στηρίζει όλες αυτές τις προσπάθειες "κάλυψης" των οικουμενιστικών αθλιοτήτων του "Σουλτάνου".
Τελικά το μόνο που μου έμεινε μία ώρα μετά, είναι το καλοβαμμένο μαλλί του συγγραφέα.

amethystos είπε...

Γειά σου φίλε. Αυτό πού ακούμπησες είναι η φαινομενολογική μέθοδος εργασίας η οποία μέ τήν επιρροή τού Χούσσερλ αντικατέστησε τήν φιλολογική- φιλοσοφική μέθοδο πού ίσχυε πρίν τήν επικράτησή της. Υπήρξε ένα μεσοδιάστημα στό οποίο εδραιώθηκε η υπέρβαση τής φιλολογίας στό οποίο είχε επικρατήσει η ιστορική μέθοδος. Η φαινομενολογία κατήργησε τήν ουσία. Καί στήν θέση τού συντακτικού,στό οποίο βασίστηκε η κλασσική φιλολογία καί τήν άντληση τού νοήματος,έβαλε τήν γραμματική. Οπου ο κανόνας δημιουργείται από τήν ομοιότητα τών πολλών, από τό κοινό τής πολλαπλότητος, πού δίνει τήν ενότητα επιτρέποντας καί τήν ύπαρξη εξαιρέσεων. Οπου κατατάσσονται τά Πρόσωπα, οι μεγαλοφυίες, τά τζίνιους, οι προορισμένοι, οι δημιουργοί πεπρωμένων, οι ταγοί τής ιστορίας, οι εκσυγχρονιστές. Φαινομενολογία σημαίνει ενότης. Ακριβώς η τών πάντων ένωσις, βάσει τού κοινού παρονομαστού. Είναι ψυχική λειτουργία, ψυχικών ανθρώπων.Αυτή η Δύση πού έφτασε μέχρι τών ημερών μας δημιουργήθηκε διά χειρός Αυγουστίνου. Μόνη διαφορά ότι η ψυχή τού Αυγουστίνου διέθετε νού. Η σημερινή νοησιαρχία διαθέτει αντί γιά νού σύστημα καί μέθοδο, πού τήν συγγενεύει μέ τό πνεύμα φιλαρχίας. Η αλήθεια, όπως μάς τήν αποκάλυψε ο Κύριος καί τήν γνώρισαν καί πολλοί από τούς Αγίους Του, λέγεται ΜΟΝΑΣ Η ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ.
Τό κοσμικό φρόνημα, μάς τό αποκάλυψε μιά γιά πάντα ο Ηράκλειτος καί η ΑΡΧΗ ΤΟΥ βρίσκεται στόν λόγο του, ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΣ. Η ιστορία υποτίθεται ότι προσπαθεί διά τής κατακτήσεως τών αντιμαχομένων νά εδραιώσει τήν ειρήνη, τόν θρίαμβο, τήν αποθέωση τού πολέμου. Εναν μή-πόλεμο. Στήν οποία ειρήνη στεφανώνεται ο νικητής ο οποίος φέρει τό τέλος τού πολέμου καί τό τέλος τής ιστορίας. Οπου επιτυγχάνεται η ένωση τών αντιθέτων. Αυτή η ιστορία θά ολοκληρωθεί στόν Αντίχριστο. Η Μεταφυσική ελπίδα πού στηρίζει τόν θρίαμβό του είναι η υπόσχεση τής εξασφαλίσεως τού παραδείσου.Θά είναι καί ο ολοκληρωτικός θρίαμβος τών ιδεολογιών επί τού νοητού κόσμου, τού δευτέρου πλού καί επί τής ανθρωπίνης φύσεως. Γι' αυτό σήμερα η πολιτική υπόσχεται κάποιο είδος παραδείσου καί η Μεταπατερική θεολογία είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Πολύ κατατοπιστικό και διαφωτιστικό το σχόλιο του αδελφού Αμεθύστου.Διαλύει τις χίμαιρες.

Παναγιώτης Νούνης (Panagiotis Nounis) είπε...

Εὐχαριστῶ ἀδελφέ μου διά τήν παραπομπή στό ἱστολόγιο μου ἰδοῦ καί ἡ κριτική μας ἐπί τῆς βιβλιοπαρουσίασις τοῦ Οἱκουμενιστικοῦ Μανιφέστου περί τοῦ ἀνάλογου "Πρωτείου διακονίας" τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Πατριάρχη μας κ. Βαρθολομαίου.

Κάπως πρέπει νά συγκαλυφθεῖ, θελογικῶς, ὁ νοσηρός Κληρικαλισμός καί ἡ Δεσποτοκρατεία... τρανό παράδειγμα ὁ πάπας τῆς Ρώμης.

Σημειώνω στό κριτικόν δοκίμιον μας: Ἡ βιβλιοκρισία, ἀσκεῖτε ὑπέρ τινός κακοδόξου καί ἀκαδημαϊκοῦ ἐγχειρίδιου μέ τίτλον “For the Unity of All” («Ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἐνώσεως»), τό ὁποῖο συγγράφει κάποιος Ἀρχιμανδρῖτης-δυστυχῶς- ὁ π. Παντελεήμων Μανουσάκης.

Δέν εἶχα σκοπόν νά ἀσχοληθῶ, μέ τό ἐν λόγω ἐγχειρίδιον, μιᾶς καί δέν τό μελέτησα ἀκόμη, ἀλλά ἡ ἐν λόγῳ βιβλιοκρισία του μέ ὡθεῖ νά καταγράψω κάποιες σκέψεις πρός προβληματισμό μας. Ἐξάπαντος θέλω νά πῶ, ὅτι μέ ἐνόχλησε ὁ τίτλος τῆς ἀναρτήσεως, πρώτιστα, καί ἔπειτα τό περιεχόμενον τῆς βιβλιοκρισίας.

Προσπαθῶ νά συνειδητοποιήσω καί νά καταλάβω δηλ., γιά ποιόν σοβαρό Χριστιανό, καί ἐννοῶ τοῦς νόρμαλ Ὀρθόδοξους, καί διά τίνα λόγον, νά εἶναι σημαντικό, ἕνα οἰκουμενιστικό βιβλίο «ὑπέρ τῆς ἐνότητας» τῶν ἀπανταχοῦ ἑτερόδοξων Χριστιανῶν μετά τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, μιᾶς καί ἡ δῆθεν ἐνότητα, πού προπαγανδίζεται ἀδιακρίτως καί γενικῶς, ἐκ τῶν Συγκρητιστῶν ταγῶν, εἶναι μία ψευδώνυμος καί ψευδεπίγραφη ἐνότης, ἐκ θεμελίω ἀπροϋπόθετη ἐνότητα, δηλ. ἐνότητα διά τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους!

Ἐξάπαντος προσωπικά θεωροῦμεν, ὅτι θά πρέπει κάποτε, νά διακρίνομεν καλῶς, ὅσο δυνάμεθα δηλαδή, τά ἑξῆς βασικά: τήν κατά Θεόν ἐνότητα, ἀπό τήν κατά διαόλου ἐνότητα· τήν Εὐαγγελική καί ἱερά ἐνότητα, ἀπό μίαν ἀντιχριστιανική καί ἀνίερη-κάκιστη ἐνότητα, μιᾶς καί ἡ οὐσία, ἤ καί ὁ αὐτοσκοπός, δέν εἶναι μονοσήμαντα ἡ ἐνότητα καθ΄ἑαυτή, ἀλλά κυρίως, τό πρόσωπον πού θά ἐπιλέξωμεν τήν αἱώνια ἔνωση. Τέτοιαν ἀδιάκριτον, ἀπροϋπόθετον καί συγκρητιστικήν ἐνότητα «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἐνώσεως» ἐπιθυμοῦσιν: ἐξάπαντος καί οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, μιᾶς καί αὐτές εἶναι ἐνωμένες, ὑποκάτω τῆς σατανικῆς ἐξουσίας τοῦ “Πάπα τῶν δαιμoνίων”, τοῦ ἀρχέκακου «Πρώτου» καί «Ἀλάθητου» Ἐωσφόρου, διά ἀπώτερον στόχον καί σκοπόν του, τῆς τῶν πάντων Κολασμένων ψευδο-ἐνώσεως (διαβόλων καί ἀνθρώπων), ἵνα ὑποχρεώσουσιν καί ἐξαναγκάσουσιν δολίως καί κουτο-πόνηρα, Τόν Φιλάνθρωπο καί Δικαιοκρίτην Τριαδικόν καί μόνον ἀληθινόν Θεόν, ὅπως λυπηθεῖ, τούς προεπιλέξαντας αὐτόβουλα καί ἐλεύθερα, εἴτε διαβόλους εἴτε καί ἀνθρώπους, τήν ἐπίγεια καί μετέπειτα προοπτικήν καί Κόλασίν των, δηλ. ἐκείνης τῆς εἰδεχθοῦς ἀθεϊστικῆς ἤ καί «ἔνθεου» ἀλαζωνικῆς καί ἐωσφορικῆς ἀμετανοησίας...

(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΠΗΓΗ)

ΠΗΓΗ: http://apologitikaa.blogspot.com/2015/12/blog-post_1.html