Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Ξυδιάς: Άντε πάλι με τον «ανθρώπινο» και τον «θείο» έρωτα!


 

Βασίλης Ξυδιάς
Ξεκίνησα να γράψω ένα μικρό αντιρρητικό σχόλιο στο κείμενο του Δημήτρη Ιωάννου «Έρωτας Θείος και Ανθρώπινος στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη» και τελικά βγήκαν πέντε συν ένα σημεία κριτικής. Έξι παράλληλες σκέψεις, που έστω και με τρόπο αποσπασματικό, υποβάλλουν, θέλω να πιστεύω, μιαν άλλη προσέγγιση στο ίδιο θέμα.
1. Βλέπω με μεγάλη στενοχώρια ότι μετά από κάθε σημαντικό θεωρητικό βήμα (όπως ήταν η θεολογία του ’60) έρχεται ένα επόμενο στάδιο θεωρητικών προσεγγίσεων, που αντί να υπερβούν τα επιτεύγματα του προηγούμενου με τρόπο εξίσου ή ακόμα πιο δημιουργικό απ’ αυτό, κάνουν κάτι άλλο. Μηρυκάζουν τα κατορθώματα της προηγούμενης γενιάς, κωδικοποιώντας τα, τεμαχίζοντάς τα, ταξινομώντας τα. Και άλλοι τα εκθειάζουν, άλλοι τα βδελύσσονται, χωρίς ούτε οι μεν ούτε οι δε να έχουν καμμία απολύτως επαφή με το δημιουργικό πνεύμα που τα ενέπνευσε.
Έτσι είδα και αυτό το σημείωμα του Δημ. Ιωάννου. «Το θέμα – λέει – των διυποκειμενικών σχέσεων απασχόλησε πολύ την θεολογική παραγωγή της δεκαετίας του ’60». Αυτή είναι η πρώτη του φράση. Μπορεί να είμαι άδικος, αλλά ήδη απ’ αυτό και μόνο το σημείο το άρθρο αυτό έχει για μένα τελειώσει. Δεν ξέρω αν τέτοιες αποφάνσεις έχουν κάποιο νόημα για την κοινωνιολογία ή για την ψυχολογία της θρησκείας, ή για κάποια άλλη θεωρητική discipline, αλλά είναι παντελώς άσχετα με το πνεύμα της θεολογίας του ’60 και με τα προβλήματα που αυτή επεχείρησε να αντιμετωπίσει.
Δεν καταπιάστηκε η θεολογία του ’60 με πέντε-έξι ζητήματα, ένα εκ των οποίων ήταν το θέμα των «διυποκειμενικών σχέσεων», έτσι ώστε να ασχοληθεί και με τον έρωτα. Αυτά είναι νεκρός ακαδημαϊσμός. Η θεολογία του ’60 καταπιάστηκε με ένα και μόνο θέμα. Το θέμα της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Η θεολογία του ’60 έπρεπε να απαντήσει στην πρόκληση του «θανάτου του Θεού». Αν ασχολήθηκε και με πολλά άλλα, αυτά τα είδε ως παραλλαγές και επιμέρους όψεις του ενός και μοναδικού θέματος που την απασχολούσε.
Έτσι λοιπόν, αν ο Χρ. Γιανναράς ασχολήθηκε με τον έρωτα, αυτό δεν το έκανε στο πλαίσιο της μελέτης των «διυποκειμενικών σχέσεων», αλλά στο πλαίσιο μιας ανθρωπολογίας που να είναι ανοικτή στη σχέση με Θεό – με τον προσωπικό Θεό του χριστιανικού Ευαγγελίου, με τον Θεό της Εκκλησίας.
2. Δεν υπάρχει, λέει ο αρθρογράφος στο έργο του Παπαδιαμάντη καμία περίπτωση «όπου ο ανθρώπινος έρωτας αυτομάτως “θεώνει”». Και αναρωτιέμαι τώρα εγώ. Ποιος από τους θεολόγους της θεολογίας του ’60 είπε ότι ο έρωτας «θεώνει» και μάλιστα «αυτομάτως»; Ο Γιανναράς στα κλασικά εικονογραφημένα!
Ο αρθρογράφος διάλεξε να δώσει μια μάχη εναντίον μιας καρικατούρας. Και θα ήμουν πραγματικά πολύ περίεργος να μάθω αν αυτή η καρικατούρα είναι δικό του φανταστικό κατασκεύασμα ή αν όντως υπάρχει κάποια νεώτερη φουρνιά «θεωρητικών» του έρωτα, που έχοντας κακοχωνέψει τον Γιανναρά ή άλλους στοχαστές της θεολογίας του ’60 λένε τέτοιες ρομαντικές ανοησίες, όπως αυτή εναντίον της οποίας βάλλει το άρθρο: ότι «ο ανθρώπινος έρως οδηγεί κατ’ ευθείαν και φυσικώ τω τρόπω στον Θεό». ... Μηδέν εις το πηλίκιον!  
3. Ο έρωτας είναι ένας. Και δεν ξεχωρίζει σε «ανθρώπινο» και «θείο». Ο έρωτας του ανθρώπου, ακόμα και σαν έρωτας για τον θεό, είναι ανθρώπινος. Αν υποθέσουμε πως υπάρχει «θείος» έρωτας, αντίθετος ή ξένος προς τον ανθρώπινο, θα πρέπει ταυτόχρονα να υποθέσουμε πως υφίσταται κάποιου είδους πνευματική κατάσταση όπου ο άνθρωπος υπάρχει χωρίς τη φυσική ψυχολογία του, ή έστω χωρίς ένα μέρος της. Ότι δηλαδή υπάρχουν στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου στοιχεία εγγενώς ξένα προς τη θεία χάρη και μη δεκτικά προς αυτήν.
Αυτό είναι δυισμός. Και καλυμμένος μονοφυσιτισμός. Μεταφορά του χριστολογικού μονοφυσιτισμού σε πνευματοκρατικό ανθρωπολογικό μονοφυσιτισμό.
Διότι ακόμα και σε μια κατάσταση πνευματικής «αρπαγής» του ανθρώπου από τον Θεό – αλλοίωσης της ανθρώπινης ερωτικής ορμής και μετατροπής της σε θεία – ακόμα και στην περίπτωση αυτή, ο άνθρωπος παραμένει ολόκληρος, μαζί με την ψυχολογία του. Επομένως ο «θείος» έρωτας για τον οποίο μιλούν οι ασκητές δεν είναι τίποτα άλλο από ανθρώπινος έρωτας στην κατάσταση της ένωσης του ανθρώπου με τον Θεό· στην κατάσταση της ενχριστώσεως, όπου η ανθρώπινη φύση εναρμονίζεται κατά Χάριν πλήρως και ολοκληρωτικά με τη θεία.(!;;;)
Είπα πλήρως και ολοκληρωτικά. Ίσως πρέπει να το διορθώσω. Πλήρης και ολοκληρωτική είναι η κατά Χάριν εναρμόνιση εν δυνάμει, στην προοπτική της Δευτέρας Παρουσίας. Εδώ και τώρα υπόκειται σε περιορισμούς. Αυτοί όμως οι περιορισμοί έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη πνευματική κατάσταση-πρόοδο του συγκεκριμένου προσώπου και όχι με κάποια εξ ορισμού απρόσληπτα ψυχολογικά στοιχεία της εν γένει ανθρώπινης κατάστασης, όπως για παράδειγμα ο ιδιοτελής – υποτίθεται– έρωτας, σε αντιδιαστολή προς την ανιδιοτελή –δήθεν– αγάπη. Κλασικό λάθος (όπως έχω ισχυριστεί αλλού), που αντιλαμβάνεται το πνευματικό πρόβλημα με όρους ψυχολογίας.
Διότι και ο έρωτας και η αγάπη ως ψυχολογικές καταστάσεις μπορούν να είναι εξίσου ιδιοτελείς ή ανιδιοτελείς. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, ως ψυχολογικές καταστάσεις και ο έρωτας και η αγάπη είναι ταυτοχρόνως και ιδιοτελείς και ανιδιοτελείς, και είναι θέμα πνευματικής στάσεως του συγκεκριμένου ανθρώπου να υπερβεί τόσο τη φυσική ιδιοτέλεια, όσο και την εξίσου φυσική ανιδιοτέλεια στην προοπτική της ανάδυσης και της ανάδειξης του προσώπου.
4. Στην προσπάθειά του να προσαρμόσει τις παπαδιαμαντικές διηγήσεις στη θεώρησή του, ο αρθρογράφος εμπίπτει στο λάθος αυτό, της ψυχολογικοποίησης του πνευματικού προβλήματος, μετακυλύοντας την αντιδιαστολή «ανθρώπινου» και «θείου» έρωτος στη διάκριση έρωτα και αγάπης. Αντιπαραθέτει, για παράδειγμα, την ανάγκη του Μπαρμπα-Γιαννιού «για παρέα και συντροφιά» – κατάσταση «αστεία» και «γραφική» κατά τον αρθρογράφο – με την «ειλικρινή ανάγκη» του «για αγάπη και κατανόηση».  
Όπου για τη μεν πρώτη, την απλή «συναισθηματική» ανάγκη «για επικοινωνία», δεν τίθεται θέμα αγιασμού. Κατά την άποψη του αρθρογράφου είναι η δεύτερη που κάνει τον Μπαρμπα-Γιαννιό «δεκτικό της χάρης του Θεού». Μέχρι και ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης θα δεχόταν έναν τέτοιο Παπαδιαμάντη (βλ. υστερόγραφο).
5. Ένα σημείο μου φάνηκε ενδιαφέρον σε όλο το κείμενο. Και είναι νομίζω κλειδί στη σκέψη του. Είναι στην ανάλυσή του για το διήγημα «Όνειρο στο κύμα», εκεί που επικρίνει την ιδέα πως «το θέαμα του γυμνού σώματος της ημιθανούς κοπέλας τον βοηθά να ανέλθει σε ανώτερο πνευματικά επίπεδο».
Ορθώς επικρίνει ο Δημ. Ιωάννου την ιδέα αυτή ως μη χριστιανική. Όμως αυτή δεν έχει καμμία σχέση με την περί έρωτος άποψη της θεολογίας του ’60. Είναι η ρομαντική ιδέα του έρωτα, όπως την ξέρουμε από τα κλασικά διηγήματα του Τριστάνου και της Ιζόλδης μέχρι τα σύγχρονα ερωτικά έργα. Στη ρομαντική αυτή άποψη υπάρχει πράγματι η αντίληψη πως από το σαρκικό πάθος μπορεί κανείς να αναχθεί στο θείο-πνευματικό. Με την εξής διαφορά όμως. Ότι για να επιτευχθεί αυτή η αναγωγή πρέπει να διακοπεί η σχέση.
Ναι μεν υμνείται το πάθος (σημ. ο έρωτας ταυτίζεται στην περίπτωση αυτή με το πάθος), όμως ο ερωτευμένος πρέπει να μείνει μακριά από το αντικείμενο  του πόθου του, προκειμένου να παραμείνει ο ανικανοποίητος έρωτας-πάθος σαν ψυχοκινητική ορμή προς κάτι «ανώτερο», «υπερβατικό», πέρα από τα σαρκικά.[*]
Είναι μια αντίληψη του έρωτα ως απλού συναισθήματος και όχι ως μιας καθολικής ροπής του προσώπου προς κάτι – προς κάποιον. Το θέμα είναι ότι έτσι τον αντιλαμβάνεται τον έρωτα και ο αρθρογράφος. Σαν αποκομμένο συναίσθημα, όπως οι ρομαντικοί, άσχετα αν το αξιολογεί ανάποδα απ’ αυτούς, αρνητικά.
ΥΓ. Θυμήθηκα παραπάνω τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη διότι τα περί «θείου» έρωτος, και μάλιστα εις βάρος του υποτιθέμενου Γιανναρικού «ανθρώπινου», είναι «ευσεβείς» πνευματοκρατικές θεωρίες, τις οποίες πρώτος αυτός εμπνεύστηκε και διέδωσε εδώ στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80.
Θα άξιζε τον κόπο να γίνει μια σοβαρή μελέτη πάνω στις απόψεις του π. Θεοκλήτου, και είναι δυστύχημα που δεν την έκανε τη μελέτη αυτή εγκαίρως, όταν έπρεπε, ο ίδιος ο Χρ. Γιανναράς. Γιατί οι απόψεις αυτές έγιναν στη συνέχεια μία από τις βάσεις πάνω στις οποίες πάτησε ο γεροντισμός και διάφορες άλλες ζηλωτικές νεοευσεβιστικές θεολογίες, που επικρατούν σήμερα στους κόλπους των υπερορθοδόξων.
Μόνο που ο π. Θεόκλητος – σε αντίθεση προς τον Δημ. Ιωάννου – δεν σκέφτηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει τον Παπαδιαμάντη για να βασίσει σ’ αυτόν τις «αντιερωτικές» του ιδέες. Αντιθέτως ήταν πυρ και μανία εναντίον του, θεωρώντας τον κι αυτόν επιρρεπή στα «φυσικά κάλλη» και στα ανθρώπινα πάθη. Έχει γράψει και βιβλίο γι’ αυτό το θέμα.
*Τα εξηγεί αυτά πολύ καλά ο Στ. Ράμφος στο Φιλόσοφος και Θείος Έρως, βασιζόμενος κατά πολύ στα κλασικά έργα Ο Έρως και η Δύση του Denis de Rougemont, και  Έρως και Αγάπη (Eros och Agape) του Anders Nygren. Το δεύτερο δεν έχει, δυστυχώς, μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά.

Ο ζωγραφικός πίνακας ("Άσμα Ασμάτων", 1992) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
πηγή κειμένουAντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: