Η επέκταση του ισλάμ στην Ασία
Μουσουλμάνοι στην Ινδία και την Κίνα σήμερα
Κεφάλαιο 9-Συμπέρασμα δ
Η σχέση της Ινδίας προς την Δύση δεν χρειάστηκε την διαμεσολάβηση της Ιαπωνίας. Από τις αρχές του 19ου αιώνα η Ινδία βρισκόταν σε διαρκή διάλογο με την Αγγλία. Δεν ήταν απλώς παράγωγο ή μίμηση τής αγγλικής νεωτερικότητας.
Στην πραγματικότητα ήταν το εργαστήριο για την ανάπτυξη ενός νέου
προγράμματος αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας, το οποίο μεταφέρθηκε πίσω
στην Αγγλία, όπου αντικατέστησε το κλασσικό πρόγραμμα, πράγμα που
αποτέλεσε θεμελιώδες βήμα προς την νεωτερικότητα της Αγγλίας23.
Τα αγγλικά δεν είναι πια μια ξένη γλώσσα στην Ινδία, πράγμα που δείχνει
πόσο βαθιά ήταν αυτή η αποικιοκρατική συνάντηση, σε σύγκριση με την
Κίνα. Παρά το γεγονός πως η Ιαπωνία έπαιξε περιθωριακό ρόλο ως
μεταλαμπαδευτής της δυτικής νεωτερικότητας προς την Ινδία, η ταχεία
ανάδυση της Ιαπωνίας ως μοντέρνας κοινωνίας, τράβηξε την προσοχή της
Ινδίας. Στο Hind Swaraj, ο Gandhi
τονίζει με μεγάλη έμφαση: «όπως είναι η Ιαπωνία, πρέπει να γίνει και η
Ινδία. Πρέπει να αποκτήσουμε δικό μας ναυτικό, δικό μας στρατό, πρέπει
να έχουμε την δική μας δόξα, και τότε η φωνή της Ινδίας θα ακουστεί στον
κόσμο»24. Και ενώ ο Gandhi
μιλά περί στρατιωτικής ανεξαρτησίας, που η Ιαπωνία είχε αποκτήσει σε
μια εποχή που η Ινδία ήταν μια αποικία χωρίς δική της φωνή, ο Tagore
προσπαθεί να ιδρύσει μια κοινή πνευματικότητα, η οποία θα συνέδεε την
Ινδία με την Ιαπωνία, με την Ινδία να έχει τον ηγετικό ρόλο. Η κοινή
αυτή πνευματικότητα ήταν για τον Tagore κάτι πέραν της στρατιωτικής ανεξαρτησίας.
Ενδιαφερόταν για τον παν-Ασιατισμό, εστιάζοντας στην Ασία, μια
κατηγορία η οποία προκύπτει από την προοπτική τών ευρισκόμενων έξω (από
την Ασία). Ήταν μια έννοια
της Δύσεως περί μιας περιοχής, και η οποία έννοια χρησιμοποιήθηκε για να
δημιουργηθεί μια εναλλακτική προς την ασιατική, νεωτερικότητα. Είναι ίσως ενδιαφέρον να παρατηρηθεί, πως η κίνηση από τον Gandhi προς τον Tagore, είναι μια κίνηση από την πολιτική προς την ποίηση, από την πολιτική δράση προς την αισθητική. Ο εκπρόσωπος του Tagore, Okakura Tenshin, είχε συνδεθεί με την ασιατική συλλογή του μουσείου τής Βοστόνης, την οποία είχε ξεκινήσει ο καθοδηγητής του, ο Fenollosa. Το ενδιαφέρον όμως του Okakura για την Ασία ήταν στην πρώτη θέση εθνικιστικό και κατόπιν αποικιοκρατικό25. Ο Gandhi και ο Tagore
προφανώς ξαφνιάστηκαν από την εξέλιξη της ιαπωνικής στρατοκρατίας, και
από την διαφορετική αντίληψη περί παν-Ασιατισμού που προωθούσε η
Ιαπωνία.
Στο βιβλίο αυτό υποστηρίχτηκε η θέση πως η συντακτική αλυσίδα (syntagmatic chain)
θρησκεία-μαγεία-εκκοσμίκευση-πνευματικότητα είχε κρίσιμη σημασία για
την διαμόρφωση της νεωτερικότητας στην Ινδία και την Κίνα. Ο όρος «syntagmatic chain» χρησιμοποιείται εδώ για να σημάνει πως οι διαφορετικές αυτές εννοιολογήσεις των κοινωνικών πρακτικών ως θρησκευτικές, πνευματικές, μαγικές ή κοσμικές, στην ουσία συνδέονται, λόγω της αυτοκρατορίας. Οι αλληλεπιδράσεις μέσα στην αυτοκρατορία διαμορφώνουν τους τρόπους με τους οποίους η συντακτική αυτή αλυσίδα εννοιολογείται.
Δεν έχουμε πια την κατάσταση όπου η μαγεία τοποθετείται σε αντίθεση
προς την θρησκεία στις δυτικές κοινωνίες, αλλά οι παραδόσεις στις
αποικίες θεωρούνται ως μαγικές και δεισιδαιμονικές. Δεν είναι μόνο
ψευδής θρησκεία αλλά και ψευδής επιστήμη. Η κατηγοριοποίηση αυτή
προκάλεσε προφανώς βαθιές αντιδράσεις από τους Ινδούς και Κινέζους
διανοούμενους, που όπως για παράδειγμα ο Peng Guangyu, τοποθετεί ειρωνικά τον Χριστιανισμό στην κατηγορία του σαμανισμού. Η πνευματικότητα, ως εναλλακτική προς την θεσμοθετημένη θρησκεία, εννοιολογείται ως «ανατολική σοφία».
Το κοσμικό δεν είναι προϊόν της διαδικασίας μιας σταδιακής
εκλογίκευσης, αλλά εκφράζεται ιστορικά, στην αποικιακή και
μετά-αποικιακή Ινδία ως «ουδέτερο», και στην εθνικιστική και
κομμουνιστική Κίνα ως «αθεϊστικό». Η εννοιολογική αυτή εξέλιξη δεν
είναι προϊόν των εξελίξεων που έλαβαν χώρα στον δυτικό χριστιανικό
κόσμο, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητή ως διαμορφωθείσα από τις
αλληλεπιδράσεις που έλαβαν χώρα λόγω της αποικιοκρατίας. Η Κίνα και η
Ινδία δεν είναι απλώς σημαντικές αρένες για την εφαρμογή αυτών των
εννοιών, αλλά συνέβαλαν σημαντικά και στην δημιουργία τους.
Και
ενώ οι αλληλεπιδράσεις αυτές διαμόρφωσαν την νεωτερικότητα στην Ινδία
και την Κίνα, η προβληματική τής θρησκείας και του εθνικισμού δεν
εξαφανίζεται με την ανάδυση του μετά-αποικιακού κόσμου. Μετά την ήττα
της Ιαπωνίας από τους συμμάχους, η Ινδία, το Πακιστάν, η Κίνα και η
Ταϊβάν έγιναν ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Ήταν ανεξάρτητα, αλλά φτωχά,
υπανάπτυκτα έθνη, που ήταν μέρος τού νέου μεγάλου παιχνιδιού, δηλαδή του
Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και
Σοβιετικής Ένωσης. Την περίοδο αυτή η Ινδία συνέχιζε να προβάλλει την
εικόνα της πνευματικής ηγεσίας στο κίνημα των αδεσμεύτων, δείχνοντας μια
εναλλακτική, πέραν του καπιταλισμού και του κομμουνισμού, ενώ η Κίνα
ξέφυγε σταδιακά από την ηγεμονία της Ρωσίας. Η οικονομική τους αδυναμία
περιόριζε την δυνατότητά τους να παίξουν κεντρικό ρόλο στο διεθνές
προσκήνιο. Η Ινδία και η Κίνα ήταν
απασχολημένες με τον εαυτό τους και το άμεσο γεωπολιτικό τους
περιβάλλον. Μόνο με την οικονομική άνοδο της μεταμορφωμένης
αντιμιλιταριστικής Ιαπωνίας κατά την δεκαετία του 1960, και ιδιαίτερα με
την άνοδο των τεσσάρων ασιατικών τίγρεων (Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Hong
Kong, Κορέα), επήλθε μια νέα μορφή ασιατικής νεωτερικότητας. Και
ξαφνικά, εκφράστηκε και πάλι ο ισχυρισμός, πως μια εναλλακτική
νεωτερικότητα προήλθε από την Ασία, με τις εμπορικές ικανότητες των
Ιαπώνων, και τις κοινωνικές τους αξίες, όπως και την «αυθεντικά»
γιαπωνέζικη αισθητική και κουλτούρα στο φαγητό. Η οικονομική επιτυχία
οδήγησε σε μια νέα αυτοπεποίθηση, πως η Ασία μπορεί να γίνει πάλι
οδηγός μέσα στον κόσμο, με μια νέα μορφή κοινωνίας, που βασίζεται σε
αξίες διαφορετικές από αυτές στην σύγχρονη Δύση. Η Σιγκαπούρη έγινε
το πρότυπο για την άνοδο μιας κοινωνίας από την οπισθοδρομικότητα του
τρίτου κόσμου σε ένα νέο μέλλον, που μπορεί να δείξει τον δρόμο και σε
άλλες ασιατικές κοινωνίες. Όταν ο Deng Xiaoping
ανακοίνωσε πως η Κίνα μπορεί να μάθει από την Σιγκαπούρη, και έστειλε
Κινέζους επίσημους να εκπαιδευτούν εκεί, είχε ανοίξει, τουλάχιστο για
την πολιτισμική σφαίρα της ανατολικής Ασίας, μια δυνατότητα αυταρχικής
(αν και περιλάμβανε δημοκρατικές εκλογές) διοίκησης (όχι απαραίτητα
κομμουνιστικής), συνδυασμένης με τήν επιχειρηματικότητα τής ελεύθερης
αγοράς και πλήρη αποδοχή της μοντέρνας κουλτούρας, χωρίς όμως υπερβολική
προσωπική ελευθερία. Η αντίληψη αυτή της νεωτερικότητας της ανατολικής
Ασίας, που παρέχει μια εναλλαγή ως προς την Δύση, είναι στην παρούσα
φάση τής παγκοσμιοποίησης πρωτίστως πολιτική και οικονομική, η οποία συνοδεύτηκε από την προώθηση τής νέο-Κομφουκιστικής κοινωνικής φιλοσοφίας.
Η
αντίληψη αυτή περί νεωτερικότητας της ανατολικής Ασίας, εξαρτήθηκε σε
μεγάλο βαθμό από την έννοια της μείζονος πολιτισμικής Κίνας. Ο
οικονομικός σύνδεσμος μεταξύ Ιαπωνίας, Κορέας, Κίνας, Ταϊβάν και
Σιγκαπούρης, συνοδεύτηκε από το όραμα του Tu Wei-ming, φιλοσόφου από το Harvard,
σύμφωνα με τον οποίο οι αξίες του Κονφουκιανισμού που είχαν απαγορευθεί
στην κομμουνιστική Κίνα, συνέχισαν να ζουν στην διασπορά26.
Κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, οι ιδέες αυτές βρήκαν μεγάλη
απήχηση στην Κορέα, Ταϊβάν και Σιγκαπούρη, αλλά και στην Κίνα, αν και σε
μικρότερο βαθμό. Ο Tu Wie-ming είχε
την ευκαιρία να εκδηλώσει τις κονφουκιστικές ιδέες του, όταν ως
διανοούμενος παρέσχε στο πολιτικό σύστημα κοινωνική ηθική και αρχές
διοίκησης. Αυτό που ώθησε ηγέτες όπως ο Gandhi και ο Nehru,
δηλαδή ο επιτυχής εκσυγχρονισμός της οικονομίας σε συνδυασμό με την
διασφάλιση της πολιτισμικής αυθεντικότητας, επαναλαμβανόταν, φυσικά σε
άλλη βάση και με διαφορετικές αξίες από αυτές της ινδουιστικής
πνευματικότητας (και τον συνοδεύοντα αυτήν ινδουιστικό ρυθμό ανάπτυξης). Ήταν η σειρά της ανατολικής Ασίας να δείξει στην νότια Ασία ένα εναλλακτικό δρόμο προς την νεωτερικότητα, επειδή όμως οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί σε σύγκριση με την εποχή του Tagore, η απροθυμία να ακολουθηθεί το παράδειγμα της άλλης Ασίας, ήταν η ίδια όπως και στην εποχή του Tagore.
Οι Ινδοί επεσήμαναν πολύ γρήγορα πως η εργασιακή ηθική στην ανατολική
Ασία μείωνε τους εργάτες σε σκλάβους, και πως η ινδική δημοκρατία
αντιπροσώπευε αξίες ανώτερες από αυτές των αυταρχικών καθεστώτων της
ανατολικής Ασίας.
Μετά
την οικονομική κρίση του 1997 στην Ασία, οι ασιατικές αξίες, ως
προσπάθεια εξήγησης της επιτυχίας στην περιοχή, υποβαθμίστηκαν. Στην
θέση τους αναδύθηκε μια πιο διαφοροποιημένη αίσθηση περί λαϊκού
πολιτισμού της ανατολικής Ασίας, που συνδέει τους πληθυσμούς μέσω
εικόνων, μορφών κατανάλωσης και αισθητικών ευαισθησιών, που είναι όμως
χαρακτηριστική (η αίσθηση) της ανατολικής Ασίας27. Αν παρατηρήσουμε όμως πόσο δημοφιλής είναι η γιόγκα και οι σαπουνόπερες του Bollywood στην Κίνα, και οι γκανγκστερικές ταινίες από το Hong Kong
στην Ινδία, θα δούμε πως τα σύνορα μεταξύ νότιας και ανατολικής Ασίας,
ίσως σταδιακά να αλλάζουν. Η αυξανόμενη διασύνδεση της περιοχής και οι
ομοιότητες στην μετάβαση από την οικονομική αυτάρκεια προς την
απελευθέρωση των αγορών, μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένο βαθμό
αλληλεπίδρασης που δεν θα διαμεσολαβείται πια από τις δυνάμεις της
Δύσεως.
Οι μελέτες περί λαϊκού πολιτισμού είναι
συχνά βαθιά κοσμικές όσον αφορά στον ορισμό που δίνουν στον πολιτισμό.
Αν επεκτείνει όμως κανείς την έρευνα του λαϊκού πολιτισμού στα
θρησκευτικά δίκτυα και αντιλήψεις περί πνευματικότητας που δεν
προκαθορίζονται από ιδέα της εθνικής θρησκείας, ίσως δει περισσότερες
διασταυρώσεις των ορίων, όπως για παράδειγμα στον θιβετανικό Βουδισμό,
στην Τέχνη του Βίου του Guru Sri Sri Ravi Shankar στην πόλη Bangalore, στο κίνημα Ciji Compassion Relief
στην Ταϊβάν. Οι βουδιστικές αλληλεπιδράσεις που υφίστανται εδώ και δυο
χιλιετίες δεν «αναζωογονούνται», αλλά νέες εμπνεύσεις κάτω από νέα
οικονομικά καθεστώτα, αναδύθηκαν σε ένα κόσμο όπου η Δύση δεν αποτελεί πια το κέντρο.
Αυτές οι εμπνεύσεις συνεχίζουν να λειτουργούν πάνω στην συντακτική
αλυσίδα θρησκεία-μαγεία-εκκοσμίκευση-πνευματικότητα, σε ένα κόσμο που
όλο και πιο πολύ δικτυώνεται.
ΤΕΛΟΣ
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου