Συνέχεια από:Κυριακή, 21 Ιουνίου 2015
Του Ernst Benz,
από το βιβλίο: Ausserirdische Welten,Von Kopernikus zu den Ufos (Εξωγήινοι κόσμοι,Από τον Κοπέρνικο μέχρι τα ούφο) Aurum Verlag, Edition 2000
Το σοκ που προκάλεσε η επανάσταση του Κοπέρνικου
Η ανακάλυψη ενός μεγαλύτερου Θεού
Κοσμολογικοί στοχασμοί α
Κατά την μελέτη της ιστορίας του Χριστιανισμού, προκαλεί διαρκώς έκπληξη το γεγονός, πως παρά τις κρίσεις και περικοπές, τα θρησκευτικά ερεθίσματα τής χριστιανικής ευσέβειας και οι θεμελιώδεις ιδέες περί Θεού, ανθρώπου και φύσης, ποτέ δεν είχαν χαθεί εντελώς. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η μεταρρύθμιση, από πλευράς Λούθηρου, Ζβίγγλιου και Καλβίνου, οι οποίοι περιόρισαν την γενική θεματολογία τής χριστιανικής αποκαλύψεως στο ερώτημα περί δικαίωσης (Πως αποκτώ ένα ελεήμονα Θεό;), και αυτό ακόμα το μείωσαν στο επίπεδο της σχέσης τής μεμονωμένης ψυχής με τον Θεό, οδήγησε στον θάνατο της χριστιανικής κοσμολογίας. Επέφερε την υποχώρηση του ερωτήματος περί της συσχέτισης μεταξύ Δημιουργίας και Σωτηρίας, όπως και την υποτίμηση τού ερωτήματος περί της θέσης του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Η ενασχόληση με τα ερωτήματα αυτά είχε παραγκωνιστεί στα παράπλευρα ρεύματα μέσα στην ζωή των χριστιανικών Εκκλησιών, σε περιθωριακές ομάδες, που συχνά ήταν στα όρια τής αιρέσεως. Οι Εκκλησίες πάντως προσπάθησαν να τις στιγματίσουν ως αιρετικές. Αυτό έγινε κατορθωτό στην περίπτωση του Jakob Böhme, η χριστιανική κοσμολογία του οποίου προκάλεσε εντονότατη αντίδραση τής λουθηρανικής ορθοδοξίας της εποχής του. Ο πρωθιερέας της ενορίας στην οποία ανήκε, στο Görlitz, του είχε απαγορεύσει την συγγραφή και έκδοση έργων του από την αρχή. Το πρώτο του έργο, Aurora, είχε κατασχεθεί από τις αρχές. Το ίδιο σχεδόν θα μπορούσε να είχε συμβεί και στον ιδρυτή της χριστιανικής θεοσοφίας, τον Friedrich Christoph Oetinger, ο οποίος είχε προβλήματα με τις εκκλησιαστικής αρχές τής Στουτγάρδης. Κατάφερε να εκδώσει τα έργα του μόνο δια τής ανωνυμίας και εκδίδοντας τα στο εξωτερικό (δηλαδή εκτός του κρατιδίου Württemberg όπου η Στουτγάρδη είναι πρωτεύουσα). Είχε μάλιστα και την υποστήριξη τού καθολικού ηγεμόνα τού κρατιδίου, ο οποίος τον εκτιμούσε ως φυσικό και χημικό και ειδικό στα ιαματικά λουτρά της περιοχής. Ο Oetinger έχαιρε επίσης εκτίμησης μεταξύ ηγετικών πνευμάτων στους τομείς της ιατρικής, φιλοσοφίας, χημείας, μαθηματικών, φυσικών επιστημών, και για τον λόγο αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο να κατηγορηθεί και να καταδικαστεί όπως ο τσαγκάρης του Görlitz.
Είναι χαρακτηριστικό πως ακριβώς η θεοσοφική φυσική θεολογία των Jakob Böhme και F.C. Oetinger εισήλθε σε μια πιετιστική ομάδα της Βυρτεμβέργης, όπου η θεοσοφική διαίσθηση τών Böhme και Oetinger, «το βλέμμα μέσα στην ουσία», η λεγόμενη «Centralschau», είχε επαναληφθεί με ένα αυθόρμητο τρόπο: στην κοινότητα που είχε δημιουργηθεί γύρω από τον Johann Michael Hahn, και είχε ονομασθεί «Hahnsche Gemeinschaft» ή «Michelianer». Ο Johann Michael Hahn (1758-1819) ήταν ένα αγροτόπαιδο από το Altdorf, που ανήκε διοικητικά στην πόλη Böblingen. Όταν την Μεγάλη Παρασκευή του 1775 βίωσε ένα ξύπνημα μετά από ένα κήρυγμα, άρχισε να στοχάζεται πάνω στο περί Θεού ερώτημα, και βυθίστηκε σε βαθείς στοχασμούς, που στην σουαβική διάλεκτο ονομάζουν την διαδικασία αυτή «Grübeln». Η ουσία αυτού του είδους των στοχασμών είναι πως ο στοχαζόμενος επεξεργάζεται σε βάθος ένα σχεδόν άλυτο πρόβλημα με τεράστια αντοχή. Πάνω στον δρόμο αυτό, τής πάλης για την πνευματική γνώση, του δόθηκε το 1778, (όπως και στον Jakob Böhme στην εποχή του), και άλλη μια φορά το 1780, η «Zentralschau». Δια της αφής του «εσωτερικού φωτός» τού δωρίστηκε η «σαφήνεια» περί της σχέσης μεταξύ δημιουργίας και ιστορίας της σωτηρίας. Η εσωτερική μεταβολή που προκάλεσε αυτή η εμπειρία τον οδήγησε κατ’ αρχάς σε σύγκρουση με την οικογένεια του. Προτιμά την ρήξη με τον πατέρα του παρά να εγκαταλείψει την νέα ζωή που του ξανοίγεται. Εγκαταλείπει το πατρικό του του σπίτι, αλλά αργότερα συμφιλιώνεται με τον πατέρα του. Το 1794 του παρέχεται άσυλο στην πόλη Sindlingen, όπου του επιτρέπεται να τελεί τις «Ώρες» του και δια της έντονης πνευματικής αλληλογραφίας μαζεύεται γύρω του μια μεγάλη ομάδα οπαδών. Δεν ήταν στις προθέσεις του να ιδρύσει μια δική του κοινότητα. Οι οπαδοί του προέρχονταν κυρίως από τον χώρο του εκκλησιαστικού πιετισμού. Παρόλα αυτά, το 1876, είχε οργανωθεί βάσει συντάγματος μια κοινότητα με το όνομα «Hahnsche Gemeinschaft» ή «Michelianer». Δια των επαναλαμβανόμενων εκδόσεων των έργων του, και δια της δραστηριότητας των οπαδών του, με κέντρο το οίκημα της κοινότητας στην Στουτγάρδη, οι ιδέες του δεν έπαψαν να επιδρούν στην πιετιστική ευσέβεια. Με τον τρόπο αυτό διατηρήθηκε η συνέχεια της κοσμολογίας (την οποία εγκατέλειψε η ακαδημαϊκή θεολογία), στην συσχέτιση της με την πίστη περί Δημιουργίας και της προσμονής των εσχάτων. Οι πτυχές είχαν με τον τρόπο αυτό παραμείνει ζωντανά θέματα κατά τον στοχασμό περί Αγίας Γραφής και φύσεως. Οι πτυχές αυτές είχαν ευτυχώς παραμείνει αντικείμενο χριστιανικού στοχασμού στους πιετιστές αγρότες, έστω και αν είχαν εγκαταλειφθεί από τους επίσημους θεολόγους.
Το θεμέλιο της θεώρησής του περί του σύμπαντος είναι για τον Michael Hahn η ιδέα τού συμπαντικού ανθρώπου. Η ιδέα αυτή συνοδεύει ολόκληρη την ιστορία της χριστιανικής θεοσοφίας. Βρίσκεται ήδη στον Jakob Böhme η ιδέα αυτή, αλλά στον Emanuel Swedenborg εκφράζεται λεπτομερώς στην ενορατική της πρωταρχική μορφή, που είναι μια περιγραφή της φυσιολογίας τού κοσμικού ανθρώπου. Επιπλέον, δεν περιγράφει απλώς πώς τα μέλη και τά όργανά του αποτελούνται από διάφορες κοινότητες πνευματικών όντων, οι οποίες σαν ζωντανά κύτταρα με προσωπικότητα δομούν το κοσμικό σώμα του. Λέει ακόμα πως ο συμπαντικός άνθρωπος συνομιλεί με τα πνεύματα αυτών των κοινοτήτων από τα διάφορα όργανα του μακροκοσμικού σώματος, και δι’ αυτών μαθαίνει τα μυστικά της φυσιολογίας. Δεν ξέρουμε πως και από που ο συλλογισμός αυτός έφτασε στους συλλογισμούς του αγρότη Michael Hahn. Η επίγνωση πάντως αυτή του Hahn έχει ένα εσχατολογικό σκοπό: το σύμπαν κινείται ως προς την σύνθεση του προς τον «μεγάλο άνθρωπο». Βρίσκει δηλαδή την θέση του στην θεανθρωπότητα του Ιησού. «Η ουράνια σοφία είναι αιτία τού είναι όλων των πλασμάτων, και χάριν αυτής υπάρχουν όλα. Μέσα σε αυτήν ήταν όλα πριν την πτώση τακτοποιημένα, και το σύμπαν είχε πιθανόν την μορφή ενός ανθρώπου. Γιατί στον καθρέφτη τής σοφίας όλα είναι ιδανικά στα διάφορα είδη, αλλά με μια μορφή. Αυτό έγινε και στην αποκάλυψη των ουσιών των ειδών, από την σοφία δια του δρώντος, αιώνιου και ομιλούντος λόγου. Γιατί αυτός έχει αποκαλύψει με όλα τα είδη του την βασανισμένη σοφία και την θεϊκή δόξα, μαζί αλλά και μέσα στις ποικίλες δυνάμεις της ζωής. Από αυτές τις μορφές, από την κατώτερη ας πούμε ζωή, δημιούργησε και γέννησε την ανώτερη ζωή, στην πιο ευγενή εικόνα, στην οποία όλα τού παρουσιάζονται. Για τον λόγο αυτό όλα πρέπει πάλι να μπουν σε τάξη μέσα στον Θεάνθρωπο Ιησού, και όλα πρέπει πάλι να δομηθούν μέχρι όλο το σύμπαν να λάβει την μορφή ενός ανθρώπου».
«Η ουράνια σοφία έκτισε πριν έξι χιλιάδες χρόνια το σπίτι της. Το σπίτι είναι η αποκεκαλυμμένη δημιουργία του Θεού, στο ορατό και το αόρατο. Ο παραδείσιος άνθρωπος είναι δημιουργημένος βάσει της εικόνας του πρωτότυπου, από τα ευγενέστερα υλικά»104.
Η εσχατολογική αυτή προσμονή συνδυάζεται με την άλλη κοσμική προσμονή τής Αποκάλυψης τού Ιωάννου: την εμφάνιση του νέου ουρανού και της νέας γης (Αποκάλυψη 21). Το τέλος τής ιστορίας της σωτηρίας, και με τον τρόπο αυτό το τέλος του δημιουργικού έργου του Θεού, δεν είναι η καταστροφή τής υλικής αυτής γης, αλλά η εμφάνιση του νέου ουρανού και της νέας γης, με την νέα τους σωματικότητα και φύση. Και επειδή στην μοντέρνα, συνήθως καθαρά κοινωνιο-ηθικά προσανατολισμένη, ενδοκοσμική ερμηνεία της Αποκάλυψης, με την έννοια της «θεολογίας τής επανάστασης», λησμονείται η κοσμολογική πτυχή, είναι ανάγκη να επαναλάβουμε τις αυθεντικές λέξεις αυτής της υπόσχεσης (Αποκάλυψη, 21, 1-3): «ΚΑΙ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι. 2 καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ῾Ιερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. 3 καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ᾿ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν ἔσται,».
Ο Michael Hahn αντιλαμβάνεται την κάθοδο του νέου ουρανού και της νέας γης, ως την εμφάνιση μιας νέας μορφής ύπαρξης, όπου όλα τα πλάσματα δεν θα υπάρχουν με την εν πτώση σωματικότητα τους, αλλά με την αρχική μορφή της πνευματικότητας τους. Την μορφή αυτή την ονομάζει με μια έννοια της αλχημείας, την οποία χρησιμοποιούσε συχνά και ο Jakob Böhme, «Tinktur-Leib» (αιθερικό σώμα, ίσως). Από αυτή την σκοπιά επεκτείνεται το βλέμμα μας προς το σύνολο τού μακρόκοσμου, οι άλλοι πλανήτες του οποίου επίσης θα υψωθούν και θα γίνουν κατοικίες των μακαρίων. Η κατοίκηση των άλλων πλανητών θεωρείται σε ένα εσχατολογικό πλαίσιο. Η τελείωση της ιστορίας τής σωτηρίας είναι ένα συμπαντικό γεγονός, και λαμβάνει χώρα σε όλο το σύμπαν: όχι μόνο ο ουρανός μας και η γη μας θα ανανεωθούν, αλλά ολόκληρο το σύμπαν, θα υψωθεί και θα αποκτήσει πρόσωπο. «Μπορούμε να υποθέσουμε πως η νέα γη και ο νέος ουρανός θα είναι ενωμένα, και πως όλα τα δημιουργήματα θα εμφανιστούν με αιθερικά σώματα. Η νέα γη θα βγάλει όλα τα φυτά με την καθαρή αυτή αιθέρια μορφή, που θα είναι σύμφωνη με τον χαρακτήρα τους. Οι άλλοι πλανήτες, έστω και αν είναι διαφορετικοί απ’ ότι φανταζόμαστε, θα υψωθούν και αυτοί, και θα είναι κατοικίες των μακαρίων...μερικοί θα απαιτήσουν να μάθουν από τι είδους ύλη θα είναι κατασκευασμένη η νέα Ιερουσαλήμ. Δεν τα γνωρίζουμε όμως όλα, και από αυτά που γνωρίζουμε, δεν είμαστε σε θέση να τα εκφράσουμε όλα με την ομιλία, και πολύ λιγότερο να τα γράψουμε. Επειδή όμως η πόλη αυτή κατεβαίνει από τον ουρανό και είναι η κατοικία του Θεού, ο Οποίος κτίζει ένα ναό και μια κατοικία για το πνεύμα από ζωντανές πέτρες, μπορούμε να υποθέσουμε πως η πόλη αυτή θα είναι ζωντανή και κάτι οργανικό-ζωντανό. Και ποιος ξέρει, μπορεί αυτή η ύλη να αποτελείται από καθαρά αιθέρια πλάσματα και στοιχεία, τα οποία όσο ζούσαν ήταν μέσα στο φως. Γιατί η άνοδος και κάθοδος και η καθημερινή κίνηση των διαφόρων δυνάμεων, είναι μια διαρκής μαρτυρία και γέννηση, μια διαδικασία θανάτου, αλλά δεν είναι θάνατος. Αντιθέτως είναι μια αλλαγή μορφής και ανανέωση»105.
Το πόσο ρεαλιστικά βλέπει ο Michael Hahn την σχέση μεταξύ ιστορίας της σωτηρίας και κοσμολογίας, φαίνεται και από την ερμηνεία του στην Σταύρωση του Ιησού. Το Ευαγγέλιο συνδέει την Σταύρωση με ένα κοσμικό γεγονός, τον σκοτισμό του ήλιου για τρεις ώρες. «Πάνω στον σταυρό ήταν σαν ο ήλιος να είχε αφαιρεθεί, όπως το μαρτυρούσε και η φύση, και από τον φυσικό ήλιο αφαίρεσε το φως για τρεις ώρες, όπως και ο ήλιος του κοσμικού φωτός, ο Ιησούς, είχε μείνει χωρίς φως στην καρδιά. Ο ήλιος και η καρδιά του ανθρώπου εύκολα μπορούν να συγκριθούν. Ό,τι είναι ο ήλιος στον μεγάλο κόσμο, είναι η καρδιά στον μικρό κόσμο. Επειδή ο Ιησούς είναι η ενότης όλων των μηδενικών, η καρδία όλων των καρδιών, ο ήλιος όλων των ήλιων, έτσι όταν σκοτείνιασε Αυτός, έπρεπε και ο ήλιος μέσα στην φύση να χάσει το φως του. Και ποιος ξέρει, μπορεί και άλλοι ήλιοι να έπαθαν το ίδιο. Είναι βέβαιο, σε όλο τον χώρο όπου η πτώση έλαβε χώρα, όλα αυτά έγιναν αισθητά. Όλα μέσα στο σύστημα μας κάτι ένιωσαν»106.
Συνεχίζεται
Το σοκ που προκάλεσε η επανάσταση του Κοπέρνικου
Η ανακάλυψη ενός μεγαλύτερου Θεού
Κοσμολογικοί στοχασμοί α
Κατά την μελέτη της ιστορίας του Χριστιανισμού, προκαλεί διαρκώς έκπληξη το γεγονός, πως παρά τις κρίσεις και περικοπές, τα θρησκευτικά ερεθίσματα τής χριστιανικής ευσέβειας και οι θεμελιώδεις ιδέες περί Θεού, ανθρώπου και φύσης, ποτέ δεν είχαν χαθεί εντελώς. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η μεταρρύθμιση, από πλευράς Λούθηρου, Ζβίγγλιου και Καλβίνου, οι οποίοι περιόρισαν την γενική θεματολογία τής χριστιανικής αποκαλύψεως στο ερώτημα περί δικαίωσης (Πως αποκτώ ένα ελεήμονα Θεό;), και αυτό ακόμα το μείωσαν στο επίπεδο της σχέσης τής μεμονωμένης ψυχής με τον Θεό, οδήγησε στον θάνατο της χριστιανικής κοσμολογίας. Επέφερε την υποχώρηση του ερωτήματος περί της συσχέτισης μεταξύ Δημιουργίας και Σωτηρίας, όπως και την υποτίμηση τού ερωτήματος περί της θέσης του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Η ενασχόληση με τα ερωτήματα αυτά είχε παραγκωνιστεί στα παράπλευρα ρεύματα μέσα στην ζωή των χριστιανικών Εκκλησιών, σε περιθωριακές ομάδες, που συχνά ήταν στα όρια τής αιρέσεως. Οι Εκκλησίες πάντως προσπάθησαν να τις στιγματίσουν ως αιρετικές. Αυτό έγινε κατορθωτό στην περίπτωση του Jakob Böhme, η χριστιανική κοσμολογία του οποίου προκάλεσε εντονότατη αντίδραση τής λουθηρανικής ορθοδοξίας της εποχής του. Ο πρωθιερέας της ενορίας στην οποία ανήκε, στο Görlitz, του είχε απαγορεύσει την συγγραφή και έκδοση έργων του από την αρχή. Το πρώτο του έργο, Aurora, είχε κατασχεθεί από τις αρχές. Το ίδιο σχεδόν θα μπορούσε να είχε συμβεί και στον ιδρυτή της χριστιανικής θεοσοφίας, τον Friedrich Christoph Oetinger, ο οποίος είχε προβλήματα με τις εκκλησιαστικής αρχές τής Στουτγάρδης. Κατάφερε να εκδώσει τα έργα του μόνο δια τής ανωνυμίας και εκδίδοντας τα στο εξωτερικό (δηλαδή εκτός του κρατιδίου Württemberg όπου η Στουτγάρδη είναι πρωτεύουσα). Είχε μάλιστα και την υποστήριξη τού καθολικού ηγεμόνα τού κρατιδίου, ο οποίος τον εκτιμούσε ως φυσικό και χημικό και ειδικό στα ιαματικά λουτρά της περιοχής. Ο Oetinger έχαιρε επίσης εκτίμησης μεταξύ ηγετικών πνευμάτων στους τομείς της ιατρικής, φιλοσοφίας, χημείας, μαθηματικών, φυσικών επιστημών, και για τον λόγο αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο να κατηγορηθεί και να καταδικαστεί όπως ο τσαγκάρης του Görlitz.
Είναι χαρακτηριστικό πως ακριβώς η θεοσοφική φυσική θεολογία των Jakob Böhme και F.C. Oetinger εισήλθε σε μια πιετιστική ομάδα της Βυρτεμβέργης, όπου η θεοσοφική διαίσθηση τών Böhme και Oetinger, «το βλέμμα μέσα στην ουσία», η λεγόμενη «Centralschau», είχε επαναληφθεί με ένα αυθόρμητο τρόπο: στην κοινότητα που είχε δημιουργηθεί γύρω από τον Johann Michael Hahn, και είχε ονομασθεί «Hahnsche Gemeinschaft» ή «Michelianer». Ο Johann Michael Hahn (1758-1819) ήταν ένα αγροτόπαιδο από το Altdorf, που ανήκε διοικητικά στην πόλη Böblingen. Όταν την Μεγάλη Παρασκευή του 1775 βίωσε ένα ξύπνημα μετά από ένα κήρυγμα, άρχισε να στοχάζεται πάνω στο περί Θεού ερώτημα, και βυθίστηκε σε βαθείς στοχασμούς, που στην σουαβική διάλεκτο ονομάζουν την διαδικασία αυτή «Grübeln». Η ουσία αυτού του είδους των στοχασμών είναι πως ο στοχαζόμενος επεξεργάζεται σε βάθος ένα σχεδόν άλυτο πρόβλημα με τεράστια αντοχή. Πάνω στον δρόμο αυτό, τής πάλης για την πνευματική γνώση, του δόθηκε το 1778, (όπως και στον Jakob Böhme στην εποχή του), και άλλη μια φορά το 1780, η «Zentralschau». Δια της αφής του «εσωτερικού φωτός» τού δωρίστηκε η «σαφήνεια» περί της σχέσης μεταξύ δημιουργίας και ιστορίας της σωτηρίας. Η εσωτερική μεταβολή που προκάλεσε αυτή η εμπειρία τον οδήγησε κατ’ αρχάς σε σύγκρουση με την οικογένεια του. Προτιμά την ρήξη με τον πατέρα του παρά να εγκαταλείψει την νέα ζωή που του ξανοίγεται. Εγκαταλείπει το πατρικό του του σπίτι, αλλά αργότερα συμφιλιώνεται με τον πατέρα του. Το 1794 του παρέχεται άσυλο στην πόλη Sindlingen, όπου του επιτρέπεται να τελεί τις «Ώρες» του και δια της έντονης πνευματικής αλληλογραφίας μαζεύεται γύρω του μια μεγάλη ομάδα οπαδών. Δεν ήταν στις προθέσεις του να ιδρύσει μια δική του κοινότητα. Οι οπαδοί του προέρχονταν κυρίως από τον χώρο του εκκλησιαστικού πιετισμού. Παρόλα αυτά, το 1876, είχε οργανωθεί βάσει συντάγματος μια κοινότητα με το όνομα «Hahnsche Gemeinschaft» ή «Michelianer». Δια των επαναλαμβανόμενων εκδόσεων των έργων του, και δια της δραστηριότητας των οπαδών του, με κέντρο το οίκημα της κοινότητας στην Στουτγάρδη, οι ιδέες του δεν έπαψαν να επιδρούν στην πιετιστική ευσέβεια. Με τον τρόπο αυτό διατηρήθηκε η συνέχεια της κοσμολογίας (την οποία εγκατέλειψε η ακαδημαϊκή θεολογία), στην συσχέτιση της με την πίστη περί Δημιουργίας και της προσμονής των εσχάτων. Οι πτυχές είχαν με τον τρόπο αυτό παραμείνει ζωντανά θέματα κατά τον στοχασμό περί Αγίας Γραφής και φύσεως. Οι πτυχές αυτές είχαν ευτυχώς παραμείνει αντικείμενο χριστιανικού στοχασμού στους πιετιστές αγρότες, έστω και αν είχαν εγκαταλειφθεί από τους επίσημους θεολόγους.
Το θεμέλιο της θεώρησής του περί του σύμπαντος είναι για τον Michael Hahn η ιδέα τού συμπαντικού ανθρώπου. Η ιδέα αυτή συνοδεύει ολόκληρη την ιστορία της χριστιανικής θεοσοφίας. Βρίσκεται ήδη στον Jakob Böhme η ιδέα αυτή, αλλά στον Emanuel Swedenborg εκφράζεται λεπτομερώς στην ενορατική της πρωταρχική μορφή, που είναι μια περιγραφή της φυσιολογίας τού κοσμικού ανθρώπου. Επιπλέον, δεν περιγράφει απλώς πώς τα μέλη και τά όργανά του αποτελούνται από διάφορες κοινότητες πνευματικών όντων, οι οποίες σαν ζωντανά κύτταρα με προσωπικότητα δομούν το κοσμικό σώμα του. Λέει ακόμα πως ο συμπαντικός άνθρωπος συνομιλεί με τα πνεύματα αυτών των κοινοτήτων από τα διάφορα όργανα του μακροκοσμικού σώματος, και δι’ αυτών μαθαίνει τα μυστικά της φυσιολογίας. Δεν ξέρουμε πως και από που ο συλλογισμός αυτός έφτασε στους συλλογισμούς του αγρότη Michael Hahn. Η επίγνωση πάντως αυτή του Hahn έχει ένα εσχατολογικό σκοπό: το σύμπαν κινείται ως προς την σύνθεση του προς τον «μεγάλο άνθρωπο». Βρίσκει δηλαδή την θέση του στην θεανθρωπότητα του Ιησού. «Η ουράνια σοφία είναι αιτία τού είναι όλων των πλασμάτων, και χάριν αυτής υπάρχουν όλα. Μέσα σε αυτήν ήταν όλα πριν την πτώση τακτοποιημένα, και το σύμπαν είχε πιθανόν την μορφή ενός ανθρώπου. Γιατί στον καθρέφτη τής σοφίας όλα είναι ιδανικά στα διάφορα είδη, αλλά με μια μορφή. Αυτό έγινε και στην αποκάλυψη των ουσιών των ειδών, από την σοφία δια του δρώντος, αιώνιου και ομιλούντος λόγου. Γιατί αυτός έχει αποκαλύψει με όλα τα είδη του την βασανισμένη σοφία και την θεϊκή δόξα, μαζί αλλά και μέσα στις ποικίλες δυνάμεις της ζωής. Από αυτές τις μορφές, από την κατώτερη ας πούμε ζωή, δημιούργησε και γέννησε την ανώτερη ζωή, στην πιο ευγενή εικόνα, στην οποία όλα τού παρουσιάζονται. Για τον λόγο αυτό όλα πρέπει πάλι να μπουν σε τάξη μέσα στον Θεάνθρωπο Ιησού, και όλα πρέπει πάλι να δομηθούν μέχρι όλο το σύμπαν να λάβει την μορφή ενός ανθρώπου».
«Η ουράνια σοφία έκτισε πριν έξι χιλιάδες χρόνια το σπίτι της. Το σπίτι είναι η αποκεκαλυμμένη δημιουργία του Θεού, στο ορατό και το αόρατο. Ο παραδείσιος άνθρωπος είναι δημιουργημένος βάσει της εικόνας του πρωτότυπου, από τα ευγενέστερα υλικά»104.
Η εσχατολογική αυτή προσμονή συνδυάζεται με την άλλη κοσμική προσμονή τής Αποκάλυψης τού Ιωάννου: την εμφάνιση του νέου ουρανού και της νέας γης (Αποκάλυψη 21). Το τέλος τής ιστορίας της σωτηρίας, και με τον τρόπο αυτό το τέλος του δημιουργικού έργου του Θεού, δεν είναι η καταστροφή τής υλικής αυτής γης, αλλά η εμφάνιση του νέου ουρανού και της νέας γης, με την νέα τους σωματικότητα και φύση. Και επειδή στην μοντέρνα, συνήθως καθαρά κοινωνιο-ηθικά προσανατολισμένη, ενδοκοσμική ερμηνεία της Αποκάλυψης, με την έννοια της «θεολογίας τής επανάστασης», λησμονείται η κοσμολογική πτυχή, είναι ανάγκη να επαναλάβουμε τις αυθεντικές λέξεις αυτής της υπόσχεσης (Αποκάλυψη, 21, 1-3): «ΚΑΙ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι. 2 καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ῾Ιερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. 3 καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ᾿ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν ἔσται,».
Ο Michael Hahn αντιλαμβάνεται την κάθοδο του νέου ουρανού και της νέας γης, ως την εμφάνιση μιας νέας μορφής ύπαρξης, όπου όλα τα πλάσματα δεν θα υπάρχουν με την εν πτώση σωματικότητα τους, αλλά με την αρχική μορφή της πνευματικότητας τους. Την μορφή αυτή την ονομάζει με μια έννοια της αλχημείας, την οποία χρησιμοποιούσε συχνά και ο Jakob Böhme, «Tinktur-Leib» (αιθερικό σώμα, ίσως). Από αυτή την σκοπιά επεκτείνεται το βλέμμα μας προς το σύνολο τού μακρόκοσμου, οι άλλοι πλανήτες του οποίου επίσης θα υψωθούν και θα γίνουν κατοικίες των μακαρίων. Η κατοίκηση των άλλων πλανητών θεωρείται σε ένα εσχατολογικό πλαίσιο. Η τελείωση της ιστορίας τής σωτηρίας είναι ένα συμπαντικό γεγονός, και λαμβάνει χώρα σε όλο το σύμπαν: όχι μόνο ο ουρανός μας και η γη μας θα ανανεωθούν, αλλά ολόκληρο το σύμπαν, θα υψωθεί και θα αποκτήσει πρόσωπο. «Μπορούμε να υποθέσουμε πως η νέα γη και ο νέος ουρανός θα είναι ενωμένα, και πως όλα τα δημιουργήματα θα εμφανιστούν με αιθερικά σώματα. Η νέα γη θα βγάλει όλα τα φυτά με την καθαρή αυτή αιθέρια μορφή, που θα είναι σύμφωνη με τον χαρακτήρα τους. Οι άλλοι πλανήτες, έστω και αν είναι διαφορετικοί απ’ ότι φανταζόμαστε, θα υψωθούν και αυτοί, και θα είναι κατοικίες των μακαρίων...μερικοί θα απαιτήσουν να μάθουν από τι είδους ύλη θα είναι κατασκευασμένη η νέα Ιερουσαλήμ. Δεν τα γνωρίζουμε όμως όλα, και από αυτά που γνωρίζουμε, δεν είμαστε σε θέση να τα εκφράσουμε όλα με την ομιλία, και πολύ λιγότερο να τα γράψουμε. Επειδή όμως η πόλη αυτή κατεβαίνει από τον ουρανό και είναι η κατοικία του Θεού, ο Οποίος κτίζει ένα ναό και μια κατοικία για το πνεύμα από ζωντανές πέτρες, μπορούμε να υποθέσουμε πως η πόλη αυτή θα είναι ζωντανή και κάτι οργανικό-ζωντανό. Και ποιος ξέρει, μπορεί αυτή η ύλη να αποτελείται από καθαρά αιθέρια πλάσματα και στοιχεία, τα οποία όσο ζούσαν ήταν μέσα στο φως. Γιατί η άνοδος και κάθοδος και η καθημερινή κίνηση των διαφόρων δυνάμεων, είναι μια διαρκής μαρτυρία και γέννηση, μια διαδικασία θανάτου, αλλά δεν είναι θάνατος. Αντιθέτως είναι μια αλλαγή μορφής και ανανέωση»105.
Το πόσο ρεαλιστικά βλέπει ο Michael Hahn την σχέση μεταξύ ιστορίας της σωτηρίας και κοσμολογίας, φαίνεται και από την ερμηνεία του στην Σταύρωση του Ιησού. Το Ευαγγέλιο συνδέει την Σταύρωση με ένα κοσμικό γεγονός, τον σκοτισμό του ήλιου για τρεις ώρες. «Πάνω στον σταυρό ήταν σαν ο ήλιος να είχε αφαιρεθεί, όπως το μαρτυρούσε και η φύση, και από τον φυσικό ήλιο αφαίρεσε το φως για τρεις ώρες, όπως και ο ήλιος του κοσμικού φωτός, ο Ιησούς, είχε μείνει χωρίς φως στην καρδιά. Ο ήλιος και η καρδιά του ανθρώπου εύκολα μπορούν να συγκριθούν. Ό,τι είναι ο ήλιος στον μεγάλο κόσμο, είναι η καρδιά στον μικρό κόσμο. Επειδή ο Ιησούς είναι η ενότης όλων των μηδενικών, η καρδία όλων των καρδιών, ο ήλιος όλων των ήλιων, έτσι όταν σκοτείνιασε Αυτός, έπρεπε και ο ήλιος μέσα στην φύση να χάσει το φως του. Και ποιος ξέρει, μπορεί και άλλοι ήλιοι να έπαθαν το ίδιο. Είναι βέβαιο, σε όλο τον χώρο όπου η πτώση έλαβε χώρα, όλα αυτά έγιναν αισθητά. Όλα μέσα στο σύστημα μας κάτι ένιωσαν»106.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου