Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ (6)

Ἀνθρωπογνωσία καί θεογνωσία

το π. Θωμ Βαμβίνη
[6 ΜΕΡΟΣ]

α. Ἡ γνώση τῆς ψυχῆς

Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς, ὅπως τήν γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, προϋποθέτει κάποια γνώση τῆς ψυχῆς, ὥστε νά  γνωρίζουμε ποιά εἶναι ἡ ὑγιής κατάστασή της καί ποιές οἱ ἀσθένειές της. Ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐφαρμογή ὁποιασδήποτε θεραπευτικῆς ἀγωγῆς.

 Ὁ π.Ἰ.Δ. ἐπιδεικνύοντας ἄγνοια τῆς γνωσιολογίας τῶν ἁγίων Πατέρων σκανδαλίζεται πολύ μέ ὅσα λέγονται γιά τήν γνώση τῆς ψυχῆς. Γράφει:

«Ἀδικαιολόγητος θεολογική ἄγνοια διά τόν θεολόγον Ἐπίσκοπον. Γράφει ὁ θεολόγος Ἐπίσκοπος κ. Ἱερόθεος Βλάχος: “Δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν πτώση καί τήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς ἄν ἀγνοοῦμε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ψυχή καί πῶς συνδέεται μέ τό σῶμα[1].

Μᾶς διδάσκει λοιπόν ὁ Ποιμενάρχης τῆς Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος Βλάχος ὅτι δυνάμεθα νά γνωρίσωμεν “τί εἶναι ψυχή” καί μάλιστα “ἀκριβῶς”. Ὅμως ἡ ψυχή εἶναι ἄυλος, εἶναι πνεῦμα. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήσωμεν γνῶσιν τῆς ψυχῆς καί μάλιστα ἀκριβῆ[2] γνῶσιν τῆς ψυχῆς, ὡς γράφει ὁ κ. Ἱερόθεος»[3].

Στήν συνέχεια παραθέτει ἀπό Λεξικά τήν σημασία τῶν λέξεων «γνῶσις», «γινώσκω», «ἀκριβής» κ.τ.λ., γιά νά διερωτηθῆ στή συνέχεια:

«Κατά τάς δεδομένας ταύτας γνωστικάς καί ἀκριβολογικάς ἐννοίας, πῶς ἔχει τήν ἀντίληψιν ὁ Ναυπάκτου ὅτι εἶναι δυνατόν νά γνωρίζωμεν “τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ψυχή”;» (σ. 30).

Βέβαια, τό χωρίο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία πού ἀπέκοψε ὁ π.Ἰ.Δ. δέν δίνει πλῆρες νόημα. Καταγράφουμε ὁλόκληρη τήν μικρή παράγραφο ἀπό τήν ὁποία τό ἀπέσπασε, γιά νά δειχθῆ τό πλῆρες νόημά του. Ἡ παράγραφος αὐτή εἶναι ὁ ἐπίλογος μιᾶς ἑνότητας μέ τίτλο: Τί εἶναι ἡ ψυχή, στό ὁποῖο καταγράφονται τά σημαντικότερα στοιχεῖα πού ἔχουν ἀποθησαυριστεῖ στήν πατερική γραμματεία γιά τήν γνώση τῆς ψυχῆς. Μετά τήν ἔκθεση ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου γράφει:

«Ὅλα αὐτά ἐλέχθησαν ἐπειδή συνδέονται στενότατα μέ τό θέμα τό ὁποῖο ἀναπτύσσουμε στήν μελέτη αὐτή. Γιατί δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν πτώση καί τήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς ἄν ἀγνοοῦμε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ψυχή καί πῶς συνδέεται μέ τό σῶμα»[4].

Δηλαδή, τό «τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ψυχή καί πῶς συνδέεται μέ τό σῶμα» ἀναφέρονται σέ «ὅλα αὐτά» πού «ἐλέχθησαν» στίς προηγούμενες παραγράφους τῆς ἑνότητας, τά ὁποῖα εἶναι εἰλημμένα ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τό «τί ἀκριβῶς» δέν εἶναι μιά γενική καί ἀνεξάρτητη διατύπωση. Τό νόημά της ἐξαρτᾶται ἀπό ὅσα ἤδη «ἐλέχθησαν».

Πάντως, ὁ π. Ἰ.Δ. γνωρίζει ἀκριβῶς ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἄυλος καί εἶναι πνεῦμα καί ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήσουμε τήν γνώση της· ἐννοεῖ προφανῶς μέ τίς γνωστικές δυνάμεις πού ἔχουν ὑπόψη τους οἱ φιλόλογοι πού συνέταξαν τά Λεξικά. Ἔτσι, παρά τήν γνώση τῆς ἀυλίας, κηρύττει ἕναν ἀγνωστικισμό σχετικά μέ τήν ψυχή, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, καί θεολογικές ἀγνωστικιστικές προεκτάσεις. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ὅμως διαθέτοντας φιλολογική ἐπάρκεια ἀντιμετωπίζει τά θέματα θεολογικά, κινούμενος μέ βάση τήν ἀφομοιωμένη ἀπό αὐτόν γνωσιολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, μέ τήν ὁποία οἱ μεμυημένοι «τοῖς ἀφθέγκτοις καί ἀγνώστοις ἀφθέγκτως καί ἀγνώστως» συνάπτονται, σέ μιά ἕνωση «κρείττονα τῆς καθ’ ἡμᾶς λογικῆς καί νοερᾶς δυνάμεως»[5].

Ἄς μιλήσουμε λοιπόν θεολογικά καί ὄχι μονοδιάστατα φιλολογικά, γιατί, ὅπως «ἀκριβῶς» γνωρίζει καί τό τελευταῖο πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ φιλολογική προσέγγιση τῶν θεμάτων δέν ἐξαντλεῖ τό μυστήριο τῆς θεολογίας, οὔτε φυσικά καί τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ἀνθρωπολογίας. Ὁ ἄνθρωπος ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος εἶναι μυστήριο. Καί ἡ γνώση του εἶναι γνώση μυστηρίου. Ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη μέθοδο, τελείως διαφορετική ἀπό τίς μεθόδους πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες. Αὐτή ἡ διαδικασία γνώσεως εἶναι ἕνα θεανθρώπινο ἔργο, διότι ἀπαιτεῖ τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν καθαρτική, φωτιστική καί τελειοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν λογική, βέβαια, καί τίς γνωσιολογικές προϋποθέσεις τοῦ π.Ἰ.Δ. δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη γνώση μυστηρίου, γι’ αὐτό ἄλλωστε διατείνεται μέ ἀπόλυτο τρόπο ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήσωμεν γνῶσιν τῆς ψυχῆς».

Ἡ παραπάνω δογματική ἀπόφανση τοῦ π.Ἰ.Δ. δείχνει ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι ἀγνοεῖ παχυλῶς τήν ὀρθόδοξη θεολογική γνωσιολογία, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι δέν διάβασε –ἤ ἑκουσίως ἀγνόησε– τήν ἑνότητα ἀπ’ τήν ὁποία πῆρε τό παράθεμά του, συγκεκριμένα τήν ἑνότητα μέ τίτλο Τί εἶναι ἡ ψυχή, ἀπό τό πρῶτο ὑποκεφάλαιο τοῦ Γ΄ κεφαλαίου τοῦ βιβλίου Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία[6]. Διότι ἐκεῖ θά ἔβλεπε, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ποιά εἶναι ἀκριβῶς ἡ γνώση τῆς ψυχῆς περί τῆς ὁποίας γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου.

Ἡ φράση τήν ὁποία ἐπέλεξε γιά νά κρίνη ὁ π.Ἰ.Δ., ἀπομονώνοντάς την ἀπό τήν ὅλη συνάφειά της, ὅπως εἴδαμε, εἶναι ἡ κατάληξη τῆς ἐν λόγῳ ἑνότητας, στήν ὁποία μέ πυκνή ἀναφορά στήν Ἁγία Γραφή καί τήν πατερική γραμματεία παρουσιάζεται ἡ ἐκκλησιαστική διδασκαλία περί τῆς ψυχῆς, γιά τήν φύση της, τίς δυνάμεις της, καί γενικά γιά τό τί εἶναι γνωστό καί τί ἄγνωστο σ’ αὐτήν, ὡς «κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» δημιουργημένης. Ὁ Θεός εἶναι γνωστός καί «μεθεκτός» ὡς πρός τίς ἄκτιστες ἐνέγειές Του, ἀλλά παντελῶς ἄγνωστος καί «ἀμέθεκτος» ὡς πρός τήν οὐσία ἤ φύση Του. Τό ἴδιο, λόγῳ τοῦ «κατ’ εἰκόνα» συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή.

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου παρουσιάζοντας σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γράφει:

«Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία [τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ] ὅτι στόν Θεό ὑπάρχει οὐσία καί ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες συνάπτονται διηρημένως καί διαιροῦνται συνημμένως. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀδιαιρέτου διαιρέσεως οὐσίας καί ἐνεργείας. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ  εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ οἱ ἐνέργειές τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτές. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, γι’ αὐτό αὐτήν τήν διδασκαλία περί οὐσίας καί ἐνεργείας τήν μετέφερε καί στήν ψυχή. Ἔτσι ἡ ψυχή διαιρεῖται ἀδιαιρέτως σέ οὐσία καί ἐνέργεια»[7].

Εἶναι λοιπόν σαφές ὅτι ἡ ἀκριβής γνώση τῆς ψυχῆς γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου εἶναι γνώση τῶν ἐνεργειῶν της. Ἄν πρόσεχε ὁ π.Ἰ.Δ. τό παραπάνω χωρίο, κι ἄν εἶχε κάποια μικρή ἐξοικείωση μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δέν θά μιλοῦσε γιά «ἀδικαιολόγητον θεολογικήν ἄγνοια διά τόν θεολόγον Ἐπίσκοπον». Τώρα ὅμως μποροῦμε ἐμεῖς νά μιλᾶμε γιά δική του «ἀδικαιολόγητον ἄγνοια» τοῦ  κειμένου πού τόσο σκληρά καί χωρίς τήν ἀπαραίτητη προσεκτική μελέτη ἔκρινε.

Ὁ π.Ἰ.Δ. βέβαια, ὅπως καί κάποιοι ὁμόφρονές του νεοέλληνες θεολόγοι, πολέμιοι τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά πλήρως ὑποταγμένοι στόν δυτικό σχολαστικισμό, ὅταν βρίσκονται μπροστά στίς πατερικές διατυπώσεις «περί ἀδιαιρέτου διαιρέσεως» καί ἄλλες παρόμοιες, αἰσθάνον-ται τήν πεπερασμένη λογική τους νά ἐξανίσταται. Γι’ αὐτό μιλοῦν γιά παράλογα καί «τραγελαφικά», χωρίς νά καταλαβαίνουν ὅτι χωρίζουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τό ρεῦμα τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως.

Ὁ π.Ἰ.Δ. γιά νά ὑπερασπισθῆ τήν πλήρη ἀγνωσία τῆς ψυχῆς χρησιμοποιεῖ ἕνα περικεκομμένο χωρίο ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τό ὁποῖο ὅμως δέν ἐνισχύει τήν ἄποψή του. Ἄν μάλιστα διάβαζε προσεκτικά τό βιβλίο πού κατακρίνει, δηλαδή τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, θά ἔβλεπε ὅτι ἐκεῖ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου παραθέτει πλῆρες τό χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τό ὁποῖο μάλιστα ἀναλύει μέ τήν χρήση παράλληλου χωρίου ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Ἀπό τήν ἀνάλυση φαίνεται ὅτι στό χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ παρουσιάζεται συνοπτικά ἡ γνώση περί τῆς ψυχῆς πού ἔχει ἀποθησαυριστεῖ στήν πατερική γραμματεία καί ὄχι ἡ ἀγνωσία της.

Ὁ π.Ἰ.Δ. γράφει:

«Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει διά τήν ψυχήν: “Ψυχή τοίνυν ἐστίν οὐσία, ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ’ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος...”»[8].

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει ὅμως καί ἄλλα τά ὁποῖα ἀποσιωπᾶ ὁ π.Ἰ.Δ., ἀλλά περιλαμβάνει στό παράθεμά του ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου. Συνεχίζει λοιπόν ὁ Ἅγιος:

«...ὀργανικῷ κεχρημένῃ σώματι καί τούτῳ ζωῆς καί αὐξήσεώς τε καί αἰσθήσεως καί γεννήσεως παρεκτική... αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή, πάντα ταῦτα κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καί τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν»[9].

Ὅλα τά παραπάνω δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς ἀγνωσίας τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἔκφραση τῆς γνώσης της, ἡ ὁποία φυσικά προέρχεται ἀπό τήν γνώση τῶν «κατά φύσιν» ἐνεργειῶν της. Ὁ Ἅγιος μάλιστα, ἐκτός τῶν ἄλλων, γράφει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι «ζωῆς καί αὐξήσεώς τε καί αἰσθήσεως καί γεννήσεως παρεκτική» γιά τό σῶμα. Δείχνει δηλαδή τό πῶς συνδέεται ἡ ψυχή μέ τό σῶμα μέ βάση τίς ἐνέργειές της πού ἔχουν ἐπιπτώσεις στήν ζωή τοῦ σώματος. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος τονίζει στήν συνέχεια τοῦ κειμένου του, πού ἀποσιώπησε στό παράθεμά του ὁ π.Ἰ.Δ., ὅτι ἡ ψυχή εἶναι «αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή». Ἡ ψυχή ἔχει αὐτεξουσιότητα, θέληση, ἐνέργεια καί μάλιστα εἶναι τρεπτή –ὡς ἄυλο πνεῦμα δέν μένει ἄτρεπτη– εἶναι ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός «ἐθελότρεπτος», τρέπεται ἀπό τήν κατάσταση στήν ὁποία τήν ἔπλασε ὁ Θεός σέ ἄλλη μέ τήν θέλησή της, ὅπως ὁ Ἐωσφόρος ὁ ὁποῖος ἀπό ἀρχάγγελος ἔγινε δαίμονας. Αὐτή ἡ τροπή ὑπάρχει ὡς δυνατότητα γιατί εἶναι κτιστή. Κτίστηκε μαζί μέ τό σῶμα. Δέν ὑπῆρχε ὡς ἄυλο πνεῦμα πρίν ἀπό τό σῶμα. Σ’ αὐτό ὅμως θά ἀναφερθοῦμε λίγο παρακάτω. Ἐδῶ, γιά νά δειχθῆ ὅτι δέν ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας τήν ἀγνωσία τῆς ψυχῆς πού προβάλλει ὁ π.Ἰ.Δ., χρειάζεται νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ ψυχή «πάντα ταῦτα», πού προαναφέραμε, «κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καί τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν». Τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά τά γνωστά περί τῆς ψυχῆς ἡ ψυχή τά ἔχει λάβει «κατά φύσιν» ἀπό τήν Χάρη τοῦ Δημιουργοῦ, ἀπό τήν ὁποία  «καί τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι» ἔλαβε. Καί ὅπως εἴδαμε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς περιέγραψε προηγουμένως, ὅπως καί ἄλλοι Πατέρες πρίν ἀπό αὐτόν, αὐτό «τό φύσει οὕτως εἶναι», γιατί προφανῶς δέν συμφωνεῖ μέ τίς περί ἀγνωσίας τῆς ψυχῆς ἀπόψεις τοῦ π.Ἰ.Δ..

Γιά νά δοῦμε πῶς μιλοῦν καί ἄλλοι Πατέρες γιά τά θέματα αὐτά, παραθέτουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν ἑνότητα: Τί εἶναι ἡ ψυχή, ἀπό τό βιβλίο Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία. Τά ἀποσπάσματα ἀναφέρονται στόν ὅρο ψυχή ὡς τοῦ πνευματικοῦ στοιχείου τῆς ὑπάρξεώς μας, γιατί ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ λέξη ψυχή μέσα στήν Ἁγία Γραφή εἶναι πολυσήμαντη[10].

«Ἡ ψυχή εἶναι ἁπλή καί ἀγαθή “ὑπό τοῦ Δεσπότου αὐτῆς κτισθεῖσα”[11].

Τόν ἴδιο σχεδόν ὁρισμό μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό δίδει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ ὁποῖος βεβαίως προηγήθηκε τοῦ πρώτου: “ψυχή ἐστιν οὐσία γεννητή, οὐσία ζῶσα, νοερά, σώματι ὀργανικῷ καί αἰσθητικῷ δύναμιν ζωτικήν καί τῶν αἰσθητῶν ἀντιλήψεων ἀντιληπτικήν δι’ ἑαυτῆς ἐνιοῦσα, ἕως ἄν ἡ δεκτική τούτων συνέστηκε φύσις”[12].

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδάμ εἰς ψυχήν ζῶσαν” (Α΄ Κορ. ιε΄, 45), λέγει ὅτι ψυχή ζῶσα σημαίνει “ἀείζωον, ἀθάνατον, ταὐτόν δ’ εἰπεῖν λογικήν· ἡ γάρ ἀθάνατος λογική· καί οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλά καί κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γάρ ἡ ὄντως ζῶσα ψυχή”[13]»[14].

Σημαντικά εἶναι ὅσα λέγονται, στήν κατακρινόμενη ἀπό τόν π.Ἰ.Δ. ἑνότητα, γιά τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς, πού ἀποκλείουν πλατωνικές ἰδεαλιστικές ἀπόψεις, καί πάλι  μέ πυκνή ἀναφορά στούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

«Ἕνα ἄλλο σημεῖο, πού τονίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ὅτι δέν ἔχουμε ὕπαρξη τοῦ σώματος ἄνευ ψυχῆς οὔτε καί ὕπαρξη ψυχῆς ἄνευ τοῦ σώματος. Ἀμέσως μόλις δημιουργεῖ τό σῶμα ὁ Θεός, κτίζει καί τήν ψυχή. Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης γράφει: “Οὔτε γάρ σῶμα πρό τῆς ψυχῆς ὑφίστατο, οὔτε ψυχή πρό τοῦ σώματος”[15]. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπιγραμματικά τονίζει, ἀντικρούοντας τήν ἄποψη τοῦ Ὠριγένη, ὅτι “ἅμα δέ τό σῶμα καί ἡ ψυχή πέπλασται, οὐ τό μέν πρῶτον, τό δέ ὕστερον”[16]. Ἡ ψυχή καί τό σῶμα δημιουργοῦνται ταυτόχρονα»[17].

Σημαντικά εἶναι ἐπίσης ὅσα λέγονται γιά τήν διαίρεση τῆς ψυχῆς, στά ὁποῖα φαίνεται ἡ γνώση περί τῆς ψυχῆς πού εἶναι ἀποθησαυρισμένη στήν πατερική μας γραμματεία· γνώση πού εἶναι χρήσιμη στόν πνευματικό ἀγώνα κάθε πιστοῦ, στήν πορεία τῆς μετανοίας του, στήν θεραπεία τῆς ψυχῆς του. Περισσότερα βέβαια γι’ αὐτό τό θέμα γράφονται στό τέταρτο κεφάλαιο τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας μέ τίτλο: Ὀρθόδοξη παθολογία.

«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Αὐτό βέβαια τό κατ’ εἰκόνα δέν ἀναφέρεται στό σῶμα, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως στήν ψυχή... Γενικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Καί ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, Νοῦς, Λόγος καί Πνεῦμα, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς δυνάμεις, νοῦ, λόγο καί πνεῦμα[18]»[19].

«Ἡ ψυχή διά τῶν παθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν διασπᾶται, γι’ αὐτό χρειάζεται νά ἑνοποιῆται, προσφερομένη στόν Θεό. Ἡ ἑνοποίηση ἐπιτυγχάνεται μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεόληπτος, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, τονίζει κυρίως τήν ἀξία τῆς προσευχῆς... Μέ τόν λόγο μνημονεύουμε διαρκῶς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν νοῦ ἀτενίζουμε τόν Θεό ἀρεμβάστως καί μέ τό πνεῦμα διακατεχόμαστε ἀπό κατάνυξη, ταπείνωση καί ἀγάπη.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἑνώνονται οἱ τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί προσφέρονται στήν Ἁγία Τριάδα»[20].

Λίγα ἀκόμη γιά τό πῶς συνδέεται ἡ ψυχή μέ τό σῶμα. Κι’ αὐτά ἀπό τήν κατακρινομένη ἀπό τόν π.Ἰ.Δ. ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, πού ἀναφέρεται στό τί εἶναι ἡ ψυχή.

«Ὁ Νεμέσιος ὁ Ἐμέσης διδάσκει ὅτι ἡ ψυχή “ἀσώματος οὖσα καί μή περιγραφομένῃ τόπῳ, ὅλη δι’ ὅλου χωρεῖ καί τοῦ φωτός ἑαυτῆς, καί τοῦ σώματος, καί οὐκ ἔστι μέρος φωτιζόμενον ὑπ’ αὐτῆς ἐν ᾧ μή ὅλη πάρεστιν”. Παρά ταῦτα “ἡ ψυχή, ἑνουμένη τῷ σώματι, μένει παντελῶς ἀσύγχυτος”.

Ἡ ψυχή ἐνεργεῖ καί διευθύνει ὅλο τό σῶμα καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος. Εἶναι διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεός διευθύνει τόν κόσμο προσωπικά, χωρίς κτιστά μέσα, ἀλλά μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του. Ἔτσι, ὅπως ὁ Θεός ἐνεργεῖ στήν φύση, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί “ἡ ψυχή τά τοῦ σώματος μέλη καί ἐνεργεῖ καί κινεῖ ἕκαστον πρός τήν ἰδίαν ἐνέργειαν”[21]. Ἑπομένως, ὅπως ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά διοικεῖ τόν κόσμο, “οὕτω καί ψυχῆς κυβερνῆσαι τό σῶμα”[22]»[23].

Ἀπό ὅλα τά παραπάνω εἶναι φανερό ὅτι ἔχουμε γνώση τῆς ψυχῆς ἀποθησαυρισμένη μέσα στήν πατερική μας γραμματεία, ἡ ὁποία προφανῶς –ὅπως σημειώνεται μέσα στήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία– εἶναι γνώση τῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς. Γνωρίζουμε τήν ψυχή ἀπό τίς ἐνέργειές της, ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζουμε καί τόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του.

Ἡ ἀκριβής λοιπόν γνώση ὅσων ἀπό τήν πατερική διδασκαλία συνέλεξε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου σχετικά μέ τήν ψυχή καί τίς ἐνέργειές της εἶναι ἀπαραίτητη, «γιά νά ἀντιληφθοῦμε τήν πτώση καί τήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς»[24], ὥστε νά ἀρχίσουμε τήν θεραπεία της.

Αὐτός, ἄλλωστε, ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο «ὅλα αὐτά ἐλέχθησαν, ἐπειδή συνδέονται στενότατα μέ τό θέμα τό ὁποῖο» ἀναπτύσσεται  στήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία.


[1]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 105.

[2]. Οἱ ὑπογραμμίσεις καί οἱ τονισμοί τῶν γραμμάτων εἶναι τοῦ π. Ἰ. Διώτη.

[3]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 29.

[4]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 105.

[5]. Ἁγίου Διονυσίου ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων, ΕΠΕ, σ. 44.

[6]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σσ. 91-105.

[7]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 99.

[8]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 30.

[9]. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 152. Ἡ παραπομπή ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 94.

[10]. Βλέπε σχετική ἀνάλυση σέ Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 91-94.

[11]. Ἡσύχιος Πρεσβύτερος, Φιλοκαλία Α΄, σ. 148, μγ΄.

[12]. PG 46, 29.

[13]. Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 85.

[14]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 94-95.

[15]. PG 89, 724.

[16]. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: Ἔκδοσις... ἔνθ. ἀνωτ. σ. 150.

[17]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 97.

[18]. ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Φιλοκαλία Δ΄, 145, λστ΄, -146, λζ΄.

[19]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 97-98.

[20]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 100.

[21]. ἁγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ΄, σ. 42, πα΄.

[22]. ὁσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β΄, σ. 207, λα΄.

[23]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 103.


[24]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 105.

Δεν υπάρχουν σχόλια: